Γνωρίζοντας την Gail Holst Warhaft, συγγραφέα του βιβλίου “Δρόμος για το ρεμπέτικο”

Η Gail Holst Warhaft αφοσιώθηκε στη μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού, άγνωστου τότε στη διεθνή κοινότητα αλλά και βαθιά περιφρονημένου από μεγάλο μέρος των Ελλήνων, και έγραψε το βιβλίο ROAD TO REBETIKA το 1975.  Mε αφορμή την εκπομπή Μονόγραμμα που ήταν αφιερωμένη στην Gail Holst Warhaft, την οποία μπορείτε να παρακολουθήσετε και όσοι την χάσατε, σας προτείνουμε να διαβάσετε τις παρακάτω 2 συνεντεύξεις της και ένα άρθρο. 

 

 

Η εκπομπή Μονόγραμμα μας συστήνει την Gail Holst Warhaft 

 

Μία Αυστραλέζα που αγάπησε με πάθος την Ελλάδα, μελέτησε σε βάθος τον πολιτισμό της και μας προσέφερε τελικά πολλά, είναι η Γκέιλ Χολστ-Γουόρχαφτ, που μας συστήνεται στο Μονόγραμμα. Η καθηγήτρια, συγγραφέας, ποιήτρια, ελληνίστρια, μουσικός και μεταφράστρια πλήθους Ελλήνων συγγραφέων δεν επαναπαύτηκε ποτέ και πουθενά. 

Παρακολουθήστε εδώ την εκπομπή.

Συνέντευξη της Gail Holst στον Αντώνη Μποσκοΐτη (Το κουτί της Πανδώρας)

 

Gail Holst: «Το τραγούδι έχει λυτρώσει τον άνθρωπο από πολλά δεινά»

 

Τα «Νησιώτικα» είναι το καινούργιο βιβλίο της Αυστραλέζας συγγραφέως, ποιήτριας, μεταφράστριας και ακαδημαϊκού, Gail Warhaft – Holst ή απλά Ηλέκτρας, που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή της στη χώρα μας και στη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού της.

Τη γνώρισα το 2009 όταν συνοδεύσαμε την κοινή μας φίλη, Μαρίζα Κωχ, στο φεστιβάλ έθνικ μουσικής της επαρχίας Τζαν Ζία Τζία στην Κίνα. Τη φωτογράφισα λίγα χρόνια μετά στην παρουσίαση του βιβλίου της για τον Μίκη Θεοδωράκη, παρουσία του Μίκη, του Ιάκωβου Καμπανέλλη και της άλλης φίλης της, της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ. Υπάρχει μια άποψη που λέει πως ό,τι πιο σημαντικό έχει γίνει για τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό οφείλεται σε ξένους μελετητές και ερευνητές. Σημαντικοί ο «δάσκαλος» Σίμωνας Καρράς, η Δόμνα Σαμίου και ο Μάρκος Δραγούμης, εξίσου σημαντικοί όμως και οι προκάτοχοι τους, ο Σαμουέλ Μπομποβί και η Μέλπω Λογοθέτη με τον σύζυγο της, Οκτάβιο Μερλιέ, που έβαλαν τα θεμέλια για την καταγραφή της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Στην οικογένεια αυτή, ανήκει και η Αυστραλέζα Gail Holst, γνωστή και με το ελληνικό όνομα Ηλέκτρα, που αφιέρωσε στη ζωή της στην Ελλάδα κυριολεκτικά: Το αποδεικνύουν τα βιβλία της για το ρεμπέτικο, τον Μίκη Θεοδωράκη και τα μοιρολόγια, οι μεταφράσεις της στα άπαντα του Καββαδία, αλλά και η σύμπραξη της ως μουσικός κάποτε με τον Θεοδωράκη και τον Σαββόπουλο. Η Gail Holst βρέθηκε για μιαν ακόμη φορά στην Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσει το νέο της βιβλίο με τίτλο «Νησιώτικα» – μια καταγραφή των ελληνικών τραγουδιών απ’ όλες τις μεριές της Ελλάδας που βρέχονται από θάλασσα και ένα συγγραφικό εγχείρημα, που όμοιο του δεν είχε γίνει μέχρι σήμερα.

Κατά πόσο θεωρείτε τον εαυτό σας Ελληνίδα;
Σίγουρα θεωρώ τον εαυτό μου πιο Ελληνίδα παρά Αυστραλέζα. Ξέρω από που είμαι, ο νους μου όμως είναι στην Ελλάδα, το σώμα μου στην Αμερική και η προέλευση μου από την Αυστραλία.
 
