«Ζήσαμε απερίσκεπτα, αντί για την αλήθεια προτιμήσαμε εκείνους που μας παρέσυραν»

Από την Ματούλα Κουστένη

Με περιμένει όρθιος στην πόρτα. Μπροστά στο γραφείο του έχει τακτοποιημένα χαρτιά με νέα ονόματα, ημερομηνίες, σχέδια. Καπνίζει το αγαπημένο του πούρο, μοιραζόμαστε από έναν καφέ, στα μάτια έχει τη λάμψη του δημιουργού που ετοιμάζεται να μοιραστεί κάτι φιλόδοξο και απίθανο μαζί. Είναι οικείος αλλά και διερευνητικός. Ο Διονύσης Σαββόπουλος απολαμβάνει απολύτως την προετοιμασία ενός μεγάλου μουσικού ταξιδιού που στήνει εδώ και καιρό στην καρδιά της Αθήνας.

Κι αυτό δεν κρύβεται. Ποτέ δεν έκρυψε πόσο απολαμβάνει τη μεθυστική ατμόσφαιρα μιας συναυλιακής συνεύρεσης. Μόνο που αυτή τη φορά δεν θα είναι μόνος. Η παρέα μεγαλώνει πολύ. Με εκείνον αρχηγό, το «Αλσος» στο Πεδίον του Αρεως μετατρέπεται από 22 Νοεμβρίου σε μια σύγχρονη μουσική σκηνή, που ο ίδιος πιστεύει ότι θα γίνει το νέο μας στέκι.

Ο μεγαλύτερος σύγχρονος τραγουδοποιός μιλά με τη γνώριμη θεατρικότητα, απαντά αφού σκεφτεί καλά, ξέρει με ποιον τρόπο μπορεί να γοητεύσει τον συνομιλητή του, πώς θα αποφύγει την ενόχληση, πώς θα σχολιάσει με τρυφερότητα ή αιχμή όσα συμβαίνουν στο τραγούδι, πού θα στρέψει το βλέμμα για να φωτίσει τη νεοελληνική ψυχή.

Στις παρέες μιμείται τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στις ιστορίες που διηγείται θυμάται απίθανες λεπτομέρειες. «Από τις σχολικές εκδρομές ήμουν το παιδί που άρπαζε το μικρόφωνο των πούλμαν, αυτά που είχαν δίπλα τους οι οδηγοί, κι έκανα μιμήσεις. Τα παιδιά φτιάχνουν απίθανες ιστορίες, στήνουν ολόκληρους πολέμους με μια ρόδα και δυο στρατιωτάκια. Μετά βέβαια έρχεται η εκπαίδευση και τσιμεντώνει κάθε φαντασία. Δεν βοηθάει το εκπαιδευτικό μας σύστημα να “ανοίξει” ο άνθρωπος. Απλώς κάποιοι είμαστε πιο τυχεροί και τολμηροί και συνεχίζουμε διά βίου το παιχνίδι μας».

Να, όπως κάνει κι εκείνος προτείνοντας μια νέα πατέντα ψυχαγωγίας, «ποντάροντας» σε μια δύσκολη περιοχή και ξαναδίνοντας ζωή σε έναν χώρο που γνώρισε συναρπαστικές στιγμές διασκέδασης, αλλά δεκαετίες πριν. «Είναι το παλιό στέκι του Γιώργου Οικονομίδη. Εκεί πρωτοεμφανίστηκαν ως “νέα ταλέντα” η Νάνα Μούσχουρη, ο Γιάννης Βογιατζής και ο Χάρρυ Κλυνν.

Και μάλιστα δίπλα στα μεγάλα αστέρια της δεκαετίας του ’50 και του ’60: τον Μανώλη Χιώτη, τη Μαίρη Λίντα, τον Φλερύ και την Αλμα, τη Σοφία Βέμπο, τον Νίκο Γούναρη», λέει και εξηγεί πως στον χώρο θα φιλοξενούνται stand up comedy, θέατρα, παραστάσεις καραγκιόζη, λαϊκές βραδιές (επιμέλεια της Λίνας Νικολακοπούλου) με σπουδαίους καλεσμένους (πρώτη και καλύτερη η Μαίρη Λίντα), κ.ά.

