Χριστίνα Πουλίτση, η σοπράνο κολορατούρα που θα αφήσει εποχή

του Γιώργου Βουδικλάρη

Aν η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ είναι ο πρώτος ξεκάθαρος θρίαμβος για τη νέα εποχή της Λυρικής σκηνής, σίγουρα μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζει η εκθαμβωτική, καθηλωτική ερμηνεία της Χριστίνας Πουλίτση. Με φωνητικές και υποκριτικές ικανότητες που προδιαθέτουν για λαμπρή καριέρα, η Ελληνίδα σοπράνο ακολουθεί το δρόμο τον οποίο πολλοί σημαντικοί Έλληνες καλλιτέχνες ακολούθησαν στο παρελθόν: πρώτα γνωρίζουν την καταξίωση στο εξωτερικό, και κατόπιν αναγνωρίζονται στη γενέθλια γη. Οι περισσότεροι από αυτούς διατηρούν τη βάση της καριέρας τους εκτός Ελλάδος, γνωρίζοντας πως όταν ο αείμνηστος πλέον Στήβεν Χόκινγκ θεωρούσε πως ίσως να μπορεί και κάτι να διαφύγει από μια Μαύρη Τρύπα, μάλλον δεν είχε υπόψιν του την πατρίδα μας…

Ακόμα μαγεμένοι από την πρεμιέρα της Λουτσία στην απόλυτα εύστοχη σκηνοθεσία της Κέιτι Μίτσελ, συναντήσαμε τη Χριστίνα Πουλίτση, που μίλησε στην Popaganda για την παράσταση που θαυμάσαμε, για το τι θα πει να είσαι σοπράνο κολορατούρα, αλλά και για το μυθικό ρόλο που την καθιέρωσε στον κόσμο της Όπερας. Συγκρατήστε το όνομά της: θα το ακούτε πολύ συχνά στο μέλλον. 

Η όπερα έχει, ως γνωστόν, δύο πλευρές: το φωνητικό κομμάτι και το καθαρά υποκριτικό. Ο συνδυασμός σε εσάς είναι εντυπωσιακός. Έχετε διδαχθεί ποτέ υποκριτική;

 Μόνο στα μαθήματα που πλαισιώνουν τις φωνητικές σπουδές έχω κάνει υποκριτική, θέατρο καθαρά δεν έχω σπουδάσει. Απλά θεωρώ ότι  ο τρόπος που η Katie Mitchell ανέβασε αυτή την παραγωγή, εμένα με βοήθησε πάρα πολύ, μου έδωσε τόσα πολλά εργαλεία με τα οποία μπόρεσα να δουλέψω, και μου ταίριαξε αυτό το ύφος τόσο πολύ, που ξέχασα το τραγούδι, μπήκα μέσα στο ρόλο, και μου βγήκε όλο εντελώς φυσικά. Πολλές φορές, όπως συμβαίνει σε όλους μας και στην καθημερινή μας ζωή, παίζει μια ταινία στο μυαλό μας. Ακόμα κι όταν δεν μιλάμε, το μυαλό δεν σταματάει ποτέ να σκέφτεται. Αυτό που προσπαθώ να κάνω στους ρόλους που καλούμαι να ενσαρκώσω, είναι να φτιάξω την ταινία στο μυαλό του ρόλου. Η σκηνοθεσία αυτή σου δίνει τη δυνατότητα να περάσεις σταδιακά από όλες τις φάσεις για να καταλήξεις  στο βασικό σημείο του έργου, που είναι η σκηνή της τρέλας. Με βοήθησε πάρα πολύ. Είχα την ευκαιρία πάνω στη σκηνή και να διαπράξω το φόνο, και να ζήσω την αποβολή, όχι να περιμένω στο καμαρίνι και ξαφνικά να βγω έχοντας στο μυαλό μου ότι κάτι έχει συμβεί.

 

Δούλεψε μαζί σας και καθαρά υποκριτικά δηλαδή; Δουλέψαμε, αλλά μη φανταστείτε… Επειδή δεν είναι καινούρια παραγωγή αλλά αναβίωση, δεν στήσαμε από την αρχή πράγματα. Στην αρχή αναλωθήκαμε στο να μάθουμε τη σκηνοθεσία, πράγμα που δεν είναι υπερβολικά δημιουργικό. Μετά μπήκαμε στο να προσεγγίσουμε το ρόλο, να ερμηνεύσουμε. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο έχει δουλέψει η Mitchell εμένα μου ταίριαξε γάντι και μπόρεσα να μπω πολύ μέσα σε αυτό που κάνω. τουλάχιστον εγώ έτσι νιώθω, ελπίζω να νιώθει και το κοινό το ίδιο!