Και δεν αισθάνεστε διχασμένη;
Όχι, αισθάνομαι ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια πνευματικά ανήκω στην Ελλάδα, στην οποία πρωτοήρθα το 1966. Όλοι ξέρουν τώρα την ηλικία μου (γέλια).
 
Οι διακοπές σας είχαν φέρει στην Ελλάδα τότε;
Είχα την εντύπωση ότι θα πάω στην Ιταλία για να γινόμουν ιστορικός τέχνης. Πήγα στο πανεπιστήμιο 16 χρονών, πήρα το πρώτο πτυχίο μου στα 19 και μετά μάζεψα λεφτά για να κάνω ένα χρόνο διακοπές στην Ευρώπη. Δεν αισθανόμουν ποτέ χίπισσα, γιατί πάντα ήμουν συγκροτημένη. Βρήκα την Ελλάδα, λοιπόν, και είπα «Τι να πάω να κάνω στην Ιταλία»; Μου άρεσε τόσο η μουσική που άκουσα, οι παραδοσιακοί χοροί που είδα, αν και μιλάμε για την Αθήνα. Με συνεπήρε το ρεμπέτικο, το λαϊκό τραγούδι και, βέβαια, το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Ένιωθα πως ήρθα στον παράδεισο, βάζοντας λίγα κέρματα στο τζουκ μποξ, απ’ όπου έβγαιναν κάτι καταπληκτικά τραγούδια. Δεν καταλάβαινα τίποτα από τα λόγια τους, αλλά έπαιξε ρόλο το ότι ήμουν εδώ, τον Απρίλιο του ’67, όταν έγινε το πραξικόπημα. Κάποιος τότε έτρεξε σ’ ένα βιβλιοπωλείο κι αγόρασε δύο πράγματα για μένα: Το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου για τα ρεμπέτικα και το βινύλιο με τον «Επιτάφιο» με τον Μπιθικώτση. Ήταν ένας τρόπος να αρχίσω να μεταφράζω τους πιο δύσκολους στίχους με λεξικό, το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες» για παράδειγμα.
 
Ήταν και θέμα συγκυρίας. Δεν θα μπορούσατε να ήσασταν στην Ιταλία και να σας συγκινούσαν οι ταραντέλες και οι καντσονέτες;

Ήμουν εκεί, τα άκουσα όλα αυτά, αλλά δεν με ενδιέφεραν, καθώς έμοιαζαν με την ευρωπαϊκή μουσική. Τα είχα συνηθίσει αυτά τα ακούσματα.

Σύμφωνοι, μπορεί όμως να ήσασταν στην Κωνσταντινούπολη.

Ίσως, ναι…Κάτι με τράβηξε όμως εδώ, στην κοινωνία, αφού όταν έφτασα με τους φίλους μου, την πρώτη νύχτα, τους είπα «Εγώ έπρεπε να έχω γεννηθεί εδώ».

Άρα ήταν κάτι καρμικό, θα λέγαμε, αφού η σχέση σας με τη χώρα μας πέρασε πια τον μισό αιώνα.

Και με συνεχόμενη συγγραφή για την Ελλάδα! Με βιβλία, πολλά άρθρα και δημοσιευμένες μελέτες. Τα βιβλία μου για την ελληνική μουσική πρέπει να είναι πέντε – έξι: «Ο δρόμος για το ρεμπέτικο», «Mikis Theodorakis – Myths and Politics», «Dangerous Voices», «Cue for passion», «Penelope’ s Confession» και τώρα τα «Νησιώτικα». Στο μεταξύ, είχα μεταφράσει ολόκληρο τον Καββαδία.

Συγγενεύετε κάπως με τον Καββαδία ως περιπλανητές.

Τον «γνώρισα» μέσω της Μαρίζας Κωχ, που είχε ήδη μελοποιήσει Καββαδία. Άκουσα τη «Fata Morgana» της κι αναρωτήθηκα αν έχουν ποτέ μεταφραστεί τα ποιήματα του. Ο Καββαδίας είχε ήδη πεθάνει και η Μαρίζα με πήρε και πήγαμε στο σπίτι της Τζένιας Καββαδία, της αδερφής του. Γλυκιά η Τζένια, μα και αυστηρή: «Δεν σου δίνω την άδεια, γιατί ο στίχος του Καββαδία είναι πολύ ιδιαίτερος και δεν θα τον ”πιάσεις”. Κανένας ξένος δεν θα μπορούσε να τον μεταφράσει» μου είπε χαρακτηριστικά. Στενοχωρήθηκα, αλλά η Μαρίζα μου είπε να μην απελπίζομαι, αφού την επόμενη κιόλας μέρα θα έστελνε στη Τζένια Καββαδία το βιβλίο μου για το ρεμπέτικο. Εκείνη το διάβασε και την άκουσα να μου λέει τα εξής: «Δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι μια ξένη θα έγραφε τέτοιο βιβλίο για τα ρεμπέτικα! Τα ποιήματα του Νίκου είναι δικά σου, αλλά κάθε φορά που θα έρχεσαι στην Ελλάδα, θα βρισκόμαστε στο σπίτι μου». Έτσι, αρχίσαμε ν’ ανταλλάζουμε ιδέες και απόψεις για τις μεταφράσεις. Για πέντε χρόνια μπαινόβγαινα στο σπίτι της αδερφής του ποιητή, μεταφράζοντας τα άπαντα του.

