Η Σωματική Επίδραση της Μουσικής

Όταν η μουσική εισχωρήσει στ’ αυτιά μας, οι ήχοι μετατρέπονται σε ερεθίσματα που ταξιδεύουν από τα ακουστικά νεύρα στον θάλαμο του εγκεφάλου, τον σταθμό αναμετάδοσης των συναισθημάτων και των αισθήσεων. Όταν διεγερθεί ο θάλαμος, δραστηριοποιεί τον φλοιό του εγκεφάλου, ο οποίος με τη σειρά του εκπέμπει ερεθίσματα στον θάλαμο, οπότε δημιουργείται ένα κύκλωμα δονήσεων που ενισχύεται όσο διαρκεί η μουσική. Ενώ ακούμε μουσική, μπορεί να εκδηλώσουμε τα λεγόμενα «θαλαμικά αντανακλαστικά», δηλαδή εξωτερικές σωματικές εκδηλώσεις που μπορεί να έχουν τη μορφή ρυθμικού χτυπήματος του ποδιού, λικνίσματος, κουνήματος του κεφαλιού ή ρυθμικών κινήσεων των χεριών. Μέσα στον εγκέφαλο, ο θάλαμος, ο υποθάλαμος, η παρεγκεφαλίτιδα και τα εγκεφαλικά ημισφαίρια παίζουν ενεργό ρόλο στην επεξεργασία του ρεύματος των μουσικών τόνων και ρυθμών, μετατρέποντας τους σε αναγνωρίσιμες μουσικές δομές και προσδίδοντάς τους διανοητικό και συναισθηματικό νόημα. Ο υποθάλαμος που συνδέεται μέσω νευρικών οδών με τον θάλαμο, ρυθμίζει τον μεταβολισμό, τον ύπνο, την αφύπνιση και άλλες σωματικές λειτουργίες. Μέσω αυτού, τα ερεθίσματα της μουσικής μεταφέρονται στα άλλα εγκεφαλικά κέντρα. Γύρω από τον θάλαμο βρίσκεται το κέντρο των αισθημάτων, που λειτουργεί σε αλληλεπίδραση με το ενδοκρινικό σύστημα, το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει την αναπνοή, τον παλμό, την κυκλοφορία του αίματος και τις εκκρίσεις των διαφόρων αδένων.

Το γεγονός ότι η μουσική επηρεάζει τις εσωτερικές μας λειτουργίες έχει επαληθευτεί από την επιστημονική έρευνα, ωστόσο η επίδραση αυτή δεν είναι τόσο μεγάλη όσο πίστευαν παλαιότερα. Τα πειράματα μέτρησης της επίδρασης της μουσικής στον αναπνευστικό και καρδιακό ρυθμό, την πίεση του αίματος, τη γαλβανική αντίδραση του δέρματος και την ηλεκτρική αγωγιμότητα του σώματος ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και συνεχίστηκαν για μια περίοδο 30 ετών. Μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα τους παρουσιάζουν αρκετή ομοιογένεια. Για παράδειγμα, μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1938 κατέληγε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε τάση συγχρονισμού μεταξύ μουσικού και καρδιακού παλμού. Το συμπέρασμα αυτο επαληθεύτηκε από μια άλλη μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1952. Σε πληρέστερη μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1939, οι C. M. Diserens και H. Fine διαπίστωσαν πώς:

Η μουσική… αυξάνει τον μεταβολισμό του σώματος… αυξάνει ή μειώνει τη μυϊκή ενέργεια… επιταχύνει την αναπνοή και μειώνει την κανονικότητά της… προκαλεί σημαντικές αλλά κυμαινόμενες επιδράσεις στον όγκο, τον παλμό και την πίεση του αίματος… χαμηλώνει το κατώφλι των αισθητηριακών ερεθισμάτων με διάφορους τρόπους… επηρεάζει τις εσωτερικές εκκρίσεις. 

Επίσης, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η μουσική μειώνει την κόπωση ή καθυστερεί την εμφάνιση της, αυξάνει τη μυϊκή αντοχή και επηρεάζει την ηλεκτρική αγωγιμότητα του σώματος, όπως φανερώνει η αύξηση των διακυμάνσεων των ψυχογαλβανικών αντανακλαστικών. Όλες οι μελέτες για την επίδραση της μουσικής στην αναπνοή κατέληγαν στο συμπέρασμα πως επιταχύνει πράγματι τον αναπνευστικό ρυθμό, και, όπως ήταν αναμενόμενο, μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1935 διαπίστωνε πως πρωταρχική αιτία των μεταβολών είναι μια αντίστοιχη αλλαγή του μουσικού τέμπο. Όμως η προσεκτικότερη εξέταση της μελέτης, που διεξήγαγαν οι Ellis και Brighouse, αποκαλύπτει πως τα πειράματα τους πραγματοποιήθηκαν σε 36 μόνο φοιτητές κολεγίου και βασίστηκαν στις ακόλουθες μουσικές συνθέσεις: Blue Interval του Χωλ, Ουγγαρέζικη Ραψωδία Νο 1 του Λιστ και Πρελούδιο από το Απόγευμα ενός Φαύνου του Κλωντ Ντεμπυσύ. Ας σημειωθεί πως αύξηση του ρυθμού της αναπνοής σημειώθηκε μόνο κατά τη διάρκεια της ακρόασης του Blue Interval και της Ουγγαρέζικης Ραψωδίας. Με τη σύνθεση του Ντεμπυσύ, που συγκριτικά είναι περισσότερο ήπια και συγκρατημένη, δεν παρατηρήθηκε καμία αλλαγή.

