Το δέος του λοιμού μετουσιώνεται σε μουσική

Πίτερ Μπρέχελ ο πρεσβύτερος: «Ο θρίαμβος του θανάτου» (~1562), Μουσείο Πράδο

Από τον Γιάννη Σβώλο

Η παρατεταμένη συμφορά άφηνε ανεξίτηλα ίχνη στη συλλογική ψυχολογία και τραυματικές εγγραφές στην ιστορική μνήμη που βρήκαν καθαρτική διέξοδο στη θεματική των έργων τέχνης, αλλά και στη μουσική, με την ευρεία διάδοση του εκκλησιαστικού ύμνου «Dies irae» («Ημέρα οργής»). Το λατινικό κείμενο του 13ου αιώνα περιγράφει με δριμύτητα την Εσχατη Κρίση: το σάλπισμα έγερσης των νεκρών, την αμείλικτη θεοδικία και το αιώνιο πυρ της Κόλασης. Το ποίημα μελοποιήθηκε κατά το γρηγοριανό μέλος και εντάχθηκε από νωρίς στο «Requiem», τη Νεκρώσιμη Ακολουθία της Δύσης.

Καθώς η επέλαση του κορoνoϊού έχει μετεξελιχθεί σε διεθνή πανδημία, η στριμωγμένη κατάσταση που ζούμε τις τελευταίες εβδομάδες είναι, ομολογουμένως, δύσκολο να αφομοιωθεί. Αρχικά έμοιαζε με εφιάλτη από τον οποίο μάταια πασχίζει κανείς να ξυπνήσει ή με φτηνή ταινία τρόμου «B movie», όπου η ραγδαία εξάπλωση μολυσματικής ασθένειας μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζόμπι κ.ο.κ.

Με την πάροδο των ημερών όμως, ο καταιγισμός ειδήσεων για όσα τρομακτικά συμβαίνουν αλλού, η επίμονη ενημέρωση για το θέμα από επιστήμονες, οι οδηγίες από τους δημόσιους θεσμούς, η ανεκδιήγητη διαπραγμάτευση ώσπου να κλείσουν οι χώροι λατρείας, τα απερίφραστα διαγγέλματα του πρωθυπουργού, όλα μαζί συνέτειναν ώστε η κατάσταση να αναγνωριστεί βαθμιαία απ’ όλους στη σωστή βάση ως μια πρωτόγνωρη, θανάσιμα επικίνδυνη πραγματικότητα με την οποία θα υποχρεωθούμε να ζήσουμε για άγνωστο πόσο.

Στιγμιότυπο από την περσινή παρουσίαση του βερντιανού «Ρέκβιεμ», στο Μέγαρο Μουσικής με τις δυνάμεις της MusicAeterna υπό τον Θεόδωρο Κουρεντζή

Αυτή η καθυστέρηση σίγουρα οφείλεται και στο γεγονός ότι ο εφησυχασμός που επέφερε η παρατεταμένη μεταπολεμική ευμάρεια είχε κάνει την παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα να λησμονήσει κάποιες κρίσιμες για την επιβίωση «αρχαίες» μνήμες, όπως αυτές των μεγάλων λοιμών και, επιπλέον, να κωφεύσει στις επίμονες προειδοποιήσεις των ειδικών τα τελευταία χρόνια.

Τουλάχιστον τέσσερις μεταπολεμικές γενιές έχουν ζήσει θεωρώντας την υγεία και τη μακροζωία τους ως δεδομένες. Κι όμως: μέχρι την επιβολή των εμβολιασμών στον ύστερο 19ο αιώνα και τη διάδοση των αντιβιοτικών στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ψυχικό τραύμα και ο φόβος της θανατηφόρου πανδημίας ήταν μόνιμα, βαθιά εγγεγραμμένα στην ανθρωπότητα. Μια γρήγορη ματιά προς τα πίσω το βεβαιώνει.

■ Πανδημίες που ερήμωναν την ανθρωπότητα

Μόλις ένας αιώνας έχει περάσει από την επιδημία της φονικής «ισπανικής γρίπης» του 1918, που εμπλεκόμενη με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εξόντωσε περισσότερα από 20.000.000 σε ολόκληρο τον κόσμο, πλήττοντας με μικρή καθυστέρηση και στη βαλκανική Ελλάδα˙ πιθανότατα πολλοί έχουμε συγγενείς που χάθηκαν τότε. Σίγουρα, όλοι θα έχουμε ακούσει ή διαβάσει ότι επιδημίες βουβωνικής πανώλης και χολέρας έπλητταν τον αρχαίο κόσμο και τη μεσαιωνική Ευρώπη σε τακτά διαστήματα.

