Μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της σύγχρονης μουσικής

O Manfred Eicher είναι ο άνθρωπος που ίδρυσε, και διοικεί μέχρι σήμερα, τη μακροβιότερη και επιτυχέστερη ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία, την ECΜ – αυτή που έγινε γνωστή ως «ο ομορφότερος ήχος μετά τη σιωπή». Κυκλοφόρησε τον εμπορικότερο τζαζ δίσκο όλων των εποχών, το The Köln Concert του Keith Jarrett, με πωλήσεις που έχουν προ πολλού υπερβεί τα 3.500.000 αντίτυπα. Έδωσε στη μουσική ελλήνων καλλιτεχνών την ευκαιρία να ταξιδέψει σε όλο τον πλανήτη, κυκλοφορώντας στην εταιρία του δίσκους της Ελένης Καραϊνδρου, και στη συνέχεια της Σαβίνας Γιαννάτου και των Primavera En Saloniko, του Βασίλη Τσαμπρόπουλου, της Μαρίας Φαραντούρη, του Σωκράτη Σινόπουλου. Και το σημαντικότερο: μας χαρίζει εδώ και πάνω από 45 χρόνια ηχογραφήματα υψηλότατης αισθητικής, με χαρακτηριστικό ήχο, αληθινή δραματουργία και συνολική άποψη για το αντικείμενο που παίρνουμε στα χέρια μας, από το εξώφυλλο και τα liner notes μέχρι την παραμικρότερη λεπτομέρεια της ηχογράφησης.

Manfred Eicher είναι ένας άνθρωπος που δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις, και γι αυτό νιώθω τη συνομιλία μας για την Popaganda ως μεγάλη τιμή και σπάνιο προνόμιο. Η βαθύτητα της σκέψης του πάνω στη μουσική και την τέχνη γενικότερα είναι αποκαλυπτική για το συνομιλητή  του, που σύντομα καταλαβαίνει πως έχει να κάνει με μια προσωπικότητα σπάνια, ένα φιλόσοφο του ήχου. Έναν από τους μεγάλους Ευρωπαίους διανοούμενους των ημερών μας. 

Photo: Luca d’ Agostino

Τη δεκαετία του 80, γινόταν πολύς λόγος για το πώς ακούμε μουσική, με ποια μηχανήματα, με τι απόδοση. Σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο που ο κόσμος ακούει μουσική από το κινητό ή από τα ηχεία του υπολογιστή του. Ναι, είναι τρομακτικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταινίες. Ακόμη και οι φωτογραφίες με το κινητό: κάποιες τυχαίνει να είναι εντάξει, κι έτσι, χωρίς καμιά βαθύτερη σκέψη, ο καθένας κάνει κάτι. Όλοι γράφουν στο διαδίκτυο, και κανείς δεν ελέγχει πλέον τα γεγονότα να δει αν ισχύει αυτό που γράφτηκε, κανείς δεν σέβεται τη δημοσιογραφία που ερευνά την πραγματικότητα. Όλα βρίσκονται υπό το status της σύγχυσης, προϊόντα ελλιπούς έρευνας, ή και καθόλου έρευνας. Σε ότι αφορά τη μουσική, ευτυχώς υπάρχει η επιλογή των συναυλιών, αν βέβαια υπάρχουν τα χρήματα για να καλέσει κανείς μουσικούς και να τις διοργανώσει. Όμως ο τρόπος της μουσικής ακρόασης έχει αλλάξει. Και δεν μιλάω απλώς για το να ακούει κανείς μουσική –κάνοντας συνήθως κάτι άλλο– αλλά για μια αληθινή διαδικασία ακρόασης που περιέχει τη συνειδητή επιλογή να δεχτεί κανείς την πρόταση που εκφράζει το περιεχόμενο μιας μουσικής παραγωγής και πώς επιχειρεί ο καλλιτέχνης να το επικοινωνήσει μέσα από τις ηχητικές επιλογές που κάνει.

Έτσι λοιπόν όταν επενδύουμε χρόνο και προσπάθεια για να καταλήξουμε πού να ηχογραφήσουμε, είτε σε ένα στούντιο είτε σε μια εκκλησία ή ακόμη και σε μια αίθουσα συναυλιών, κι ύστερα μαζί με τους μουσικούς προσπαθούμε να σμιλεύσουμε τον ήχο προσδοκώντας το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, είναι απολύτως παράδοξο και άστοχο οι άνθρωποι να ακούνε τη μουσική σε μορφή mp3, ή από τα ηχεία του υπολογιστή, ίσα-ίσα για να πάρουν την πληροφορία. Υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι που αρχίζουν να ακούν μόνο έτσι μουσική, γι’ αυτό και είναι αναγκαίο εμείς να γινόμαστε οι αγγελιοφόροι της αληθινής ακρόασης. Κι όταν μιλάω για το αληθινό, εννοώ να ακούει και να διακρίνει κανείς τη διαφορά ανάμεσα στην ευκαιριακή-διεκπεραιωτική ακρόαση και στο να ακούει κανείς με την αναγκαία κατανόηση, υπομονή, επίγνωση και ενσυναίσθηση.

