Ο Μενούσης- H συγκλονιστική ιστορία του δημοτικού μας τραγουδιού
Εποχή Τουρκοκρατίας. Μια αντροπαρέα γλεντοκοπά στο κρασοπουλιό. Η κουβέντα έρχεται στις όμορφες γυναίκες. «Όμορφη γυναίκα έχεις» λέει ο Μεχμέτ αγάς στον ομοτράπεζο Μενούση. «Πού την είδες;» «Στο πηγάδι να βγάζει νερό, και μου μίλησε». Δύσπιστος ο άλλος ρωτάει: «Κι αν την είδες, πες τι φόραγε;»
«Κόκκινο φουστάνι είχε, παρδαλή ποδιά», έρχεται η απάντηση, πειστήριο μιας απιστίας. Πάνω στο μεθύσι και στη ζήλια του, ο Μενούσης πηγαίνει στο σπίτι και σκοτώνει την όμορφη γυναίκα του. Ξεμέθυστος την άλλη μέρα την κλαίει και την καλεί: «Σήκω χήνα, σήκω λυγαριά, να σε ιδούν τα παλικάρια να μαραίνονται, να σε ιδώ κι εγώ ο καημένος να σε χαίρομαι». Αυτή την ιστορία ζήλιας, δωρική, δυνατή και τραγική, αφηγείται το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι του «Μενούση» που τραγουδιέται και χορεύεται σε όλη την Ελλάδα, από την Ήπειρο ως τη Θράκη, από το Βόρειο Αιγαίο ως το Ιόνιο και από την Πελοπόννησο ως τη Θεσσαλία. Τραγούδι τόσο δημοφιλές, που καταγράφονται διαφορετικές παραλλαγές του ακόμη και από το ίδιο χωριό, ο «Μενούσης» πέρασε στη σχολική μουσική εκπαίδευση, είναι ζωντανός στη λαϊκή παράδοση και επιβιώνει ακόμη.
Σύμφωνα με την έρευνα, το τραγούδι ενδέχεται να διασώζει ένα πραγματικό γεγονός που αποτυπώνει μέσα σε λίγους στίχους και με τρόπο άμεσο και παραστατικό τα ήθη μιας κοινωνίας πολύ διαφορετικής από τη δική μας και τη μετάβαση από τη συντηρητική κοινωνία του παρελθόντος στην κοινωνία της νεωτερικότητας. Η παραδοσιακή κοινωνία είναι σκληρή και η θέση της γυναίκας στην κοινωνική ζωή υπακούει σε αυστηρούς κανόνες.
Μολονότι οι ρίζες κάποιων παραλλαγών του μπορεί να φτάνουν ως τα ακριτικά τραγούδια του ελληνικού Μεσαίωνα, οι περισσότερες παραλλαγές χρονολογούνται στα τέλη του 17ου-αρχές 18ου αιώνα ενώ η λαοφιλής ηπειρώτικη εκδοχή του τραγουδιού χρονολογείται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Μπορεί να αλλάζουν τα ονόματα των γλεντοκόπων, το σημείο συνάντησης του άντρα με τη γυναίκα ή τα ρούχα της αλλά η ιστορία παραμένει η ίδια: ο άδικος φόνος μιας γυναίκας που έπεσε θύμα συκοφαντίας και επιπολαιότητας.
Τραγουδιέται ως τραγούδι της τάβλας, ως τραγούδι του γάμου ακόμη και ως νανούρισμα. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, σε αργούς και γρήγορους χορούς, ενέπνευσε διασκευές σε συνθέτες μη παραδοσιακής μουσικής και επιχειρήθηκε ακόμη και κινηματογραφική μεταφορά του στη δεκαετία του ’60 («Ο Μενούσης», σκηνοθεσία Βασίλης Κονταξής, 1969).
Την ιστορία και την παράδοση του «Μενούση» στον χώρο και στον χρόνο αναζητεί η ιστορικός Ευτυχία Λιάτα στο βιβλίο της «Ο Μενούσης, ιστορία και παράδοση» (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, 2011).