Όταν η Ζωή Φυτούση μιλούσε για το τραγούδι, τον Χατζιδάκι, τον Μυράτ και την ελληνική γλώσσα

Η ερμηνεύτρια του σπαρακτικού «Μαντολίνου», που έφυγε σήμερα από τη ζωή, ήταν πολλά περισσότερα από τη ζεστή, υγρή φωνή που για χρόνια έψαχνε ο μεγάλος συνθέτης και τραγουδοποιός 

 

από τον Αντώνη Μποσκοϊτη

Ήταν το 2005 που γύριζα το ντοκιμαντέρ για το Κύτταρο και την ελληνική ροκ σκηνή. Ο διευθυντής φωτογραφίας Δημήτρης Θεοδωρόπουλος τον ίδιο καιρό έκανε και την ταινία του Σταμάτη Τσαρουχά «Ηθικόν ακμαιότατον». Ήξερε τη λατρεία μου για τη μουσική του Χατζιδάκι και τους αυθεντικούς ερμηνευτές του. «Να έρθεις να γνωρίσεις τη Ζωή Φυτούση», μου είπε, «αύριο θα ‘χουμε γύρισμα». Πήγα και, πράγματι, συνάντησα τη Φυτούση εν ώρα εργασίας. Μαμά, που λέμε, για όλους όμως, από τον σκηνοθέτη μέχρι τον τελευταίο τεχνικό. Όμορφη γυναίκα μες στην ωριμότητά της, με μια μόνιμη φλόγα στα μάτια της. Κλείσαμε ένα ραντεβού τις επόμενες μέρες στο σπίτι της, Ιούλιο μήνα, τέτοιο καιρό. Η συζήτησή μας είναι όλη αυτή που θα διαβάσετε εδώ και που δημοσιεύεται για πρώτη φορά αυτούσια. Ένα μικρό μέρος της μόνο είχε χρησιμοποιηθεί σε ακόμη ένα αφιέρωμα του «Διφώνου» στον Μάνο Χατζιδάκι, με τη δική μου επιμέλεια. Λίγους μήνες μετά, η Ζωή Φυτούση ήρθε στην α’ προβολή της ταινίας μου στο Τριανόν. Δεν θα ξεχάσω πόσο νεανική μου είχε φανεί συγκριτικά με την επίσκεψή μου στο σπίτι της. Φορούσε ένα κομψό παντελόνι με ασορτί σακάκι και λικνιζόταν με τα τραγούδια του Σαββόπουλου και του Πουλικάκου από την οθόνη. «Είσαι τόσο ροκ τελικά;» πήγα και της είπα και ξαναθυμηθήκαμε τους Beatles, που τους αναφέρει και στη συνέντευξη. Η Ζωή Φυτούση μας είχε τιμήσει όλους εκείνη την ημέρα. Χαθήκαμε τα επόμενα χρόνια. Συχνά με καλούσε, πότε με κάρτες και πότε με μηνύματα, να πάω να την δω στον Μαγεμένο Αυλό, όπου θα τραγουδούσε Χατζιδάκι. Δεν το έκανα ποτέ. Ύστερα ήρθε η αρρώστια, αυτό το ενδεχόμενο με το οποίο είχε νιώσει δυσφορία στην κουβέντα μας. Οξύ εγκεφαλικό που την άφησε κατάκοιτη μέχρι να μπει σε έναν οίκο ευγηρίας και να καταλήξει χθες, 23 Ιουλίου του 2017, στα 83 της χρόνια. Λίγοι άνθρωποι ήταν, λέει, στο πλευρό της. Όλοι ήξεραν, όλοι ρωτούσαν, μα ελάχιστοι τη συντρόφεψαν στα δύσκολα. Αφιερώνω αυτήν τη συνέντευξη στη μνήμη της. Υπήρξε μια υπέροχη ερμηνεύτρια του χατζιδακικού έργου, μια καλή ηθοποιός με προσωπικότητα και, απ’ ό,τι λέγεται, ένας άνθρωπος που δεν πείραξε ποτέ κανέναν. Καλό σου ταξίδι, Ζωή Φυτούση. Καλή ξεκούραση!  

