Εξερευνώντας το μουσικό μυαλό: H ανάπτυξη των μουσικών ικανοτήτων στα παιδιά

Γράφει η Άσπα Παπαδημητρίου

Παρ’ όλο που η έρευνα στην Αναπτυξιακή Ψυχολογία έχει εδώ και αρκετά χρόνια επικεντρωθεί στην μελέτη της ανάπτυξης διάφορων ικανοτήτων στα παιδιά, το ενδιαφέρον της για την ανάπτυξη, συγκεκριμένα, των μουσικών ικανοτήτων είναι σχετικά πρόσφατο και μόλις τις τελευταίες δεκαετίες έχουν κάνει την εμφάνισή τους καινούριες θεωρίες και μοντέλα μάθησης, που έχουν ειδικά εστιάσει στην μουσική ανάπτυξη και στις εμπλεκόμενες σε αυτήν γνωστικές διεργασίες. Παράλληλα, η τεχνολογική πρόοδος και η άνθιση του κλάδου της νευροεπιστήμης έχουν προσφέρει τα τελευταία χρόνια νέες δυνατότητες στον επιστημονικό χώρο της ψυχολογίας, όσον αφορά την μελέτη και την  κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι μουσικές δεξιότητες αναπτύσσονται τα πρώτα χρόνια ενός παιδιού.

Οι βασικές μουσικές ικανότητες και δεξιότητες αναπτύσσονται τα πρώτα δέκα χρόνια ανάπτυξης του παιδιού (Gembris, 2006). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα φλοιώδη επίπεδα του ακουστικού συστήματος αναπτύσσονται σταδιακά, ενώ παράλληλα λαμβάνει χώρα και η πολιτισμική αφομοίωση του παιδιού στην κουλτούρα μέσα στην οποία ανήκει.

Το 1986, επηρεασμένοι από τη θεωρία σταδίων του Piaget, οι Swanwick και Tillman προσπάθησαν να χωρίσουν την μουσική ανάπτυξη σε χρονολογικά στάδια, προτείνοντας ένα σπιράλ μοντέλο με τέσσερα στάδια. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο θεωρητικό μοντέλο, τα παιδιά ηλικίας από 0 έως 4 ανήκουν στο υλικό στάδιο, όπου κατακτούν τα υλικά της μουσικής, σε ηλικία από 4 έως 9 βρίσκονται στο εκφραστικό στάδιο, όπου κατακτούν την προσωπική εκφραστικότητα, από 10 χρονών έως 15 ανήκουν στο στάδιο της φόρμας και τέλος από 15 και πάνω βρίσκονται στο στάδιο της αξίας (Βλ. Εικόνα 1). Ακολουθώντας αυτό το μοντέλο μπορεί κανείς να εξετάσει κάθε πτυχή της μουσικής ανάπτυξης των παιδιών: παραγωγή, επιτέλεση και πρόσληψη (Swanwick & Tillman, 1986).

Εικόνα 1. Σπιράλ μοντέλο της μουσικής ανάπτυξης (Swanwick & Tillman, 1986).

 

Σύμφωνα με το μοντέλο των Swanwick και Tillman, τα παιδιά από 4 έως 9 χρονών αναπτύσσουν ακουστικές και γνωστικές ικανότητες σε τέτοιο βαθμό έτσι ώστε, όχι μόνο να μπορούν να αντιληφθούν τη μουσική, αλλά και να μπορούν να παίξουν και τα ίδια μουσική με αρκετή ακρίβεια. Όσον αφορά τον εγκέφαλο, οι φλοιώδεις αποκρίσεις σε έναν ήχο – όπως έχουν δείξει καταγραφές με ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα (EEG) – είναι πλέον πιο γρήγορες και πιο έντονες μετά από την ηλικία των 4 χρόνων (Trainor & Unrau, 2011). Ωστόσο, τα παιδιά αυτής της ηλικίας δε φαίνεται να δίνουν μεγάλη σημασία στη μουσική δομή στο σύνολό της, καθώς ακόμα κυρίως εξερευνούν τις φυσικές ιδότητες του τονικού ύψους και του ρυθμού. Επίσης, τα παιδιά 4-5 χρονών μπορούν να διακρίνουν το ρετζίστρο των ήχων και τα ηχοχρώματα και καθώς μεγαλώνουν και λαμβάνουν μουσική εκπαίδευση, είναι ικανά ακόμα και να αναγνωρίσουν τα μουσικά όργανα από το ηχόχρωμά τους.