Η Ιστορία έχει καταγράψει τρεις μεγάλες φονικές πανδημίες πανώλης ασιατικής προέλευσης, που οφείλονταν σε ισάριθμες, διαδοχικές εξελικτικές μεταλλάξεις του βακτηριδίου Yersinia pestis. Το βακτηρίδιο αυτό μεταδιδόταν στους ανθρώπους με τσιμπήματα ψύλλων που ζούσαν ως παράσιτα στους μαύρους αρουραίους.

Κάθε πανδημίας προηγείτο περίοδος πληθωρικής αύξησης των τρωκτικών και, βέβαια, το φαινόμενο ευνοούσε o συνωστισμός των ανθρώπων στα αστικά κέντρα. Η πρώτη πανδημία ξέσπασε επί Ιουστινιανού στα 542 μ.Χ., σάρωσε το Βυζάντιο και την Περσική Αυτοκρατορία των Σασανιδών και απλώθηκε σε όλη τη Μεσόγειο, αναζωπυρούμενη κατά διαστήματα επί δύο αιώνες.

Αρνολντ Μπέκλιν: «Η πανούκλα» (1898), Πανεπιστήμιο της Μοντάνα

Η δεύτερη ήταν ο τρομερός «Μαύρος Θάνατος», που ξεκίνησε το διάστημα 1346/53 εξοντώνοντας περί τα 200.000.000 ανθρώπους σε Ευρώπη και Ασία και αναζωπυρωνόταν κατά διαστήματα μέχρι τον 19ο αιώνα˙ τη διαδέχτηκε η ασιατική χολέρα. Ενα τρίτο κύμα πανώλης ξεκίνησε το 1855 στην Κίνα και αφού έπληξε κυρίως κεντρική Ασία και Ινδία απλώθηκε σε όλον τον κόσμο για να περιέλθει σε ύφεση γύρω στα 1960, απομένοντας, ωστόσο, ενδημική αλλά υπό έλεγχο σε κάποιες χώρες μέχρι σήμερα(!).

Από γραπτές αναφορές της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα καθώς επίσης από αρχαιολογικά ευρήματα και έργα τέχνης γνωρίζουμε πως, κάθε φορά, η επέλαση της πανώλης επηρέαζε τη ροή της Ιστορίας σε τοπικό ή ευρύτερο επίπεδο, έπληττε κράτη, κοινωνίες, θεσμούς, πολιτισμούς, θρησκευτικές πίστεις, πεποιθήσεις και ιδεολογίες, διατάρασσε συθέμελα ταξικές ισορροπίες, φτώχαινε τις δεξαμενές γονιδίων στους πληθυσμούς, «άδειαζε» πόλεις και περιοχές ολόκληρες.

Ανίσχυροι απέναντι στο ακατανίκητο θανατικό, αντιμέτωποι με το ακατανόητο «μίασμα», οι άνθρωποι πάσχισαν να δώσουν τις εκάστοτε εφικτές ερμηνείες. Ετσι, στις ζοφερές περιόδους των μεσαιωνικών πανδημιών η απελπισία, η άγνοια και ο φόβος γέννησαν μια απαισιόδοξη, στρεβλή αντίληψη για τη ζωή, που εντυπώθηκε βαθιά, προκάλεσε ως αντίδραση τιμωρητικές θρησκευτικές ηθικολογήσεις και άγριες διώξεις κατά ομάδων που θεωρήθηκαν υπεύθυνες.

Τα θύματα θεώρησαν ότι οι πανδημίες ήταν θεία τιμωρία για τις αμαρτίες τους ή στοχοποίησαν ως ενόχους κοινωνικά απόβλητους, αλλόθρησκους και ξένους. Μαρτυρίες από την Κίνα και τη μεσαιωνική Ευρώπη φανερώνουν ότι κάποτε η αρρώστια χρησιμοποιήθηκε και ως βιολογικό όπλο: το 1347, Μογγόλοι της Χρυσής Ορδής που πολιορκούσαν την κριμαϊκή Θεοδοσία εκτόξευσαν με καταπέλτες μολυσμένα πτώματα που διέδωσαν την πανώλη στους πολιορκούμενους Γενοβέζους και, πιθανότατα, επιτάχυναν την επέκταση της επιδημίας στην Ευρώπη… Ας ελπίσουμε ότι σήμερα ανάλογες στρατηγικές συζητιούνται μόνο στο τοξικό πεδίο των fake news.