• Στο δικό σας «Αλσος» τι μπορεί να βρει κάποιος που δεν υπάρχει αλλού στην Αθήνα;

Πρώτα πρώτα θα είναι κέντρο κέντρο. Είθε να έχουν πάντα σουξέ τα μαγαζιά της Συγγρού και της Πειραιώς, αλλά νομίζω ότι η Αθήνα χρειάζεται ένα στέκι που να χτυπά στην καρδιά της πόλης. Επειτα αυτός ο χώρος έχει το προτέρημα να μην είναι αχανής. Είναι συμμαζεμένος, χωρά περί τα 200-300 άτομα και θα παίζει κάθε μέρα, όχι μόνο τα Σαββατοκύριακα όπως έχει καταντήσει η διασκέδαση. Θα λειτουργεί, δε, όλες τις ώρες. Από το πρωί σαν καφενείο μέχρι και το βράδυ που θα αρχίζουν τα προγράμματα.

• Υπάρχει κάτι ρετρό σε αυτό;

Οχι. Κάτι αναγκαίο. Το ότι οι σύγχρονες ανάγκες μοιάζουν με τις παλιές δεν τις κάνει ρετρό.

• Απλώς οι άνθρωποι δεν ταυτίζονται πια με στέκια.

Διότι δεν υπάρχουν. Εγώ πιάνω άλλα vibes. Χρειάζεται ένα στέκι σαν το «Αλσος» και πιστεύω ότι η Αθήνα θα το αγκαλιάσει.

• Δεν βρήκατε ποτέ παρηγοριά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Δεν οδηγώ, δεν έχω κινητό. Είμαι Νεάντερταλ σ’ αυτά. Και καπνίζω ακόμα.

• Αλλα πάθη έχετε;

Στα νιάτα μου αγαπούσα τα κορίτσια. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που πήγα στο νηπιαγωγείο, μπήκαν μαζί μας στην αίθουσα για κάποια ώρα προσαρμογής οι γονείς. Οταν όμως αποχώρησαν, ένα κοριτσάκι άρχισε να κλαίει γοερά. Ηταν τόσο όμορφο, αναψοκοκκινισμένο, με μαγουλάκια σαν δαμάσκηνο, που το ερωτεύτηκα αμέσως.

Οταν σχολάσαμε, αντί να επιστρέψω σπίτι μου, ακολούθησα τη μικρή που έφευγε με τις φίλες της. Αλλά μου πετούσανε πέτρες. Μετά χάθηκα κι όταν τελικά κατάφερα να γυρίσω σπίτι, φοβήθηκα ότι η μητέρα μου θα με κατσαδιάσει. Παραδόξως εκείνη δεν έδωσε καμία σημασία στην αργοπορία μου. Μα δεν την ένοιαξε καθόλου; Θα προτιμούσα μια επίπληξη, ένα νοιάξιμο. Δηλαδή, στην πρώτη κιόλας μέρα του σχολείου έφαγα δυο χυλόπιτες και κατάλαβα πόσο σκληρό είναι το γυναικείο φύλο. Ακούστε, έχω μεγάλη ανάγκη να θαυμάζω και η γυναίκα μού δίνει πολύ μεγάλα περιθώρια σ’ αυτό διότι είναι το άγνωστο, το αίνιγμα που -ευτυχώς- δεν λύνεται ποτέ.

• Τουλάχιστον έχετε πολλά πράγματα να τους τραγουδήσετε. Ποια θα χωρέσουν στο πρόγραμμα που ετοιμάζετε και ποια περισσεύουν;

Τα Σαββατοκύριακα που θα παίζω εγώ, φτιάχνουμε ένα πρόγραμμα που αποτελείται κυρίως από τα «Τραγούδια των άλλων» – εξ ου και ο τίτλος που του δώσαμε. Το επιχείρησα στην «Ταράτσα» του Φοίβου και σπάσανε τα τηλέφωνα να το επαναλάβουμε. Υπάρχουν τραγούδια διαφόρων ειδών, γενικής συγκινήσεως που λέμε, τα οποία δεν είναι κατ’ ανάγκη όλα αριστουργήματα. Ξέρετε, κι η ελαφρότητα έχει δικαίωμα στην ψυχή. Με τα περισσότερα συνδέθηκα σε ανύποπτη στιγμή. Τώρα θέλω να τα θυμηθώ αυτά και τις ιστορίες τους.