— Κυρία Φυτούση, είδα ένα όνειρο χθες βράδυ: την περσινή τελετή λήξης των Ολυμπιακών, αλλά μ’ εσάς πάνω σε έναν υδάτινο θρόνο, να τραγουδάτε το «Φέρτε μου ένα μαντολίνο»

… Με κολακεύει το όνειρό σας, αν και σε θρόνο δεν θα καθόμουν ποτέ.

— Από απέχθεια στα ύψη;

Ίσως από συμπάθεια στη λαϊκή καταγωγή μου.

— Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.

Έχετε δίκιο, καθώς και η δική μου ζωή δεν απέχει απ’ αυτήν πολλών συναδέλφων μου: φτώχεια στα παιδικά χρόνια μέχρι την είσοδο σε θέατρο, κινηματογράφο και μουσική.  

 

Επειδή δεν ζει ο Μάνος για να το επιβεβαιώσει, αυτό που θα πω ίσως δεν φανεί πιστευτό σε κάποιους: δεν με δίδαξε τίποτα. Έλεγα στους άλλους μετά να ακούσουν εμένα πώς μιλάω! Ήμουν η πρώτη που ερμήνευσα πρόζα, έκλαψα κι εκφράστηκα μέσω του στίχου, γιατί δεν ήμουν απόλυτα τραγουδίστρια.

 

— Το «είσοδος» μπορεί να σημαίνει την πρώτη επαφή με την τέχνη, όχι την επαγγελματική σχέση απαραιτήτως.

Γι’ αυτό ακριβώς μίλησα. Η τέχνη για μένα που ξεκίνησα να γράφω από παιδί ήταν η δεύτερη ανάσα μου. Όταν είσαι 11 ετών, βέβαια, δεν φαντάζεσαι πού μπορεί να σε βγάλει η ζωή, αν και πιστεύω βαθιά ότι μέσα μας το γνωρίζουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε.

— Ναι, αμυδρά ίσως.

Εννοώ ότι μερικοί γεννιούνται με ένα τυχερό αστέρι από πάνω τους που φέγγει μέχρι να ξεθωριάσει η λάμψη του και τελικά να σβήσει.

— Σας συνάντησα στα γυρίσματα της ταινίας του Τσαρουχά και σας παρατηρούσα να αστειεύεστε με τα μέλη του συνεργείου. Έναν, μάλιστα, θέλατε να τον υιοθετήσετε!

Μα, τους αισθάνομαι όλους σαν παιδιά μου! Και τώρα ο Σταμάτης (σ.σ. ο Τσαρουχάς), που με κάλεσε να παίξω στην ταινία του, με τίμησε και δεν θα μπορούσα να του το αρνηθώ. Ωραία κωμωδία θα γίνει αυτή, το σενάριο είναι καλό και έχει κάτι αλά παλαιά, από τα δικά μας τα χρόνια.

Υπάρχει μια κριτική που δημοσιεύτηκε: «Όταν η Ζωή Φυτούση βγαίνει και λέει “Ο ταχυδρόμος πέθανε”, δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι πέθανε!». Όλα αυτά, λοιπόν, δεν μου τα δίδαξε ούτε ο Μάνος ούτε ο Μυράτ.

   — Μιλήστε μου συνοπτικά για τα δικά σας τα χρόνια.

Ου, τι να σου λέω τώρα! Ακόμα παίζω, ακόμα τρέχω με το Σπίτι του Ηθοποιού, ακόμα γράφω και δεν έχω σκοπό να σταματήσω. Νιώθω ευλογημένη που έζησα την ακμή του ελληνικού κινηματογράφου στο πλάι μεγάλων πρωταγωνιστών, που γύρισα δίσκους, που πήρα το χρίσμα του Χατζιδάκι.