Μεταξύ αυτών, και τα πεζά του;

Δύο μικρά διηγήματα που είχε αφήσει, τη «Βάρδια» όμως την είχε δώσει ήδη η Τζένια σ’ άλλον μεταφραστή. Δεν προχωρούσε, βέβαια, το πράγμα. Τα πεζά του Καββαδία που εγώ μετέφρασα, δημοσιεύθηκαν σ’ ένα περιοδικό λογοτεχνικό της εποχής.

Γιατί πιάσατε τον Καββαδία κι όχι έναν άλλο ποιητή;

Ήταν ένας ωραίος άγνωστος ποιητής που για μένα είχε σχέση με το ρεμπέτικο. Αν αγαπάς το ρεμπέτικο, αγαπάς και τον Καββαδία, δε γίνεται αλλιώς.

Ποια η σχέση του Καββαδία με το ρεμπέτικο; Το είχατε ψάξει;

Νομίζω πως ήταν στενή η σχέση τους. Ο Καββαδίας, όντας πολύ μορφωμένος και διαβασμένος, συνήθιζε να γράφει γι’ ανθρώπους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Αγαπούσε το περιθώριο ισάξια με τα ταξίδια του.

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ.

 

Συνέντευξη της Gail Holst στον Αντώνη Μποσκοΐτη (LIFO)

Μπορεί να γεννήθηκα στην Αυστραλία, αλλά πατρίδα μου νιώθω την Ελλάδα. Δεν πηγαίνω πια στην Αυστραλία και όποτε έχω χρόνο για ταξίδι, έρχομαι εδώ. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Μια αγνή κουβέντα με την Gail Holst και βλέπεις αλλιώς την ελληνική μουσική και τους πρωταγωνιστές της

 

Η βιογράφος του Μίκη Θεοδωράκη, εθνομουσικολόγος και καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας μιλά στο LIFO.gr για τα χρόνια δουλειάς δίπλα στον μεγάλο συνθέτη, για τη συνεργασία με τον Σαββόπουλο, τη φιλία με την Κωχ, την ελληνική μουσική από μια άλλη, καθαρή ματιά
 Τη Gail Holst τη γνωρίζω προσωπικά από το 2001 και πάντα θα θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση: μια γυναίκα αδύνατη, φιγούρα ντελικάτη, με ένα χαμόγελο στα χείλη σαν να είναι μονίμως ευδιάθετη. Ή, για να είμαι σωστός, σαν να χαίρεται πάντα τη γνωριμία και την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους. Την ήξερα ως βιογράφο του Μίκη Θεοδωράκη και συγγραφέα ενός εξαιρετικού βιβλίου που είχε κλείσει μέσα του την έρευνα, την αγάπη και το μεράκι της για το ρεμπέτικο τραγούδι. Η Gail, η Ηλέκτρα για τους Έλληνες, είναι πολίτης του κόσμου κι αν αισθάνεται περισσότερο Ελληνίδα, εγώ θα τη χαρακτήριζα οδοιπόρο της ζωής και της τέχνης, αφαιρώντας της την οποιαδήποτε ιθαγένεια. Τον Μάιο του 2009 ταξιδέψαμε παρέα στη μακρινή Κίνα. Ξυπνάγαμε νωρίς το πρωί, όταν το υπόλοιπο γκρουπ κοιμόταν, και παίρναμε σβάρνα τις κινέζικες λαϊκές αγορές και τα παλαιοπωλεία. Την παρακολουθούσα να ψάχνει τοπικές γκραβούρες και παλιά μουσικά όργανα. Τραγουδήσαμε μαζί το «Πού πας, αφέντη μέρμηγκα», ενώ η Μαρίζα Κωχ έδινε συναυλία μπροστά από μια παγόδα και δεκάδες χιλιάδες Ασιάτες, φαν της ηπειρώτικης ελληνικής μουσικής πολλοί απ’ αυτούς. Τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο συναντιόμαστε με την Ηλέκτρα και λέμε τα νέα μας, ανταλλάσσοντας πληροφορίες για τις δραστηριότητές μας. Ετούτη τη φορά ήρθε εδώ με αφορμή το καινούργιο βιβλίο της, τη δίγλωσση έκδοση με τίτλο «The fall of Athens», ένα ιστορικό της πόλης της Αθήνας με τη δική της ματιά από τη δεκαετία του 1960 ως τη Μεταπολίτευση και μέχρι τις μέρες μας. Ήταν η πλέον κατάλληλη στιγμή για να μου δώσει τη συνέντευξη που θα διαβάσετε.

