100 χρόνια “Nosferatu”: Η μουσική διάσταση της εμβληματικής horror ταινίας
Κείμενο: Χάρης Συμβουλίδης
Κανένα άλλο φιλμ της βωβής εποχής του κινηματογράφου δεν έχει εμπνεύσει τόσα πολλά και τόσο διαφορετικά soundtrack.
Οι ακριβείς ημερομηνίες δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία στον βωβό κινηματογράφο, καθώς συχνά διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Ωστόσο εκείνο το 4 Μαρτίου 1922 με το οποίο πορεύονται οι περισσότεροι όσον αφορά την ταινία του Φρίντριχ Μουρνάου “Nosferatu: Eine Symphonie des Grauens” (Νοσφεράτου: Μια Συμφωνία Τρόμου) δεν είναι ιδιαίτερα ορθό. Λίγοι την παρακολούθησαν τότε, δηλαδή, αφού εκείνη η προβολή έγινε σε ένα γκαλά στο Marble Hall των Ζωολογικών Κήπων του Βερολίνου για όσους είχαν προσκληθεί σε αυτό. Το γερμανικό κοινό το είδε στις 15 Μαρτίου· στη Γαλλία έφτασε στις 27 Οκτωβρίου, ενώ το Λονδίνο έπρεπε να περιμένει τον Δεκέμβριο του 1928 και η Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 1929.
Περισσότερη σημασία έχει ότι στον αιώνα που κύλησε έκτοτε ο κινηματογράφος πήγε πολύ πιο πέρα από όσο πρόλαβε να δει ο Μουρνάου. Κι αυτό που μάθαμε να λέμε “horror” άπλωσε δεκάδες παρακλάδια, βάζοντάς μας λ.χ. στο μυαλό διαβολικών δολοφόνων ή καθιστώντας μας θηράματα αποτρόπαιων διαστημικών ειδών. Όμως η βωβή, εξπρεσιονιστική σαγήνη του “Nosferatu” παρέμεινε ακλόνητη. Πλέον, μάλιστα, μέρος του θρύλου είναι και οι περιπέτειες της ίδιας της ταινίας, αφού η Florence Stoker (χήρα του δημιουργού του “Δράκουλα” Μπραμ Στόκερ) κόντεψε να την εξαλείψει από προσώπου γης. Τυπικά είχε τα δίκια της, καθώς δεν έδωσε άδεια στην Prana Film του Albin Grau για να γυρίσει το περίφημο μυθιστόρημα –κι εκείνος το έκανε. Εάν όμως τα κατάφερνε, δεν θα είχαμε βγει όλοι χαμένοι;
Το φιλμ είναι παιδί μιας εποχής όπου ο τρόμος υποβαλλόταν, παίζοντας με το μυαλό σου αντί να σοκάρει τα μάτια με αιματοβαμμένα θεάματα. Αυτό, φυσικά, εντάσσεται σε ένα σφιχτό πλαίσιο δεοντολογίας. Ωστόσο ας μην ξεχνάμε πως οι άνθρωποι που έφτιαξαν το “Nosferatu” είχαν βγει από έναν πόλεμο στον οποίον αντίκρισαν πολλή αληθινή φρίκη: ο ίδιος ο Μουρνάου, ας πούμε, υπηρέτησε τη Γερμανική Αυτοκρατορία τόσο στο Ανατολικό Μέτωπο, όσο και στους αιθέρες. Και ο Albin Grau όφειλε σε μια πολεμική εμπειρία τη συνάντησή του με έναν Σέρβο αγρότη, ο οποίος του διηγήθηκε βαλκανικές ιστορίες για απέθαντα βαμπίρ, ιντριγκάροντας το πάγιο ενδιαφέρον του για τον αποκρυφισμό. Ο ρόλος του συχνά παραγκωνίζεται, εντούτοις σε αυτόν χρωστάει το “Nosferatu” τόσο το πνεύμα με το οποίο γυρίστηκε, όσο και τα σκηνικά, τα κοστούμια, ακόμα και την επιλογή του σκηνοθέτη.
