Ο Νικόλα Άσιμος, ένας στρατευμένος τραγουδοποιός

Γράφει ο Γιώργος Μυζάλης στο βιβλίο του Το πολιτικό τραγούδι στην Ελλάδα 1974 – 2002

 

Νικόλας Άσιμος

Σημαντική περίπτωση νεότερου δημιουργού/τραγουδοποιού, που έδρασε τη περίοδο από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, είναι ο Νικόλας Άσιμος. O Άσιμος, πέραν της τραγουδοποιίας του, η οποία ήταν έντονα πολιτική και τοποθετημένη στον αναρχοαυτόνομο χώρο, υπήρξε ο ίδιος αρνητής του σύγχρονου τρόπου ζωής και έντονα πολι-
τικοποιημένος. Ο βίος του υποστήριξε (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως θα δούμε παρακάτω) τη δημιουργία του, οδηγώντας τον μάλιστα και μέχρι την αυτοχειρία. Στη συνείδηση του κοινού ο Άσιμος έμεινε ένας τραγουδοποιός αναχωρητής με έντονες και ακραίες πολιτικές θέσεις, τόσο μέσα στο έργο του, όσο και στη ζωή του την ίδια.

Ο τραγουδοποιός Νικόλας Άσιμος (Ασημόπουλος) (Κοζάνη 1949-Αθήνα 1988) αποτελεί μια χαρακτηριστική όσο και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην ιστορίας της ελληνικής υποκουλτούρας. Ανήσυχη καλλιτεχνική φύση και πολιτικά ανενεργός φοιτητής στη Θεσσαλονίκη της Δικτατορίας, ο Άσιμος έγινε στην αρχή της Μεταπολίτευσης ένας στρατευμένος τραγουδοποιός, για να εξελιχθεί, στη δεκαετία του 1980, σε σύμβολο της αναρχικής και underground ελληνικής σκηνής, ένας πρωταγωνιστής της πραγματικότητας και του μύθου των Εξαρχείων. Από πολλές απόψεις, η προσωπικότητα και η βιογραφία του μοιάζουν να αποτυπώνουν την ανάπτυξη, τις κρίσεις, τη δημιουργικότητα, τις ευαισθησίες, την τραγικότητα και το ατελέσφορο του αναρχικού /«εναλλακτικού» διαβήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε στην Ελλάδα. Οι χαρακτηριολογικές του ιδιαιτερότητες και η ενεργή ακόμα κρατική λογοκρισία τον απομάκρυναν από τις μπουάτ και τη ραδιοφωνική προβολή αντίστοιχα. Τα τραγούδια που ηχογράφησε με τη LYRA του Αλέκου Πατσιφά το 1975 σε δίσκο 45 στροφών δεν μεταδόθηκαν.  Σε μια τέτοια φάση μετεωρισμού και δυσκολίας ο Άσιμος στρατεύτηκε στο νεοεμφανιζόμενο τότε αναρχικό κίνημα και εγκαταστάθηκε στα Εξάρχεια. Από τον χειμώνα του 1976-1977, έγινε πλανόδιος πωλητής περιοδικών, κασετών και βιβλίων στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, δραστηριότητα την οποία συνέχισε, για βιοποριστικούς λόγους, μέχρι το θάνατό του.

Η εμφάνιση και η καθημερινή του συμπεριφορά, όπως ολοκληρώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αποτέλεσαν ακραία, σχεδόν στερεοτυπική εκδοχή του Εξαρχιώτη-φρικιού: μακριά μαλλιά και μούσια, παραμελημένο ντύσιμο και ατομική υγιεινή, συστηματική μέθη και εν γένει προκλητική συμπεριφορά. Ατίθασος και επιθετικός απέναντι σε κάθε μορφή θεσμικής εξουσίας και περιορισμού, ξυλοκοπήθηκε ουκ ολίγες φορές από την αστυνομία, αλλά και από μέλη πολιτικών νεολαιών της επίσημης Αριστεράς. Αυτά τα βίαια περιστατικά διαμόρφωσαν και εξέθρεψαν τον μύθο του «Εξαρχιώτη» Άσιμου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970. Τον Οκτώβριο του 1977, έπειτα από επεισοδιακές διαδηλώσεις για την υπόθεση Μπάαντερ-Μάινχοφ και τη συμπλοκή της AEG,  η αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις αριστεριστών, μεταξύ των οποίων και ο Άσιμος. Προφυλακίστηκε, παραπέμφθηκε μαζί με άλλους σε δίκη βάσει του νόμου 4000/59 (περί τεντιμποϊσμού), παρέμεινε για δυο μήνες προφυλακισμένος στη φυλακή της Αίγινας, αλλά η δίκη δεν έγινε ποτέ. Την αποφυλάκισή του ακολούθησε μια περίοδος έντονου πολιτικού ακτιβισμού.