Χρησιμοποιήσατε τη λέξη «πληροφορία». Είναι τρομερό που η μουσική μετατρέπεται σε πληροφορία, σε data. Και βέβαια η ECM υπήρξε πάντα όχι απλώς θέσει, αλλά φύσει το αντίθετο από αυτό. Ακριβώς. Κι αυτή η έννοια της πληροφορίας δεν ισχύει μόνο για τη μουσική: ισχύει για τα βιβλία, για τις ειδήσεις, ισχύει για όλα. Είναι υπερβολικός ο βαθμός και η ένταση που γεμίζουμε με πληροφορίες, χωρίς να κερδίζουμε σε σαφήνεια και βάθος από όλη αυτή την εισβολή που υφιστάμεθα – και χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη γιατί καταλαμβανόμαστε, βομβαρδιζόμαστε αδιάκοπα με μηνύματα, emails.  Λαμβάνω διαρκώς μουσική που μου στέλνουν με email, μέσω διαφόρων ηλεκτρονικών διαύλων, βομβαρδισμός από παντού, είναι αδύνατον να διαφύγεις από αυτόν. Κάποιες φορές έχω την ανάγκη να αποδράσω και να σταματήσω να ακούω, γιατί όλα αυτά δεν μας βοηθούν να επιλέξουμε με τον καλύτερο τρόπο, έτσι δεν μπορείς να εξερευνήσεις κάτι μέχρι τέλους, γιατί ήδη όταν είσαι στα μισά βομβαρδίζεσαι με κάτι άλλο, με μια άλλη πληροφορία που μπορεί να είναι σημαντική. Τείνεις να προσπαθείς να τα δεις όλα, γιατί νομίζεις πως ίσως χάνεις κάτι, αλλά στην πραγματικότητα δεν ισχύει αυτό καθώς πολλά από αυτά, ακούγονται ίδια, ή είναι μέτρια. Κι αν υπάρχει κάτι που αληθινά χάνεις, τότε θυμώνεις με τον εαυτό σου. Είναι μια δύσκολη συνθήκη.

Είναι παράξενο, αλλά πολλές από τις έννοιες που χρησιμοποιήσατε αναφέρονται στον πόλεμο: κατοχή, βομβαρδισμός, εισβολή, απόδραση… Μα είναι πόλεμος! Είναι ένας πόλεμος σύγχυσης των αισθήσεων, που τα κάνει όλα πιο δύσκολα. Για πολλά πράγματα, ένα από αυτά και το streaming, δεν είναι πλέον σαφές το πώς φτάνουν σε μας. Αλγόριθμοι επιλέγουν τι θα πρέπει να ακούσουμε ή όχι, τι είναι καλύτερο και τι λιγότερο καλό. Χάνουμε τον έλεγχο καθώς δεν υπάρχει ένα κριτήριο περιεχόμενου, κάποιο ας πούμε contentmanagement, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το αν και κατά πόσο θα μεταδίδεται ένα μήνυμα όπως ήταν προορισμένο να ακουστεί. Για παράδειγμα, ένα μέρος από μια συμφωνία ή ένα κομμάτι που διαρκεί 40 λεπτά, όπως ήταν οι κλασικές σόλο συναυλίες του KeithJarrett όπου αυτοσχεδιάζει στο πιάνο, και παίζει δύο σετ και κάποιες φορές ένα από αυτά μπορεί να έχει διάρκεια πάνω από 35 λεπτά. Ή στον ArvoPärt, που έχει γράψει το Passio, όπου δεν υπάρχουν ενδιάμεσα tracks για πάνω από μία ώρα, αυτοί οι καλλιτέχνες λοιπόν θα αμείβονται όπως συμβαίνει στην pop μουσική, για ένα τραγούδι τριών ή πέντε λεπτών; Σε αυτό τον κόσμο του digital management και του streaming, δεν υπάρχει απάντηση για το πώς θα πληρώνονται για το υπόλοιπο από τα τρία ή τα πέντε λεπτά που έχει προαποφασιστεί πως είναι το μέτρο για τη διάρκεια ενός μουσικού κομματιού, καταλαβαίνετε; Κι υπάρχουν ακόμη τόσα αναπάντητα ερωτήματα. Έτσι λοιπόν αυτή η γενική τάση του «όλα διαθέσιμα» δεν έχει προνοήσει για το πώς αυτή η μουσική θα καταγράφεται και πώς θα αποδίδονται τα δικαιώματα που αφορούν το copyright στους σωστούς ανθρώπους, τη σωστή στιγμή, με έναν δίκαιο τρόπο.

