Μουσική και άλλες τέχνες στο παρασκήνιο της εκπαίδευσης

Από τον Αναστάσιο Χαψούλα*

Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική θεωρία του ήθους, οι μουσικοί ήχοι συνδέονταν λόγω της φύσης τους άρρηκτα με αντίστοιχες συναισθηματικές καταστάσεις και αισθητικές ποιότητες. Η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, ότι η ακροώμενη κίνηση επιδρά στην κίνηση της ψυχής και ιδιαιτέρως στη βούληση, τεκμηρίωνε την άποψη όχι μόνο του Πλάτωνα, αλλά και πολλών άλλων φιλοσόφων (κυρίως Πυθαγορείων), ότι η μουσική κατέχει ιδιαίτερο ρόλο στο πλαίσιο της εγκυκλίου παιδείας.

Ως γνήσιος συνεχιστής της πυθαγόρειας παράδοσης, ο Πλάτωνας κατανόησε την ηθική και πολιτική δύναμη της μουσικής, λόγω ακριβώς της ιδιαίτερης δυνατότητάς της να μορφοποιεί με απαράμιλλο τρόπο τις ψυχές των νέων, οδηγώντας στη συγκρότηση ενάρετων και έμμουσων ανθρώπων, δηλαδή πολιτών που αποτελούσαν υποδείγματα πολιτισμού. Η μουσική εκπαίδευση ως μία συστηματική και σύνθετη διαδικασία μετάδοσης γνώσεων και δεξιοτήτων, καθώς και καλλιέργειας των ψυχικών, διανοητικών και καλλιτεχνικών ικανοτήτων, παρέπεμπε σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό αποτέλεσμα ενός συστήματος μαθητείας και ταυτόχρονα αποτελούσε προϋπόθεση ενασχόλησης με τη φιλοσοφία. Η σημασία που απέδιδε ο Πλάτωνας στη μουσική παιδεία αποδεικνύεται από τις αναλυτικές και ενδελεχείς αναφορές του σε αυτήν, όχι μόνο στην Πολιτεία και τους Νόμους, αλλά και σε άλλους διαλόγους του όπως στον Τίμαιο, στον Λάχη, στον Κρίτωνα ή στον Φαίδωνα.

Στη σύγχρονη Ελλάδα, οι ώρες διδασκαλίας της μουσικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι μόνο μία ώρα εβδομαδιαίως για όλες τις τάξεις του Δημοτικού. Ομοίως και για τις τάξεις του Γυμνασίου. Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται, το μάθημα της μουσικής καταργείται πλήρως στο Λύκειο (ήταν επιλεγόμενο έως σήμερα), όπως και τα υπόλοιπα καλλιτεχνικά μαθήματα (θέατρο, εικαστικά). Τη στιγμή όπου η χώρα διαθέτει αξιόλογο αριθμό άρτια εκπαιδευμένων αποφοίτων των Πανεπιστημιακών Τμημάτων Μουσικών Σπουδών (όπως και των Τμημάτων Θεατρολογίας ή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών) η αξία των αντίστοιχων μαθημάτων υποβαθμίζεται.

Ωστόσο, η αύξηση των ωρών διδασκαλίας τους σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες μόνο θετικές συνέπειες θα επέφερε: θα καλλιεργείτο η έννοια της κοινής ταυτότητας, η αίσθηση του «ανήκειν» σε μία κοινότητα και θα ενισχύονταν οι συνεργατικότητα και οι δεσμοί φιλίας μεταξύ των μαθητών (όπως στα μουσικά σύνολα), λόγω της κοινής τους προσπάθειας προς επίτευξη ενός συγκεκριμένου καλλιτεχνικού στόχου. Ο συνδυασμός μουσικής ακρόασης και μουσικής πράξης με σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα, με την ποίηση, με το θεατρικό δρώμενο, ή τον αυτοσχεδιασμό και τη ζωγραφική, θα έπρεπε να αποτελεί τον πυρήνα του εκπαιδευτικού κορμού και όχι την εξαίρεση. Οι μαθητές θα γοητεύονταν για παράδειγμα από την ομορφιά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και θα την κατανοούσαν σε βάθος μέσω της συμμετοχής τους σε ένα αρχαίο θεατρικό δρώμενο, παρά μέσω της βασανιστικής αποστήθισης κανόνων του συντακτικού, ενώ ταυτόχρονα, θα αντιλαμβάνονταν ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια υπήρξαν ανέκαθεν αδώμενη ποίηση «ραψωδία» και ότι λόγω της μουσικής τους φύσης κατέστη δυνατή η απομνημόνευση τους για εκατοντάδες χρόνια μέχρι την τελική, μεγαλειώδη- γραπτή εκδοχή τους από τον Όμηρο.

Εκεί όπου ανθίζουν οι τέχνες επωάζεται η ομορφιά και η ευγένεια, ενώ εκλείπει η ασχημοσύνη και η κάθε μορφή βίας. Με την ενισχυμένη παρουσία της μουσικής και των άλλων καλλιτεχνικών μαθημάτων, τα σχολεία θα αποτελούσαν φωτεινά κύτταρα πολιτισμού και ταυτόχρονα, πόλους έλξης ευτυχισμένων μαθητών.

Η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος χωρίς τη μουσική, τις άλλες τέχνες και τα ανθρωπιστικά ιδεώδη που αυτές προκρίνουν, δεν είναι δυνατόν να νοηθεί. 

*Ο κ. Αναστάσιος Χαψούλας είναι καθηγητής, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής, του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή

Top