— Αναρωτιέμαι αν έρχεται ώρα που η αναπόληση μιας γεμάτης ζωής καταντά βασανιστική.

Σκεφτείτε όμως να μην έχεις και τίποτα να θυμάσαι, αυτό είναι χειρότερο.

— Υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει κάτι να θυμάται;

Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν περάσει τα 70, όπως εγώ καλή ώρα, μα που ζουν έτσι όπως ζούσαν στα 30, στα 40 και στα 50 τους, που μπορεί να φεύγει η ζωή από δίπλα τους.

— Έτσι, όμως, γλιτώνουν το βάσανο που λέγαμε.

Δεν το ξέρουμε αυτό, δεν ξέρουμε τι είναι καλύτερο για τον κάθε άνθρωπο.

 — Θα σας ζητήσω τώρα να κάνουμε άλλη μια αναδρομή στις αρχές της δεκαετίας του 1960, τότε που συναντιέστε για πρώτη φορά καλλιτεχνικά με τον Μάνο Χατζιδάκι.

Καταρχάς, όταν μου είπατε ότι θέλετε να σας μιλήσει για τον Χατζιδάκι ένας από τους παλαιότερους ερμηνευτές του, σκεφτόμουν πως παλαιότερη από εμένα είναι η Μούσχουρη. Δηλαδή, όταν εγώ τον γνώρισα, ο Μάνος ήταν ήδη μεγάλος και τρανός, είχε κάνει το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», όλα αυτά τα ωραία τραγούδια με τη Νάνα και είχε προηγηθεί το Όσκαρ για τα «Παιδιά του Πειραιά». Τότε, λοιπόν, όσοι θέλαμε να ενημερωθούμε για τα θεατρικά δρώμενα, παίρναμε ένα περιοδικό όπου έγραφε ο Μαμάκης, περίφημος κριτικός της εποχής. Έτσι κι εγώ διάβασα μια μέρα πως ο Μυράτ ανέβαζε το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο στο Θέατρο Αθηνών και πως ο σκηνοθέτης μάλωνε με τον συνθέτη, διότι ο ένας ήθελε τη δραματική ηθοποιό και ο άλλος τη λυρική φωνή. Σκέφτηκα μήπως τους έκανα εγώ. Τον Μυράτ τον είχα καθηγητή, επομένως του τηλεφώνησα αμέσως. Μου είπε να πάω να συναντήσω τον Χατζιδάκι στα στούντιο της Finos, στη Χίου, όπου έκανε οντισιόν, αλλά αυτό δεν γινόταν, μια και τότε εργαζόμουν στο θέατρο Βέμπο. Τελικά, ο Μυράτ μου έκλεισε ραντεβού στο σπίτι του Χατζιδάκι, δύο το μεσημέρι! Πόσες φορές πήγα; Τέσσερις! Ο Χατζιδάκις δεν έλεγε να εμφανιστεί, κοιμόταν εκείνη την ώρα. Όταν όμως εμφανίστηκε την τέταρτη φορά, κόντευα να λιποθυμήσω! Μου φάνηκε πιο ψηλός, πιο παχύς, πιο ωραίος, άντε τώρα εγώ να τραγουδήσω μπροστά του. Τον ρώτησα ποιο τραγούδι ήθελε να πω και για να μην πέσω στη σύγκριση με τη Μούσχουρη, πρότεινα ένα λαϊκό ελληνικό κι ένα ξένο. «Προτιμώ ένα ξένο» μου απάντησε, κι έτσι είπα ένα ιταλικό σουξέ της εποχής που έσκιζε στην Ελλάδα. «Μη χειρότερα!» αναφώνησε ο Μάνος, κάθισε στο πιάνο και βρήκε τον τόνο μου. Αμέσως τηλεφώνησε στις εφημερίδες: «Βρήκα μια υγρή, ζεστή φωνή»! Την επόμενη μέρα πήγα στην πρόβα!