Συχνά, επίσης, λησμονείται το κολοσσιαίας σημασίας γεγονός ότι το 1922 δεν υπήρχε ανάλογο φιλμ για να λειτουργήσει ως μπούσουλας. Ο Μουρνάου με τον Grau διέπρεψαν κυριολεκτικά σε terra incognita προσπαθώντας να μεταφέρουν την ατμόσφαιρα των σελίδων του Στόκερ. Οι αποφάσεις λοιπόν στις οποίες κατέληξαν –με αποκορύφωμα την περίφημη σκηνή με τη σκιά στη σκάλα– δεν είναι απλώς σπουδαία οπτικά στιγμιότυπα της 7ης Τέχνης, μα κι ένας θρίαμβος της ανθρώπινης φαντασίας. Ανάλογο μόχθο κατέβαλλε βέβαια και ο Max Schreck για να αποδώσει τον απόκοσμο, σκιαχτικό Ορλόκ μέσω των συμβάσεων μιας τεχνολογίας που δεν του επέτρεπε να αρθρώσει ούτε λέξη. Είναι δηλαδή χάρη (και) στο εκφραστικό του παίξιμο που συνδιαμορφώθηκε η εμβληματική απεικόνιση του Δράκουλα ως θηρίου, κόντρα στην εικόνα του γοητευτικού, αρχοντικού βρικόλακα, την οποία θα παγίωνε 9 χρόνια αργότερα ο Μπέλα Λουγκόζι, κληροδοτώντας την έπειτα στο νεότερο σινεμά.
Μία ακόμα υποφωτισμένη παράμετρος του “Nosferatu” είναι η διαρκής σχέση που απόκτησε με τον κόσμο της μουσικής, η οποία καλά κρατεί εδώ και 100 χρόνια: στα πλαίσια λ.χ. της φετινής επετείου έχει ανακοινωθεί μια επαναπροβολή στο Wilton’s Music Hall του Λονδίνου, συνοδεία ενός soundtrack φτιαγμένου από τον Dmytro Morykit. Είναι μια συνθήκη που την έχουμε δει να ευδοκιμεί και στην Ελλάδα. Θυμίζω λ.χ. την προσπάθεια των Silent Move (Βασίλης Τζαβάρας & Γιάννης Παξεβάνης) στο Τριανόν το 2012, στα πλαίσια του φεστιβάλ Αυτοσχεδιασμός & Σινεμά. Ή την προβολή του 2018 στο Μέγαρο Μουσικής, όπου η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών έπαιξε ζωντανά το score του James Bernard, με μαέστρο τον Στέφανο Τσιαλή.
Ασφαλώς, κύρια αιτία πίσω από αυτή την έκρηξη μουσικής δημιουργικότητας είναι ότι χάθηκε το πρωτότυπο soundtrack που ξέρουμε ότι έφτιαξε ο Hans Erdmann για τις προβολές του 1922. Παράλληλα, όμως, πιστοποιείται έτσι η διαρκής γοητεία του “Nosferatu”, αφού κανένα άλλο φιλμ της βωβής εποχής δεν έχει εμπνεύσει τόσα πολλά και τόσο διαφορετικά scores. Παρακάτω, λοιπόν, σχολιάζονται τα 7 πιο συζητημένα ανάμεσά τους.
Berndt Heller: Nosferatu – Eine Symphonie Des Grauens [Friedrich Wilhelm Murnau Stiftung, 2006]
Μπορεί το ορίτζιναλ score του “Nosferatu” να χάθηκε, ξέρουμε όμως ότι ο Hans Erdmann ενσωμάτωσε τμήματά του στο (μικρότερο) έργο του 1926 “Fantastisch-Romantische Suite”. Με βάση αυτό, λοιπόν, ο Berndt Heller επιχείρησε μια ανασύνθεση για φιλαρμονική, στην οποία ενσωματώθηκαν και έργα άλλων συνθετών της εποχής του Erdmann, π.χ. του Giuseppe Becce. Τα αποτελέσματα πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1984 στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, λαμβάνοντας οριστική μορφή 10 χρόνια αργότερα, όταν και ηχογραφήθηκαν με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας του Saarbrücken.
Το έργο, παρά ταύτα, δεν πήρε τον δρόμο της δισκογραφίας. Πέρασε αμέσως στα χέρια των κληρονόμων του Μουρνάου, που, παρακάμπτοντας τον υποθετικό του χαρακτήρα και ορισμένες συζητήσιμες επιλογές στο τέμπο των συνθέσεων, του χάρισαν το επίσημο “χρίσμα”, καθιστώντας το έτσι ένα ιδιαιτέρως διάσημο soundtrack. Από το 2006 χρησιμοποιείται σε κάθε έκδοση της δικής τους, ψηφιακά αποκατεστημένης κόπιας της ταινίας. Την οποία επιμελήθηκε ο Luciano Berriatúa κι εξακολουθεί να θεωρείται μία από τις καλύτερες επιλογές αγοράς σε DVD (αν όχι η καλύτερη).