— Ποιος καλός άνεμος σας έφερε στην Ελλάδα και πάλι;

Ήταν να γίνει ένα συνέδριο για την ελληνική μουσική, που τελικά ακυρώθηκε. Η κόρη μου, όμως, είχε βγάλει ήδη εισιτήριο για να έρθει μαζί μου και δεν ήθελα να της στερήσω το ταξίδι. Είπα, λοιπόν, να πληρώσω κι εγώ μια φορά εισιτήριο για να κάνω τουρισμό. Έτσι, μόλις ήρθαμε μαζί από τις Κυκλάδες. Ε, μια βδομάδα είχε άδεια από τη δουλειά της η καημένη και τώρα γύρισε στο γραφείο της στη Βοστόνη.

— Έρχεστε κάθε χρόνο στην Ελλάδα;

Όποτε μπορώ. Υπάρχουν χρονιές που δεν τα έχω καταφέρει καθόλου, φέτος όμως ήρθα δύο φορές. Ξέρετε, υπάρχει η υπόθεση με το νερό της Σαντορίνης. Ασχολούμαι μία δεκαετία τώρα με το βρόχινο νερό που δεν μαζεύεται πια και οι στέρνες του νησιού έχουν γεμίσει σκουπίδια. Ο υπερβολικός τουρισμός στη Σαντορίνη έχει αλλάξει τα πάντα. Κάνουν αφαλάτωση στο νερό της θάλασσας αλλά και πάλι χρειάζεται πολύ νερό για να καλυφθούν οι ανάγκες των τουριστών. Είναι ήρωες αυτοί που το κάνουν για 2.000.000 ανθρώπους.

Δεν ήταν η αρχαιολατρία που με τράβηξε στην Ελλάδα αλλά οι άνθρωποι και οι σχέσεις μεταξύ τους! Περπατούσα χειμώνα στους δρόμους κι έβλεπα πρόσωπα, άκουγα μουσικές, χωρίς να πολύ καταλαβαίνω. Δεν εξηγείται εύκολα όλο αυτό.

— Πού αντιστοιχεί το νούμερο αυτό;

Φέτος οι τουρίστες που πέρασαν από τη Σαντορίνη έφτασαν τα 2.000.000 σε ένα νησί με πληθυσμό 15.000 κατοίκους. Η δε αφαλάτωση δεν είναι καλή λύση: στοιχίζει πολύ, καταναλώνει ενέργεια και γι’ αυτό το νερό στη Σαντορίνη είναι πιο ακριβό από παντού. Αλλά ήρθατε να μιλήσουμε για μουσική και θα μιλάμε για το νερό; (γέλια)

— Δεν πειράζει. Ίσα-ίσα που θα σας ρωτήσω γιατί ασχολείστε με το νερό στην Ελλάδα και όχι στην Πορτογαλία ή στην Κάτω Ιταλία, ας πούμε.

Μπορεί να γεννήθηκα στην Αυστραλία, αλλά πατρίδα μου νιώθω την Ελλάδα. Δεν πηγαίνω πια στην Αυστραλία και όποτε έχω χρόνο για ταξίδι, έρχομαι εδώ.

— Ας πιάσουμε, λοιπόν, απ’ την αρχή το νήμα της ελληνικότητάς σας.

Αυτή η ιστορία έχει ενδιαφέρον διότι λόγω της μετανάστευσης των Ελλήνων στην Αυστραλία, ο πιο φθηνός τρόπος για να πας στην Ευρώπη ήταν με ελληνικό πλοίο μέσω Ελλάδας. Πολλοί φοιτητές που ήθελαν να πάνε πρώτο ταξίδι στο Λονδίνο, περνούσαν από την Ελλάδα. Έτσι κι εγώ. Θυμάμαι ότι από την πρώτη νύχτα χοροπηδούσα στο κρεβάτι μου σε ένα ξενοδοχείο στην Πλάκα κι έλεγα: «Εδώ έπρεπε να γεννηθώ».

