Και με το βιβλίο τι θα γίνει;

Από την Κουζέλη Λαμπρινή

Διαβάζω το τελευταίο δελτίο Τύπου του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, ένα συλλυπητήριο μήνυμα της υπουργού Λίνας Μενδώνη για την απώλεια του σχεδιαστή μόδας Γιάννη Τσεκλένη.

Ήταν το πιο πρόσφατο σε μια σειρά τέτοιων μηνυμάτων για την απώλεια της Κατερίνας ΑγγελάκηΡουκ, του Θάνου Μικρούτσικου, της Σωτηρίας Λεονάρδου, του Τάκι ή του Χριστόφορου Λιοντάκη. Δεν μπορώ να μην κάνω την πικρή σκέψη ότι ο σύγχρονος πολιτισμός απασχολεί το υπουργείο περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός.

Διατρέχω τις υπόλοιπες ανακοινώσεις του ΥΠΠΟ για τον σύγχρονο πολιτισμό. Αφορούν διορισμούς μελών διοικητικών συμβουλίων εποπτευόμενων οργανισμών, επισκέψεις και συναντήσεις της υπουργού με ξένους ομολόγους, χαιρετισμούς σε εκδηλώσεις.

Βρίσκω πολλά δελτία Τύπου για το αναβατόριο της Ακρόπολης – με πληροφορίες αναλυτικά για την πλακέτα που έπαθε βλάβη, την πλημμελή συντήρηση τα προηγούμενα χρόνια, τη διαδικασία προμήθειας νέου εξαρτήματος. (Σημείωση εδώ: Αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί ανακοίνωση για το ΥΠΠΟ καμιάς κυβέρνησης, γιατί η λειτουργία του αναβατορίου για τα αναπηρικά αμαξίδια δεν θα πρέπει να διακόπτεται επί μακρόν, ειδικά μάλιστα στην αιχμή της επισκεψιμότητας του αρχαιολογικού χώρου. Θα πρέπει να υπάρχει εφεδρεία ανταλλακτικών και τεχνικών με γνώση και ετοιμότητα ώστε η επισκευή να γίνεται άμεσα μόλις το πρόβλημα παρουσιαστεί.)

Η νέα περιοδική έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ) «Δι’ αυτά πολεμήσαμεν… Αρχαιότητες και Ελληνική Επανάσταση» αξίζει μια ολόκληρη συνέντευξη Τύπου, που μόλις ανακοίνωσε το ΥΠΠΟ, και κυκλοφόρησε δελτίο για εικαστική έκθεση που έγινε στο Καφέ του ΕΑΜ τον Οκτώβριο. Ωστόσο, η συμμετοχή της Ελλάδας στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης τον ίδιο μήνα (στην οποία η Ελλάδα συμμετείχε με περίπτερο του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού/ΕΙΠ) δεν άξιζε ένα δελτίο Τύπου από το ΥΠΠΟ. Αν το ΥΠΠΟ αποστέλλει δελτία Τύπου για δράσεις του ΕΑΜ γιατί όχι και για τις δράσεις του ΕΙΠ;

Σε ό,τι αφορά το βιβλίο, λιγοστές οι ανακοινώσεις: για τα αποτελέσματα των κρίσεων για τα Κρατικά Βραβεία, για τις δύο πρώτες εκδόσεις της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» στη Ρωσία (Γονατάς και Ελύτης) και χαιρετισμός της υπουργού στα εγκαίνια του 48ου Φεστιβάλ Βιβλίου τον Σεπτέμβριο. Πέραν τούτων, ουδέν.

Το ζήτημα δεν είναι κομματικό, είναι ευρύτατα πολιτικό. Πρόκειται για διαχρονική αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας για το βιβλίο, παρά την εκπεφρασμένη αγάπη σειράς υπουργών για την ανάγνωση. Το είδαμε και στην προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία, με σημαία το ενδιαφέρον της για τη φιλαναγνωσία, το βιβλίο και τους θεσμούς του, είχε διοργανώσει –πριν ακόμη εκλεγεί– συζητήσεις για το βιβλίο, είχε ορίσει με την εκλογή της συμβουλευτική επιτροπή για το ελληνικό βιβλίο αλλά απέτυχε ως τη λήξη της θητείας της να διαχειριστεί ζητήματα στρατηγικής, προβολής και εξάπλωσης του ελληνικού βιβλίου.