Ο Manfred Eicher με τον Jan Garbarek. Photo: ECM Records / Christian Ros

 

Αναφέρατε τον Arvo Pärt: μας φέρατε σε επαφή, μας μάθατε και κάνατε διαθέσιμα σε μας, τα έργα πολλών καλλιτεχνών από χώρες που ήταν έξω από τα καθιερωμένα. Και δεν είναι μόνο ο Pärt, είναι και ο Giya Kancheli, o Valentin Silvestrov, ο Alfred Schnittke, ο Tigran Mansurian… Γνωρίσαμε έτσι τις ιδιαιτερότητες συνθετών που βασίστηκαν στην εθνική τους μουσική, αλλά που βρίσκονταν στον αντίποδα από την ομογενοποιημένη σούπα που συνήθως ονομάζεται world music. Το 1984 ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις των NewSeries. Πρώτη μας παραγωγή ήταν το TabulaRasa του ArvoPärt. Με τις ίδιες αρχές και τις ίδιες ιδέες αρχίσαμε να αναζητούμε και να προτείνουμε δημιουργούς που βρίσκονταν στην περιφέρεια: ο ArvoPärt είναι από την Εσθονία, ο TigranMansurian από την Αρμενία, ο Giya Kancheli από τη Γεωργία, ο ValentinSilvestrov από την Ουκρανία κι ο Schnittke ζούσε στη Μόσχα – και ας μην ξεχνάμε τον György Kurtág από τη Βουδαπέστη. Ήταν λοιπόν σημαντικό να αναδείξουμε κάτι νέο, που να μην είναι για μια ακόμη φορά η Σχολή της Βιέννης.

Όπου τι συνέβη εκεί; Μας ενδιέφερε να προτείνουμε κάτι που ήταν σημαντικό και δεν είχε ακουστεί ξανά. Αυτή την αίσθηση είχα όταν ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με τη μουσική του ArvoPärt. Είμαι πραγματικά πολύ περήφανος που μπορέσαμε να γνωρίσουμε αυτούς τους συνθέτες στον κόσμο, καθώς σήμερα το έργο τους ασκεί σημαντική επίδραση, έχοντας μια ευρύτερη πολιτιστική συμβολή σε πολλά και διαφορετικά πεδία. Είχαμε κι από τη δύση τον SteveReich που τώρα έκλεισε τα 80, και που ο δίσκος που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό ήταν το Musicfor 18 Musicians που ηχογραφήσαμε στην ΕCM. Το ίδιο και η MeredithMonk με το DolmenMusic. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε αυτό. Ο όρος παγκοσμιοποίηση μου προκαλούσε ανέκαθεν απέχθεια και ποτέ δεν μου άρεσε ο όρος worldmusic, δεν θεωρώ ότι εκφράζουν κάτι όλα αυτά. Αλλά συμβαίνει όταν ταξιδεύεις με τα μάτια σου ανοιχτά τις κεραίες σου σε εγρήγορση, τότε λαμβάνεις κάποια σήματα που θα σε κάνουν να αντιληφθείς κι άλλα πράγματα πέρα από το προφανές και το αυτονόητο. Κι αυτό είναι σημαντικό για ένα παραγωγό δίσκων στη προσπάθειά του να ανακαλύψει τη μουσική. Κι όταν έχεις βρει αυτούς τους ανθρώπους, τότε πρέπει να προσπαθήσεις να εμβαθύνεις, και αυτό δεν μπορεί να συμβεί εν μία νυκτί: πρέπει να κατανοήσεις το πνεύμα και την ουσία αυτής της μουσικής και να την αναπτύξετε μαζί. Αυτό κάναμε με τον ArvoPärt, τον Mansurian και τον Kancheli. Δυστυχώς ο AlfredSchnittke χάθηκε πολύ νέος, και δεν μπορέσαμε να φτάσουμε τόσο μακριά. Είναι μοναδική εμπειρία να έρχεσαι σε επαφή με προσωπικότητες του διαμετρήματος του Kurtág, που ασκεί τόσο καθοριστική επίδραση στη σύγχρονη μουσική και συνεχίζει να είναι δημιουργικός. Μάλιστα γράφει τώρα μια όπερα πάνω στον Μπέκετ, η οποία θα κάνει πρεμιέρα μέσα στο 2017.

