Γυναίκες της γενιάς μας που τραγουδούν ρεμπέτικα
Με το ταλέντο τους κρατούν στα γλέντια μας τον μύθο από τις ρεμπέτισσες ζωντανό.
Από τις μικρές ταβέρνες και τα παρεϊστικα στέκια μέχρι τις σημαντικότερες μουσικές σκηνές και τα διεθνή φεστιβάλ, το ρεμπέτικο όχι απλά είναι ζωντανό, αλλά αγαπιέται συνεχώς από όλο και μεγαλύτερο αλλά και νεότερο ακροατήριο. Μικρά σχήματα ξεπηδούν παίζοντας ρεμπέτικα, τραγούδια του είδους ηχογραφούνται για το Youtube από νεότερες φωνές και νέοι μουσικοί βρίσκουν μεροκάματα τραγουδώντας ακόμα και χωρίς μικρόφωνα αξέχαστα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, του Στελλάκη Περπινιάδη, του Στράτου Παγιουμτζή, κι όχι μόνο.
Παράλληλα, από τα σχήματα αυτά σπάνια απουσιάζουν οι γυναικείες φωνές, αφού τα αξέχαστα τραγούδια που οι ρεμπέτισσες είχαν πρωτοερμηνεύσει, ξανακούγονται από τις γυναίκες της γενιάς μας δείχνοντας και τον σημαντικό ρόλο που είχαν οι γυναίκες τραγουδίστριες στο ρεμπέτικο. Είτε έχουν χαράξει μία επαγγελματική πορεία όπως αυτή της Ιφιγένειας Ιωάννου με παρουσία στις σημαντικότερες μουσικές σκηνές στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, είτε παίζουν σε μικρά στέκια όπως η Ελένη Ζαχοπούλου, είτε το άκουσμα του ρεμπέτικου τους κληρονομήθηκε όπως της Σεμέλης Παπαβασιλείου, οι γυναίκες της γενιάς μας που παίζουν ρεμπέτικα μιλούν στην καρδιά μας και με το ταλέντο τους κρατούν στα γλέντια μας τον μύθο από τις ρεμπέτισσες ζωντανό.
«Το ρεμπέτικο περιγράφει με ευθύτητα και ειλικρίνεια όλα τα συναισθήματα μας»
Ιφιγένεια Ιωάννου
«Ξεκίνησα να τραγουδώ ερασιτεχνικά με παρέες και αργότερα με επαγγελματίες μουσικούς στην διάρκεια της φοίτησης μου στο ΤΕΙ Λαϊκής και Παραδοσιακής μουσικής, όπου άρχισα να μελετάω αυτή τη μουσική με βασικό όργανο το κανονάκι. Εκεί γνώρισα τον Δημήτρη Μυστακίδη και από το 2012 είμαι στο σχήμα του στα “ρεμπέτικα με κιθάρες”, αργότερα στο “Εσπεράντο” και από φέτος στην παράσταση “Εγκλήματα”». Αν βρεθείς σε κάποιο από τα live του Δημήτρη Μυστακίδη θα ξεχωρίσεις αμέσως την Ιφιγένεια Ιωάννου, που βρίσκεται στο πλευρό του δεξιοτέχνη της λαϊκής κιθάρας και ανανεωτή του ρεμπέτικου με το κανονάκι και την φωνή της. «Ξεκίνησα να τραγουδώ και να παίζω κανονάκι το 2012 στην μουσική σκηνή “Πριγκηπέσσα” της Θεσσαλονίκης ως μέλος του βασικού σχήματος για τρία χρόνια και ύστερα το 2016 κατέβηκα στην Αθήνα, όπου είχα την χαρά να συνεργαστώ με πολύ αξιόλογους μουσικούς μέχρι σήμερα, όπως ο Νίκος Τατασόπουλος, Βασίλης Σκούτας, Δημήτρης Μηταράκης, Μπάμπης Τσέρτος, Κυριάκος Γκουβέντας και από την φετινή χρονιά με τον Δημήτρη Λάππα. Είναι μεγάλη η τιμή και η χαρά που νιώθω για τις συνεργασίες μου και ιδιαίτερα για τον Δημήτρη Μυστακίδη, γιατί πίστεψε σε μένα προτού πιστέψω η ίδια στον εαυτό μου και έμαθα πάρα πολλά δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή είναι η ιστορία μου με το τραγούδι», λέει η Ιφιγένεια.