Οι περισσότερες μελέτες αυτού του τύπου, οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ 1925 και 1955, παρουσιάζουν τα ακόλουθα κοινά χαρακτηριστικά:

  1. Τα όργανα μέτρησης που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή ήταν πιθανώς πολύ λιγότερο ευαίσθητα και ακριβή από τα σύγχρονα όργανα.
  2.  Τα περισσότερα πειράματα ήταν βραχυχρόνια και πραγματοποιήθηκαν σε μικρό αριθμό ατόμων, καθένα από τα οποία υποβλήθηκε σε αυτά μία μόνο φορά.
  3. Η επιλογή μουσικής για τα πειράματα αυτά ήταν εκπληκτικά περιορισμένη -περιοριζόταν στη δυτική κλασσική μουσική της ύστερης ρομαντικής περιόδου, τη λαϊκή μουσική της εποχής και τις ηπιότερες μορφές της τζαζ- επιλογές οι οποίες παρουσίαζαν παρόμοια μουσικά και συγκινησιακά χαρακτηριστικά.
  4. Θεωρείται δεδομένο πως χρησιμοποιούσαν ηχογραφημένη κι όχι ζωντανή μουσική. Συνεπώς, ευνόητο είναι πως η ποιότητα των ηχογραφήσεων της εποχής επηρέαζε τα αποτελέσματα του πειράματος. Ακόμα και σήμερα, οι τελευταίας τεχνολογίας ψηφιακές εγγραφές δεν μπορούν να συγκριθούν με μια ζωντανή εκτέλεση, όσο αφορά την επίδραση τους στην ανθρώπινη ψυχολογία.

Είναι προφανές πως η ψυχολογική επίδραση της μουσικής σχετίζεται άμεσα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μουσικής που επιλέγουμε. Μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι μια ιδιαίτερα δυναμική και συναισθηματικά φορτισμένη σύνθεση -που χαρακτηρίζεται από πιο γρήγορο τέμπο, αλλαγές των επιπέδων έντασης, σύνθετο ύφος και ρυθμό, πλούσια αρμονική δομή, συχνούς μετατονισμούς και μελωδίες που περιλαμβάνουν πλούσια γκάμα μουσικών τόνων με συχνές αλλαγές μελωδικής κατεύθυνσης- επηρεάζει τις σωματικές λειτουργίες διαφορετικά από μια σύνθεση που δε διαθέτει καμία από αυτές τις ιδιότητες.

Λαμβάνοντας υπ’ όψη αυτές τις διαπιστώσεις, μπορούμε να διατυπώσουμε, τουλάχιστον δοκιμαστικά, το συμπέρασμα πως η μουσική:

  • Δεν προκαλεί σημαντικές αλλαγές του καρδιακού ρυθμού
  • Επηρεάζει τον ρυθμό της αναπνοής -άλλοτε αυξάνοντας και άλλοτε μειώνοντάς τον.
  • Η μουσική που χαρακτηρίζεται ως «διεγερτική», προκαλεί μείωση της γαλβανικής αντίδρασης του δέρματος, ενώ η ηρεμιστική μουσική είτε προκαλεί αύξηση της είτε δεν προκαλεί καμία μεταβολή.
  • Προκαλεί μείωση της πίεσης του αίματος
  • Αυξάνει ή μειώνει τον μεταβολισμό του σώματος, ανάλογα με τον ρυθμό της.
  • Επηρεάζει τη μυϊκή ενέργεια και μπορεί να μειώσει ή να επιβραδύνει την εμφάνιση σωματικής κόπωσης και στρες.
  • Χαμηλώνει το κατώφλι των αισθητηριακών ερεθισμάτων. Είτε αναστέλλει είτε προκαλεί το σχηματισμό νοερών εικόνων.
  • Μπορεί να διευκολύνει τη ροή σωματικής ενέργειας μέσω των θαλαμικών αντανακλαστικών.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι θεραπευτικές δυνάμεις της μουσικής» του McClellan Randall, εκδόσεις Fagottobooks

Top