• Πείτε μου μία από αυτές τις ιστορίες.

Οταν ήμουν παιδί, μέναμε κοντά στη θάλασσα και δίπλα στις γραμμές του τραμ. Μετά τις γραμμές, ήταν μια παραλία όλο χώματα, κονσέρβες, κοπριές αλόγων. Στο βάθος, έβλεπες ένα φωταγωγημένο πλοίο να περνάει. Πηγαίναμε και παίζαμε εκεί, δίπλα σ’ ένα κεντράκι, με καφασωτά, ασβεστωμένα. Μια μέρα, άκουσα να βγαίνει από μέσα μουσική. Εσκυψα να δω και είδα που λέτε έναν ψηλό, λευκοντυμένο άνδρα να παίζει μπουζούκι.

Μου έκανε εντύπωση που καθόταν σταυροπόδι κι όπως κοιτούσα τον πάτο του παπουτσιού του παρατήρησα ότι ήταν απάτητος. Προφανώς θα τα είχε μόλις αγοράσει. Αλλά εγώ τότε πίστεψα πως αυτός ο λευκοντυμένος τύπος έχει την ιδιότητα να περνά μέσα απ’ τις λάσπες και τα σκατά και να μη λερώνεται ποτέ. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης και το τραγούδι το «Πάμε τσάρκα στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι».

• Θα «σαββοπουλίζουν» πολύ τα τραγούδια που επιλέξατε;

Μα δεν γίνεται να πω κάτι χωρίς να περάσει από μέσα μου. Οταν βλέπουμε το έργο ενός ζωγράφου π.χ., δεν βλέπουμε μόνο το θέμα του αλλά και τον ίδιο τον ζωγράφο εκεί μέσα. Ετσι πρέπει αν θέλουμε την τέχνη να παραμένει ζωντανή.

• Παλιό στέκι, νέα εποχή. Πού εντοπίζετε τις βασικές διαφορές μεταξύ των δύο εποχών;

Νομίζω ότι οι καλλιτέχνες που προηγήθηκαν της γενιάς μου ήταν πιο ειλικρινείς. Γνώριζαν ότι οι άνθρωποι έχουμε αδυναμίες, ότι σκοντάφτουμε, ότι κάνουμε λάθη, ότι πολλές φορές είμαστε γελοίοι και με αυτά τα δεδομένα έφτιαχναν ζεστά και ωραία πράγματα. Θυμηθείτε τις ελληνικές κωμωδίες και τους παλιούς τραγουδιστές…

Αντιθέτως, εμείς σαν να είχαμε ένα κόμπλεξ ανωτερότητας, σαν να νομίζαμε ότι τα ξέρουμε όλα κι ότι ήμασταν κάτι σαν αρχηγοί. Υπήρχε κάτι ψωνέ τόσο σε εμάς του έντεχνου όσο και στους νεότερους λαϊκούς. Δεν τα έβλεπες αυτά τα πράγματα στον Μανώλη Χιώτη, στον Μπιθικώτση, στην Πόλυ Πάνου ή στον Βασίλη Λογοθετίδη, στον Θανάση Βέγγο…

• Εσείς καταλάβατε αργά τη λάθος πορεία σας;

Δεν θα την έλεγα λάθος πορεία. Στα τραγούδια μου ήμουν πάντα ειλικρινής. Στο πάλκο ή στις συνεντεύξεις συχνά ήμουν σφιγμένος, υπερβολικός και επηρμένος. Αλλά μετά τους «Αχαρνής» έκανα μια στροφή πιο κοντά στον εαυτό μου, άρχισα επιτέλους να λύνομαι σαν περφόρμερ. Μου πήρε, βέβαια, κάποιο χρόνο.

• Αυτή είναι μια μάχη με τον ναρκισσισμό πολύ δύσκολη.

Ναι, αλλά πρέπει να τη δώσουμε. Κι εκείνες οι παλιές γενιές την έδωσαν επιτυχέστερα. Βέβαια στην εποχή μας, στην εποχή της εικόνας, αυτή ίσως είναι μια μάχη ακόμα πιο δύσκολη.

