Ένα ταξίδι στο ρεμπέτικο με τις Gail Holst και Ζωή Διονυσίου
Η Gail-Holst, αρκετά χρόνια μετά το κλασικό της βιβλίο «Ο δρόμος για το ρεμπέτικο», επιστρέφει με τη νέα της έκδοση «Ένα ταξίδι στο ρεμπέτικο για μικρούς και μεγάλους», την οποία συνυπογράφει μαζί με τη μουσικοπαιδαγωγό Ζωή Διονυσίου. Με ένα γλαφυρό κείμενο και την ξεχωριστή εικονογράφηση του Θάνου Κοσμίδη, το βιβλίο προσελκύει μικρούς και μεγάλους σε μια γνωριμία με τον θαυμαστό κόσμο του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Με αφορμή τη νέα μας έκδοση μιλήσαμε με τις συγγραφείς Γκαίηλ και Ζωή και τις ζητήσαμε να μας απαντήσουν σε συχνές ερωτησεις που κάνουν οι πελάτες μας:
«Ένα ταξίδι στο ρεμπέτικο για μικρούς και μεγάλους», ο τίτλος του βιβλίου σας. Πότε αποφασίσετε να συνταξιδέψετε και κυρίως πώς περάσατε σε αυτό το μουσικό ταξίδι που έχουμε στα χέρια μας;
Γκαίηλ: Η φίλη μου η Μαρίζα Κωχ σε μία κουβέντα μας πρότεινε ότι αυτή είναι η κατάλληλη εποχή για να μάθουν τα παιδιά για τα ρεμπέτικα. Η Ελλάδα περνάει δύσκολα χρόνια και θα τους χρειαστούν, έλεγε. Η ίδια μόλις είχε γράψει κάποια ρεμπέτικα τραγούδια για παιδιά, και μου έδωσε την ιδέα να γράψω ξανά κάτι για τα ρεμπέτικα. Όταν έγραψα το πρώτο μου βιβλίο «Δρόμος για το ρεμπέτικο» ήθελα να είναι μια εισαγωγή στο φαινόμενο του ρεμπέτικου για όλους, ακόμα και για ανθρώπους που δεν το γνώριζαν καθόλου. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γράψω ένα καινούριο βιβλίο που να παρακινήσει το ενδιαφέρον των νέων που ζουν στην Ελλάδα για το ρεμπέτικο. Η Μαρίζα μου έκανε την πρόταση να συνεργαστώ με τη Ζωή, που ήδη δούλευαν μαζί στα τραγούδια της για παιδιά.
Ζωή: Η Μαρίζα Κωχ οργάνωσε τη γνωριμία μας, ως καλή προξενήτρα. Εγώ γνώριζα την Γκαίηλ από το πρώτο της βιβλίο, το οποίο αγόρασα και διάβασα όταν ζούσα στο Λονδίνο για τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές μου σπουδές. Το βιβλίο αυτό στάθηκε και για μένα μία εισαγωγή στο ρεμπέτικο, και αφορμή για να ασχοληθώ με την παραδοσιακή μουσική της χώρας μου. Με την Γκαίηλ γνωριστήκαμε διαδικτυακά την άνοιξη του 2020, αλλά συνεργαστήκαμε τόσο καλά, σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Η ιδέα να γράψουμε μαζί ένα βιβλίο για το Ρεμπέτικο που να απευθύνεται σε νέους αναγνώστες με ενθουσίασε. Δουλεύαμε κάθε εβδομάδα την ίδια πάντα μέρα και ώρα, κάθε Πέμπτη ήταν η μέρα μας αφιερωμένη στο ρεμπέτικο. Γράφαμε, διορθώναμε, ακούγαμε και επιλέγαμε τραγούδια για να εμπλουτίσουν την ιστορία μας, βρίσκαμε πληροφορίες, μελετούσαμε διάφορες πηγές, γενικά περνούσαμε πολύ ωραία!
