Ross Daly: υπηρέτης της Μουσικής

γράφει ο Γιώργος Μυζάλης

 Φιγούρα γνώριμη, σαν να βρισκόταν από πάντα στα μέρη μας, άνθρωπος της μουσικής, υπηρέτης της όπως λέει και ο ίδιος, ο Ross Daly έχει γράψει τη δική του ιστορία στα καλλιτεχνικά μας πράγματα. Πιο ντόπιος από πολλούς δικούς μας, μιλάει εύστοχα, ανοιχτόκαρδα και ανοιχτόμυαλα για τη μουσική και την παράδοση. Αυτή την Παρασκευή 11 και το Σάββατο 12 Ιανουαρίου, ο σπουδαίος οργανοπαίχτης και δάσκαλος εμφανίζεται στο θέατρο Ροές με την Κέλυ Θωμά στο πλευρό του. Οι εμφανίσεις αυτές στάθηκαν αφορμή για την παρακάτω απολαυστική συνέντευξη.

Είστε δάσκαλος, ερευνητής παραδοσιακών ήχων και μουσικών, οργανοπαίχτης και δημιουργός. Ποια από όλες αυτές τις ιδιότητες προτάσσετε και για ποιο λόγο;

Νομίζω ότι η ιδιότητα που μου ταιριάζει καλύτερα και που περιγράφει αυτό που προσπαθώ να είμαι είναι «υπηρέτης της Μουσικής». Θέλω να πιστεύω ότι αυτή η ιδιότητα καλύπτει όλες τις υπόλοιπες. Ειδικά αν είσαι δάσκαλος μουσικής και δεν είσαι πρωτίστως υπηρέτης της μουσικής, είναι εως και έγκλημα να διδάσκεις. Δημιουργός δεν είναι κανένας μας, όλα στη μουσική προϋπάρχουν σε ένα χώρο μαθηματικής πιθανότητας και έτσι εμείς ανακαλύπτουμε πράγματα και στην «καλύτερη» περίπτωση φανερώνουμε τα μέχρι τώρα αφανέρωτα. Είμαστε δηλαδή αγωγοί της μουσικής. Όσο για την πηγή της, ας την ονομάσει ο καθένας όπως θέλει. Εγώ ο ίδιος δεν της προσάπτω ούτε ονόματα ούτε ιδιότητες, προτιμώντας απλώς να σταθώ σιωπηλός μπροστά της και να τη βιώσω ως μια εσωτερική παρουσία.  

Η παραδοσιακή μουσική για κάποιους είναι μια «φωτογραφία του παρελθόντος». Την ίδια στιγμή, ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός νέων ανθρώπων (μουσικών και ακροατών) στρέφεται προς εκείνη. Τελικά, τι είναι η παραδοσιακή μουσική; 

Η παράδοση, είτε πρόκειται για τη μουσική είτε σε ένα γενικότερο πλαίσιο, συσχετίζεται με τη συσσωρευμένη γνώση που έρχεται από το παρελθόν, με τον τρόπο που την επεξεργαζόμαστε, την εμπλουτίζουμε και τη διευρύνουμε σήμερα, καθώς και με το να αρθρώσουμε στη συνέχεια μια πρόταση για το μέλλον. Ο ορισμός που τη θέλει ως «φωτογραφία του παρελθόντος» δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτό που είναι στη πραγματικότητα η έννοια της παράδοσης. Αυτό που περιγράφει αυτός ο ορισμός είναι μάλλον το «φολκλόρ». Οι νέοι που προσεγγίζουν την παράδοση σήμερα ανήκουν μάλλον σε δυο κατηγορίες: Αυτοί που γέρνουν περισσότερο προς το φολκλόρ, και αυτοί που αντιλαμβάνονται την παράδοση ώς έκφραση της διαχρονικότητας που δεν υπερτονίζει ούτε το παρελθόν, ούτε το παρόν, και ούτε το μέλλον. Ισορροπεί ανάμεσα στις τρεις αυτές πτυχές και διαστάσεις του χρόνου και απαιτεί από μας να είμαστε συνεχώς σε εγρήγορση να δεχθούμε τη νέα γνώση και την εξέλιξη. Ευτυχώς βέβαια που ακόμα και στην περίπτωση που οι ανήκοντες στη δεύτερη αυτή κατηγορία είναι πολύ λιγότεροι αριθμητικά, ο απόηχος της δραστηριότητας τους θα είναι πολύ μεγαλύτερος διαχρονικά.