— Πώς ήταν για μια νέα καλλιτέχνιδα η διδασκαλία του Χατζιδάκι;

Επειδή δεν ζει ο Μάνος για να το επιβεβαιώσει, αυτό που θα πω ίσως δεν φανεί πιστευτό σε κάποιους: δεν με δίδαξε τίποτα. Έλεγα στους άλλους μετά να ακούσουν εμένα πώς μιλάω! Ήμουν η πρώτη που ερμήνευσα πρόζα, έκλαψα κι εκφράστηκα μέσω του στίχου, γιατί δεν ήμουν απόλυτα τραγουδίστρια.

— Εγώ σας πιστεύω, ο Χατζιδάκις εκτιμούσε ιδιαίτερα τους τραγουδιστές-ηθοποιούς.

Τον καιρό που γράφαμε τον «Ταχυδρόμο» και το «Μαντολίνο» θυμάμαι πως δούλευε και με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα. Την πρώτη φορά που είχαν ζητήσει να τον συναντήσουν, τους άνοιξε την πόρτα με τη ρόμπα του και με μαύρα γυαλιά. Κάθισε ανόρεχτος στο πιάνο και πρόβαρε τα κομμάτια του, την «Αθήνα», τον «Κυρ-Αντώνη», αυτά. Μάλλον δεν του πολυάρεσε που είχε απέναντί του το σούπερ λαϊκό ντουέτο της εποχής.  

— Πόσο μάλλον αν το σούπερ λαϊκό ντουέτο τον επισκέφτηκε μεσημεριανή ώρα.

(γέλια) Την ιστορία αυτή μου την αφηγήθηκε λίγα χρόνια μετά ο Γρηγόρης (σ.σ. ο Μπιθικώτσης). Εκτιμούσε όμως τον Καζαντζίδη βαθύτατα ο Μάνος. Σε μένα είχε πει ότι κάθε 150 χρόνια βγαίνουν τέτοιες φωνές! Ποτέ όμως δεν του άρεσε που ένα κομμάτι του γινόταν μεγάλη επιτυχία.

— Και το «Μαντολίνο», που έγινε επίσης μεγάλη επιτυχία;

Ήμουν η πρώτη που τραγούδησε πλέι-μπακ, όχι τη φωνή μου, αλλά πάνω στην ορχήστρα του Μάνου από μπομπινόφωνο. Έπειτα από δύο χρόνια, που τραγούδησα το «Πάει, έφυγε το τρένο» στην «Οδό Ονείρων», είχαμε από κάτω ζωντανά την ορχήστρα του Μάνου. Το ίδιο και στο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», σε σκηνοθεσία Σολομού και σκηνικά Εγγονόπουλου.

— Σας μεταφέρω την άποψη μιας νεότερης τραγουδίστριας, της Σαβίνας Γιαννάτου, ότι την επηρέασε πολύ η ερμηνεία σας στον «Ταχυδρόμο».

Υπάρχει μια κριτική που δημοσιεύτηκε: «Όταν η Ζωή Φυτούση βγαίνει και λέει “Ο ταχυδρόμος πέθανε”, δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι πέθανε!». Όλα αυτά, λοιπόν, δεν μου τα δίδαξε ούτε ο Μάνος ούτε ο Μυράτ. Η Βέμπο ανέβηκε μετά την πρεμιέρα και μου είπε: «Πώς τόλμησες; Εγώ δεν θα το τολμούσα ποτέ». Της φάνηκε τόσο περίεργο.

— Έχετε ταυτιστεί με μερικές από τις πιο κλασικές δουλειές του Χατζιδάκι στο νεοελληνικό θέατρο.

Ειδικά στο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», ο Χατζιδάκις δεν ήθελε κανέναν! Έδιωξε τους πάντες και κράτησε μόνο εμένα και τον Γιώργο Κωνσταντίνου στο «Ένα γαλάζιο φόρεμα».

— Πολλά κομμάτια είπε στον δίσκο και η Ευγενία Συριώτη.