Ο Manfred Eicher με τον Arvo Pärt και τον Bruno Ganz. Photo: ECM Records / Roberto Masotti

Από τις κυκλοφορίες της ECM έχω καταλάβει πως μοιραζόμαστε το πάθος για τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Στις ταινίες του υπάρχει μια αφηγηματικότητα η οποία, φυσικά, δεν είναι γραμμική, κι η οποία νομίζω πως υπάρχει και στις δισκογραφικές σας κυκλοφορίες. Στην κάθε μια, ξεκινώντας από την ίδια τη σειρά των κομματιών και φτάνοντας ως το εξώφυλλο, υπάρχει μια δραματουργία. Η δραματουργία είναι απαραίτητη, είναι ζωτικής σημασίας. Κι αν σκεφτούμε με όρους οριζόντιας και κάθετης κίνησης, όπως συμβαίνει στο μοντάζ του Γκοντάρ και στον τρόπο που συγχρονίζει μουσική και φυσικούς ήχους και τα ενοποιεί, νομίζω πως αυτή είναι η βάση του storytelling της κινηματογράφησης: υπάρχει μια αρχή κι ένα τέλος, αλλά και οι διαδρομές που χαράσσεις ανάμεσά τους. Κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετική ιδέα να πεις μια ιστορία με μουσική, δημιουργώντας έναν δίσκο. Είναι μια ιδιαίτερη λειτουργία με την καλλιτεχνική έννοια: πώς αρχίζεις και πώς τελειώνεις, και τι είδους κομμάτια αναπτύσσεις μέσα σε αυτή τη δραματουργία. Βέβαια το τι ιστορία θέλεις να πεις είναι εξίσου σημαντικό. Εδώ θα πρέπει ο μουσικός να αποφασίσει για το τι είναι αυτό που θέλει να αφηγηθεί. Συχνά, όταν συζητάμε με τους μουσικούς δίνω το πρώτο hint, για τη διαδοχή που θα μπορούσε να ισχύσει, και στις περισσότερες περιπτώσεις καταλήγουμε σχεδόν από την αρχή για τη δραματουργική ροή του άλμπουμ. Κι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της πρότασής μας. Επανερχόμενος στον ψηφιακό κόσμο, εκεί αυτή η δραματουργία καταστρέφεται.


«Είναι υπερβολικός ο βαθμός και η ένταση που γεμίζουμε με πληροφορίες, χωρίς να κερδίζουμε σε σαφήνεια και βάθος από όλη αυτή την εισβολή που υφιστάμεθα.»


 

Γιατί το λέτε αυτό; Στον νέο ψηφιακό κόσμο, καταστρέφεται η ιδέα της ιδιότητας του δημιουργού, του auteur στα γαλλικά. Γιατί τα πάντα διαιρούνται σε tracks, και τα tracks δεν ακολουθούν την πρόταση του καλλιτέχνη. Η δραματουργική ιδέα δεν είναι πλέον διαθέσιμη και παρούσα. Ψάχνεις και βρίσκεις ένα όνομα, έναν αριθμό, αλλά δεν βρίσκεις την ιδέα του δημιουργού. Ο κόσμος φυσικά δεν το σκέφτεται αυτό, και τελικά λέει: χαίρομαι που μπορώ να έχω τη μουσική, και να αποφασίζω εγώ ο ίδιος με ποια σειρά θα βάλω να ακούσω τα κομμάτια στο σπίτι μου, στο μπάνιο ή οπουδήποτε αλλού. Ωραίο είναι αυτό, αλλά έχει σημασία να επικοινωνείς με την πρόθεση του καλλιτέχνη που δημιουργεί μια μουσική συνέχεια, μια πρόταση ακρόασης. Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο, ας πάρουμε ως παράδειγμα τον Μπέκετ, ο συγγραφέας παρουσιάζει το κείμενό του ολοκληρωμένο, προσεκτικά φροντισμένο μετά από επίπονη προσπάθεια και το διαβάζεις στη σειρά και με τον τρόπο στον οποίο αυτός κατέληξε. Το ίδιο ισχύει για οποιονδήποτε συγγραφέα. Αλλά μήπως δεν ισχύει το ίδιο για τις ταινίες; ή τα βιβλία; Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική! Όταν κάποιος γράφει μια συμφωνία, θέλει αυτή να αρχίζει με το αρχικό κομμάτι, δεν αρχίζει από τη μέση. Ποιος μας είπε πως έχουμε το δικαίωμα να τα αλλάζουμε όλα; Όταν ένας μουσικός ανεβαίνει στη σκηνή, παίζει μια σονάτα του Σούμπερτ με τον τρόπο που αυτή γράφτηκε. Δεν θα αρχίσει με το Adagio ή με το Andante. Την ερμηνεύει έτσι όπως είναι γραμμένη, σεβόμενος την ιδέα του συνθέτη.