Τι είναι για εσάς η Κρήτη και τι είναι για εσάς η Ελλάδα σήμερα; 

Ο χώρος που ζει κανείς είναι σε μεγάλο βαθμό ότι δίνει ο ίδιος σε αυτό. Θα μπορούσα είτε να εκθειάζω είτε να κατηγορήσω για χίλια δυο την Ελλάδα και τη Κρήτη η οπουδήποτε αλλού, άλλα θεωρώ και τις δυο αυτές προσεγγίσεις κάπως εκτός πραγματικότητας. Η Κρήτη και η Ελλάδα, όπως κάθε τόπος εξάλλου, έχουν αρκετά προβλήματα και πολλές αρετές ταυτόχρονα. Ο καθένας από μας είναι μια μικρή μονάδα μέσα σε ένα μεγάλο σύνολο, αλλά η θετική προσφορά μας στο χώρο μας και ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα έμβια και μη όντα στο περιβάλλον μας λειτουργούν καθοριστικά ως προς τη ποιότητα του περιβάλλοντος αυτού. Ίσως ο μόνος τρόπος και «τόπος» οπού ενδεχομένως θα βρει κανείς τoν επίγειο παράδεισο είναι μέσα από τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, και οι άνθρωποι είναι παντού άνθρωποι.

Σχετικά με το υλικό και το παίξιμό σας, σας ενδιαφέρει περισσότερο η θετική γνώμη ενός εθνομουσικολόγου ή ενός απλού ακροατή; 

Εαν ένας εθνομουσικολόγος η ένας μουσικός δεν μπορεί να είναι και αυτός ένας απλός ακροατής, τότε έχει παρεξηγήσει την επιστήμη η την τέχνη του. Η δική μας μουσική, όπως όλες εξάλλου, είναι για κάποιους ανθρώπους και δεν είναι για κάποιους άλλους που προτιμούν άλλα πράγματα. Ως μουσικοί προσπαθούμε να προσφέρουμε ως δώρο στους ακροατές μας αυτό που είναι για μας ότι πιο πολύτιμο. Δεν είμαστε ούτε «βιρτουόζοι» που πυροβολούμε τους ακροατές με τα όργανά μας σαν να είναι kalashnikov, ούτε θέτουμε τη μουσική στην υπηρεσία κάποιων φιλοδοξιών μας γενικότερα. Η μουσική είναι ένα δώρο από την ίδια την φύση σε μας που προσπαθούμε να είμαστε άξιοι υπηρέτες της και αυτό το δώρο οφείλουμε να τη δώσουμε καθαρά και ανιδιοτελώς σε όσους ανθρώπους το θέλουν.

Στη σημερινή εποχή που η δισκογραφία «πνέει τα λοίσθια», τι είναι αυτό που σας ωθεί να κυκλοφορήσετε ένα cd;

Ένα CD πολλές φορές απλώς σηματοδοτεί την ολοκλήρωση μιας συγκεκριμένης εργασίας. Το επισφράγισμα μιας εποχής που μας αφήνει να περάσουμε σε μια επόμενη αν θέλεις. Για μένα η δισκογραφία δεν είχε ποτέ κάποιο άλλο νόημα. Για μας που δεν ανήκουμε στην εμπορική πλευρά της δισκογραφίας, δεν είχε ποτέ κάποιο σοβαρό οικονομικό κίνητρο, και αυτό δεν είναι μόνο τώρα που ουσιαστικά δεν υφίσταται καν ως εμπόριο πια. 

Πως προέκυψε η συνεργασία σας με την Κέλυ Θωμά και τι θα παρουσιάσετε στο θέατρο Ροές αυτό το ΠαρασκευοΣάββατο;

Με την Κέλυ Θωμά συμπορευόμαστε μουσικά και όχι μόνο εδώ και 20 χρόνια. Εκτός από το ότι είναι από τους πιο ταλαντούχους και ικανούς μουσικούς που ξέρω, η εικοσάχρονη συνεργασία και συμβίωση μας έχει ως αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο κοινό ρεπερτόριο και μια ακόμα μεγαλύτερη αυτοσχεδιαστική ελευθερία που μόνο μέσα από μια τέτοια μακρόχρονη κοινή πορεία μπορεί να προκύψει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι συνήθως διαμορφώνουμε το πρόγραμμα μιας συναυλίας την ίδια μέρα που θα παίξουμε ανάλογα με τη διάθεση και την έμπνευσή μας και, κατά κάποιον τρόπο, σε «συνεργασία» με το κοινό

Παίζετε όσο συχνά θα θέλατε να παίζετε αυτή την εποχή με δεδομένες τις συνθήκες που επέφερε η κρίση στη χώρα; 