■ Η επίμονη ανάμνηση του «Μεγάλου θανατικού»

Η παρατεταμένη συμφορά άφηνε ανεξίτηλα ίχνη στη συλλογική ψυχολογία και τραυματικές εγγραφές στην ιστορική μνήμη, που βρήκαν καθαρτική διέξοδο στη θεματική των έργων τέχνης.

Η θρησκευτική προκατάληψη και η οδυνηρή διαπίστωση ότι οι πάντες -πλούσιοι και φτωχοί, άρχοντες και λαός, ευσεβείς και αμαρτωλοί- είναι όμοια ανυπεράσπιστοι απέναντι στον αόρατο παράγοντα του λοιμού οπτικοποιήθηκαν διδακτικά στο μακάβριο μοτίβο του «Χορού του θανάτου». Σε αναρίθμητες παραστάσεις του σε τοιχογραφίες, χειρόγραφα και πίνακες ζωγραφικής, ένας σκελετός που κραδαίνει ένα δρεπάνι σέρνει στον χορό βασιλείς και επισκόπους, ιππότες και γεωργούς, καλόγριες και στρατιώτες, νέες γυναίκες και γριές, άνδρες και παιδιά.

Στη μουσική το ίδιο τραύμα πουθενά δεν εκφράστηκε εντονότερα και πιο απερίφραστα απ’ ό,τι με την ευρεία διάδοση του εκκλησιαστικού ύμνου «Dies irae» («Ημέρα οργής»). Το λακωνικό λατινικό κείμενό του γράφτηκε λίγο νωρίτερα, πιθανότατα τον 13ο αιώνα, στην Ιταλία, και περιγράφει με δριμύτητα την Εσχατη Κρίση: το σάλπισμα έγερσης των νεκρών, την αμείλικτη θεοδικία και την απόρριψη των αμαρτωλών στο αιώνιο πυρ της Κόλασης.

Το ποίημα μελοποιήθηκε κατά το γρηγοριανό μέλος και εντάχθηκε από νωρίς στο «Requiem», τη Νεκρώσιμη Ακολουθία της Δύσης. Στη διάρκεια των επόμενων αιώνων, απλώνοντας τον βαρύ ίσκιο του και πέρα από τα στενά συμφραζόμενα των πανδημιών, το «Dies irae» απορροφάται στο βαθύ DNA της δυτικής εκκλησιαστικής μουσικής και παγιώνεται ως έκφραση του εσχατολογικού δέους απέναντι στον θάνατο και του φόβου του Θεού, βλοσυρή υπόμνηση της τιμωρίας των αμαρτωλών.

Ειδικά κατά τον μακρύ 19ο αιώνα του Ρομαντισμού, η Βιομηχανική Επανάσταση, οι κοινωνικές αναταραχές, η είσοδος των αστών στη σκηνή της Ιστορίας και η προοδευτική εκκοσμίκευση αλλάζουν τις συνδηλώσεις του ανάγοντάς το μονοδιάστατα πλέον σε σύμβολο του αναπόδραστου φυσικού τέλους. Αρκετά πριν από τις σαρωτικές νίκες της ιατρικής στον 20ό αιώνα, όλο αυτό υπογραμμίζει την τυραννική αντίφαση ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό, την πρόοδο της επιστήμης και την τότε ακόμη επίμονη αντίσταση των πανδημιών και της αρρώστιας.

■ «Ημέρα οργής» και «Χοροί των νεκρών» του Ρομαντισμού

Ως στιλιζαρισμένες μορφές και μοτίβα που κουβαλούν τη ζοφερή αύρα μιας θανατερής παράδοσης, το νεκρώσιμο «Dies irae» και ο «Χορός του θανάτου» εμπνέουν στους συνθέτες του 18ου, του 19ου και του 20ού αιώνα μεγάλα σοβαρά έργα ως επίσημη έκφραση πένθους, ενίοτε όμως και περασμένα από μια ψυχολογικά καθαρτική διάθλαση προς το γκροτέσκο.

