Γιατί άτυπη μουσική μάθηση;

Γράφει η Lucy Green, στο βιβλίο της Άκουσε και παίξε – Πώς να απελευθερώσετε την ακουστική αντίληψη των μαθητών σας και τις δεξιότητες τους στον αυτοσχεδιασμό και στην εκτέλεση.

 

Με τον όρο «τυπική» μουσική εκπαίδευση αναφέρομαι τόσο στον θεσμό όσο και στον τρόπο διδασκαλίας. Η τυπική μουσική εκπαίδευση συνήθως περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω: εκπαιδευτικά ιδρύματα, από δημοτικά σχολεία έως μουσικές ακαδημίες ή μουσικά πανεπιστημιακά τμήματα που ειδικεύονται μερικώς ή πλήρως στη διδασκαλία και μάθηση της μουσικής, προγράμματα διδασκαλίας για όργανο ή για φωνή που υλοποιούνται σε αυτά τα ιδρύματα ή παράλληλα με τα προγράμματά τους, αναλυτικά προγράμματα, προγράμματα σπουδών ή προγράμματα «σχολών» όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται, επαγγελματίες εκπαιδευτικούς, καθηγητές μουσικής ή βιρτουόζους μουσικούς, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν και τα ανάλογα προσόντα, συστήματα αξιολόγησης, εξετάσεις, κρατικές σχολικές εξετάσεις ή πανεπιστημιακές εξετάσεις, πιστοποίηση επάρκειας, πτυχία, διπλώματα, μουσική σημειογραφία, η οποία συνήθως έχει κεντρικό ρόλο, αν και πολλές φορές τη θεωρούμε δευτερεύουσας σημασίας, αλλά και τέλος ένα σώμα βιβλιογραφίας που περιλαμβάνει κείμενα για τη μουσική, παιδαγωγικά κείμενα και υλικό διδασκαλίας. Στην ιστορική της διάσταση η τυπική μουσική εκπαίδευση αυτού του είδους σχετιζόταν με τη μετάδοση της Δυτικής κλασικής μουσικής, αν και σταδιακά ενσωματώνει στους κόλπους της όλο και περισσότερα είδη μουσικής.

 

Παράλληλα, ή και αντί της τυπικής μουσικής εκπαίδευσης, σε κάθε κοινωνία υπάρχουν και άλλοι τρόποι μετάδοσης και απόκτησης μουσικών δεξιοτήτων και γνώσεων, οι οποίοι συνήθως συνδέονται με διάφορους τύπους μουσικών ιδιωμάτων. Αυτές τις αποκαλώ άτυπες πρακτικές μάθησης. Βρίσκονται στον αντίθετο πόλο, χωρίς να εμπλέκουν ωρολόγια προγράμματα, αναλυτικά προγράμματα, εξετάσεις ή εκπαιδευτικούς. Πρωτογενώς, οι πρακτικές αυτές βασίζονται στη μουσική κουλτούρα των συμμετεχόντων, στις ιδιαίτερες μουσικές τους προτιμήσεις και στις μουσικές πρακτικέςτου περιβάλλοντός τους. Από κάθε άποψη, ένας βασικός παράγοντας για την εκμάθηση της μουσικής είναι ο βαθμός οικειότητας του μαθητή με κάποιο μουσικό είδος. Η μουσική κουλτούρα κάθε ατόμου παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην άτυπη μάθηση. Για παράδειγμα, σε πολλές χώρες τα μικρά παιδιά παίζουν και τραγουδούν την παραδοσιακή μουσική του τόπου τους, καθημερινά, σε ομάδες, μέσα ή και έξω από το σπίτι, σχεδόν από τη γέννησή τους.

Μαθαίνουν να παίζουν μουσική ομαδικά και αναπτύσσουν μουσικές δεξιότητες σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που αναπτύσσουν γλωσσικές δεξιότητες μέσα από τις συναναστροφές τους με ενήλικες ή μεγαλύτερα παιδιά. Η παραδοσιακή μουσική στις περισσότερες κοινωνίες μεταδίδεται με άτυπους τρόπους, μέσα από πολλαπλές εμπειρίες ακρόασης, και μέσα από παρατήρηση και μίμηση των μουσικών πρακτικών κάθε τόπου. Σε διάφορα είδη δημοφιλούς μουσικής, οι νέοι μουσικοί είναι αυτοδίδακτοι ή αποκτούν δεξιότητες και γνώσεις με τη βοήθεια και την ενθάρρυνση της οικογένειάς τους, των συνομηλίκων τους, παρατηρώντας και μιμούμενοι άλλους μουσικούς και ακούγοντας μουσική ηχογραφημένη ή ζωντανά σε συναυλίες. Πίσω από αυτές τις δράσεις θα ανακαλύψουμε υψηλά επίπεδα ενεργοποίησης και ευχαρίστησης και συχνά οι μουσικοί αυτοί προοδεύουν και γίνονται εξαιρετικά ικανοί.