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για αυτό;
Γκαίηλ: Το βιβλίο γράφηκε σα να μας μιλούσε το μπαγλαμαδάκι. Είχα κι εγώ ένα μπαγλαμαδάκι στα χέρια μου, φτιαγμένο από τον Θανάση Αθανασίου, που ήταν πηγή μου για να γνωρίσω το ρεμπέτικο, και σκέφτηκα να το κάνω πρωταγωνιστή της ιστορίας. Το μπαγλαμαδάκι λοιπόν μάς ταξιδεύει από τον Πειραιά του 1930 στο σήμερα, περνάει από τα χέρια του μαραγκού μπαρμπα-Γιάννη, στο νεαρό φτωχό παιδί τον Στέλιο και στο τέλος της ιστορίας παραδίδεται σε ένα άλλο παιδί του δρόμου στη Θεσσαλονίκη. Στο ταξίδι αυτό μαθαίνουμε την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού, των μουσικών του και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης της εποχής. Μαθαίνουμε για τον Μάρκο Βαμβακάρη, για την Τετράς την ξακουστή του Πειραιώς, για τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Ρίτα Αμπατζή, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Βασίλη Τσιτσάνη και άλλους πολλούς μουσικούς του ρεμπέτικου. Βλέπουμε πώς το ρεμπέτικο άλλαξε μετά το 1950, αλλά και πώς οι νεότερες γενιές άρχισαν να το ανακαλύπτουν μετά το 1970. Επίσης μαθαίνουμε για τη νέα γενιά μουσικών της σύγχρονης Ελλάδας που πήρε ως βάση το ρεμπέτικο για τα δικά τους τραγούδια.
Ζωή: Το βιβλίο αυτό προσφέρει μία διαφορετική από την κυρίαρχη αφήγηση της μουσικής ιστορίας της Ελλάδας, όπου το ρεμπέτικο δεν αναγνωρίστηκε αρκετά ούτε από τη σχολική μουσική εκπαίδευση, ούτε από την επίσημη πολιτιστική ιστορία του τόπου. Το ρεμπέτικο σηματοδοτεί το πέρασμα από την ύπαιθρο στην πόλη, είναι το τραγούδι που ένωσε τους Έλληνες όλης της χώρας, είναι το είδος που μίλησε για τον πόνο του ανθρώπου σε πρώτο πρόσωπο. Κατά τη γνώμη μου αυτό το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί σε πολλά επίπεδα, ως παραμύθι, ως πηγή ιστορικών γεγονότων για τη μουσική, ως πρότασή μας για το πώς το ρεμπέτικο καθόρισε τη μουσική ιστορία του τόπου μας. Είναι συγκινητικό το πώς αυτό το δωρικό και λιτό μουσικό είδος του ρεμπέτικου τραγουδιού έχει διαποτίσει τη σύγχρονη μουσική δημουργία και συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει τόσους πολλούς ανθρώπους κάθε εθνικότητας σε πολλά μέρη του κόσμου. Ως μουσικοπαιδαγωγός έχω συμπληρώσει την ιστορία μας με προτάσεις για το πώς θα μπορούσε το υλικό αυτό να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για να γνωρίσουν οι νέοι το ρεμπέτικο, αλλά και να δουν λίγο πιο βαθιά και ίσως πιο κριτικά τις ιστορίες των μουσικών του ρεμπέτικου, και πώς οι δύσκολες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στις οποίες ζούσαν αποτυπώνονται στα τραγούδια τους.
Σε τι ηλικίες απευθύνεται το βιβλίο σας; Και κυρίως για τις μικρές ηλικίες, γιατί όριο προς τα πάνω δεν υπάρχει.
Το βιβλίο μας απευθύνεται σε κάθε νέο ή μεγαλύτερο αναγνώστη που θέλει να μάθει την ιστορία του ρεμπέτικου, το περιβάλλον και τις συνθήκες των ανθρώπων που το δημιούργησαν. Στην ιστορία μας αυτή μιλήσαμε με ειλικρίνεια, δεν κρύβουμε, δεν παραποιούμε και ελπίζουμε να μην ωραιοποιούμε τα πράγματα. Είπαμε την αλήθεια, όπως την έχουμε καταλάβει εμείς. Οι αναγνώστες και ιδιαίτερα οι νέοι μπορούν να καταλάβουν την ιστορία από την πλευρά των ανθρώπων που ζούσαν στις δύσκολες αυτές συνθήκες. Έτσι θα μπορέσουν να νιώσουν καλύτερα τους ανθρώπους που ζουν και σήμερα σε παρόμοιες δύσκολες συνθήκες φτώχειας, πολέμου, προσφυγιάς, κλπ.