Το ρεμπέτικο μπήκε στην ζωή της από πολύ νωρίς όταν άκουγε την γιαγιά της να τραγουδάει και τον παππού της να παίζει μπουζούκι στο σπίτι. Αν και οι γονείς της είναι μουσικοί επαγγελματίες στον χώρο της ευρωπαϊκής μουσικής όταν πήγε στο Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο Παλλήνης δέχτηκε πολλά ερεθίσματα από τον χώρο της λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής: «Έκτοτε είχα πάντα φίλους και παρέες που ασχολούνται με το ρεμπέτικο. Ύστερα, ως φοιτήτρια ξεκίνησα να μελετάω αυτή τη μουσική πάνω στο κανονάκι, γιατί πολύ απλά αυτά τα κομμάτια μου άρεσε να παίζω και να τραγουδώ». Η ίδια πιστεύει ότι το ρεμπέτικο ακούγεται τόσο πολύ στις μέρες μας «γιατί περιγράφει με ευθύτητα και ειλικρίνεια όλα τα συναισθήματα μας. Όλοι οι άνθρωποι το ίδιο είμαστε και τότε και τώρα και στο μέλλον, και απ’ ό, τι φαίνεται και η ιστορία κάνει κύκλους σε οικονομικό, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο».
«Αυτά τα τραγούδια περιέχουν όλα τα συναισθήματα των ανθρώπων, τους πόνους, τις λύπες, τις χαρές και είναι τα περισσότερα και αληθινές ιστορίες», λέει για το ρεμπέτικο: «Αυτή η αλήθεια με κερδίζει, όπως και η περιγραφή επί της ουσίας της ηθικής μιας άλλης εποχής, αφού έχουν περάσει τόσες δεκαετίες από τις αρχές του 20ου αιώνα που έχουν γραφεί, κι όμως παρ’ όλα αυτά είναι τόσο επίκαιρα. Ο τρόπος της περιγραφής των ιστοριών που αναφέρονται μέσα σε αυτά τα τραγούδια είναι στην πραγματικότητα αυτό που ξεχωρίζει και είναι αυτό που εγώ ονομάζω “ηθική”, αν και με την έννοια αυτού του όρου μάλλον ανοίγω μεγάλη κουβέντα γιατί με αυτήν ασχολήθηκαν οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι της ιστορίας μας. Σε μουσικό επίπεδο το ρεμπέτικο ξεχωρίζει γιατί εμπεριέχεται σε αυτό η μονοφωνία της Ανατολής και η πολυφωνία της Δύσης με πολύ έντεχνο τρόπο, από λαϊκούς δημιουργούς που δεν φοβήθηκαν να πειραματιστούν, όπως γίνεται πάντα δηλαδή στην ιστορία της μουσικής παγκοσμίως».
Από τις ρεμπέτισσες η Ιφιγένεια θαυμάζει ιδιαίτερα την Ρίτα Αμπατζή: «Τη θαυμάζω για τον τρόπο που μεταχειρίζεται την φωνή της, για τον σοβαρό της χαρακτήρα, για τον σεβασμό που φαίνεται να δείχνει στους συνθέτες που της έδιναν τραγούδια. Ασχολήθηκα πολύ μαζί της στην πτυχιακή μου εργασία, που έχει τίτλο “Ρίτα Αμπατζή: υφολογική ανάλυση του ρεπερτορίου της”. Εκεί συνειδητοποίησα ότι μπορεί κανείς να βρει ελάχιστα στοιχεία για εκείνη στην βιβλιογραφία, έτσι μπήκα στην διαδικασία να εξάγω στοιχεία και συμπεράσματα μόνο μέσα από το δισκογραφικό της υλικό. Ανακάλυψα λοιπόν ότι όταν τραγουδάει συνοδευόμενη από σολιστικό όργανο το βιολί, τραγουδάει όπως το βιολί, όταν τραγουδάει συνοδευόμενη από σολιστικό όργανο την κιθάρα, τότε τραγουδάει με πιο απλωμένες νότες όπως η κιθάρα. Εγώ τα στοιχεία αυτά τα μεταφράζω μόνο ως σεβασμό απέναντι στους μουσικούς και στην ίδια την μουσική και ως καλή μουσική αντίληψη και για αυτούς τους λόγους την ξεχωρίζω. Θαυμάζω φυσικά και πολλές άλλες γυναίκες τραγουδίστριες όπως η Μαρίκα Νίνου, η Γιώτα Λυδια κ.α». Όσο για το αν θαυμάζει τις αντισυμβατικές ζωές που είχαν οι ρεμπέτισσες σε σχέση και με τη θέση της γυναίκας εκείνες τις εποχές, παραδέχεται πως: «Φυσικά, γιατί είναι πολύ δύσκολο να ζεις κόντρα στο ρεύμα με γνώμονα μόνο αυτό που ο εαυτός σου θέλει στην πραγματικότητα να κάνει. Αν σκεφτόμασταν όλοι έτσι, ανεπηρέαστοι από τον περίγυρο και το κοινωνικό κατεστημένο, ίσως λειτουργούσαμε κάπως διαφορετικά στην ζωή μας, έτσι δεν είναι;»
*Η Ιφιγένεια Ιωάννου στην Αθήνα θα παίζει όλες τις Τετάρτες του Μαρτίου στην ιστορική ταβέρνα “Κληματαριά” στην πλατεία θεάτρου στο κέντρο της Αθήνας, παρέα με τον Δημήτρη Λάππα και εκλεκτούς καλεσμένους, όπως ο Γιώτης Κιουρτσόγλου και ο Βαγγέλης Καρίπης και με τον Δημήτρη Μυστακίδη και την υπόλοιπη μπάντα του θα παρουσιάσουν τα “Εγκλήματα” τα τρία πρώτα Σάββατα του Απρίλη στην μουσική σκηνή “ΙΛΙΟΝ Plus”. Υπάρχουν επίσης αρκετές προγραμματισμένες συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στην σελίδα της στο Facebook και στην ιστοσελίδα της.