— Χωρίς να έχετε απολύτως καμία εμπειρία από τον τόπο αυτό.

Τίποτα, τίποτα, καμία σχέση! Ήμουν 21 ετών τότε και δεν ήταν η αρχαιολατρία που με τράβηξε στην Ελλάδα αλλά οι άνθρωποι και οι σχέσεις μεταξύ τους! Περπατούσα χειμώνα στους δρόμους κι έβλεπα πρόσωπα, άκουγα μουσικές, χωρίς να πολύ καταλαβαίνω. Δεν εξηγείται εύκολα όλο αυτό.

…..

— Την ελληνική μουσική μπορεί να τη γνωρίσατε στον τόπο της, ήσασταν όμως ήδη μουσικός.

Από παιδί έκανα πιάνο, κλασική μουσική. Όταν ήρθε η χούντα στην Ελλάδα, πήγα στην Αυστραλία και δούλεψα ως δημοσιογράφος, σπουδάζοντας για πρώτη φορά τσέμπαλο και μπαρόκ μουσική. Έπαιζα, μάλιστα, σε ένα μικρό σχήμα μπαρόκ μουσικής. Το ’72, όταν ήρθε ο Θεοδωράκης για περιοδεία στην Αυστραλία με τους μουσικούς του, τους υποδέχτηκα στο αεροδρόμιο και αμέσως μετά τη συναυλία τους κάλεσα όλους στο σπίτι μου. Εκεί ο Μίκης βλέπει το τσέμπαλο και μου ζητάει να παίξω κάτι. Ο Διδίλης, ο πιανίστας του, τρελάθηκε! «Παίξε μας λίγο Μπαχ» μου έλεγε! Πίναμε κρασί και ο Μίκης μου υποσχέθηκε πως, όταν έπεφτε η χούντα, θα με έπαιρνε στο συγκρότημά του. Πίστεψα πως ήταν λόγια της στιγμής. Το ’74, όμως, που γύρισα στην Ελλάδα, πάω σε μια συναυλία του, με βλέπει και μου ζητάει να μπω πράγματι στο συγκρότημα με το τσέμπαλό μου. Έλα όμως που δεν είχα τσέμπαλο μαζί μου! Ευτυχώς που είχα τη μάνα μου στο Λονδίνο, της τηλεφώνησα και της ζήτησα να βρει και να μου στείλει ένα μικρό. Βρήκε και μου το ‘στειλε η καλή μου η μάνα! Όταν όμως έφτασε στην Ελλάδα, είχε σπάσει το ξύλο του, ήταν όλο διαλυμένο. Το είχαμε φορτώσει σε φορτηγό, πηγαίνοντας για συναυλία στον Πύργο, όπου διαπιστώνω ότι είχε σπάσει και μία χορδή του. Τι θα έκανα; Μου λέει ο μπουζουξής του Μίκη: «Πήγαινε στο περίπτερο και θα βρεις μια χορδή από μπουζούκι, πουλάνε»! Έτσι κατάφερα κάπως να παίξω. (γέλια)

— Η εφευρετικότητα του Έλληνα, έτσι; Στο εξωτερικό δεν θα γινόταν αυτό.

Όχι, όχι, έτσι ακριβώς όπως το λέτε. Κι εγώ να ντρέπομαι, αφού δεν είχα καλό ήχο, αλλά ο Μίκης κατάλαβε πως, παρ’ όλη τη δυσκολία, έπαιξα κι έβγαλα τη συναυλία. «Μη στενοχωριέσαι», μου έλεγε, «θα παίξουμε πάλι στην Αθήνα και θα ‘χεις καλό τσέμπαλο». Μόνο στους «Ιππής» του Αριστοφάνη ξανάπαιξα τσέμπαλο, στην Επίδαυρο, που έκανε τη μουσική ο Μίκης. Τι ωραία μουσική, που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος!

— Κι εκεί συνεργάζεστε με τον νεαρότατο Σταμάτη Κραουνάκη, που ήταν βοηθός του Θεοδωράκη!