Με ρωτούν πολλοί γιατί το ελληνικό βιβλίο και οι έλληνες συγγραφείς δεν έχουν την παγκόσμια αναγνώριση που έχουν σύγχρονοι συγγραφείς από την Τουρκία, για παράδειγμα. Δεν είναι καλοί; Δεν έχουμε βιβλία που να αφορούν ένα ευρύτερο, παγκόσμιο κοινό; Τι φταίει; Η απάντηση είναι ότι οι μεμονωμένες προσπάθειες, οι γνωριμίες των ελλήνων συγγραφέων με ανθρώπους πρόθυμους να τους μεταφράσουν σε άλλες γλώσσες δεν αρκούν. Μια μετάφραση, ένα βιβλίο, ένας συγγραφέας για να αφήσουν αποτύπωμα στο εξωτερικό πρέπει να έχουν διάρκεια στα ράφια των βιβλιοπωλείων, να αποτελούν θέμα συζήτησης σε αίθουσες σχολείων, πανεπιστημίων και δημόσιων εκδηλώσεων. Κι αυτό απαιτεί έναν ευρύτερο σχεδιασμό και τον συντονισμό πολλών δυνάμεων.

Πώς μπορεί να γίνει αυτό όταν το ελληνικό βιβλίο είναι διαμελισμένο, από κάθε άποψη; Θεσμικά, η Εθνική Βιβλιοθήκη, οι δημόσιες βιβλιοθήκες και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους ανήκουν στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Παιδείας. Ταυτόχρονα, το «βιβλίο», υπό μία γενική και απροσδιόριστη έννοια, αποτελεί αρμοδιότητα του ΥΠΠΟ, το οποίο στην πάροδο των χρόνων ανέλαβε τα Κρατικά Βραβεία με τη Διεύθυνση Γραμμάτων του και τη διοργάνωση και τη συμμετοχή σε εκθέσεις βιβλίου με το ΕΙΠ. Συντεχνιακά, οι εκδότες είναι διασπασμένοι σε σωματεία (ΕΝΕΛΒΙ, ΣΕΚΒ, ΣΕΒΑ κ.ά.), χωρίς διπλωματικές σχέσεις ή ενίοτε με σχέσεις εχθρικές που δύσκολα κρύβονται.

Τι ωφελεί η διάσπαση αυτή; Ενδεχομένως, μικροπολιτικές και μικροσυμφέροντα. Ενδεχομένως, διευκολύνει την αποποίηση ευθυνών, την αποφυγή ανάληψης πρωτοβουλιών και δράσης, ή ακόμη και τη δημιουργία ευτράπελων μύθων εθνικής υπερηφάνειας.

Πρόσφατο παράδειγμα η είδηση ότι «Η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 10 χώρες με τη μεγαλύτερη βιβλιοπαραγωγή ετησίως, σύμφωνα με τον “Economist”» που ανήρτησε μάλιστα στη σελίδα του στο Facebook o Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ). Στο γράφημα που συνοδεύει την είδηση, η Ελλάδα βρίσκεται μετά την Ιαπωνία, την Κίνα, το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά προηγείται της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας. Αναλύοντας τα στοιχεία που δίνει το γράφημα φτάνουμε, περίπου, στον εξωφρενικό αριθμό έκδοσης 22.400 νέων τίτλων στην Ελλάδα του 2015. Όσοι παρακολουθούμε την ελληνική βιβλιοπαραγωγή γνωρίζουμε ότι μετά βίας αυτή ξεπέρασε τις 10.000 τίτλους στα χρόνια της εκδοτικής έκρηξης (1998-2008) και μειώθηκε αισθητά, κοντά στις 6.000 στα χρόνια της κρίσης.