«Τα ρεμπέτικα είναι τραγούδια που έχουν καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο»
Ελένη Ζαχοπούλου
Τη φωνή της Ελένης Ζαχοπούλου την άκουσα για πρώτη φορά σε ένα σοκάκι της Σίφνου, στο οποίο είχε δημιουργηθεί συνωστισμός γιατί οι περαστικοί κοντοσκέκονταν για να την ακούσουν. Ηθοποιός στο επάγγελμα, η Ελένη ξεκίνησε να τραγουδάει αρχικά για φίλους και πλέον παράλληλα με την επιτυχημένη της πορεία στο θέατρο, φέτος παίζει στην παράσταση «Ηρόδοτος Δραματικός-Θερμοπύλες» σε κείμενο Γιάννη Λιγνάδη και τραγουδά σε μικρά μαγαζιά με τους Santa Bella – Σαν Ταμπέλα . «Η ιστορία μου με τη μουσική ξεκινά από μωρό. Από τα νανουρίσματα του μπαμπά μου, από τις εκπομπές της μαμάς μου και τους άπειρους δίσκους που έφερνε σπίτι λόγω της δουλειάς της, αφού δούλευε στη ΕΡΤ σαν μουσική παραγωγός, από τα μαθήματα πιάνου που παράτησα στο λύκειο γιατί δεν άντεχα την μελέτη, από τον αδερφό μου που έπαιζε κιθάρα. Η ιστορία μου με τραγούδι όμως ξεκίνησε λίγο αργότερα, όταν με τον αδερφό μου βγάζαμε τραγούδια στην κιθάρα και προσπαθούσαμε να κάνουμε «δεύτερες». Αρχικά στο Ρίτα Ριτάκι των Κατσιμιχαίων. Έπειτα σε πιο περίπλοκα χορωδιακά τραγούδια στο σχολείο, ύστερα με το φίλο μου το Δημήτρη στο ωδείο που σπουδάζαμε τζαζ, σε κάποια μαγαζιά που τραγουδούσαμε έντεχνα -τι όρος κι αυτός!- και κυρίως στα γλέντια και τις διακοπές όπου πάντα ο αδερφός μου έπαιζε και τραγουδούσαμε μαζί. Πιο συνειδητά όμως το τραγούδι το αγάπησα στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου όταν φοιτούσα. Και σαν ατομικό τραγούδι αλλά και σαν ομαδικό. Εκεί κατάλαβα τι δύναμη μπορεί να έχει και πόσο εγώ μπορώ να εκφραστώ μέσα από αυτό».
Η Ελένη τραγουδούσε με τον αδελφό της τον Φάνη από μικρή από Σαββόπουλο και Χατζιδάκι μέχρι Calexico και Madrugada, όπως λέει όμως: «όσο όμως μεγαλώναμε και όσο και ο Φάνης σπούδαζε μουσική, αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε τα παραδοσιακά και τα ρεμπέτικα. Ήταν τραγούδια που από παιδιά τα ξέραμε γιατί τα άκουγαν οι γονείς μας και οι φίλοι τους αλλά που σαν παιδιά τα σνομπάραμε. Ίσως επειδή τα άκουγαν οι μεγάλοι ή επειδή ακόμα δεν τα καταλαβαίναμε. Αρκετά καλοκαίρια πίσω θυμάμαι τον Φάνη στην κιθάρα, τον Γιώργο στο μπουζούκι και εμένα, στη Σίφνο, στην αυλή του σπιτιού μας, να παίζουμε για πλάκα ρεμπέτικα και να μας αρέσει. Αυτό άρχισε να γίνεται συνήθεια. Από καλοκαίρι σε Πάσχα, από σπίτια σε αυλές, από λίγους φίλους μέχρι βραδιές ολόκληρες. Κάπως έτσι μπήκε στη ζωή μου το ρεμπέτικο. Μάλλον λόγω της παρέας μου».