Στα διάσημα «Requiem» τους, που πλέον παρουσιάζονται εξίσου στις εκκλησίες όσο και στις κοσμικές αίθουσες συναυλιών, κορυφαίοι μουσικοί δημιουργοί όπως ο Μότσαρτ, ο Μπερλιόζ, ο Βέρντι και ο Μπρίτεν κρατούν από το «Dies irae» τους λατινικούς στίχους, τους οποίους μελοποιούν με νέα συνταρακτική μουσική. Εξίσου συχνά όμως, αναπαράγεται αυτούσια και η μεσαιωνική μελωδία του ύμνου, με διασημότερη περίπτωση το δαιμονικής φόρτισης, παραληρηματικό φινάλε της «Φανταστικής Συμφωνίας» του Μπερλιόζ. Περαστικά συμβολικά ακούσματα της μουσικής του ύμνου αναδύονται επίσης σε πλήθος άλλων έργων:

«Te Deum» του Σαρπαντιέ, «Συμφωνία Μάνφρεντ» του Τσαϊκόφσκι, «Συμφωνία αρ. 103» του Χάιντν, «Συμφωνία της Ανάστασης» του Μάλερ, «Συμφωνία αρ. 14» του Σοστακόβιτς, «Συμφωνία αρ. 2» του Χατσατουριάν, η όπερα «Φάουστ» του Γκουνό, «Παραλλαγές Παγκανίνι», «Συμφωνικοί χοροί» και χορωδιακή συμφωνία «Οι καμπάνες» του Ραχμάνινοφ, «Τραγούδια και χοροί του θανάτου» του Μουσόργκσκι κ.ο.κ. Αντίστοιχα, κακόβουλοι, σπαρακτικοί χοροί θανάτου αναδύονται σε συνθέσεις όπως ο άγριος «Χορός του θανάτου» (1839/59) του Λιστ, ο τρυφερά γκροτέσκος «Μακάβριος χορός» (1874) του Σεν-Σανς και η (πολιτικών συμφραζομένων) καντάτα του Ονεγκέρ «Ο χορός των νεκρών» (1938). Αναγνωρίσιμα τέτοιο συμβολικό χαρακτήρα έχουν, επίσης, τα άγρια «χορευτικά» σκέρτσι στις Συμφωνίες (2η, 5η, 9η, 10η) του Μάλερ.

Γεώργιος Κλότζας: Η Κόλαση σε λεπτομέρεια από τη «Δευτέρα Παρουσία» (16ος αι.), Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας

Με ανάλογο τρόπο -πιο έμμεσα αλλά σαφέστατα- λειτουργούν οι θρηνητικές μεταπλάσεις ακουσμάτων χορευτικού εβραϊκού κλέτσμερ στον Σοστακόβιτς («Κουαρτέτο αρ. 8», «Τρίο αρ. 2») και στον Πολωνοεβραίο Μιετσισλάβ Βάινμπεργκ («Κοντσέρτο για τσέλο»)˙ εδώ πρόκειται για χορούς θανάτου/κρυπτικές αναφορές σε θηριωδίες της σταλινικής περιόδου που οι ακροατές της εποχής αναγνώριζαν σιωπηρά.

Υστατη, μεταπολεμική εμφάνιση του μοτίβου της φονικής πανδημίας σε πολιτικά συμβολική διατύπωση είναι «Η πανούκλα» (1963) του Ρομπέρτο Γκέρχαρντ. Πρόκειται για μια ιδιότυπη 45λεπτη σύνθεση για αφηγητή, χορωδία και ορχήστρα, στη σκυθρωπή, βλοσυρή γραφή της οποίας ο Καταλανός μαθητής του Σένμπεργκ μεταφράζει σε μουσική την υπαρξιακή αγωνία του Αλμπέρ Καμί.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την τωρινή πανδημία του κορονοϊού; Και τώρα πάλι ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα -προς το παρόν- ακατανίκητο «μίασμα» που σκορπά τον θάνατο και πληγώνει βαθιά την ιερή αγελάδα της παγκοσμιοποιημένης ευημερίας και οικονομίας. Οχι τυχαία, το βλοσυρό «Dies irae» σκιάζει βαριά το παρόν, καθώς το αρχαίο τιμωρητικό του μήνυμα έρχεται να συναντήσει την πικρή συναίσθηση της επιπολαιότητάς μας απέναντι στο φυσικό περιβάλλον, το κλίμα και τη βιόσφαιρα.

Σε εκτενές άρθρο της εφημερίδας The Guardian (18/3/2020) με τίτλο «Η κορφή του παγόβουνου: είναι η καταστροφή της φύσης από τον άνθρωπο υπεύθυνη για τον κορονοϊό;», το οποίο αναπαρήχθη περιληπτικά και στα ελληνικά ΜΜΕ, επιστήμονες υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν απέχει από την αλήθεια. Σήμερα η «αμαρτία» έχει άλλο νόημα και όνομα˙ όμως οι συνέπειες και ο τρόμος μπορεί να είναι ίδιου μεγέθους…

Πηγή

Top