Αναφέρατε τον Μπέκετ. Έχετε επίσης κυκλοφορήσει μουσικές του Χάινερ Γκέμπελς γραμμένες για τα έργα του Χάινερ Μύλλερ. Ο Μπέκετ κι ο Μύλλερ πρώτοι συνέλαβαν μια θραύση στη συνέχεια του λόγου και του ομιλούντος προσώπου, και τώρα όλα μοιάζουν να είναι κατακερματισμένα. Η ασυνέχεια έγινε ο κανόνας, κι η συνεχής ροή εξαφανίστηκε. Πράγματι. Εργαζόμαστε όμως σε σχέση με αυτό καθώς η προσδοκία μας είναι το περιεχόμενο των προτάσεών μας να μην είναι απλά ένα άθροισμα θραυσμάτων. Βέβαια, μερικές φορές αποσπασματικές ιδέες μάς οδηγούν σε μια μορφή, και στο σύνολο αυτό το μωσαϊκό μπορεί να γίνει ένας υπέροχος πίνακας, μια συνολική εικόνα με εξαιρετικό περιεχόμενο. Η αποσπασματικότητα δεν είναι η γραμμή που πρέπει να ακολουθήσουμε. Αυτό που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι η συνολική ιστορία, η ιδέα αυτού που προορίζεται να είναι το όλον, κι όχι αυτά στα οποία αποδομείται από ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν έχουν την αρμοδιότητα να το κάνουν αυτό. Εδώ μιλάμε για αλγόριθμους, όπου άλλοι άνθρωποι, ή και μηχανές, παίρνουν αποφάσεις για μας.

Ο Manfred Eicher με τον Steve Reich. Photo: ECM Records / Roberto Masotti

Μιλώντας για τη συνέχεια, αυτό είναι κάτι που μοιάζει να σας απασχολεί αρκετά στην ECM. Έχετε κυκλοφορήσει όλες τις σονάτες του Μπετόβεν σε ένα διάστημα αρκετών ετών. Τώρα άκουσα το cd που κυκλοφορήσατε με την Kim Kashkashian να παίζει Σοστακόβιτς. Μοιάζει να αναζητάτε την πλήρη μορφή, αλλά και τις οριστικές ηχογραφήσεις κάποιων πραγμάτων. Αυτή η αναζήτηση της μορφής σχετίζεται με το πότε ένας καλλιτέχνης μας δίνει την ευκαιρία να την πραγματοποιήσουμε. Στην περίπτωση της ηχογράφησης της KimKashkashian με την Lera Auerbach, υπάρχουν και μεταγραφές έργων του Σοστακόβιτς από την Lera, όπως και μια δική της σύνθεση. Και φυσικά αυτά τα κομμάτια αποκτούν μια ιδιαίτερη ταυτότητα με την εκτέλεσή τους – κι αυτό είναι το υπέροχο. Παρόλο που τα κομμάτια γράφτηκαν από τον Σοστακόβιτς σε διαφορετικές ενορχηστρώσεις, είναι η ψυχή των πραγμάτων που παραμένει, καθώς κι η κατεύθυνση που υπήρχε στη μουσική σκέψη του Σοστακόβιτς, την οποία οφείλουμε να σεβαστούμε. Οι μεταγραφές έχουν το πλεονέκτημα της σύγχρονης ματιάς αλλά και της προσθήκης νέων αποχρώσεων στο έργο που μάλλον δεν συγκαταλέγονταν στις προθέσεις του συνθέτη.

Θυμάμαι πως ήδη από το ξεκίνημα της ECM, δεν συνηθίζατε να υπογράφετε συμβόλαια που να δεσμεύουν τους καλλιτέχνες με την εταιρία, αλλά μόνο για ένα δίσκο κάθε φορά. Αυτό ακούγεται σχεδόν ρομαντικό ως προσέγγιση. Είναι ίσως ρομαντικό, αλλά στην πραγματικότητα είναι και ρεαλιστικό ταυτόχρονα. Δεν μπορείς με τα συμβόλαια να δέσεις μαζί ανθρώπους επειδή νομίζεις πως μπορείς να τους περιορίσεις: αν το πράγμα φτάσει στο να μην μιλιούνται καν, τότε δεν βοηθάει και πολύ το να έχεις συμβόλαιο. Πρέπει να διατηρείται η καλή σχέση μεταξύ των ανθρώπων. Όταν οι άνθρωποι επιθυμούν να κάνουν κάτι, δεν σημαίνει πως γίνεται επειδή αυτό καθορίζεται από τους όρους ενός συμβολαίου: μπορεί να γίνεται επειδή παραμένουν πιστοί ή ευχαριστημένοι μέσα σε μια σχέση που ξεκίνησε με καλό τρόπο, και αναπτύχθηκε καλλιτεχνικά στη βάση της εμπιστοσύνης και του σεβασμού για τον άλλο. Αυτή ακριβώς η σχέση είναι στην πραγματικότητα η καλύτερη και ισχυρότερη βάση για μια συνεργασία που μπορεί να κρατήσει τριάντα ή σαράντα χρόνια.