Ναι! Όταν έγραψα το βιβλίο για τον Μίκη, δεν ήθελα να είμαι κοντά του, γιατί θα μου έλεγε «πες κι αυτό και τ’ άλλο» κ.λπ., ενώ εγώ ήθελα να γράψω από μόνη μου για το έργο του. Του έδωσα το βιβλίο τελειωμένο, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε τα αγγλικά, οπότε δουλέψαμε από κοινού τη μετάφραση. Στις πρόβες για τους «Ιππής», στο απογευματινό ρεπό, καθόμασταν με τον Σταμάτη και μεταφράζαμε τα κείμενα του βιβλίου στα ελληνικά. Ο Σταμάτης ήταν πολύ ικανός, ήξερε τους μουσικούς όρους και δουλέψαμε ευχάριστα. Για τους «Ιππής» κάναμε τρεις μήνες πρόβες κι εγώ θα έπαιζα για πρώτη φορά ζωντανά σε αρχαίο θέατρο. Μιλάμε για το 1979 κι αυτή ήταν η καλύτερη εμπειρία μου με τη μουσική στην Ελλάδα. Ποιος δεν θέλει να παίξει στην Επίδαυρο σε έναν τέτοιο χώρο-αριστούργημα με τα όργανα να ακούγονται τόσο καθαρά; Εν τω μεταξύ, είχα γνωρίσει τον άντρα μου, τον Warhaft − Αυστραλός που ζούσε στην Αμερική και τον είχα συναντήσει στο Λονδίνο μέσω ενός Έλληνα φίλου. Όταν είπα στον Μίκη ότι προτίθεμαι να πάω στην Αμερική, με έπιασε και μου είπε: «Είσαι τρελή; Τα έχεις όλα εδώ, όλοι σε εκτιμούν και αγαπούν τη δουλειά σου. Θα μιλήσω του Χατζιδάκι να σε πάρει στο ραδιόφωνο να παίζεις τις μουσικές σου». Του απάντησα: «Είμαι ερωτευμένη. Τι θες να κάνω;». Δεν με άκουγε! «Τι ρόλο παίζει ο έρωτας στη ζωή σου;», με ρώτησε. «Εσύ είσαι γεννημένη για να ζεις στην Ελλάδα». Από μια πλευρά είχε δίκιο ο Μίκης!

Μετανιώνω τόσο που δεν γνώρισα τον Χατζιδάκι! Κάθε φορά μου έλεγε ο Μίκης: «Πρέπει να γνωρίσεις τον Μάνο, είναι τόσο καλός άνθρωπος! Όλοι λένε ότι έχουμε μια εχθρότητα, αντιθέτως όμως εγώ τον αγαπώ πάρα πολύ!». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Η πρώτη έκδοση του βιβλίου της για τα ρεμπέτικα

 

Εδώ σας φωνάζουν όλοι Ηλέκτρα. Πώς προέκυψε;

Τον καιρό που έγραφα το βιβλίο για τα ρεμπέτικα είχα γνωρίσει τον Θανάση Αθανασίου, τον γέρο ρεμπέτη, που είχε παίξει με τον Μπάτη και τον Βαμβακάρη. Ζούσε στην Αίγινα κι ένας Αμερικανός μού τον σύστησε ως τον τελευταίο ρεμπέτη. Πήγα και τον βρήκα σ’ ένα καφενείο και μου είπε απίστευτες ιστορίες. Αυτός είχε ζήσει 25 χρόνια στη Νέα Υόρκη φτιάχνοντας όργανα και όποιος πήγαινε για περιοδεία στις ΗΠΑ, σαν τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον έπαιρνε στο συγκρότημά του. Τις ιστορίες του Αθανασίου τις έβαλα στο καινούργιο μου βιβλίο, αφού είχαν μείνει εκτός στον «Δρόμο για το ρεμπέτικο». Στο Παγώνι της Αίγινας, λοιπόν, όπου έμενε ο Θανάσης και δεν είχε πάνω από πέντε σπίτια όλα κι όλα, τον συναντούσα, μιλάγαμε και παίζαμε μπαγλαμά. Με πιάνουν δυο γειτόνισσες μια μέρα: «Αυτό το ξένο το όνομά σου, το Gail, είναι τόσο δύσκολο για μας κι εσύ είσαι τόσο πολύ Ελληνίδα! Γιατί δεν διαλέγεις ένα ελληνικό όνομα να σε φωνάζουμε κι εμείς;». Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά μου άρεσε το «Ηλέκτρα», είναι εύηχο. Θυμάμαι πως όταν πρωτογνώρισα την Κωχ, της είπα: «Είμαι η Gail, αλλά για τους Έλληνες η Ηλέκτρα. Διάλεξε όποιο προτιμάς». Η Μαρίζα κράτησε το «Ηλέκτρα», έτσι με παρουσίαζε σε όλους και μου έμεινε! Ξέρετε ότι έχω κι άλλο ελληνικό όνομα; Αλανιάρα! (δυνατά γέλια)

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ.