Το 1978 ηχογράφησε και διακίνησε ο ίδιος την πρώτη του «παράνομη» κασέτα με τίτλο «Παράνομη κασέτα Νο 000001 – Με το βαρέλι που για να βγει το σπάει», ενώ το φθινόπωρο του 1979 κυκλοφόρησε τη δεύτερη κασέτα του με τη γενική ονομασία Τριπλή κασέτα μπέλα με χωρίς ταμπέλα. Ταυτόχρονα ο Άσιμος κωδικοποίησε κατά κάποιον τρόπο τις πολιτικές και μεταφυσικές του αναζητήσεις υπό τον τίτλο «κροκ». Πρόκειται για ένα πρωτόφαντο αμάλγαμα αντιλήψεων που αντλεί στοιχεία από την αναρχική θεωρία, τη θεώρηση των καταστασιακών, την πρακτική του living theatre καθώς και τη Διδασκαλία του Δον Χουάν του Κάρλος Καστανέντα (ένα μεταφυσικό-απελευθερωτικό ανάγνωσμα που είχε εκδοθεί στην Ελλάδα με μεγάλη απήχηση στους αναρχικούς κύκλους). Το «κροκ», του οποίου αυτοχρίστηκε μύστης και αρχιερέας, δεν ήταν βεβαίως μια συστηματική θεωρία: «βιώνεται ως κατάσταση». Τα εναλλακτικά νεφελώματα του «κροκ» διατυπώθηκαν στο βιβλίο του Αναζητώντας κροκανθρώπους, μια αυτοχρηματοδοτούμενη έκδοση που κυκλοφόρησε σε άγνωστο αριθμό αντιτύπων με τη βοήθεια του Λεωνίδα Χρηστάκη.

Το καλοκαίρι του 1982 διέσχισε για τελευταία φορά την πόρτα της επίσημης δισκογραφίας. Με τη βοήθεια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος προσωποποιούσε ήδη μια ιδιαίτερα δημοφιλή ροκ νεανική κουλτούρα, υπέγραψε συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία MINOS και στις αρχές Νοεμβρίου κυκλοφόρησε τελικά τον δίσκο Ο ξαναπές,  που αποτέλεσε την αφορμή για την κορύφωση ενός αμείλικτου πολέμου από τους παλιούς συνεργάτες και ομοϊδεά τες του. Η προσωπική του μέριμνα να βγει από το επαγγελματικό περιθώριο και τον δύσκολο βιοπορισμό έμοιαζε αταίριαστη με την αναρχική του δράση. O Άσιμος συνθηκολόγησε σιωπηλά με τις κατηγορίες που εκτοξεύονταν εναντίον του και επέστρεψε στις μουσικοθεατρικές του εμμονές. Για αυτόν τον ιστορικό δίσκο, της «συνθηκολόγησης», γράφει ο Χρήστος Καρυώτης, παραθέτοντας και λόγια του παραγωγού του Ηλία Μπενέτου:

30 Ιουνίου 1982. Ο Νικόλας Άσιμος υπογράφει συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία MINOS. Ο άνθρωπος της εταιρείας με τον οποίο ερχόταν κυρίως σε συνεννόηση ήταν ο παραγωγός Ηλίας Μπενέτος. «Είχαμε ξεκινήσει τους σχεδιασμούς για το πώς θα γίνει η δουλειά. Έμπαινε εδώ, συζητούσαμε και νομίζω ότι από κάποια στιγμή και μετά αντιμετώπιζε τον χώρο του γραφείου μου σαν χώρο όπου ξαπόσταινε…»

 

Ο Μπενέτος θυμάται τον Άσιμο να μαζεύει από το πάτωμα ένα άχρηστο κομμάτι μαγνητοταινίας, να το κάνει κουβάρι και να το ρίχνει σε μια τσάντα φωνάζοντας:

«Τίποτα δε θα πάει χαμένο! Αυτό είναι το τραγούδι μου! Μου ανήκει!..» Επίσης, τον θυμάται να κουβαλάει από την κουζίνα κάτι… μπρίκια του καφέ και να τα χτυπάει κρατώντας τον ρυθμό στον «Σεισμό» μέσα στον χώρο ηχογράφησης όπου ήταν στριμωγμένη η Αθηναϊκή Κομπανία, η οποία παίζει στο τραγούδι. Πάνω απ’ όλα, όμως, τον θυμάται στην ηχογράφηση ενός συγκλονιστικού νανουρίσματος. Το είχε γράψει ο Άσιμος πριν από μερικά χρόνια για να κοιμίζει την κόρη του στο υπόγειο της οδού Αραχώβης 41. Ήταν το «Παπάκι». Μια μαγική στιγμή που τη «σφράγισε» ερμηνευτικά η Χάρις Αλεξίου. Να μη σου πω ότι, κάποια στιγμή, ο Άσιμος ήταν και ψιλοβουρκωμένος… Είχε «κρυφτεί» πίσω της. Τραγουδούσε για πάρτη του αυτό που άκουγε εκείνη τη στιγμή… Αυτό που τον φόρτιζε, αυτό που τον δονούσε… Συγκινήθηκε και η Χαρούλα. Κι αυτό φαίνεται, είναι λυγμική. Ούτε γύρισε πίσω της να δει πού είναι ο Νικόλας, τι κάνει. Μπήκε κι εκείνη σ’ αυτό που συνέβαινε. Γιατί συνέβαινε κάτι ακαριαίο και μαγικό. 