Τι μπορεί, τελικά, να προσφέρει τελικά το ρεμπέτικο στους νέους;
Το ρεμπέτικο μπορεί να βοηθήσει τους νέους να καταλάβουν πως οι άνθρωποι δημιούργησαν τόσο όμορφα πράγματα μέσα σε μεγάλες δυσκολίες. Να δουν ότι μέσα στο σκοτάδι του εμφυλίου οι Έλληνες βρήκαν το θάρρος να εκφράζουν τον πόνο τους μέσα από το τραγούδι. Έτσι, τώρα, στις επίσης δύσκολες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ο άνθρωπος μπορεί να αναζητήσει αποκούμπι στην τέχνη, όχι μόνο για να βρει παρηγοριά, αλλά για να αναγεννηθεί.
Γκαίηλ το 1975 γράψατε το «Δρόμος για το ρεμπέτικο» και το 2022 το νέο σας βιβλίο. Άλλες εποχές, άλλες συνθήκες, άλλο κοινό, άλλο βιβλίο, το ίδιο ενδιαφέρον όμως για το ρεμπέτικο.
Για μένα τα ρεμπέτικα διαρκούν επειδή εκφράζουν βασικά στοιχεία της ελληνικής ζωής, και το κάνουν με χιούμορ και μπέσα. Στις πιο δύσκολες στιγμές της ελληνικής ζωής οι Έλληνες έχουν ρίξει τον πόνο τους στο τραγούδι και στον χορό. Γιʼ αυτό νομίζω ότι το ρεμπέτικο έχει παραμείνει ένας θησαυρός του ελληνικού πολιτισμού.
Ζωή τι θα έλεγες στους γονείς και στους εκπαιδευτικούς για το βιβλίο. Πώς μπορούν να το διαβάσουν στα παιδιά τους ή να το εντάξουν στο μάθημα τους;
Με ειλικρίνεια. Είναι μεγάλο μάθημα να καταλάβουν οι νέοι ότι τα τραγούδια αυτά δημιουργήθηκαν μέσα σε δύσκολες συνθήκες, ξενιτιάς, φτώχειας, πόνου, διωγμού. Είναι μεγάλο στοίχημα να νιώσουν τα παιδιά αυτή τη δύναμη του στίχου και της μουσικής. Ένας δάσκαλος, ένας εκπαιδευτικός μουσικής, ένας γονιός μπορεί να χρησιμοποιήσει την ιστορία και άλλα μικρά γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο για να εισάγει τους νέους στο ρεμπέτικο τραγούδι και στην ιστορία του. Μπορούν να μιλήσουν για τις βιογραφίες των μουσικών, για τους στίχους και τη μουσική, να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να εκφραστούν ως ομάδα, να γράψουν νέους στίχους για τις μελωδίες αυτές, να παραλλάξουν τη μουσική, ή να τολμήσουν τη δική τους διαφορετική ερμηνεία και ενορχήστρωση στην τάξη. Όσο περισσότερο κατανοήσουν τα παιδιά τους δημιουργούς του ρεμπέτικου, τόσο καλύτερα θα καταλάβουν το ίδιο το είδος. Αυτό θα τους δώσει τρόπο να σκύψουν με ειλικρίνεια για να κατανοούν βαθύτερα κάθε λαϊκό μουσικό είδος. Άλλωστε πολλές λαϊκές μουσικές παραδόσεις, όπως τα μπλουζ, τα τάνγκο, τα φάντο, τα φλαμένκο δημιουργήθηκαν σε αντίστοιχες δύσκολες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες. Οι νέοι σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, έχουν ανάγκη την αγωγή του συναισθήματος, να αποκτήσουν δεξιότητες ενσυναίσθησης, αποδοχής του άλλου, κατανόησης του διαφορετικού. Τα ρεμπέτικα τραγούδια, όπως και κάθε είδος μουσικής που έχει γεννηθεί μέσα από μεράκι, καημό και πόνο, δίνουν εφόδιο στους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τον πόνο και τη θλίψη στη ζωή τους, τους μαθαίνουν πώς να κάνουν τα πικρά γλυκά.