Νωρίς στην ανάπτυξη των παιδιών εμφανίζεται και η ευαισθησία τους στη συμφωνία και τη διαφωνία. Η προτίμηση στη συμφωνία έναντι της διαφωνίας είναι πιο ξεκάθαρη πάνω από την ηλικία των 6 και στην ηλικία των 9 και των 10 είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Ομοίως, η αποστροφή για την ατονικότητα μπορεί να εκφραστεί ξεκάθαρα από την ηλικία των 6 και αυξάνεται στην ηλικία των 9 και 10 (Zenatti, 1993). Λόγω της παγκοσμιοποίησης, η σχεδόν αναπόφευκτη αφομοίωση των παιδιών στην Δυτική τονική μουσική, οδηγεί σταδιακά στον περιορισμό των προτιμήσεών τους και τα παιδιά από 6 χρονών είναι πλέον λιγότερο ανοιχτά σε ατονικές ή μη δυτικές μελωδίες (Gembris, 2006). Αν και στην ηλικία των 5 με 7 τα παιδιά είναι ικανά να βρουν ποιες νότες ταιριάζουν καλύτερα σε ένα δοσμένο τονικό πλαίσιο, η ευαισθησία τους στην τονική ιεραρχία στο σύνολό της αναπτύσσεται λίγα χρόνια αργότερα (Cuddy & Badertscher 1987). Ομοίως, αν και η ευαισθησία στην αρμονική σύνταξη αναπτύσσεται αργά και φτάνει τα επίπεδα των ενηλίκων στην αρχή της εφηβείας, έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά στην ηλικία των 4 με 6 είναι ικανά να αναγνωρίσουν αν μια συγχορδία είναι αρμονικά αναμενόμενη ή όχι, στο τέλος μιας ακολουθίας συγχορδιών (Corrigall and Trainor, 2009). Με λίγα λόγια, μια πλήρης κατανόηση της κλίμακας και της αρμονίας αναμένεται να εμφανιστεί μετά τα 5 – 7 χρόνια, καθώς αυτά τα στοιχεία εξαρτώνται από την μάθηση και την αφομοίωση στην κουλτούρα μέσα στην οποία τα παιδιά μεγαλώνουν. Η επίδραση μάλιστα της πολιτισμικής αφομοίωσης σε κάποιες περιπτώσεις είναι τόσο ισχυρή που, για παράδειγμα, παιδιά μεγαλωμένα σε κάποια δυτική κουλτούρα στην ηλικία των 10 και 13 ίσως να μην είναι πλέον ικανά να αναγνωρίσουν τονικά ή ρυθμικά λάθη σε μια μη δυτική κλίμακα.

Όσον αφορά την ανάπτυξη των μουσικών ικανοτήτων των παιδιών που είναι σχετικές με τις ρυθμικές ιδιότητες της μουσικής, έρευνες έχουν δείξει πως τα παιδιά ηλικίας 3 έως 5 αναπτύσσουν πιο επαρκείς δεξιότητες στο να αντιλαμβάνονται και να εκτελούν ρυθμούς και καθώς μεγαλώνουν είναι ικανά ακόμα και να ξεχωρίσουν ρυθμικά πάτερνς. Η ικανότητα να κατανοούν το μουσικό μέτρο αναπτύσσεται γύρω στην ηλικία των 9, καθώς επίσης έχει επισημανθεί ερευνητικά και η προτίμησή τους στο γρήγορο tempo (Reifinger, 2006).