Με ποιους δηλαδή; Με τον Ralph Towner είμαστε μαζί, με αποκλειστική καλλιτεχνική σχέση για τα δικά του πρότζεκτ, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Tέτοια σχέση έχουμε και με τον Keith Jarrett, τον Jan Garbarek, την Ελένη Καραΐνδρου, την Kim Kashkashian μιας και την αναφέρατε, και με πολλούς άλλους. Κι αυτή η συνεννόηση με ένα πρόσωπο με το οποίο μας συνδέουν τόσες κοινές προτιμήσεις κι αδυναμίες, είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος επικοινωνίας. Γιατί αυτή είναι η πιο αληθινή σχέση. Φυσικά σεβόμαστε και κάθε οικονομική συναλλαγή και υποχρέωση. Φυσικά και κάνουμε ένα συμβόλαιο για κάθε δίσκο, καθορίζοντας επακριβώς τα δικαιώματα του καθενός. Δεν γίνεται να λειτουργούμε χωρίς υποχρεώσεις! Αλλά η βασική ιδέα είναι να δίνουμε τα χέρια και να λέμε Ας το κάνουμε αυτό. Θα έλεγα ότι αυτή είναι η ουσιαστική δεσμευτική πράξη. Ύστερα καθορίζουμε τις λεπτομέρειες. Αντίστροφα δεν έχει νόημα για μας η δέσμευση: «Τώρα πρέπει να κάνουμε τόσους δίσκους μέσα σε διάστημα τριών ή πέντε ετών» Κάνουμε μια παραγωγή όταν αισθανόμαστε πως είναι η ώρα να το κάνουμε. Είναι τόσο περίπλοκο, αλλά και τόσο απλό. 

Ο Manfred Eicher με την Ελένη ΚαραΪνδρου. Photo: ECM Records / Roberto Masotti

Από την αρχή η ECM εξέδιδε δίσκους τόσο από αμερικανούς όσο και από ευρωπαίους καλλιτέχνες, όμως αυτό που τη χαρακτήρισε, τουλάχιστον στα μάτια μας, ήταν ότι όχι μόνο κατέγραψε τη τζαζ της βόρειας Ευρώπης (και ειδικά των σκανδιναβικών χωρών), αλλά και ενδεχομένως συνέβαλε στο να αναπτυχθεί αυτή η σκηνή. Νομίζω κι εγώ πως κάναμε κάτι περισσότερο από το να την καταγράψουμε. Βουτώντας και κολυμπώντας μέσα σε αυτά τα νερά, και λαμβάνοντας τα σήματα από μεγάλα και μικρότερα κύματα, γνωρίζουμε επίσης ο ένας τον άλλο πολύ καλύτερα. Το να καταγράψει κανείς μια σκηνή σημαίνει επίσης να την τεκμηριώσει. Δεν έχω τεκμηριώσει τη μουσική ή κάτι άλλο, έχω δουλέψει πάνω στην μουσική κι έχω αναπτύξει μια τρόπον τινά καλλιτεχνική τάση που συνέβαλλε στη δημιουργία μιας άλλης μορφής τέχνης. Μαζί με τους μουσικούς, ανακαλύπτουμε πράγματα. Η τεκμηρίωση είναι επίσης κάτι που εκτιμώ πολύ, το θεωρώ πολύ σημαντικό πράγμα. Τεκμηρίωση είναι ίσως η περίπτωση μιας ζωντανής συναυλίας του Keith Jarrett, όπου καταγράφεται κάτι που μόνο έτσι θα μπορούσε να είναι, κι όχι διαφορετικό· είναι το momentum μιας φόρμας που ο ίδιος ο Keith Jarrett δημιούργησε. Το καταγράφουμε λοιπόν δίνοντας μεγάλη έμφαση στην επαφή που έχει δημιουργήσει ο καλλιτέχνης με το συγκεκριμένο όργανο, με την αίθουσα, προσπαθώντας να αποτυπώσουμε τον ήχο, επιλέγοντας τα κατάλληλα μέσα που θα αποδώσουν όλες αυτές τις δυναμικές: της στιγμής,του χώρου, του οργάνου, του ανθρώπου…

