Η διαλεκτική της ποπ
"Όλοι γνωρίζουν την ποπ, όλοι την αναγνωρίζουν και έχουν άποψη γι’ αυτήν. Ωστόσο, η καλλιτεχνική και φιλοσοφική της ιδιαιτερότητα παραμένει ελάχιστα μελετημένη, σαν ένα ταμπού να βαραίνει αυτήν την μουσική φόρμα που γεννήθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα και της οποίας το πεπρωμένο συνδέεται με τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής και διάχυσής της.
Η ιστορική σύνδεσή της με τον κόσμο της φωνογραφίας και κατ’ επέκταση της πολιτιστικής βιομηχανίας εννοείται γενικά ως ψόγος, ως το ντροπιαστικό στίγμα μιας μουσικής που έχει πάψει να είναι πλήρως μουσική και έχει συμβιβαστεί με την ιδιότητα του εμπορεύματος. Η ηχογράφηση και οι συνέπειές της θεωρείται ότι έχουν υποβαθμίσει την μουσική, ότι έχουν αλλοιώσει αυτό ακριβώς που την προστάτευε από την τυποποίηση, και παράγουν μαζικά μια καταναλώσιμη μουσική φόρμα, που είναι μεν απολύτως προσβάσιμη, αλλά και απολύτως μέτρια.
Στο βιβλίο αυτό, η Agnès Gayraud εξετάζει το βάθος και το πλάτος της δημοφιλούς μουσικής ξεκινώντας από την καρδιά των έργων, και ξεδιπλώνει όλα τα είδη και όλα τα παράδοξά της, για να αποκαλύψει τις ανύποπτες και πλούσιες αισθητικές προεκτάσεις μιας μουσικής τέχνης που είναι ίσως η σημαντικότερη του εικοστού αιώνα."
από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
" ... Η ποπ δεν είναι γνήσιο τέκνο των Μουσών. Γεννήθηκε από την συνάντηση παραδόσεων τόσο μακρινών όσο και η ανθρώπινη προδιάθεση για τραγούδι με μια βιομηχανία, την φωνογραφική βιομηχανία, η οποία εδώ και έναν σχεδόν αιώνα της εξασφάλισε τις τεχνικές προϋποθέσεις της εντατικής παραγωγής και διάχυσής της. Πράγματι, στις αρχές του 20ού αιώνα, την πορεία της ποπ όσον αφορά τα έργα, αλλά και τις πρωτογενείς της τάσεις, την όρισαν η ηχογράφηση και οι βιομηχανοποιημένοι τρόποι διανομής. Αυτοί οι δυο παράγοντες συνιστούν μια τεχνική και ιστορική πρόσφυση τόσο βαθιά και γήινη, που ακόμη και το πιο παραδεισένιο τραγούδι των Shangri-Las ή του Brian Wilson δεν μπορεί να αποσπαστεί πλήρως από αυτήν.
Χωρίς ραδιόφωνο ή μαγνητοταινία, χωρίς την εμπορική εκβιομηχάνιση αυτών των τεχνολογιών, το «Remember» ή το «’Til I Die» δεν θα υπήρχαν, τα αιώνια τραγούδια του Roy Orbison και οι κρυστάλλινες μελωδίες των Carpenters δεν θα είχαν δει ποτέ το φως της μέρας.