Gillian B. Anderson: Hans Erdmann’s Music For F. W. Murnau’s Masterpiece Nosferatu – A Symphony Of Horror [Red Seal, 1995]
Δεν πρόκειται βέβαια για τη γνωστή ηθοποιό που έπαιζε την πράκτορα Ντέινα Σκάλι στα X-Files, αλλά για μια Αμερικανίδα μουσικολόγο και συνθέτρια, η οποία είχε την ίδια ιδέα με τον Berndt Heller. Συνεργαζόμενη λοιπόν με τον James Kessler, εντόπισε τις πρωτότυπες ενορχηστρώσεις του Erdmann στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Στις οποίες και βασίστηκε έπειτα ώστε να συνθέσει καινούρια μουσική, ως συμπληρωματική της ήδη υπάρχουσας για τη “Fantastisch-Romantische Suite”.
Το score αποφεύγει τις διακυμάνσεις διαθέσεων που διακρίνουν την εκδοχή του Heller και, παρότι υποθετικό, πλησιάζει το δυνατόν περισσότερο στο συνθετικό όραμα του Erdmann. Δυστυχώς ουδέποτε πέρασε στο ευρύτερο κοινό, με αποτέλεσμα το CD που βγήκε με τη Brandenburg Philharmonic Orchestra (σε διεύθυνση σημειωτέον της ίδιας της Anderson) για τη σειρά “100 Years of Film Music” της RCA Victor να είναι προ πολλού καταργημένο. Κατά καιρούς εμφανίζεται ωστόσο στο Discogs, σε λογικές τιμές.
James Bernard: Nosferatu, A Symphony Of Horrors [Silva Screen, 1998]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Silva Screen ζήτησε από τον James Bernard ένα καινούριο soundtrack για το “Nosferatu”, θαυμάζοντας τη δουλειά του στα scores ιστορικών ταινιών τρόμου της Hammer κατά τα 1950s και 1960s. Αν και βρισκόταν πια προς τα τέλη της ζωής του, ο Βρετανός συνθέτης δέχτηκε. Πρόλαβε μάλιστα και να παρουσιάσει ζωντανά τη δουλειά του, αλλά και να την ηχογραφήσει με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Πράγας.
Ο Bernard έγραψε ένα έργο στα μέτρα μιας μεγάλης φιλαρμονικής, χωρίς καμία αγωνία ανασύνθεσης του score του 1922. Είναι ένα λαμπερό soundtrack με αρκετές ευδιάκριτες αρετές, που παραμένει ιδιαιτέρως δημοφιλές ανάμεσα σε όσες σύγχρονες ορχήστρες αναλαμβάνουν να παίξουν live κατά τη διάρκεια νέων προβολών της ταινίας. Το 2016 έγινε μάλιστα και μια ειδική επανέκδοση σε διαφανές κόκκινο βινύλιο, για τη Record Store Day εκείνης της χρονιάς.
Peter Schirmann: Nosferatu, Eine Symphonie des Grauens [Atlas Film, 1969]
Η σπινταρισμένη εκδοχή των 63 λεπτών που παίχτηκε το 1969 στη γερμανική τηλεόραση δεν ήταν και η τελειότερη, πάντως η Atlas Film είχε φροντίσει να προμηθευτεί την κόπια από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Για πολύ κόσμο, λοιπόν, ήταν αυτή που κουβάλησε τον Nosferatu μύθο από το 1922 στη μοντέρνα εποχή, αποτελώντας βάση για τις υπόλοιπες διεθνείς τηλεοπτικές προβολές που ακολούθησαν, καθώς και για πάμπολλα bootlegs, μέχρι την επίσημη κυκλοφορία σε βιντεοκασέτα VHS (1981).
Από την όλη φήμη ωφελήθηκε και το soundtrack του Peter Schirmann, ο οποίος μέχρι τότε δεν ήταν παρά ένας άσημος ενορχηστρωτής που εργαζόταν για τηλεοπτικές παραγωγές. Μην έχοντας στη διάθεσή του ορχήστρα, ο Βερολινέζος δημιουργός διάλεξε μια οδό που φλέρταρε με την τζαζ. Το αποτέλεσμα ίσως να μην αρμόζει πάντα στις εικόνες του Μουρνάου (το ακορντεόν στις σκηνές του πλοίου παραμένει μια συζητήσιμη επιλογή, ας πούμε), μα κρίνεται ιντριγκαδόρικο. Δυστυχώς δεν κυκλοφόρησε ποτέ, μένοντας αέναα συνδεδεμένο με την κόπια της Atlas Film.