Θα ήθελα επίσης να αναφέρω πως ένιωσα πολύ κοντά στη μουσική από την Πολωνία που έκανε ο Tomasz Stańko, και σε σχέση με τις ταινίες του Βάιντα ή με το Μαχαίρι στο Νερό του Πολάνσκι, την εποχή που ήμουν ένας νεαρός κινηματογραφόφιλος και ταυτόχρονα εραστής της μουσικής. Σπούδαζα μουσική στο Βερολίνο την ημέρα, και τη νύχτα διέσχιζα το δρόμο, την Fasanenstraße, από το Μουσικό Πανεπιστήμιο όπου πήγαινα, και εκεί ήταν το Steinplatz cafe, και πήγαινα σινεμά. Εκεί ανακάλυψα τον Φελίνι, τον Ροσσελίνι, τον Αντονιόνι, τον Γκοντάρ, τον Ινγκαρ Μπέργκμαν, τον Μπρεσσόν… Όλες αυτές οι ταινίες υπήρξαν πολύ σημαντικές για μένα, ταυτόχρονα με τη μουσική. Συνειδητοποίησα πως όλα αυτά που έχουν γίνει από μεγάλους δημιουργούς δεν αποτύπωσαν απλώς κάτι που ήδη υπήρχε, αλλά έπαιρναν αυτό που υπήρχε και το εξέλισσαν σε μια καινούρια φόρμα. Μια άλλη φόρμα, με έμπνευση και κίνηση που προέβλεπε αυτά που θα έρχονταν και τα ανέπτυσσε. Και πρόσεξα πως χρησιμοποιούσαν συχνά τους ίδιους ηθοποιούς ή τον ίδιο συνθέτη ή διευθυντή φωτογραφίας: ο Νέστορ Αλμεντρός με τον Τρυφώ, ο Γκοντάρ με τον Ραούλ Κουτάρ, ο Μπέργκμαν πρώτα με τον Γκούναρ Φίσερ και μετά με τον Σβεν Νίκβιστ, όλες αυτές οι υπέροχες συνεργασίες, κι αργότερα ο Αγγελόπουλος με τον Αρβανίτη… Έτσι λοιπόν κι εγώ δούλεψα ιδιαίτερα με κάποιους μηχανικούς ήχου όπως o Jan Erik Kongshaug ή ο Martin Wieland ή στην Αμερική ο James Farber ή αργότερα είχαμε την ομάδα των New Series με τον Peter Laenger… Είναι υπέροχο να δουλεύεις με έναν άνθρωπο και να εξελίσσετε κάτι μαζί, να κοιτάζετε σιωπηλοί μέσα από το φακό ή να ακούτε με τα αυτιά σας για τη μουσική μέσα στη σιωπή, ή μέσα στο θόρυβο του σήμερα. Βρίσκεις ανθρώπους που μπορείς να μοιραστείς μαζί τους αυτά που αγαπάς, και τους χρειάζεσαι όλους αυτούς τους ανθρώπους γύρω σου, γιατί η μουσική είναι ομαδική δουλειά, την μοιράζεσαι. Τίποτα δεν είναι πιο υπέροχο από το να κάθεστε μαζί με το μουσικό όταν έχετε ολοκληρώσει μια ηχογράφηση και να ακούτε τι βγήκε από όλη αυτή τη δουλειά. Είναι υπέροχη εμπειρία. Κάπως έτσι πρέπει να είναι και για το σκηνοθέτη. Μετά από όλο το μοντάζ, έχω καθίσει μερικές φορές με τον Γκοντάρ, αλλά και με τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν… Όταν η δουλειά έχει τελειώσει βλέπεις όλα τα υπέροχα πράγματα που έχουν συμβεί, όπως επίσης κι όλα τα λάθη…

Manfred Eicher with Keith Jarrett. Photo: ECM Records / Roberto Masotti

Τα λάθη δεν γίνονται κι αυτά μέρος της μουσικής; Τα λάθη κάποιες φορές γίνονται μέρος της μουσικής, και πράγματι δημιουργούν πολύ όμορφες καλλιτεχνικές αντιπαραθέσεις, μέσα από τις οποίες μπορείς να μάθεις και να αναπτύξεις κάτι σε μια καινούργια κατεύθυνση, μια νέα δομή…

