Δημήτρης Μυστακίδης: «Όταν έχεις γνώση για ένα πράγμα, αυτό φέρνει συνείδηση»
Κείμενο: Χάρις Γεωργίου, Φωτογραφία: Χρήστος Διαμάντης
Οι καλύτερες συνεντεύξεις είναι εκείνες που ο συνομιλητής σου ανοίγεται χωρίς να σε αντιμετωπίζει σαν δημοσιογράφο. Είναι εκείνες που γίνονται με ανθρώπους που έχουν μείνει πιστοί σε αυτό που πρεσβεύουν, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες δυσκολίες και να συναντήσουν. Αυτοί οι άνθρωποι πάντοτε έχουν να πουν τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Σε μια από αυτές τις ακανόνιστες βραδιές σε μουσικές σκηνές συναντήσαμε τον Δημήτρη Μυστακίδη και συζητήσαμε εφ’ όλης της ύλης.
Δημήτρης Μυστακίδης, λοιπόν. Δάσκαλος της λαϊκής κιθάρας. Ρεμπέτης. Αυθεντικός μουσικός και άνθρωπος. Από τις ταβέρνες της Θεσσαλονικής, στο πλευρό του Νίκου Παπάζογλου και από εκεί στις μουσικές σκηνές της Αθήνας. Μαέστρος του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ο «Johnny Cash» της ελληνικής σκηνής. Ένας δίσκος, με τίτλο «Εσπεράντο», που μετρά ένα χρόνο κυκλοφορίας και κατέλαβε επίσημα την 11η θέση στο Top 200 των «World Music Charts Europe». Μια πορεία γεμάτη πάθος για τη μουσική και το ρεμπέτικο. Μια πορεία, γεμάτη καρέ που είδαμε μαζί, μέσα από την συζήτηση που ακολούθησε.
ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ…
Πώς ξεκίνησες με τη μουσική;
Ξεκίνησα από την έκτη δημοτικού, από το σχολείο έπαιζα.
Επαγγελματικά;
Τρίτη γυμνασίου ή Πρώτη λυκείου, σε ένα ταβερνάκι στον Εύοσμο.
Με λαϊκή κιθάρα;
Εγώ πάντα έπαιζα ότι όργανο δεν υπήρχε. Είχα φοβερή ευκολία με τα όργανα. Εμένα με ενδιέφερε να παίζω. Πήγαινα σε παρέες, έβλεπα τι όργανο δεν υπήρχε και το έπαιζα. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβω τι είναι η λαϊκή κιθάρα.
Με τον Παπάζογλου;
Ξεκίνησα να παίζω στα 22.
Πώς προέκυψε;
Ήρθε σε ένα μαγαζί που έπαιζα. Γενικά γυρνούσε σε μαγαζιά ο Παπάζογλου. Μόλις είχε φύγει ο Μάλαμας, τότε και για ένα χρόνο έπαιζε ακουστική ο Μπάμπης ο Παπαδόπουλος. Επειδή όμως τον ήθελε για ηλεκτρική, έψαχνε για έναν ακουστικό κιθαρίστα. Του είπαν για μένα, ήρθε και με βρήκε.
Με τον Μπάμπη ήμασταν ούτως ή άλλως παράλληλες ιστορίες. Από τα «Μπλε Παράθυρα» που ξεκίνησα να παίζω, παίζαμε μαζί.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε ένα μαγαζί που παίζαμε στη Θάσο. Έφτιαχναν το γκρουπ τότε, τις Τρύπες. Καλοκαιρινό μαγαζί με δέντρα, δύσκολα βρίσκεις τέτοια μαγαζιά σήμερα. Και καθόμασταν τότε με τον ιδιοκτήτη και του ‘λεγε, και τι θα λες άμα παντρευτείς στον πεθερό; Ότι παίζω στις Τρύπες; Πού να φανταζόντουσαν τότε τι θα γινόντουσαν οι Τρύπες μετά!
Τι ρόλο έχει παίξει ο Παπάζογλου με εσένα;
Σε εμένα το πιο σημαντικό που έκανε είναι ότι απενοχοποίησε μέσα μου το λαϊκό. Τα παιδιά της γενιάς μου ένιωθαν ένοχες που άκουγαν ρεμπέτικο και λαϊκό.