Μελετώντας το ρεμπέτικο και τις ρεμπέτισσες η Ελένη δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποια ξεχωρίζει: «Τη Μαρίκα Παπαγκίκα γι’ αυτό το σμυρνέικο μινόρε, που καμιά ποτέ δεν θα καταφέρει να το πει με τόση ευαισθησία και αρτιότητα. Τη Στέλλα Χασκίλ, για αυτή την ερμηνευτική απλότητα και τη μεστή φωνή. Τη Μαρίκα Νίνου, για τα συγκλονιστικά γυρίσματα της φωνής της και γιατί στο μυαλό μου είναι η πρώτη που πάντα σκέφτομαι όταν τραγουδάω. Τη Ρόζα Εσκενάζυ γιατί πάνω στη φωνή της μπορείς να ακούσεις όλες τις νότες με την μεγαλύτερη καθαρότητα. Την Αθηνά Λαμπίρη για την τόσο ζεστή φωνή, την Χαρούλα Τσαλπαρά, τη Βανέσσα Κουρτέση».
Τι την κάνει όμως να ξεχωρίζει τα ρεμπέτικα; «είναι απαιτητικά τραγούδια, τόσο φωνητικά όσο και ερμηνευτικά. Με προκαλούν να τα κατανοήσω, να τα αποδώσω όσο καλύτερα μπορώ, με δυσκολεύουν και αυτό με ενεργοποιεί. Είναι μια συνεχής πάλη με τον εαυτό μου κάθε φορά που τραγουδάω. Μία συνεχής πάλη με μένα και με τον Φάνη που δεν με αφήνει σε ησυχία. Όλα πρέπει να ακούγονται σωστά, μέσα στο στυλ, χωρίς πολλά πολλά, χωρίς πολύ λίγα», λέει η Ελένη η οποία πιστεύει ότι:
«Τα ρεμπέτικα είναι τραγούδια που έχουν καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο. Μιλούν κατά βάση για τον έρωτα, τον χωρισμό, τον πόνο, το γλέντι και είναι πολύ ισχυρά. Και μουσικά και στιχουργικά. Όμως παρόλο που ακούγονται απλά, δεν είναι. Στο μυαλό μου, τα ρεμπέτικα είναι σαν απλοποιημένη ποίηση. Απλοποιημένη μεν, ποίηση δε. Μήπως από την εποχή μας δεν λείπει η ποίηση; Όλοι οι νέοι δεν αναζητούν τον έρωτα; Γι΄αυτό αγαπιέται και τόσο το ρεμπέτικο νομίζω. Γιατί μιλάει για όλα όσα μας απασχολούν, για όλα όσα απασχολούν τους ανθρώπους εδώ και αιώνες, Παράλληλα, δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω και τα λόγια του Χατζιδάκι: «Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο – πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας. […] Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα.»
*Η Ελένη Ζαχοπούλου είναι στους Santa Bella – Σαν Ταμπέλα με τον Φάνη Ζαχόπουλο και τον Γιώργο Κοντοχριστόπουλο. Παίζουν κάθε Κυριακή στην Μέλισσα (Μυκάλης 18, Κεραμεικός) και κάθε δεύτερη Τετάρτη στο 25αρακι του Πριάμου ( Ψαρών 29 Πλ. Κύπρου, Χολαργός).
«Εμβαπτίστηκα κι εγώ νωρίς σε αυτό τον τρόπο ζωής ασυνείδητα»
Σεμέλη Παπαβασιλείου
«Ξεκίνησα να τραγουδάω λίγο πριν αρχίσω να μιλάω. Ήταν πηγαίο», λέει η Σεμέλη Παπαβασιλείου για το πώς ξεκίνησε η δική της σχέση με την μουσική: «Ο πατέρας μου είναι μπουζουξής, ο Γιάννης Παπαβασιλείου – Βλάχος και έτσι είχα πρόσβαση σε άτομα, καταστάσεις και υλικό από μωρό». Αυτό την έκανε να γνωρίσει και μία από τις δύο αγαπημένες της ρεμπέτισσες, τη Λέλα Παπαδόπουλου. «Είχα την τιμή να τη γνωρίσω και να βρεθώ στο ίδιο πάλκο μαζί της όταν ήμουν 12, στην ταβέρνα του “Κακούργου” στο Δίστομο. Στην αντίστοιχη δική μου τότε ηλικία η Λέλα έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Φοβερή μουσικός και τραγουδίστρια αν και άγνωστη στον πιο ευρύ κύκλο, έχει ηχογραφήσει μεταξύ άλλων και κάποια από τα θρυλικα τραγούδια του Λαβίδα που έγραφε ρεμπέτικα με σαντούρι. Μια γυναίκα που για χρόνια είχε κάνει τη νύχτα μέρα, μπλέχτηκε σε ένα σωρό δυσκολίες και ήταν πάντα με το χαμόγελο ως τα αυτιά. Δυνατή γυναίκα».