Ποιος έδωσε τα στοιχεία στον «Economist» και πού τα βρήκε; Ήταν αξιόπιστες οι πηγές του και ποιος είναι αρμόδιος να παρακολουθεί και να καταγράφει την ελληνική βιβλιοπαραγωγή; Η Εθνική Βιβλιοθήκη (Υπουργείο Παιδείας) ως υποχρεωμένη να συντάσσει ανά έτος την Εθνική Βιβλιογραφία, χωρίς ωστόσο να μπορεί ακόμη και τώρα να φέρει εις πέρας αυτή την αποστολή; Η βιβλιογραφική βάση Βιβλιονέτ (ΕΙΠ/ΥΠΠΟ), υποκατάστατο εδώ και δύο δεκαετίες της Εθνικής Βιβλιογραφίας, ένα εργαλείο που δημιουργήθηκε κυρίως για να εξυπηρετήσει πρακτικές ανάγκες των βιβλιοπωλών; Ο ΟΣΔΕΛ με τη δική του ανταγωνιστική βάση, την Οsdelnet, που δημιουργήθηκε για να υπηρετήσει τον ρόλο του ΟΣΔΕΛ; Ή μήπως πρέπει επιτέλους να αποτελέσει και η βιβλιοπαραγωγή αντικείμενο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) και να γίνει η καταγραφή της βάσει διεθνών επιστημονικών κανόνων, μιας και ακόμη και οι ίδιοι οι εκδότες είναι συχνά απρόθυμοι να δώσουν πραγματικά στοιχεία για τη δραστηριότητά τους;

Χρειάζεται ένα ενοποιητικό κέντρο, ένας συντονιστικός φορέας. Τον ρόλο αυτό έπαιξε το ΕΚΕΒΙ, ομολογουμένως όχι στον βαθμό και στην έκταση που θα έπρεπε, αλλά παρατηρούσε τη βιβλιοπαραγωγή, ανέλαβε τη Βιβλιονέτ, δημιούργησε Αρχεία (δημιουργών, βιβλιοπωλείων, μεταφρασμένων ελληνικών βιβλίων, λογοτεχνικών περιοδικών…), πρόσφερε επαγγελματική κατάρτιση με σεμινάρια σε μεταφραστές και επιμελητές, διοργάνωσε εκθέσεις και ημερίδες για το βιβλίο, είχε μια καλή βιβλιολογική βιβλιοθήκη (που βρίσκεται ανενεργή και πακεταρισμένη πια στο ΕΙΠ), αποπειράθηκε να καταγράψει την ιστορία της έκδοσης στην Ελλάδα, ψηφιοποίησε και διέθεσε στο διαδίκτυο σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά, διοργάνωσε αναγνωστικές έρευνες, διατήρησε ένα παρατηρητήριο βιβλίου.

Τα ζητήματα του ελληνικού βιβλίου είναι πολύ σοβαρότερα από τα στενά οικονομικά θέματα (τον ΦΠΑ στο βιβλίο, το τι κονδύλια θα διαθέσει το Υπουργείο Παιδείας στον «Εύδοξο» για αγορά πανεπιστημιακών εγχειριδίων, το αν θα βρεθεί ένα περιστασιακό πρόγραμμα επιδότησης μεταφράσεων). Αυτή τη στιγμή το ελληνικό βιβλίο δεν γνωρίζει ούτε την ιστορία του ούτε το παρόν του. Δεν υπάρχει μέριμνα και σχεδιασμός για την προβολή του στον κόσμο. Γιατί στις λίστες των σύγχρονων «global novels», που συστήνουν στην παγκόσμια κοινότητα ολόκληρες εθνικές κουλτούρες, δεν υπάρχει ένα ελληνικό μυθιστόρημα; ρωτούν κάποιοι.

Θα πρέπει να απασχολήσουν άμεσα όλα αυτά το ΥΠΠΟ και την υπουργό αλλά και όλους τους φορείς, οργανισμούς και ενώσεις που σχετίζονται με το βιβλίο για έναν βασικό λόγο: την προηγούμενη δεκαετία η ελληνική κρίση έδωσε στην Ελλάδα και στον σύγχρονο πολιτισμό μεγάλη ορατότητα – κάτι ανάλογο είχε συμβεί στην επτάχρονη δικτατορία. Tο ελληνικό θέατρο, ο κινηματογράφος, η ποίηση και η πεζογραφία «της κρίσης» φιλοξενήθηκαν σε ξένα πανεπιστήμια, κυκλοφόρησαν από εκδοτικούς κολοσσούς και από μέσα διεθνούς εμβέλειας. Καθώς η «εξωτική» φτωχοποιημένη Ελλάδα της κρίσης ξεθωριάζει σιγά σιγά στο παρασκήνιο, το κερδισμένο έδαφος χάνεται. Όπως έγινε μετά τη δικτατορία. Δεν υπάρχει λόγος ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός να ξεμυτίζει από κρίση σε κρίση.

Πηγή

Top