Γνώριζα τη δουλειά της στο θέατρο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση εδώ, είναι πως ενώ σκηνογραφικά και οπτικά έχει πολλά ρεαλιστικά στοιχεία, όπως την αποβολή, ερμηνευτικά δεν σας καθοδήγησε καθόλου προς το ρεαλισμό: μάλλον εξπρεσιονιστική μου φάνηκε η ερμηνεία σας. Ναι. Αυτό είναι αλήθεια. Η σκηνοθεσία είναι νατουραλιστική, αλλά τα στοιχεία της ερμηνείας του έργου περνάνε σε ένα άλλο επίπεδο. Είναι μια σκηνοθέτις πάρα πολύ ακριβής σε αυτό που θέλει, και μπορεί κάποιος να αισθανθεί περιορισμένος από αυτό. Εμένα πάλι η ακρίβεια μού δίνει ελευθερία. Όταν ξέρω ακριβώς τι θέλω και τι πρέπει να κάνω, νιώθω πλέον ελεύθερη να μπορέσω να το ερμηνεύσω πιο βαθιά.

Αυτό πράγματι ακούγεται σαν κουβέντα μουσικού με κλασικές σπουδές. Προφανώς ένας αυτοσχεδιαστής θα το έβλεπε διαφορετικά. Αλλά μάλλον στην κλασική μουσική και την όπερα έχει κανείς δεδομένη την παρτιτούρα, στην οποία είναι πολύ ακριβής, κι από κει και πέρα έχει το περιθώριο να βάλει και τον εαυτό του. Σωστά; Έχει πάρα πολλά περιθώρια. Το ότι υπάρχουν κάποια εργαλεία που είναι στάνταρ και πρέπει να τα μάθεις, θεωρώ ότι σου δίνει ένα δίχτυ ασφαλείας έτσι ώστε πάνω από αυτό να μπορέσεις να δώσεις τα δικά σου στοιχεία, να εξελίξεις αυτό που σου έχει δοθεί. Εμένα με βοήθησε αυτό. Χωρίς να σημαίνει αυτό πως αύριο αν σε μια άλλη σκηνοθεσία, άλλου είδους, μού δοθεί περισσότερη ελευθερία δεν θα μπορέσω να αντεπεξέλθω. Απλά στο συγκεκριμένο έργο έτσι όπως έχει στηθεί, ένιωσα πολύ ελεύθερη να αποδώσω εκ των έσω τον ρόλο, όχι να τον προσεγγίσω επιφανειακά.

Πέρα από τα ρεαλιστικά στοιχεία που είναι πολλά, από την πρώτη-πρώτη στιγμή έχουμε τα φαντάσματα επί σκηνής. Τα βλέπουμε, κυκλοφορούν κανονικά. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα, ήταν μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική επιλογή. Στη συγκεκριμένη παραγωγή, επειδή είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την Katie στο Λονδίνο, όταν είχα πάει να παίξω στο Μαγικό Αυλό κι εκείνη έκανε πρόβες για την αναβίωση της Λουτσία, μιλήσαμε, κι ένα πράγμα που μου ξεκαθάρισε από την αρχή είναι ότι η Λουτσία δεν είναι «τρελή», αλλά μια απόλυτα φυσιολογική γυναίκα η οποία ερωτεύεται για πρώτη φορά, και μέσα από πολύ μεγάλες εξωτερικές ψυχολογικές πιέσεις οδηγείται σε παραλήρημα, σε νευρικό κλονισμό. Σε αντίθεση με άλλες σκηνοθεσίες, που θέλουν να δώσουν δείγματα της τρέλας από την πρώτη άρια, εδώ στην πρώτη άρια η Λουτσία απλά συνομιλεί με την Αλίσα, κι αυτό που της συνέβη, το να δει το φάντασμα, ήταν κάτι που μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε άνθρωπο είναι λίγο πιο ευαίσθητος ενεργειακά. Προσπαθεί λοιπόν να εξηγήσει αυτό που ένιωσε, που στα μάτια της ήταν πάρα πολύ αληθινό – κάτι το οποίο βέβαια κανείς άλλος δεν μπορεί να το καταλάβει, γιατί κανείς δεν το έχει βιώσει. Όσον αφορά το φάντασμα της μητέρας της, είναι κάτι που μπορεί να έχει συμβεί σε όλους μας: όταν χάνουμε κάποιον πολύ αγαπημένο μας, πολλές φορές έχουμε την αίσθηση ότι βρίσκεται κοντά μας, τον νιώθουμε. Όταν είμαστε απελπισμένοι και ψάχνουμε παρηγοριά ή μια απάντηση, μπορεί όντως να φέρουμε κάποιον μπροστά μας. Βέβαια το να πάθεις μια αποβολή, και το να φτάσεις στο σημείο να σκοτώσεις κάποιον, κάτι που δεν θα έκανες ποτέ κανονικά στη ζωή σου, σε φτάνει στα άκρα ψυχολογικά. Από κει κι έπειτα τα φαντάσματα κάνουν πολύ πιο έντονη την παρουσία τους, αντικατοπτρίζουν και την νευρική ένταση της Λουτσία, το πόσο στα άκρα έχει φτάσει.


Πηγή

Top