Συνάντησες εμπόδια;
Πολλά. Έμαθα να παίζω με δανεικά όργανα. Οι δικοί μου δε μου έπαιρναν. Δεν ήθελαν να γίνω μουσικός. Ο πατέρας μου, έκανε και σκληρή δουλειά. Δούλευε σε χαλυβουργείο, οπότε και είχε ένα παραπάνω άγχος.
Ήθελαν να κάνουν το καλύτερο για σένα…
Αυτό με εκνευρίζει. Πώς είναι δυνατόν να ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο για ένα παιδί;
Τέλος πάντων, τα λεφτά για να πάρω την πρώτη μου κιθάρα τα βρήκα.
Τι εννοείς τα βρήκες;
Τα βρήκα! Σε μια σακούλα μέσα. Ήμασταν πιτσιρικάδες. Πρώτη λυκείου πρέπει να ‘μουνα ή δευτέρα. Και πάμε διακοπές, στις παραλίες της Λάρισας. Μας αφήνει το λεωφορείο στη Ραψάνη. Και περιμέναμε ως τις 6 το πρωί να περάσει το ΚΤΕΛ. Και είναι 2 το πρωί, κι ούτε ΚΤΕΛ υπήρχε ούτε τίποτα. Και καθόμαστε εκεί κανένα δίωρο, σε ένα κουβούκλιο, τέσσερα άτομα. Και περπατούσα.
Και βρίσκω μια σακούλα και την ανοίγω. Και είχε 20.000 δραχμές, μέσα. Εν τω μεταξύ τότε φεύγαμε χωρίς φράγκο.
Οπότε, μόλις βρήκα τα λεφτά, μου λένε οι άλλοι «θα περάσουμε σούπερ». Τους λέω μάγκες, ξεχάστε το. Αυτά τα λεφτά πάνε για κιθάρα.
Οπότε είσαι επαγγελματίας, από πεποίθηση μουσικός…
Το τι δουλειά θα κάνω το ήξερα από την έκτη δημοτικού. Βέβαια, στην πορεία μετάνιωσα που δε σπούδασα. Για να αφοσιωθείς σε ένα πράγμα, γίνεσαι ατροφικός σε άλλα πράγματα. Και δεν είναι το πτυχίο που μου λείπει. Μου λείπει ειδικά, το Πανεπιστήμιο. Με τη λογική του βρίσκομαι με άλλους ανθρώπους, διαφορετικούς, από άλλα μέρη. Ας πούμε εγώ για να το ζήσω αυτό, έπρεπε να πάω στρατό.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ…
Τι μουσικές έχουν στην Τουρκία;
Οι Τούρκοι έχουν πάρα πολλά είδη. Το δικό τους αντίστοιχο του ρεμπέτικου είναι η μουσική των Ασίκηδων, Ασικ Βεϊσέλ είναι ο αντίστοιχος εκπρόσωπος που έπαιζε σάζι. Εθνικό τους όργανο είναι το σάζι. Η κλασική τους μουσική δε παίζεται.
Οι ορχήστρες είναι πολύ καλύτερες. Η μουσική που παίζουν είναι πολλά επίπεδα πάνω από εδώ. Δε τους φτάνουμε ούτε στο ένα δέκατο στη μουσική.
Οι Τούρκοι έχουν τη μουσική τους στα πανεπιστήμια εδώ και πολλά χρόνια. Εδώ αντίθετα, η πολιτεία είναι άφαντη. Κανένα λαϊκό όργανο δεν είναι αναγνωρισμένο από το κράτος. Ούτε το μπουζούκι. Μόνο τα ευρωπαϊκά όργανα. Παρότι διδάσκουμε στο Μεταπτυχιακό στο ΠΑΜΑΚ και στην Άρτα στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής μουσικής. Μας πληρώνει το κράτος για να διδάσκουμε όργανο που δεν έχει αναγνωρίσει.
ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΑΣΚΕΥΕΣ….
Είναι σημαντικότερο μία δουλειά να έχει βάθος και όχι πλάτος.
Όταν αγαπάς κάτι, είναι δύσκολο να ξεφεύγεις από τις αξίες που αυτό πρεσβεύει.