 

Μετά τη δισκογράφηση του Ξαναπές, η ψυχική υγεία του Άσιμου άρχισε να κλονίζεται, γεγονός που προκάλεσε κύκλους εγκλεισμών σε ψυχιατρεία. Ενώ το 1986 κυκλοφόρησε τη δεύτερη παράνομη Τριπλή κασέτα, ταυτόχρονα επέδειξε ωμά την επιθετικότητά του είτε με διαδοχικά πειράματα ευθανασίας που εκτελούσε σε μικρά ζωάκια είτε χαστουκίζοντας και χτυπώντας αδιακρίτως γνωστούς και άγνωστους στους δρόμους της πόλης. Την άνοιξη του 1987 κυκλοφόρησε την τελευταία του κασέτα με τίτλο Παράνομη κασέτα Νο 000008 – Στο φανάρι του Διογένη, στην οποία συμμετείχε η Σωτηρία Λεονάρδου. Την ίδια χρονιά παραχώρησε πέντε τραγούδια στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου για τον πετυχημένο δίσκο του με τον τίτλο Χαιρετίσματα. Η επιτυχία του δίσκου και το αντιεξουσιαστικό/ περιθωριακό περιεχόμενο των τραγουδιών του επανέφεραν στο προσκήνιο τον Άσιμο χαρίζοντάς του δημοσιότητα, μέχρι και τηλεοπτικές εμφανίσεις. Στις 7 Ιουνίου 1987, στο διαμέρισμα του Άσιμου (Ζαΐμη 56) έλαβε χώρα μια παρανοϊκή«τελετή μύησης», στο πλαίσιο της οποίας φέρεται να βίασε μια κοπέλα προκειμένου να την κάνει αθάνατη. Συνελήφθη και προφυλακίστηκε, αλλά κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, το θύμα απέσυρε τη μήνυση. Ο εισαγγελέας, όμως, είχε αντίθετη άποψη κι έτσι ο Άσιμος αφέθηκε ελεύθερος με χρηματική εγγύηση. Τον Οκτώβριο οδηγήθηκε παρά τη θέλησή του στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική «Γαλήνη». Μετά την έξοδό του από την κλινική, η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης για τον βιασμό και η φοβία του εγκλεισμού τον οδήγησαν στην αυτοχειρία (17 Μαρτίου 1988).

Ο Νικόλας Άσιμος ήταν ένας καλλιτέχνης που ακροβατούσε σε όλη του τη ζωή ανάμεσα στα όρια του συστήματος και της άρνησής του. Τον περισσότερο
καιρό, αναμφίβολα, έζησε και δημιούργησε στο περιθώριο για να αναγνωριστεί μετά θάνατον από το ευρύ κοινό και να ενσωματωθεί εκ των υστέρων σε ένα καλλιτεχνικό σύστημα που, μάλλον, εν ζωή πολεμούσε αλλά και φλέρταρε λιγάκι. Στα τραγούδια του, τόσο σε επίπεδο μελοποίησης, όσο και σε επίπεδο στιχουργίας κι ερμηνείας, πάντοτε επικρατούσε η ανατροπή και η αμφισβήτηση. Ακόμα και ο τρόπος διάθεσης των περισσοτέρων ήταν ανατρεπτικός και εκτός των νόμων της αγοράς. Οι αναδρομικές και επετειακές κυκλοφορίες των τραγουδιών του, που ακολούθησαν το θάνατό του, έγιναν μάλλον για λόγους κερδοφορίας, αλλά και κατόπιν πιέσεως που δέχονταν αγορές και εταιρείες από το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το έργο του. Μελέτες, διατριβές και εργασίες γύρω από την περίπτωση του Άσιμου φωτίζουν τις σκοτεινές πλευρές του βίου του, αποφεύγοντας τον καθαγιασμό και την αγιοποίηση, θέτοντας την εξιστόρηση στις πραγματικές της διαστάσεις. O Άσιμος ήταν ένας από τους λίγους δημιουργούς που υποστήριξαν το καλλιτεχνικό τους έργο με τη γενικότερη στάση ζωής τους, προτού βέβαια ξεπεράσει τα όρια της λογικής και της κοινωνικής λειτουργικότητας. Συγκαταλέγεται στους δημιουργούς του πολιτικού τραγουδιού της εποχής του, ακόμα και ως «στρατευμένος τραγουδοποιός» του λεγόμενου αναρχοαυτόνομου χώρου και των αντιεξουσιαστικών πυρήνων των Εξαρχείων. Στην περίπτωσή του, η στράτευση ήταν καθαρά ιδεολογική και τα παράγωγά της, δίχως άλλο, πολιτικά τραγούδια.

 

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο

 

Top