• Στη νοσταλγία επενδύετε;

Δεν είμαι νοσταλγός. Δεν μου λείπει το παρελθόν διότι το περιέχω και ανά πάσα στιγμή το φέρνω μπροστά μου και το ξαναζώ. Να χτυπήσω ξύλο, η μνήμη μου είναι εξαιρετική – μέχρι που θυμάμαι πράγματα πριν καν γεννηθώ.

• Εσείς που καλλιτεχνικά συγκεντρώνατε πάντοτε γύρω σας τις νέες και πιο ελπιδοφόρες δυνάμεις, σήμερα πού στρέφετε το βλέμμα σας;

Εχω έγνοια να συνεχιστεί η παράδοση του τραγουδοποιού που γράφει και συνθέτει. Είναι μια αρχαία τέχνη προφορικότητος, εξ ου και οι περισσότεροι από τους επιφανείς είχαν ικανότητες αφηγητή και μίμου. Βρίσκω πάντα ενδιαφέροντα πρόσωπα. Πολλά από αυτά θα τα παρουσιάσουμε στο «Αλσος», τις Πέμπτες, με την υποστήριξη του «Μελωδία». Αυτό στο οποίο εστιάζω είναι η προσωπικότητα, γιατί χωρίς αυτήν το έργο είναι άυλο, δεν υπάρχει.

• Νιώσατε κάποια στιγμή ότι πρέπει να απολογηθείτε στους νεότερους για τις ευθύνες των παλαιότερων γενιών που έφτασαν την Ελλάδα σε αυτό το σημείο;

Ζήσαμε απερίσκεπτα. Σε όλα τα κόμματα υπήρξαν άνθρωποι που έλεγαν την αλήθεια, αλλά εμείς προτιμήσαμε εκείνους που μας παρέσυραν. Το χειρότερο είναι πως αν υπήρχε ένας τρόπος να επιστρέψουμε στο παρελθόν, φοβάμαι ότι θα κάναμε τα ίδια λάθη. Δεν υπήρξαμε σοβαροί κι είμαστε μακριά από το να δεχτούμε την ταπείνωση και να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον. Γι’ αυτό ο πόνος συνεχίζεται. Εύχομαι οι νεότεροι να δείξουν μεγαλύτερη σοβαρότητα.

• Νεότεροι είναι και οι μαθητές που εισέβαλαν στο γραφείο του υπουργού Γαβρόγλου. Αυτές οι εικόνες σάς κάνουν να αισιοδοξείτε;

Φοιτητής που μπαίνει σε γραφείο κλοτσώντας την πόρτα κι ανεβαίνει πάνω στο τραπέζι, και δίκιο να έχει, το έχασε όποιον κι αν έχει απέναντί του. Ειδικά αν αυτός εκπροσωπεί θεσμό. Πρέπει να αποφασίσουμε επιτέλους αν επιθυμούμε δημοκρατία. Προφανώς δεν ζούμε σε δίκαιη κοινωνία, αλλά το πρώτο βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι η τήρηση της νομιμότητας κι ο αλληλοσεβασμός.

• Υπάρχει κάποιο τραγούδι σας που θα θέλατε να τους τραγουδήσετε ή να τους αφιερώσετε;

Οταν τραγουδάς, θα πρέπει να τραγουδήσεις με αγάπη. Ετσι κι εγώ θα τους αφιέρωνα το κομμάτι «Τα παιδιά που χάθηκαν» από το «Περιβόλι του τρελού».

• «Τα πιο ωραία παραμύθια/ απ’ όσα μου ’χεις διηγηθεί/ αχ είν’ εκείνα που μιλούσαν/ για τα παιδιά που ’χουν χαθεί». Είστε σε κάτι αισιόδοξος;

Φυσικά, διότι δίπλα σε αυτό το σκοτάδι παρατηρώ ανθρώπους δημιουργικούς, που στήνουν μια επιχείρηση, που αγωνίζονται για να δώσουν ζωή στην ιδέα τους. Πολεμάνε την τερατώδη γραφειοκρατία και τους θανατηφόρους φόρους, χωρίς πολλά λόγια, με περισσότερη αυτογνωσία, μεγαλύτερη επιμέλεια στις σπουδές, αναπάντεχα ρίσκα. Ποντάρω σε αυτούς για να γυρίσει η σελίδα.