Όλα τα είπε η Συριώτη. Κάτι είχε συμβεί, ίσως είχαν μαλώσει με τη Βουγιουκλάκη και ο δίσκος βγήκε χωρίς την Αλίκη, που ήταν η ψυχή της δουλειάς στο κάτω-κάτω. Κρίμα, γιατί η Αλίκη υπήρξε μοναδικότατη στην ερμηνεία των συγκεκριμένων τραγουδιών. Ίσως πάλι να είχε δίκιο ο Μάνος. Αυτό που ξέρω είναι πως εμένα με κράτησε με νύχια και με δόντια για τον δίσκο, δεν ήθελε καμία άλλη να πει την «Κοιμισμένη Πριγκίπισσα». Τα λέω όλα αυτά, χωρίς να έχω καμία έπαρση για το χθες, απλώς φροντίζω πλέον να ζω το σήμερα.

  — Εκείνο τον καιρό, πάντως, θα μπορούσε να σας έχει απορροφήσει ολοκληρωτικά το τραγούδι. Συνεχίσατε με τον Ξαρχάκο.

Δεν θα μπορούσε, νομίζω, καθώς έπαιζα πολύ στον κινηματογράφο. Δεν ήμουν η κανονική τραγουδίστρια που περίμενε πότε θα έμπαινε στο στούντιο. Και με τον Ξαρχάκο συνεργάστηκα, και με όλους τους μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές των χρόνων εκείνων έκανα παρέα, και σε κέντρα εμφανίστηκα, και τραγούδια άλλων συνθετών είπα. Υπήρξε μια περίοδος, μετά το «Μαντολίνο» ειδικά, που οι προτάσεις για δίσκους έπεφταν βροχή.

— Παρακολουθούσατε τη μετέπειτα πορεία του Χατζιδάκι; Πώς ηχούσαν στ’ αυτιά σας τα έργα της ωριμότερης περιόδου του;

Είχα και έχω επαφή με το έργο του Χατζιδάκι και μάλιστα, όταν πήγα στην Αμερική τέλη του ’60, με φιλοξενούσε στο σπίτι του με τη μητέρα του. Κι εκεί δεν μπόρεσα να τον δω, μη νομίζετε, πάντα είχα την ατυχία να τον πετυχαίνω τρομερά πολυάσχολο. Τον θυμάμαι να κλείνεται ώρες ατέλειωτες στο δωμάτιό του και να μελετά τους Beatles. Έφτασα στο σημείο να του πω: «Μα, πόσο πια θ’ ακούσεις Beatles;». «Σοβαρολογείς;», μου απαντούσε, «τι ν’ ακούσω από Beatles;». Δηλαδή εξερεύνησε τόσο πολύ τους Beatles και τη ροκ σκηνή της εποχής, όσο κανένας άλλος Έλληνας μουσικός. Απορούσα πότε θα τον έβρισκα ελεύθερο να μιλήσουμε λίγο. Όταν όμως αντιμετώπισα ένα μικρό πρόβλημα υγείας, όχι μόνο μου πρόσφερε την υπηρεσία του στη Νέα Υόρκη αλλά με έτρεξε και στους γιατρούς, μη διστάζοντας να χάσει χρόνο. Πάντως, από το να λέμε άρες μάρες κουκουνάρες, προτιμούσε να ακούει Beatles. Βέβαια, κι εγώ είχα καθίσει στην ουρά, μες στο χιόνι, περιμένοντας να τους ακούσω. Δεν το θεωρούσα τότε τίποτα ιδιαίτερο, σήμερα όμως κολακεύομαι λέγοντας ότι είδα κι εγώ ζωντανά τους Beatles!

  Η φωνή μπορεί να μην είναι η ίδια με αυτή του κοριτσιού των 25 και 27 χρόνων, αλλά η ψυχή μου ακόμα το λέει και το παραλέει. Είναι οι ώρες της μοναξιάς, βέβαια, που σε αρπάζουν και σε τσακίζουν, αλλά ευτυχώς που έρχονται άνθρωποι και με βλέπουν, μ’ αγαπάνε, ζητάνε τη συνεργασία μου.