Η μουσική είναι κάτι πολύ εύκολο. Υπάρχει παντού. Σε μια γειτονιά 100 ανθρώπων οι 50 παίζουν μουσική. Σωστά; Τι γίνεται όμως; Είναι κάτι πολύ εύκολο. Μπορείς να το κάνεις ότι θες. Εξωστρεφές, εσωστρεφές… Όταν όμως έχεις γνώση για ένα πράγμα, αυτό φέρνει συνείδηση. Όταν κάνεις κάτι με συνείδηση είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσεις τις μάζες. Πρέπει να γίνεις ασυνείδητος για να το αλλάξεις. Αν ασχοληθείς με κάτι, το οποίο δεν έχεις μελετήσει είναι πολύ εύκολο να προσαρμοστείς σε ένα συγκεκριμένο είδος, απλά και μόνο επειδή αρέσει.
Υπέρ ή κατά των διασκευών;
Υπέρ, εννοείται υπερ. Σε ότι γίνεται με ειλικρίνεια, είμαι υπέρ. Κάποια μου αρέσουν. Δε με πειράζει να έχουν διασκευαστεί κομμάτια. Ένας βασικός λόγος ύπαρξης της διασκευής, άλλωστε, είναι να σε φέρνει σε επαφή με το πρώτο υλικό. Αν το φτιάξεις έτσι, ένα τραγούδι, ώστε να το προσαρμόσεις σε κάποιο είδος, μπορεί να το συμπαθήσει περισσότερος κόσμος.
Η επικαιροποίηση της μουσικής δεν είναι κακή, εάν πιστεύεις στην αξία της και θες να την περάσεις και σε άλλο κόσμο.
Η διασκευή επομένως φέρνει τον κόσμο κοντύτερα;
Ναι. Μετά, βέβαια, έχεις να ξεπεράσεις άλλα προβλήματα με το ρεμπέτικο. Το ρεμπέτικο είναι ένας είδος που έχει χρησιμοποιηθεί ας πούμε ως μουσικό χαλί στην ταβέρνα…
Έχει να κάνει νομίζω και με το πώς ξεκίνησε αυτό. Ξεκίνησε από την εργατική τάξη. Το χρησιμοποιούσαν για την τέρψη τους.
Ναι, αλλά ξέρεις τι εξέλιξη έχει αυτή η μουσική; Από τα τέλη του 1800 μέχρι το 1956 είχε καταφέρει να γίνει διαταξική, όχι αταξική. Πάντα θα είναι ταξική. Είχε καταφέρει να εισχωρήσει παντού τότε.
Υπάρχουν ρεμπέτες που έπαιξαν ρόλο σε αυτό;
Ναι, ο Τσιτσάνης και ο Χιώτης. Ο Τσιτσάνης κυρίως. Και όχι μόνο με τη μουσική του, αλλά και με τη στάση ζωής του.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ένας τύπος ήρθε από την Κύπρο την περασμένη εβδομάδα. Γράφει σε ακούω και μου αρέσει πολύ η μουσική σου, αλλά είμαι τυφλός και δε μπορώ να καταλάβω κάποια πράγματα. Και σκέφτομαι εγώ τώρα, δε γίνεται να μην υπάρχει ένας τρόπος να μπορεί να μελετήσει τις παρτιτούρες.
Υπάρχει το…
…Το Μπράιγ, το Μπράιγ είναι για τα γράμματα. Αλλά δεν ήξερα ότι υπάρχει και για τις παρτιτούρες. Και βρήκα μία κοπέλα τώρα που πάει στο μουσικό του Αλίμου και διδάσκει σε τυφλά παιδάκια. Θα της στείλω 2-3 κομμάτια θα της πω να τα κάνει Μπράιγ.
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ
Έχω concept ολόκληρο. Θα ήθελα να πάρω τις μουσικές παραδόσεις τις κιθάρας στην Ευρώπη. Και θα ήθελα να είναι έτσι με τη μηχανή, βόλτα. Παρίσι, βρίσκεις τους Μανουσάδες, μετά Ανδαλουσία, φλαμένγκο και μετά Πορτογαλλία, φάντο. Και όχι μόνο το παίξιμο. Θα ήθελα να κάτσω τέσσερις-πέντε μέρες σε αυτούς τους τόπους και να δω πως μαθαίνουν αυτοί οι άνθρωποι τη μουσική στα παιδιά τους.
Info: Η επόμενη προγραμματισμένη εμφάνιση του Δημήτρη Μυστακίδη είναι στο Tolhuistuin, στο Αmsterdam Noord, στις 29 Ιανουαρίου 2017.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, την Παρασκευή 23.12.2016