Εδώ και κάποια χρόνια παίζουμε πολύ περισσότερο στο εξωτερικό και ελάχιστα στην Ελλάδα. Βέβαια είναι ευχάριστο για μας να μπορούμε να μοιραστούμε τη μουσική μας με διαφορετικούς ανθρώπους σε διάφορους τόπους, αλλά μας λείπει να έχουμε περισσότερες ευκαιρίες να παίξουμε για τους φίλους μας στη χώρα που και εμείς ζούμε. Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό αφορούν εν μέρει στην οικονομική κρίση όπως συνηθίζουμε να τη λέμε, αλλά όχι μόνο. Η μουσική στην Ελλάδα καλείται σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό να επιβιώνει σε χώρους μαγαζιών ως ένα κομμάτι της νυχτερινής διασκέδασης. Αυτό δεν είναι κάτι το καινούριο και δεν απορρέει από την οικονομική κρίση. Εγώ, εδώ και πολλά χρόνια έχω αποκλείσει τη περίπτωση να εμφανιστούμε σε αυτούς τους χώρους γιατί απλούστατα δεν προσφέρουν τις απαιτούμενες συνθήκες για την ακρόαση της μουσικής όπως θα ήθελα ο ίδιος αν ήμουν στη θέση του ακροατή. Πολύς θόρυβος από ομιλίες θαμώνων, από ταμειακές μηχανές και ενίοτε παγομηχανές, και συνήθως κακά και ακατάλληλα ηχητικά συστήματά σε χώρους με καμία απολύτως ηχητική διαμόρφωση, και βέβαια, έναρξη προγράμματος σε ώρα που ένας λογικός και εργαζόμενος άνθρωπος συνήθως πέφτει για ύπνο. Η πρόταση του να εμφανιστεί κανείς σε θέατρα σε δήμους θα είχε ενδιαφέρον αν δεν ήταν ένας πραγματικός εφιάλτης η όλη λογιστική πλευρά μιας τέτοιας περίπτωσης. Έχουν κάνει τα πράγματα τόσο πολύπλοκα και δύσκολα για μια τέτοια διοργάνωση που ουσιαστικά κανείς δεν τη τολμάει πια. Φανταστείτε ότι ένας καλλιτέχνης σήμερα, προκειμένου να κάνει μια συναυλία σε συνεργασία με ένα δήμο, πρέπει να πληρώσει προκαταβολικά ο ίδιος όλα τα έξοδα της συναυλίας (ήχος και φως, εισιτήρια, διαμονές, κλπ), και να τα πάρει πίσω μαζί με την αμοιβή του μήνες μετά αφού (και εάν) περάσει από το δημοτικό συμβούλιο και τον επίτροπο του ελεγκτικού συνεδρίου. Υπάρχουν βέβαια και οι κάθε αυτό συναυλιακοί χώροι όπως είναι το Μέγαρο Μουσικής, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, και το νεοσύστατο Ίδρυμα Νιάρχου. Μόνο στο τελευταίο έχουμε παίξει μια φορά αλλά σε ένα εξωτερικό χώρο λίγο σαν γήπεδο που δεν ήταν ότι πιο κατάλληλο για μας, πάλι καλά που μας κάλεσαν οι άνθρωποι βέβαια και τους ευχαριστούμε για αυτό. Κατά τα άλλα αυτοί οι χώροι είναι μάλλον αποκλεισμένοι για ανθρώπους σαν και εμάς. Ζούμε και στην επαρχία κιόλας….  

Μελετάτε σήμερα; Πόσο χρόνο αφιερώνετε στη μελέτη των οργάνων στην καθημερινότητά σας; 

Η καθημερινή μελέτη της μουσικής και των οργάνων είναι τρόπος ζωής από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι σήμερα. Χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω και αυτό δεν αφορά σε μένα μόνο. Ένας μουσικός έτσι ζει. Ο μουσικός που δεν συμπεριλαμβάνει την πολύωρη μελέτη στην καθημερινή του ζωή απλούστατα δεν είναι μουσικός. Βασικά εμείς οι μουσικοί είμαστε και εμείς εργαζόμενοι άνθρωποι που διαθέτουμε παρά πολύ χρόνο σε καθημερινοί βάση για την εργασία μας. Η ώρα που βρισκόμαστε επί σκηνής είναι η κορυφή του παγόβουνου. Επίσης οι μουσικοί διαθέτουν πολλά χρόνια από τη ζωή τους σπουδάζοντας αυτό που κάνουν, είτε εντός είτε εκτός εκπαιδευτικού ιδρύματος. Αντίστοιχος χρόνος με ένα γιατρό για παράδειγμα. Εγώ είμαι κάπως παλιός πια και κατάφερα να εκπληρώσω παρά πολλά από τα όνειρα μου. Για τους νέους σήμερα, για τους μαθητές μας ανησυχώ όμως. Βρίσκονται μπροστά σε ένα ιδιαίτερα δύσβατο τοπίο που δεν προσφέρει ούτε βοήθεια ούτε ευκαιρίες σε αναδυόμενους καλλιτέχνες που φιλοδοξούν να υπηρετήσουν την τέχνη τους με γνώση, έμπνευση και σοβαρότητα.

photo: Μανώλης Μαθιουδάκης

Πηγή

Top