12 Μαρτίου 2018 στην κατηγορία Απόψεις - Συνεντεύξεις - Άρθρα
Τι μουσική άκουγαν στις ελληνικές πόλεις του 19ου αιώνα;
Η νέα έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής σε έρευνα των Αύρας Ξεπαπαδάκου και Αλέξανδρου Χαρκιολάκη
aπό τη Ζωή Λιάκα
Οι θεατές καθισμένοι σε καρέκλες παρακολουθούν ευλαβικά τον ή την πιανίστα – μάλλον κόρη πλούσιου εμπόρου στη δεύτερη περίπτωση – την ώρα που παίζει ένα κομμάτι στο πιάνο. Είναι μία από τις συνήθεις εικόνες στα μουσικά σαλόνια του 19ου αιώνα σε Αθήνα, Ερμούπολη Σύρου ή Πάτρα. Και αναδύεται μέσα από τη νέα έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής με τίτλο «Interspersed with Musical Entertainment: Music in Greek Salons of the 19th Century» («Ποικιλλόμενα και υπό μουσικής απολαύσεως: Η μουσική στα ελληνικά σαλόνια του 19ου αιώνα») που κυκλοφορεί στην αγγλική γλώσσα.
Η καλλιτεχνική ζωή της εν λόγω περιόδου που ανθούσε στα σαλόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους φωτίζεται μέσα από την ενδελεχή έρευνα της Αύρας Ξεπαπαδάκου και του Αλέξανδρου Χαρκιολάκη. Η αρετή του πονήματος των δύο μουσικολόγων, όπως λέει στην εισαγωγή ο διαπρεπής συνάδελφός τους Τζιμ Σάμσον, είναι πως μας επιτρέπει να δούμε τι κρύβεται πίσω από τις οικείες, εξιδανικευμένες απεικονίσεις της μουσικής, των μουσικών και της εκτέλεσης. Μας βάζει στα παρασκήνια, με άλλα λόγια. «Αυτό το βιβλίο φωτίζει ένα μικρό κομμάτι μιας γενικότερης ιστορίας μουσικών εκδηλώσεων σαλονιού που εκτείνονται από τις αρχές του δεκάτου ενάτου έως τις αρχές του εικοστού αιώνα, μιας ιστορίας όπου οι γυναίκες βρίσκονται πραγματικά στο προσκήνιο. […] Η ανθολογία των κομματιών βοηθά στην αναβίωση μέρους της αμεσότητας των μουσικών πρακτικών που είναι της εποχής τους και του τόπου τους […]».
Μουσική σαλονιού. Στο βιβλίο, μέσα από μία περιήγηση στα ελληνικά αστικά κέντρα της εποχής, η μουσική σαλονιού εξετάζεται πολύπλευρα: ιστορικά, κοινωνικά, αισθητικά. Άγνωστες πληροφορίες και λεπτομέρειες δίνονται μέσα από μουσικά παραδείγματα και αποκαλύπτουν πτυχές της μουσικής δημιουργίας στην Αθήνα, στα Επτάνησα, στην Πάτρα, στο Ναύπλιο, στην Ερμούπολη, στο Φανάρι και στις παραδουνάβιες περιοχές πριν και κυρίως μετά την Ελληνική Επανάσταση και την εθνική ανεξαρτησία.
«Θα ήθελα να βρισκόμουν σε ένα αστικό σαλόνι της Κωνσταντινούπολης ή της Σμύρνης. Μπορεί να φταίει ότι έχω ζήσει κοντά πέντε χρόνια στην Πόλη και έχω επηρεαστεί από τις διηγήσεις και τις εικόνες. Αυτές τις εικόνες αστισμού που δύσκολα έβλεπες στην Ελλάδα της ίδιας εποχής. Οπότε μάλλον στο πολίτικο σαλόνι του Χρηστάκη Ζωγράφου θα ήθελα να είμαι παρά στο αντίστοιχο της Αθήνας», λέει ο Α. Χαρκιολάκης. Συγχρόνως, για πρώτη φορά εκδίδονται δεκαπέντε σπανιότατα, άγνωστα στην πλειονότητά τους μουσικά έργα σαλονιού διακεκριμένων ελλήνων συνθετών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ανάμεσά τους ο Παύλος Καρρέρ, ο Σπυρίδων Ξύνδας, ο Ναπολέων Λαμπελέτ, ο Σπύρος Σαμάρας, ο Διονύσιος Λαυράγκας. Τα έργα αυτά σταχυολογήθηκαν από ελληνικά περιοδικά ποικίλης ύλης του 19ου αιώνα.