— Είχατε γνωρίσει τη Φλέρυ Νταντωνάκη;

Ναι, όχι όμως στην Αμερική, αλλά πολλά χρόνια αργότερα, σε συναυλία του Μάνου στην Αθήνα. Αυτή η κοπέλα, θυμάμαι, με είχε αντιμετωπίσει με σεβασμό, σαν να ήμουν σημαντικότερη από εκείνη, τη στιγμή που είχε πολύ μεγαλύτερη εμπειρία και άπειρες συναυλιακές συνεργασίες με τον Μάνο. Μοιάζαμε, όμως, ήμασταν ηθοποιοί και οι δύο, απ’ όσο γνωρίζω.

— Έχετε να μου πείτε κάτι χιουμοριστικό από τη σχέση σας με τον Χατζιδάκι;

Είχα πάει σε συναυλία του στη Ρωμαϊκή Αγορά, εκείνη την περιβόητη που είχε απαγορεύσει την είσοδο στους δημοσιογράφους. Ανοργάνωτη μια ζωή, ως γνωστόν, είχα χάσει την πρόσκληση. «Δεν μπορείτε να μπείτε» μου λέει ο άνθρωπος στην πόρτα. Δεν υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιήσω το όνομά μου, ήμουν έτοιμη να γυρίσω σπίτι μου. Με είδε ο Μάνος από μέσα κι έστειλε γρήγορα κάποιον να με βάλει. Τον αγκάλιασα, φιληθήκαμε, αν και ήταν πολύ στενοχωρημένος και κάπνιζε συνέχεια. «Κάτσε πιο κει να σε δω» μου λέει. Φορούσα κάτασπρα ρούχα, χαμογέλασε και μου είπε: «Σαν κολόνα ρωμαϊκή είσαι». Θα ‘θελα όμως να πω κάτι για τον Μάνο που δεν το ξέρει ο πολύς κόσμος και δείχνει το μεγαλείο του ανθρώπου. Ήταν ο μοναδικός συντελεστής θεατρικής παράστασης και όχι θεατρώνης που περιέβαλλε στοργικά τον θίασο. Κάθε μέρα στις πρόβες της «Οδού Ονείρων» «καθάριζε» για τα 30-40 παιδιά που δουλεύαμε. Από το να έχουμε όλοι ένα γενναίο γεύμα μέχρι το ταξί που ναύλωνε ο ίδιος για να μας μεταφέρει από το θέατρο στα σπίτια μας. Μας έβαζε, θυμάμαι, ανά πέντε άτομα στο ταξί και μας καληνύχτιζε ή, μάλλον, μας καλημέριζε, αφού οι πρόβες τραβούσαν ως το πρωί. Πείτε μου εσείς έναν μουσικοσυνθέτη και όχι θεατρώνη –το ξαναλέω– που θα έκανε ποτέ το ίδιο!

 

— Πάντα μου αρέσει να ρωτάω καλλιτέχνες που έχουν κάνει σημαντικά πράγματα, κ. Φυτούση, κατά πόσο παραμένουν ευάλωτοι σε σχέση με το παρελθόν τους, αν με εννοείτε.

Καταλαβαίνω τι λέτε. Για να μην ακούω τον «Ταχυδρόμο» και μελαγχολώ, ακόμα τον τραγουδάω, ακόμα δίνω παραστάσεις για πιάνο-φωνή στον Μαγεμένο Αυλό, το στέκι του Μάνου. Η φωνή μπορεί να μην είναι η ίδια με αυτή του κοριτσιού των 25 και 27 χρόνων, αλλά η ψυχή μου ακόμα το λέει και το παραλέει. Είναι οι ώρες της μοναξιάς, βέβαια, που σε αρπάζουν και σε τσακίζουν, αλλά ευτυχώς που έρχονται άνθρωποι και με βλέπουν, μ’ αγαπάνε, ζητάνε τη συνεργασία μου.