Εκτός από την Λέλα Παπαδοπούλου όμως η Σεμέλη ξεχωρίζει και την Γεωργία Μηττάκη: «Είναι η αγαπημένη μου φωνή από την εποχή του ρεμπέτικου. Έκανε λίγες ηχογραφήσεις γιατί πέθανε νέα από ασθένεια. Έχει ερμηνεύσει ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια, το “Σε ένα τεκέ σκαρώσανε” που είναι το μόνο εννιάρι που θα βρεις με αμανέ μέσα. Τη μουσική έχει γράψει ο Βασίλης Τσιτσάνης και φημολογείται πως είναι το πρώτο κομμάτι στο οποίο έγραψε μουσική. Φοβερή φωνή η Μηττάκη, έχει πει και πολλά δημοτικά που αγαπώ ιδιαιτέρως. Δεν την γνώρισα αλλά είμαι σίγουρη πως ήταν υπέροχος άνθρωπος».
Η Σεμέλη, που ξεκίνησε τις σπουδές της στη μουσική σε μικρή ηλικία, ξεχώρισε το ρεμπέτικο στο ρεπερτόριό κυρίως λόγω δουλειάς: «Είχα εύκαιρο τον κύκλο αυτό οπότε έγινε “το μεροκάματο μου” από τα 17 και άτυπα λίγο νωρίτερα», λέει με ειλικρίνεια: «Παλεύω χρόνια να κάνω κι άλλες μουσικές αλλά ο υπολειπόμενος χρόνος και το ωράριο με τραβάνε πίσω, ελπίζω όμως φέτος να τα καταφέρω». Ήδη πριν λίγους μήνες δοκιμάστηκε σε ένα ιδιαίτερο πάντρεμα στο τραγούδι του Εισβολέα, «Ρεαλιστής» ξεχωρίζοντας με τη φωνή της σε ακόμα πιο ευρύ κοινό. Όμως αναγνωρίζει ότι το ρεμπέτικο είναι διαδεδομένο και στις μέρες μας επειδή είναι «μία μουσική που μιλάει για έρωτες, ναρκωτικά και άτιμες κοινωνίες κι ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο είναι πάντα επίκαιρη. Πώς λοιπόν να μην αγαπιέται από τους νέους; Επίσης αυτή η σκληράδα με μια υποθαλπτόμενη μεμψιμοιρία, ότι “είμαι σκληρός μέχρι κάποιου σημείου αλλά κάπου τσακίζω κι εγώ, θέλω και να με λυπούνται”, ιντριγκάρει τρομερά την ανθρώπινη ψυχή, μιλάει στα ένστικτα. Αυτό αρέσει». Όσο για τον αντισυμβατικό τρόπο που έζησαν οι ρεμπέτισσες; Η ίδια τον θαυμάζει: «Ευχή κατάρα είναι αυτό. Μου πήρε χρόνια να καταλάβω πως εμβαπτίστηκα κι εγώ νωρίς σε αυτό τον τρόπο ζωής ασυνείδητα. Και ναι η θέση της γυναίκας πάντα θα είναι μυστήρια στα πλαίσια αυτής της κουλτούρας. Είναι μαγκιόρα αλλά σε ένα πλαίσιο, κατά τα άλλα είναι υποταγμένη. Ένα σωρό “παλιοί” μπάρμπες από τον κύκλο του πατέρα μου, έχω την ανάμνηση να μου πετάνε ατάκες τύπου “είσαι αγρίμι αλλά θα βρεις και εσύ έναν άντρα να σε στρώσει”. Τα συμβάντα θα έλεγα πως με “έστρωσαν” περισσότερο», καταλήγει η Σεμέλη.
*Τη Σεμέλη Παπαβασιλείου θα την βρεις όπως λέει στο YouTube και κάθε Πέμπτη με τον Δημήτρη Μπάκουλη στο Cobra High Athens.