Η ευαισθησία στη συναισθηματική σημασία της μουσικής είναι μια άλλη ικανότητα που αναπτύσσεται κατά την προσχολική ηλικία. Στην ηλικία των 5, τα παιδιά είναι σε θέση να αναγνωρίζουν βασικά συναισθήματα στη μουσική, όπως χαρά, λύπη και φόβο, και αυτή τους η ικανότητα γίνεται πιο ακριβής στην ηλικία των 10 (Algood & Heaton, 2015).

Όσον αφορά την παραγωγή και την επιτέλεση της μουσικής, τα παιδιά φαίνεται να απολαμβάνουν τη μουσική δημιουργία στην προσχολική και σχολική ηλικία, καθώς μπορούν να επαναλαμβάνουν ρυθμικά και μελωδικά μοτίβα και να αυτοσχεδιάζουν. Ενώ ο αυτοσχεδιασμός στο τραγούδι εμφανίζεται ήδη από μικρή ηλικία (3 χρόνια), η τραγουδιστική έκταση και ακρίβεια αυξάνεται μετά τα 5 χρόνια του παιδιού. Στην ηλικία των 6 με 7 η φωνητική έκταση είναι περίπου μια οκτάβα και στην ηλικία των 8 τα παιδιά είναι πλέον ικανά να τραγουδούν με τονική σταθερότητα (Gembris, 2006).

Η εκμάθηση και η χρήση συμβόλων είναι εξίσου ένα σημαντικό μέρος της μουσικής ανάπτυξης, το οποίο έχει αρχικά αναλυθεί από τον Gardner αλλά και πιο πρόσφατα από τους Davidson και Scripp (1992). Σύμφωνα με τους τελευταίους, ένα οπτικό συμβολικό σύστημα – όπως η μουσική σημειογραφία – είναι ένας αξιόπιστος δείκτης της μουσικής ανάπτυξης των παιδιών. Έρευνα έχει δείξει πως τα παιδιά μικρότερα από 5 χρονών είναι ικανά απλά να σημειώσουν, ή βασικά να επαναλάβάνουν τραγουδώντας ή χτυπώντας παλαμάκια τον ρυθμικό παλμό της μελωδίας, από 5 έως 7 μπορούν να σημειώσουν τη ρυθμική δομή ή το μουσικό περίγραμμα του τονικού ύψους, ενώ τέλος πάνω από την ηλικία των 7 μπορούν να σημειώσουν όλα τα στοιχεία μιας μελωδίας (Gembris, 2006). Τα παιδιά πάνω από 9 με 10 χρονών φυσιολογικά έχουν αναπτύξει πλήρως το φλοιώδες ακουστικό σύστημα (Trainor & Unrau, 2011) με αποτέλεσμα, λαμβάνοντας κάποια μουσική εκπαίδευση και συμμετέχοντας σε μουσικές δραστηριότητες, να συνεχίζουν να βελτιώνουν τις μουσικές δεξιότητες που έχουν αναπτύξει τα προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερα τις δεξιότητες που σχετίζονται με το παίξιμο ενός μουσικού οργάνου (Gooding & Standley, 2011).