— Το τραπεζάκι σας είναι γεμάτο με χειρόγραφες κόλλες Α4. Θέλετε να μου πείτε τι γράφετε;

Κάνω μια μεγάλη έρευνα για τη γλώσσα μας και τα παράγωγά της. Είναι συνέχεια ενός παλαιότερου βιβλίου μου. Θα σας δώσω ένα αντίτυπο, έχω πολλές φωτοτυπίες. Με απασχολεί πολύ η γλώσσα μας, όπως και η ποίησή μας. Να, η ποίηση! Πιστεύω πως οι άνθρωποι που με διαμόρφωσαν καλλιτεχνικά ή φιλοσοφικά, αν θέλετε, ήταν οι ποιητές που γνώρισα, ο Γκάτσος και ο Χατζιδάκις. Κι ο Μάνος ένας ποιητής ήταν!

— Πόσες ώρες γράφετε την ημέρα;

Σηκώνομαι πολύ πρωί, κάθομαι εδώ που καθόμαστε, διαβάζω λίγο και ξεκινάω να γράφω. Σταματώ το μεσημέρι και αν δεν έχω άλλη δουλειά, θα συνεχίσω μέχρι να με βρει το βράδυ. Είναι ωραία διαδικασία, το ίδιο ευχάριστη με τη συμμετοχή μου στην ταινία του Τσαρουχά.

— Θα μπορούσατε να ερωτεύεστε ακόμα;

Όσο μεγαλώνω, μου βγαίνει το μητρικό φίλτρο με όλους ανεξαιρέτως τους άντρες. Λέτε να είμαι ακόμα αξιέραστη; Για να με ρωτάτε κάτι τέτοιο… (γέλια) Δεν έχω παράπονο, είχα καλούς δεσμούς στον χώρο που κινήθηκα, ο κόσμος γνωρίζει. Ας πούμε ότι συμβιβάζομαι με την ηλικία μου και δεν μπαίνω πλέον στη διαδικασία. Μα, εγώ σας λέω για τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας κι εσείς μου λέτε για έρωτες; Έλα τώρα…

— Δεν μιλάω με μια φιλόλογο, αλλά με την ερμηνεύτρια ενός από τα ωραιότερα ερωτικά ελληνικά τραγούδια. Δεν ξέρω να παίζω μαντολίνο, ούτε έχω κιόλας, για να σας συνόδευα.

Το βλέπω ότι εσείς ρωτάτε αλλιώς κι είναι λογικό να μιλάμε για το «Φέρτε μου ένα μαντολίνο». Είδατε πόσα σας είπα πριν κι εγώ!  

— Έτσι, ας μην υπάρχει αμηχανία.

Αυτό είναι, αμηχανία… (σκέφτεται). Να θες να φύγεις από τα παλιά για να μιλήσεις για τα καινούργια.

— Λογικό το βρίσκω.

Όταν όμως περάσουν κι άλλο τα χρόνια –εσείς είστε πολύ νέος–, δεν θα έχουν την ίδια αξία με το «Μαντολίνο» κι αυτά που λέμε, τα καινούργια;

— Γιατί όχι; Καθετί που λέμε έχει τη σημασία του. Δεν θα σας κουράσω.

Καθόλου δεν με κουράζετε. Χαρά μου. Είμαι εδώ, μ’ ακούτε, σας ακούω, με πετύχατε εν μέσω γυρισμάτων.

— Πώς βλέπετε την Άνω Κυψέλη, την περιοχή σας;

Ξέρετε τι γινόταν εδώ παλιά; Πως έπιναν τον καφέ τους ο Καμπανέλλης με τον Δαλιανίδη και τους άλλους ηθοποιούς, συγγραφείς και σκηνοθέτες; Ακόμα μένουμε εδώ πολλοί της «σειράς» μου, βλεπόμαστε καμιά φορά, καλαμπουρίζουμε, πηγαίνει ο ένας στις εκδηλώσεις του άλλου, αν υπάρχει χρόνος και ψυχική διάθεση. Εγώ, πάντως, δεν κάθομαι σπίτι. Μου αρέσει το έξω, δεν θα χάσω κάποιο θέατρο ή σινεμά, παίζει-δεν παίζει γνωστός μου.  