 

Gail Holst Warhaft: Μια γεννημένη Ελληνίδα

 

Γράφει ο

Μια τέτοια γυναίκα και με τέτοιο έργο και προσφορά στην Ελλάδα, που δηλώνει από τη δημόσια τηλεόραση ότι «αισθάνομαι Ελληνίδα», δεν μπορεί να παραμένει «Ικέτιδα», όπως ακούστηκε σε μια συγκινητική αποστροφή της, για να της αποδοθεί τιμητικά από την Ελληνική Πολιτεία η ελληνική υπηκοότητα…

Όποιος είχε την τύχη να παρακολουθήσει το βράδυ της Τρίτης 11 Ιανουαρίου την μακροβιότερη και σημαντικότερη πολιτιστική εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης ««ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ», θα απολάμβανε μια εξαιρετική παρουσίαση (είναι αναρτημένη στην πλατφόρμα ertflix)της καθηγήτριας μουσικολόγου, μουσικού, ποιήτριας, μεταφράστριας και ελληνίστριας, Gail Holst Warhaft. Μιας αυθεντικής Ελληνίδας που απλώς έτυχε να γεννηθεί από Αυστραλούς γονείς στη μακρινή ήπειρο του νοτίου ημισφαιρίου. Μιας αθεράπευτα ρομαντικής μελετήτριας του ελληνικού πολιτισμού, κυρίως και λόγω αντικειμένου μέσα από τη μουσική που γέννησε αυτός εδώ ο τόπος, αλλά ταυτόχρονα με αποστασιοποιημένη και καθαρή ματιά που της επιτρέπει η αλλοδαπή πνευματική ανατροφή.

Η Gail Holst Warhaft, που βρέθηκε τυχαία για πρώτη φορά στην Ελλάδα λόγω των φτηνών εισιτηρίων επιστροφής στον Πειραιά που πρόσφεραν τα βαπόρια που μετέφεραν τους Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία, ένα ταξίδι στα 1966που διήρκεσε ένα μήνα, ανακάλυψε, όπως η ίδια ανέφερε στην εκπομπή ότι «εδώ έπρεπε να είχα γεννηθεί». Σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας, κατάφερε μέσω της επαφής της με ανθρώπους των γραμμάτων όπως η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και ο Άγγλος σύζυγός της να κατανοήσει την ελληνική νοοτροπία. Η δικτατορία διέκοψε την εδώ παρουσία της, αλλά από το εξωτερικό έδωσε αγώνες για την Ελλάδα, ενισχύοντας έτσι τους δεσμούς της με τους ανθρώπους της. Η επιστροφή μάλιστα στην Αυστραλία, μιας χώρας με σημαντική ελληνική κοινότητα, βοήθησε στην προσπάθειά της, με τη διοργάνωση εκδηλώσεων και φυσικά την ενδυνάμωση των φιλικών της σχέσεων με τον Μίκη Θεοδωράκη και τους μουσικούς του. Μάλιστα, ο Μίκης, της υποσχέθηκε ότι στην πρώτη συναυλία μετά την πτώση της χούντας θα την εντάξει στην ορχήστρα του να παίξει τσέμπαλο, υπόσχεση που τήρησε.

Αυτή η σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας θα οδηγήσει το 1980 σε ένα βιβλίο για τον μεγάλο Έλληνα συνθέτη με τον τίτλο «Μίκης Θεοδωράκης, Μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική», που θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Ανδρομέδα και από το 2014 σε μια άρτια από όλες τις πλευρές επανέκδοση από τις εκδόσεις Μετρονόμος, σε επιμέλεια του ίδιου του εκδότη Θανάση Συλιβού. ‘Ένα «βιβλίο χρέος» για τον Μίκη Θεοδωράκη, «απέναντι στον άνθρωπο και τον μουσικό που με ανύψωσε πνευματικά και μ’ έκανε, έστω και για μια ώρα, να γίνω ένα με το πνεύμα της Ρωμιοσύνης», όπως χαρακτηριστικά γράφει η ίδια. Ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης, σε μια όχι τόσο καλή περίοδο για εκείνον παραδέχεται την αντικειμενικότητα και την υπευθυνότητα προσεγγίσεων του έργου του και άλλων δημιουργών, από ξένους μελετητές. Ή όπως γράφει η ίδια η GailHolstWarhaftστον πρόλογό της «Δεν είμαι Ελληνίδα, έτσι παρατηρώ κι αναλύω την ελληνική κουλτούρα σαν ένας ‘‘απέξω’’. Νομίζω ότι αυτό δεν είναι αρνητικό».