Στα Αγγλικά. Γιατί, αλήθεια, αυτή η τόσο ενδιαφέρουσα ακτινογραφία βγήκε μόνο στα αγγλικά; «Θέλαμε να καταδείξουμε πως η Ελλάδα και η ελληνική μουσική ζωή ήταν συμμέτοχοι της ευρωπαϊκής πραγματικότητας της εποχής τους, ίσως με μια ολιγόχρονη καθυστέρηση, πάντως όμως συμμέτοχοι. Θεωρώ ότι η ελληνική έντεχνη μουσική έχει πολλές αρετές και δεν υστερεί σε τίποτα από άλλες παρόμοιες που θεωρούνται σήμερα σημαντικές, φυσικά δίχως ίχνος μεγαλοϊδεατισμού από την πλευρά μας. Απλώς ως χρέος προς τη μουσική και τους συνθέτες της εποχής. Οπότε, η επιλογή μιας γλώσσας όπως τα αγγλικά σήμαινε πρακτικά ότι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα μάθουν για τη μουσική ζωή στην Ελλάδα και θα αντιληφθούν τη διεθνή διάσταση του φαινομένου».
Ο τίτλος του βιβλίου, αν αναλογιστεί κάνεις την εποχή με την οποία ασχολείται, προκαλεί το ερώτημα «τι είναι μουσική σαλονιού»; Σύμφωνα με την Αύρα Ξεπαπαδάκου, ο όρος έχει καθιερωθεί για να περιγράψει τη μουσική που πλαισίωνε τις ιδιωτικές βραδινές συναντήσεις στα αστικά σαλόνια του 19ου αιώνα. «Το ρεπερτόριο αυτό περιελάμβανε κυρίως μορφές φωνητικής και πιανιστικής μουσικής, παραφράσεις από οπερατικά έργα και δημοφιλή σολιστικά είδη, καθώς και πολυάριθμους χορούς. Το είδος αυτό εν τη γενέσει του συνδέθηκε με το γυναικείο φύλο, αλλά και το πιάνο, το κατ’ εξοχήν μουσικό όργανο της ρομαντικής εποχής».
Το κοινό της εποχής ήταν φιλόμουσες, εγγράμματες, καλλιεργημένες αστές ή θυγατέρες παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών, ή ακόμη και Ευρωπαίες που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Σε μία εποχή κατά την οποία η πλειονότητα του γυναικείου πληθυσμού είναι αναλφάβητη, η εκμάθηση μουσικής και χορού αποτελεί κοινωνικό προσόν για την εξευρωπαϊσμένη Ελληνίδα. Οπως λέει η Αύρα Ξεπαπαδάκου «η ικανότητα να παίζει ένα μουσικό όργανο καθιστά μία νέα κοπέλα άξια μέλλουσα κυρία του σπιτιού, ενώ η κατοχή ενός πιάνου ισοδυναμεί με απόδειξη πλούτου, κύρους, και καλής προίκας. Προς το τέλος του 19ου αιώνα, άλλωστε, διατυπώνονται και οι πρώτες φεμινιστικές αντιρρήσεις από την Καλλιρρόη Παρρέν για το πρότυπο της γυναίκας-κούκλας, που έχει ως μοναδικό προορισμό το ντύσιμο, τις επισκέψεις, το πιάνο και την «ελαφράν εργολαβίαν»».
Σε μια τέτοια εποχή πώς υπήρχε τελικά χώρος για τη δυτική μουσική; Ο Α. Χαρκιολάκης επισημαίνει ότι από συστάσεως του νέου ελληνικού κράτους, η χώρα περνάει δύσκολες αλλά και καλές περιόδους. «Οι αστικές συνήθειες παίρνουν τη θέση τους, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, εντός του κοινωνικού συνόλου, οπότε είναι αναμενόμενο ότι οι άνθρωποι και κυρίως οι κυρίες της καλής κοινωνίας υιοθετούν τις συνήθειες της προηγμένης Ευρώπης. Φυσικά, όλα αυτά είναι ήδη γνωστά στα Επτάνησα που παραμένουν στη σφαίρα κατοχής και επιρροής της Δύσης».