Η ηχογραφημένη δημοφιλής μουσική μοιράζεται ορισμένα χαρακτηριστικά των μεγάλων μηχανοποιημένων τεχνών, όπως ο κινηματογράφος ή η φωτογραφία, παράλληλα με τις οποίες αναπτύχθηκε. Προκειμένου να στοχαστούμε αυτές τις τέχνες, που υπόκεινται σε τεχνική αναπαραγωγιμότητα, είναι ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε την καθαυτή έννοια του έργου, να αναθεωρήσουμε την κοινότυπη αντίθεση μεταξύ πρωτότυπου και αντίγραφου, να εξετάσουμε τις εντάσεις που προκύπτουν μεταξύ των αισθητικών ιδανικών που διαχέουν τα έργα των τεχνών αυτών και των συνεπειών της κυκλοφορίας τους στην βιομηχανία και την κουλτούρα. Το κάναμε για τον κινηματογράφο, που τον ξεχωρίζουμε από το θέατρο ή σήμερα πλέον από την τηλεοπτική σειρά. Το κάναμε για την φωτογραφία, που διακρίνεται από τις εικαστικές τέχνες. Δεν το κάναμε με τον ίδιο σαφή τρόπο για την ηχογραφημένη εκδοχή της δημοφιλούς μουσικής, ώστε να σκεφτούμε την ιδιαιτερότητα που έχει ως τέχνη, αναλόγως προς τον κινηματογράφο ή την φωτογραφία. Όσον αφορά την ποπ, τις περισσότερες φορές οι διαμεσολαβήσεις της ηχογράφησης και της βιομηχανίας που την διακινεί εμφανίζονται στην καλύτερη περίπτωση ως τυχαίο χαρακτηριστικό, που αφορά την μουσική γενικώς. Στην χειρότερη, αντιμετωπίζονται σαν ένα ψεγάδι, το επαίσχυντο στίγμα μιας μουσικής που έχει πάψει να είναι πλήρως μουσική και έχει συμβιβαστεί με την ιδιότητα του εμπορεύματος, σε σημείο που να ταυτίζεται με τους «ήχους του καπιταλισμού», οι οποίοι μεταμφιέζουν τους βρυχηθμούς του ποταπού καπιταλιστικού θηρίου σε γλυκανάλατα ακούσματα. Η ηχογράφηση και οι συνέπειές της θεωρείται ότι έχουν υποβαθμίσει πάνω απ’ όλα την μουσική, ότι έχουν αλλοιώσει ό,τι υποθέτουμε ότι την προφύλασσε από την τυποποίηση στο παρελθόν, και ότι έχουν καταλήξει να παράγουν μαζικά μια καταναλώσιμη μουσική φόρμα, που είναι μεν καθολικά προσβάσιμη, αλλά και καθολικά μέτρια.
Αν αντιπαραβάλουμε έναν Beethoven με το τελευταίο διεθνές σουξέ R’n’B, δεν είναι προφανής η έκπτωση;
Αυτό το ψευτοδίλημμα είναι προφανώς ένα σόφισμα, που συνίσταται στην συγκεχυμένη σύγκριση όχι δυο έργων που ανήκουν σε δυο διαφορετικές τέχνες, αλλά μιας οικουμενικής ιδιοφυΐας και ενός ανώνυμου έργου, ενός συνθέτη και ενός είδους. Προκειμένου να το αντικρούσουμε, δεν μπορούμε να αρκεστούμε απλώς σε κάποια πλειοδοσία ευμένειας, που θα εξέπιπτε αυθωρεί σε χλωμή συγκατάβαση έναντι των ποπ παραγωγών που ακούγονται παντού. Στην πραγματικότητα, είναι απαραίτητο να εμβαθύνουμε την αναζήτηση, να βρούμε τον τρόπο να κατανοήσουμε πώς η ηχογραφημένη δημοφιλής μουσική τον περασμένο αιώνα έδωσε γένεση όχι σε κάποιο υποβαθμισμένο άβαταρ, αλλά σε μια διακριτή άλλη μουσική τέχνη, ακριβώς όπως ο κινηματογράφος ή η φωτογραφία συνέστησαν άλλες τέχνες. Αυτό προϋποθέτει την υπομονή μιας θεωρίας, μιας φιλοσοφικής χειρονομίας που να καθιστά ορατή την μοναδικότητα της ποπ ως τέχνη, την μορφή της, τις ιδιαίτερες συνθήκες της και τα αισθητικά σχήματα που την συνέχουν.
Αυτή είναι η πρόθεση του παρόντος βιβλίου: να αναδείξει την ποπ φόρμα, δαπανώντας χρόνο για τις διαμεσολαβήσεις."
από την εισαγωγή του βιβλίου
Δείτε και εδώ ολόκληρη την εισαγωγή, το σημείωμα της μεταφράστριας και τα περιεχόμενα του βιβλίου.
Έγραψαν για την αγγλική έκδοση:
The most interesting book I’ve read about music and—not politics, but the political dimension of life … It’s brave, questioning, and alive on every page.
— Greil Marcus, author of Lipstick Traces, Mystery Train, The Dustbin of History, and Three Songs, Three Singers, Three Nations
_Adorno reborno for the era of Daft Punk and Drake: the outlook pop-positive from the outset, the analysis penetrating, rigorous, elegant. Gayraud asks lots of interesting and pertinent questions—and answers them_
— Simon Reynolds, author of Retromania, Rip It Up and Start Again, and Energy Flash
- ISBN
- 978-618-5811-05-1
- Εκδόσεις
- Fagottobooks
- Έτος έκδοσης
- Oκτώβριος 2024
- Σελίδες
- 560
- Διαστάσεις
- 14x21