Ο Σιοράν έλεγε πως φέρουμε μέσα μας όλη τη μουσική, πως βρίσκεται στα βαθύτερα στρώματα της ανάμνησης. Ίσως υπάρχουν πράγματα που δεν τα έχουμε ξανακούσει, αλλά μπορεί να τα έχουμε ονειρευτεί. Όμως έχω μάθει και κάτι άλλο. Πριν ξεκινήσω την ECM, ταξίδευα στον κόσμο με ένα μηχάνημα ηχογράφησης nagra, και έκανα έρευνα και ηχογράφηση ακουστικής μουσικής για διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Ευρώπης. Ταξίδεψα στην Αλβανία, στη Γκάνα, στην Κίνα, όταν ήταν πολύ δύσκολο να ταξιδέψεις, και το να μπεις σε κάποιες από αυτές τις χώρες ήταν σχεδόν αδύνατο, αλλά με κάποιον τρόπο το καταφέρναμε. Καθόμουν λοιπόν με κάτι βοσκούς στα βουνά και ακούγαμε μουσική που δεν είχα ξανακούσει, και έμενα έκπληκτος από το πόσο ενήμεροι ήταν για μας. Κάποιοι ηχογραφούσαν σε κασέτες από το The Voice of America. Ήταν διαφορετικοί καιροί, και ήταν πολύ πιο δύσκολο να καταγράψεις και να ανακαλύψεις πράγματα από άλλες χώρες. Έπρεπε να ταξιδέψεις σε αυτές τις χώρες για να το κάνεις! Κι ήταν υπέροχο να ταξιδεύεις και να γνωρίζεις αυτούς τους λαούς και να ζεις ανάμεσά τους, και να γνωρίζεις τον πολιτισμό αυτού του μέρους. Μόνο έτσι μπορούσες να σχηματίσεις τη δική σου αντίληψη για τον πολιτισμό και για τα πράγματα που ήθελες να κάνεις. Το να πας να δεις πώς ζει ο γείτονάς σου, τι έχει ανακαλύψει, κάτω από ποιες συνθήκες υποχρεώνεται να ζει, έχει μεγάλη σημασία γιατί σιγά-σιγά όλα αυτά που νόμιζες ως ξένα μπορείς πλέον να τα καταλάβεις. Γίνονται οικεία γιατί είσαι εσύ εκεί δίπλα. Δεν χρειάζεται να γίνεις φίλος με όλους, αλλά πρέπει να κατανοήσεις και να μοιραστείς, να αναπτύξεις κατανόηση και ενσυναίσθηση για τον πόνο και τη χαρά του άλλου, και να μοιραστείς κάτι που ίσως τελικά να πρέπει να αλλάξει και να βελτιωθεί. Και στους τωρινούς καιρούς, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Πρέπει να ακονίσουμε την ευαισθησία μας και να δούμε καθαρά πως είναι ευθύνη όλων μας ν’ αφήσουν να αγωνίζονται οι άλλοι λαοί μόνοι κι εγκαταλειμμένοι στα προβλήματά τους. 

Από την έκθεση ECM – A Cultural Archaeology. Photo: Marion Vogel

Αλήθεια, κάτι προσωπικό: αυτό το πάθος σας για τον ήχο και τη μουσική, θυμάστε τι το πυροδότησε για πρώτη φορά; Δεν ξέρω… Μεγάλωσα με τέσσερις αδελφές, και ήταν όλες μεγαλύτερές μου – 9, 11, 13 και 15 χρόνια μεγαλύτερες – και τραγουδούσαν, όπως κι η μητέρα μου, που ήταν πολύ καλή τραγουδίστρια, με πολύ πάθος, και πιστή ακροάτρια της μουσικής. Όταν ήμουν λοιπόν έξι χρονών, ήρθε και μου είπε: πιστεύω πως θα ήταν καλό για σένα να μάθεις βιολί. Σίγουρα είχα ακούσει μουσική και νωρίτερα, αλλά δεν θυμάμαι τι είδους. Άκουγα όμως πολύ το τραγούδισμα των πουλιών, και άκουγα τον ήχο του νερού, γιατί μεγάλωσα στο Lindau, κοντά στη λίμνη Κονστάνς, που είναι μια πολύ μεγάλη λίμνη μεταξύ Γερμανίας, Ελβετίας και Αυστρίας. Κι όταν ήμουν πολύ μικρός, πήγαινα κάθε μέρα στην όχθη της και άκουγα το νερό και τον άνεμο, κι έτσι είχα από τότε αδυναμία σε αυτούς τους ήχους, κι ίσως και στη μουσική που δημιουργείται από αυτούς τους ήχους ποιος ξέρει; Ίσως αυτό να με έκανε παθιασμένο ακροατή για ολόκληρη τη ζωή μου…


Πηγή

Top