Art Zoyd: Nosferatu [Mantra, 1989]
Όταν οι Art Zoyd καταπιάστηκαν με το “Nosferatu” μετρούσαν ήδη 20 χρόνια εκλεκτικής πορείας, στην οποία ανακάτεψαν το progressive rock με τη free jazz και τα πειραματικά ηλεκτρονικά των 1960s. Υπό τη σταθερή καθοδήγηση του Gérard Hourbette η γαλλική μπάντα έθεσε τις αναζητήσεις της στην υπηρεσία των εξπρεσιονιστικών πλάνων του φιλμ, μη διστάζοντας να συμπεριλάβει πλήκτρα, όπως και ορισμένα φωνητικά μέρη –είτε ως samples, είτε τραγουδισμένα από τον μπασίστα Thierry Zaboitzeff.
Αν και παρέμεινε δέσμιο της συντομότερης εκδοχής του “Nosferatu” που ήταν τότε η μόνη διαθέσιμη, το ευφάνταστο score των Art Zoyd αποδείχθηκε το πιο περιπετειώδες από όσα σχετίστηκαν με το φιλμ. Και δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε η μόνη τους δουλειά που βγήκε σε CD. Συστήνεται να αναζητήσετε τη remastered επανέκδοση του 2002.
Type O Negative: Nosferatu, The First Vampire [Arrow Entertainment, 1998]
Οι Αμερικάνοι έχουν έναν τρόπο να προκαλούν ανακατωσούρα όταν καταπιάνονται με ευρωπαϊκές ταινίες. Εδώ, λ.χ., ο παραγωγός Wayne J. Keeley θέλησε να επαναλανσάρει το “Nosferatu” στη VHS αγορά των Η.Π.Α. Αισθάνθηκε όμως ότι η ορίτζιναλ παραγωγή δεν αρκούσε, οπότε έβαλε και τον David Carradine –γνωστό στους παλιότερους από το σίριαλ “Kung Fu” και στους νεότερους από τα “Kill Bill”– σε ρόλο οικοδεσπότη και αφηγητή.
Σύμφωνα με την Arrow η απόπειρα διέθετε κι ένα νέο soundtrack από τους Type O Negative, οι οποίοι ως τότε είχαν προκαλέσει κάμποση “φασαρία” με το μεταλλικό τους goth rock. Αυτό όμως είναι εν μέρει αληθές, όπως αποκαλύπτουν τίτλοι σαν το “Love You To Death” ή το “Unsuccessfully Coping With The Natural Beauty Of Infidelity”: στην πραγματικότητα, το αμερικάνικο γκρουπ έδωσε απλά άδεια να χρησιμοποιηθούν τραγούδια από τους τρεις πρώτους του δίσκους. Τα αποτελέσματα εκπλήσσουν κανα-δυο φορές, αλλά ως επί το πλείστον βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. Ξεχωριστή δισκογραφική έκδοση δεν βγήκε ποτέ.
Hugh Cornwell & Robert Williams: Nosferatu [United Artists, 1979]
Παρά την πρωταγωνιστική παρουσία του τραγουδιστή και κιθαρίστα των Stranglers και τη σύμπραξή του με τον ντράμερ της Magic Band του Captain Beefheart, ο δίσκος αυτός δεν βρήκε απήχηση: το κοινό της εποχής δείχνει να τον αντιμετώπισε ως μια ιδιότροπη κίνηση, βασισμένη στη λατρεία των συντελεστών για την ταινία του Μουρνάου.
Οι συνθέσεις αναδύουν πάντως την πρέπουσα σκοτεινιά, η οποία πηγάζει από τo dark κλαδί του new wave, που ανέτειλλε τότε από τις στάχτες του βρετανικού punk. Αξιοποιούνται επίσης επιφανείς καλεσμένοι σαν τον Ian Dury ή τους Mark & Bob Mothersbaugh των Devo, ενώ υπάρχει και μια αναπάντεχη διασκευή στο “White Room” των Cream (1968). Ομολογουμένως όλα αυτά δεν κολλάνε πάντα με το φιλμ, αλλά το άλμπουμ τη γλιτώνει γιατί δεν συνδυάστηκε ποτέ με κάποια προβολή. Μένοντας έτσι ως ένα χαλαρό score προς τιμήν του πνεύματος του “Nosferatu”.