• Σήμερα ποιοι είναι οι «Κωλοέλληνες»;

Εμείς φυσικά. Πάντα εμείς ήμασταν. Αλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, εμείς είμαστε το καθεστώς.

• Συχνά επαναλαμβάνετε ότι δεν θέλετε πια να γράφετε τραγούδια. Δεν υπάρχει κάποιο πρόσωπο ή επικαιρική αφορμή που σας έβαλε στον πειρασμό να καταπατήσετε αυτήν την απόφαση;

Η επικαιρότητα πάντα με εμπνέει, με επηρεάζει, αλλά το να την αποτυπώσω στο τραγούδι είναι κάτι άλλο για το οποίο δεν έχω πια όρεξη. Ανταποκρίνομαι όμως στήνοντας προγράμματα. Να, φτιάχνουμε το «Αλσος». Θα ’θελα να γίνει η ψυχαγωγία κάτι πιο απλό και πιο ποικίλο. Θα ’θελα να διασκεδάζουμε σε ώρες πιο ανθρώπινες. Θα ’θελα το κέντρο της πόλης μας ζωντανό.

Η Αθήνα, στις πλατείες της, δείχνει την πληγή της

• Το πρόγραμμα στο «Αλσος» είναι -όπως λέτε- μια προσπάθεια «για την ανάκτηση του κέντρου της πόλης». Πώς σας φαίνεται σήμερα η πρωτεύουσα;

Η Αθήνα, μία από τις ωραιότερες πόλεις του κόσμου, κατάντησε μια αηδία. Ολες οι πόλεις του εξωτερικού στις λεωφόρους και στις πλατείες τους δείχνουν την ομορφιά και τη δύναμή τους. Η Αθήνα, στις πλατείες της, δείχνει την πληγή της. Δεν πάει άλλο με αυτήν την αρρώστια. Ο καθένας κάνει ό,τι του καπνίσει. Κι αυτό το ονομάζουμε δημοκρατία, ενώ είναι φασισμός. Και κανείς δεν είναι αρμόδιος να απολογηθεί. Ολοι σε στέλνουν σε κάποιον άλλον.

• Το ίδιο δεν συνέβη και με τις ευθύνες για την πυρκαγιά στο Μάτι;

Φυσικά. Δίπλα σε αυτήν τη φρίκη όπου οι μεν έριχναν το φταίξιμο στην κυβέρνηση και η κυβέρνηση στα μέσα ενημέρωσης, δείτε τώρα το φως: τους εθελοντές που δεν έχασαν λεπτό κι έδωσαν την ψυχή τους για να κάνουν ό,τι μπορούσαν. Να η άλλη ανθρώπινη στάση, η συμμετοχή, η αλληλεγγύη. Αυτό είναι το φως για μένα.

• Δεν πιστεύετε όμως ότι είναι μια μάχη χαμένη;

Οχι βέβαια. Η μάχη πρέπει να δίνεται από το πόστο που μπορεί ο καθένας.

• Υπάρχουν σημεία της πόλης στα οποία βρίσκετε ανακούφιση;

Ναι, τα μεθυστικά της ξέφωτα. Δείτε την περιοχή Αρεοπαγίτου, Πλάκα, Μοναστηράκι, Θησείο. Είναι μοναδική στον κόσμο. Κάθεσαι να πιεις έναν καφέ και δίπλα σου είναι ελληνορωμαϊκά μνημεία, απέναντι βυζαντινή εκκλησία, λίγο πιο εκεί βρύση με μουσουλμανικές επιγραφές. Στο εξωτερικό, τέτοια πράγματα είναι περιφραγμένα, έχουν φυτέψει γκαζόν κτλ. Ενώ εδώ κυκλοφορείς ανάμεσά τους αγοράζοντας παντόφλες ή τρώγοντας σουβλάκια. Είναι μέρος της καθημερινότητας. Αυτό είναι υπέροχο.

Πηγή

Top