Από την οπτική γωνία της νευρολογίας, οι ερευνητές έχουν τελευταία επιχειρήσει να απαντήσουν το ερώτημα εάν υπάρχει κάποια «κρίσιμη περίδος» στη μουσική ανάπτυξη, κατά τη διάρκεια της οποίας οι μουσικές δεξιότητες έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν γρηγορότερα και με λιγότερη προσπάθεια, έπειτα από την έκθεση σε συγκεκριμένη μουσική εμπειρία. Ο Gordon (1979) έλεγε ότι η «ακουστότητα» (audiation) – που είναι η βάση της μουσικής δεκτικότητας και του μουσικού επιτεύγματος – αναπτύσσεται μέχρι την ηλικία των 9 και μετά δεν αλλάζει πολύ. Ωστόσο, πρόσφατα ευρήματα έχουν δείξει ότι η ανάπτυξη της αντίληψης του τονικού ύψους ίσως να παρουσιάζει κάποιες κρίσιμες περιόδους, αλλά για τις πιο πολύπλοκες μουσικές όψεις, δεν υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι υπάρχουν τέτοια αναπτυξιακά «παράθυρα». Γενικά, έχει βρεθέι πως η ανάπτυξη του εγκεφάλου λαμβάνει χώρα νωρίς στην παιδική ηλικία και πως σε αυτή την περίοδο κατανοούνται βασικά και καθολικά στοιχεία της μουσικής. Αντίθετα, τα στοιχεία που είναι διαφορετικά ανά μουσικό σύστημα αναπτύσσονται αργότερα, ως αποτέλεσμα της συνεχούς επίδρασης της πολιτισμικής αφομοίωσης (Trainor & Unrau, 2011) και της ενεργούς μουσικής ενασχόλησης.

Φυσικά, το θέμα της μουσικής ανάπτυξης είναι τεράστιο και ευτυχώς συνεχώς γίνονται νέες έρευνες, οι οποίες ρίχνουν όλο και περισσότερο φως στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται το μουσικό μας μυαλό. Το σίγουρο είναι πως ο ρόλος της μάθησης και της εξάσκησης στα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού είναι πάρα πολύ σημαντικός. Η μουσική εκπαίδευση αποτελείται από συγκεκριμένες εμπειρίες, προσωπική προσπάθεια και διδακτικές μεθόδους, που ενισχύουν και επιταχύνουν την απόκτηση των μουσικών δεξιοτήτων που έχουν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται λόγω της πολιτισμικής αφομοίωσης και της γονεϊκής επιρροής.

 

Άσπα Παπαδημητρίου | MSc Music, Mind and Brain Goldsmiths, University of London / MA Μουσική, Κουλτούρα και Επικοινωνία, ΕΚΠΑ


Βιβιλιογραφία

  • Allgood, R., Heaton, P. (2015). Developmental change and cross-domain links in vocal and musical recognition performance in childhood. British Journal of Developmental Psychology, 33, 398–403.
  • Corrigall, K. A., & Trainor, L.J. (2009). Effects of musical training on key and harmony perception. Annals of the New York Academy of Sciences, 1169, 164–8.
  • Cuddy, L. L., & Badertscher, B. (1987). Recovery of the tonal hierarchy: Some comparisons across age and levels of musical experience. Perception and Psychophysics, 41, 609-620.
  • Davidson, L. & Scripp, L. (1992) Surveying the coordinates of cognitive skills in music, in: R. Colwell (Ed.) Handbook of Research on Music Teaching and Learning (New York, Schirmer Books).
  • Gembris, H. (2006). The development of musical abilities. In R. Colwell (Ed.), MENC handbook of musical cognition and development, New York, NY: Oxford University Press.
  • Gooding, L. F., & Standley, J. M. (2011). Musical developments and learning characteristics of students: A compilation of key points from the literature organized by age. Update: Applications of Research in Music Education, 30, 32-45.
  • Gordon, E. (1979). Primary measures of music audiation. Chicago: GIA.
  • Swanwick, K. & Tillman, J. (1986). The sequence of musical development. British Journal of Music Education, 3(3), 306-339.
  • Reifinger, J. L. (2006). Skill development in rhythm perception and performance: A review of literature. Update: Applications of Research in Music Education25(1), 15–27.
  • Trainor, L.J. & Unrau, A. (2011). Development of Pitch and Music Perception. In L. Werner, R. R. Fay and A.N. Popper (Eds.), Springer Handbook of Auditory Research: Human Auditory Development (pp.223-254). New York: Springer. 
  • Zenatti, A. (1993). Children’s musical cognition and taste. In T. J. Tighe & W. J. Dowling (Eds.), Psychology and music: The understanding of melody and rhythm (pp. 177–196). Hillsdale, NJ: Erlbaum.

Πηγή

Top