 

Η παραδοσιακή μουσική στις περισσότερες κοινωνίες μεταδίδεται με άτυπους τρόπους, μέσα από πολλαπλές εμπειρίες ακρόασης, και μέσα από παρατήρηση και μίμηση των μουσικών πρακτικών κάθε τόπου.

 

 

Η διάκριση μεταξύ της τυπικής μουσικής εκπαίδευσης και της άτυπης μουσικής μάθησης, σπάνια είναι ξεκάθαρη. Σε πολλές περιπτώσεις οι δύο περιοχές έχουν κοινούς τόπους και η καθεμιά μπορεί να έχει στοιχεία από την άλλη. Σε αρκετά μουσικά ιδιώματα, καθώς και σε διάφορα είδη έντεχνης μουσικής από πολλά μέρη του κόσμου, όπως η ινδική κλασική μουσική και σε μεγάλο βαθμό η τζαζ, υπάρχουν καθιερωμένα συστήματα εκμάθησης μουσικής, γνωστά ως «μαθητεία». Με αυτό τον τρόπο οι νέοι μουσικοί εκπαιδεύονται ή καθοδηγούνται από μια κοινότητα ενηλίκων εμπειροτεχνών, όπως έναν γκουρού του σιτάρ στην Ινδία, έναν βιρτουόζο στα τύμπανα Ακάν, στις σχολές σάμπας του Ρίο ντε Τζανέιρο, στα ιρλανδικά μουσικά σχήματα, στις μεθόδους ομαδικής μάθησης του ιαβανέζικου Γκαμελάν κ.λπ. Αυτά είναι μερικά από τα πολλά παραδείγματα που μου έρχονται στο νου. Πρόσφατα το διαδίκτυο έχει εξελιχθεί ραγδαία σε ένα από τα πιο σημαντικά μέσα πρόσβασης για να μάθει κάποιος να παίζει μια τεράστια ποικιλία οργάνων σε διαφορετικά είδη μουσικής. Αυτού του είδους η μάθηση γίνεται σε ένα άτυπο περιβάλλον, λόγου χάρη στο σπίτι, με έναν εικονικό δάσκαλο, τον οποίο ο μαθητής μπορεί να διακόψει οποιαδήποτε στιγμή, ενώ δεν υπάρχουν συνέπειες αν δεν μελετήσει από μάθημα σε μάθημα!

Κάποιοι μουσικοί έχουν το ένα πόδι στην περιοχή της τυπικής μάθησης και το άλλο πόδι στην περιοχή της άτυπης μάθησης, όπως και πολλοί μουσικοί που έμαθαν κυρίως στο πλαίσιο της μίας έχουν ως ένα βαθμό εμπειρία και από την άλλη. Για παράδειγμα, ολοένα και περισσότεροι μουσικοί με κλασική παιδεία, ιδίως της νέας γενιάς, έχουν μάθει να παίζουν τζαζ ή ποπ μουσική ως επί το πλείστον άτυπα. Πολλοί μαθητές που πριν από μερικές δεκαετίες θα κατατάσσονταν αυστηρά στη σφαίρα της άτυπης μάθησης, αξιοποιούν τις παροχές της τυπικής εκπαίδευσης, όπως το να κάνουν μαθήματα σε κάποια όργανα για τα οποία παλαιότερα ήταν πολύ δύσκολο να βρουν επαγγελματία και καταρτισμένο δάσκαλο. Μερικοί μουσικοί παίρνουν πτυχία και κρατική πιστοποίηση μετά από εξετάσεις ακόμα και έως το επίπεδο του μεταπτυχιακού, κάνοντας σπουδές σε διάφορα είδη παραδοσιακής μουσικής, κάτι που δεν ήταν δυνατόν πριν από μερικά χρόνια. Προσφέρονται επίσης ευκαιρίες για σπουδές μουσικής που προέρχονται από πρωτοβουλίες κοινοτήτων ή οργανισμών οι οποίες βρίσκονται κάπου ανάμεσα στις σφαίρες της τυπικής και της άτυπης μάθησης.

Πέραν των κοινών στοιχείων ανάμεσα στην τυπική και την άτυπη μάθηση υπάρχουν και κάποιες βασικές διαφορές. Αυτές οι διαφορές είναι εμφανείς ανάμεσα στους άτυπους τρόπους μάθησης που χρησιμοποιούν οι μουσικοί της ποπ, της λαϊκής, της παραδοσιακής, της τζαζ μουσικής και άλλων μουσικών ειδών, και σε αυτούς που χρησιμοποιούν οι μουσικοί της Δυτικής κλασικής μουσικής. Εν συντομία το βασικό στοιχεία διάκρισης είναι ότι οι άτυπες πρακτικές μάθησης είναι κατά βάση προφορικές.

 

Περισσότερα στο βιβλίο:

 

Top