— Θα το πω και πάρτε το όπως θέλετε, τόση ώρα εδώ νομίζω πως είμαστε ξεκομμένοι από τον έξω κόσμο, σα να υπάρχουμε οι δυο μας μόνο πάνω στη Γη.

Μα, τι λέτε; Υπέροχο είναι αυτό! Μήπως είναι που έχω κλειστές τις κουρτίνες;

— Και αυτό ίσως… (γέλια)

Το κουδούνι μου μπορεί να χτυπήσει ανά πάσα στιγμή, δεν μιζεριάζω. Άνθρωπος που γράφει και παίζει δε μπορεί να είναι μίζερος. Δεν είναι πολλά χρόνια που ανέλαβα και το Σπίτι του Ηθοποιού από κοινού με τη Φόνσου, που είναι δραστήριο άτομο.

— Χωρίς να αποτελεί μομφή αυτό που θα πω, το να ασχολείσαι, το να θες να ‘χουν καλά στερνά οι άνθρωποι γύρω σου, είναι κι αυτό μια νίκη του γήρατος.

Δεν αλλάζει ο καλός και αγαθός σκοπός. Η αλήθεια είναι πως όταν είσαι νέος δεν ασχολείσαι, έχετε δίκιο. Αγωνίζομαι γιατί έζησα τη φτώχεια και την ανέχεια και ξέρω πώς είναι να μην έχεις για το νοίκι σου, για τα βασικά. Έπειτα, μεγαλώνουμε, αν πάθω κάτι, δεν θα τρέξει κάποιος και για μένα;

— Φαντάζομαι πως ναι. Ας μη λέμε άλλα δραματικά.

Ναι, μωρέ Αντώνη, άσ’ τα αυτά. Θέλω να μελετήσεις καλά αυτά που θα σου δώσω για τη γλώσσα μας. Σου μιλάω στον ενικό, σαν γιος μου είσαι κι εσύ. Όταν πας σπίτι απόψε, σκέψου τη Ζωίτσα που γνώρισες και που σου μίλησε για τον κοινό μας αγαπημένο, τον Μάνο. Να μου υποσχεθείς πως σε μερικά χρόνια από τώρα, να ‘μαστε καλά, θα μου ξανάρθεις να κάνουμε τη συνέχεια αυτής της κουβέντας.  

— Βεβαίως. Πώς θέλετε να κλείσουμε;

Όσα μουσεία και να φτιάξουν, ο Χατζιδάκις δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Θα είναι πάντα άσπιλος, πρώτος και μοναδικός. Θα ισχύει πάντοτε αυτό που είπε ο Χορν: «Ταλέντο μεγάλο διαθέτει ο Θεοδωράκης, όμως ο ευλογημένος είναι ο Χατζιδάκις». Αυτός, που θα τον αγαπά πάντα η νεολαία και που δεν βασίστηκε ποτέ σε πολιτικό λόγο, αλλά μόνο στον θείο ερωτικό λόγο, όπως ο θεός Απόλλωνας. Είναι ο μόνος, επίσης, ο οποίος, εκτός από την τέχνη, αγάπησε και τη ζωή. Απόδειξη ότι υιοθέτησε ένα παιδί, κάτι που δεν σκέφτονται οι πολλοί, όμως ο Μάνος το έκανε κι αυτό! Και το έκανε τέλεια!

  * Ένα μέρος της συνέντευξης με τη Ζωή Φυτούση δημοσιεύθηκε στο τεύχος 118 (Ιούλιος 2005) του περιοδικού «Δίφωνο». Σήμερα η συνέντευξη δημοσιεύεται ολόκληρη για πρώτη φορά.   Πηγή: www.lifo.gr

Top