holst 3

Χαρακτηρίσαμε το βιβλίο άρτιο, γιατί, πέρα από την εξαιρετικά προσεγμένη έκδοση, η συγγραφέας «προσπαθεί να εκτιμήσει την εργασία ενός καλλιτέχνη και να την τοποθετήσει μέσα στα εθνικά και κοινωνικά της πλαίσια». Κάτι που το πετυχαίνει και με το παραπάνω, αφού εντάσσει το έργο του Θεοδωράκη και στο διεθνές μουσικό στερέωμα, δείγμα του θαυμασμού της στον καλλιτέχνη από τη μια και της επιστημονικής της επάρκειας από την άλλη. Το βιβλίο έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι μπορεί να διαβαστεί από ιστορικούς, μουσικολόγους, μουσικούς και ανθρωπολόγους ως ένα επιστημονικό εργαλείο αλλά και από απλούς αναγνώστες που ενδιαφέρονται για το έργο του πρόσφατα εκλιπόντος μουσικοσυνθέτη και της ελληνικής μουσικής παράδοσης γενικότερα. Στις 250 περίπου καλογραμμένες σελίδες του ο αναγνώστης θα μάθει αθέατες πτυχές του προσωπικού, πολιτικού και καλλιτεχνικού βίου του Μίκη, ενώ οι παρτιτούρες με τις νότες και τους στίχους, καθώς και οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενα, προκαλούν το ενδιαφέρον ή ακόμη και το σιγοτραγούδισμα των «ασμάτων» που μελοποίησε ο Θεοδωράκης. Μια σύντομη μουσική ιστορία του ελληνικού μεταπολεμικού εικοστού αιώνα.

Στην παρουσίασή της στο «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ» η Gail Holst Warhaft είπε ότι ετοιμάζει και τη συνέχεια αυτού του βιβλίου, ενώ εκτός από το έργο της για τον Μίκη αναφέρθηκε σε όλη τη δουλειά της που αφορά στην Ελλάδα, μουσική, συγγραφική, μεταφραστική, από το 1975 που έβγαλε το βιβλίο για τα ρεμπέτικα, τα μοιρολόγια, που απάλυναν και το δικό της μεγάλο πένθος για τον πρόωρο χαμού του γιου της, το πιο πρόσφατο για τα νησιώτικα, ή μεταξύ άλλων τις μεταφράσεις του Καββαδία, του «Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και του Αισχύλου. Μάλιστα με αφορμή τον αρχαίο Έλληνα τραγωδό και ποιητή, επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι της έκαναν εντύπωση οι «Ικέτιδες» και ο συσχετισμός με το σήμερα, που οι κυνηγημένοι από τους πολέμους και τη φτώχεια άνθρωποι ζητούν άσυλο στην Ευρώπη και αλλού.

holst 5 1

Τέλος, μια τέτοια γυναίκα και με τέτοιο έργο και προσφορά στην Ελλάδα, που δηλώνει από τη δημόσια τηλεόραση ότι «αισθάνομαι Ελληνίδα», δεν μπορεί να παραμένει «Ικέτιδα», όπως ακούστηκε σε μια συγκινητική αποστροφή της, για να της αποδοθεί τιμητικά από την Ελληνική Πολιτεία η ελληνική υπηκοότητα, ώστε να μπορεί να διευκολύνεται και στα ταξίδια της προς τον τόπο που αγάπησε…

ΥΓ. Ο γράφων είχε τη χαρά να τη γνωρίσει και να συζητήσει μαζί της πριν από τρεισήμισι χρόνια σε μια εκδήλωση του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο όπου ήταν προσκεκλημένη, ενώ, λόγω μιας απροσδόκητης, αλλά ευτυχούς καθυστέρησης στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου για την επιστροφή στην Αθήνα, να γνωριστούν περισσότερο και να εντυπωσιαστεί από την απλότητα στη συμπεριφορά, ενός ανθρώπου που δίδασκε στα έδρανα του διάσημου Πανεπιστημίου Cornellτων ΗΠΑ και είχε γνωρίσει και συνεργαστεί με μεγάλους Έλληνες και ξένους δημιουργούς και ανθρώπους του πνεύματος. Μια πραγματική «Ελληνίδα Κοσμοπολίτισσα».

afisa 1

Πηγή

Βιβλία της Gail Holst Warhaft

 

Δρόμος για το ρεμπέτικο: ‘Αρθρα για το ρεμπέτικο τραγούδι από τον ελληνικό τύπο 1947-76

 

Road to rembetika

 

Nisiotika

 

Μίκης Θεοδωράκης, μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική

 

 

Top