Αφιέρωμα: Σωτηρία Μπέλλου/ Ανέκδοτες φωτογραφίες

του Σπύρου Σταβέρη

«Πήγαινα στο Χάραμα, στο καμαρίνι της, όπου ήταν με τον Β. Τσιτσάνη, μου έδινε να φάω, μου ‘δινε και κάνα χιλιάρικο, αλλά δεν μπορούσα να μείνω πολύ, γιατί καπνίζανε χασίς…»

Η σχέση δυνάμωνε με το χρόνο.

Πριν μπει στο νοσοκομείο τής είχε προτείνει να κάνουν ένα δίσκο με δημοτικά και νησιώτικα: «Ολα τα υπόλοιπα τα είχε κάνει: ρεμπέτικα, λαϊκά, έντεχνα, και Μούτση είπε, και Ανδριόπουλο και Σαββόπουλο».

* Τι απάντησε;

«Εβριζε: “Είσαι μαλάκας!”»

* Κι εσείς;

«Της έκανα την πρόταση σε ένα ρεμπετάδικο, το “Ρεπορτάζ”. Απογοητεύτηκα. Κάθισα σε ένα τραπέζι. Δίπλα ο Χαρίλαος Φλωράκης και παραδίπλα ο Δημήτρης Τσοβόλας. Φώναζα τις λουλουδούδες και της πέταγαν λουλούδια. Κατεβαίνει από το πάλκο και μου λέει: “Καλά, ρε μαλάκα, νομίζεις πως είμαι πουτάνα;”»

Στη «Σωτηρία»

Ποτέ δεν πίστεψε πως είχε αρρωστήσει βαριά και πως ο γυρισμός ήταν ανέφικτος;

«Μπήκε στο “Σωτηρία” στο δωμάτιο 9 του ισογείου. Δίπλα, η σύντροφός της και οι εικόνες της. Διαπιστώνεται ο καρκίνος και κάνει τραχειοτομή».

Ενα βράδυ τον καλούν έντρομες οι νοσοκόμες: «Απειλεί να μας σκοτώσει!» του λένε.

«Μπαίνοντας στο ισόγειο, αντίκρισα σιγή θανάτου. Τα είχε βάλει με όλους! Τους είπε πως έχει όπλο! Μπαίνω στο δωμάτιο, τη βλέπω σκεπασμένη με σεντόνι. Ψάχνω να βρω το όπλο, τίποτα. Κάποια στιγμή κάθομαι δίπλα της στο κρεβάτι και την παίρνω αγκαλιά. Ομως, όπως κάθισα, έσπρωξα το μαξιλάρι της. Ακούω ένα γκαπ, κοιτάω, είχε πέσει το εξάσφαιρο κάτω!»

Σε ένα από τα χειρόγραφα της Σωτηρίας Μπέλλου, που πρώτη φορά δημοσιεύει η «Κ.Ε», είναι φανερό πως ούτε μια στιγμή δεν αποδέχθηκε την ασθένειά της. Γράφει: «Χημειοθεραπεία δεν μπορώ να κάνω, γιατί θα χάσω τα μαλλιά μου. Εγώ θέλω να μου βγάλουν το σωλήνα από το λαιμό μου και να μου κλείσουν την τρύπα, δεν ακούω τι λέει ο Ηλιόπουλος».

«Στο καπό του ταξί»

Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, βγήκε κρυφά από το νοσοκομείο και πήγε στο γραφείο του στον Αλιμο.

«Μπαίνει στο γραφείο με την τραχειοτομή και τη μαγκούρα κι αρχίζει να σπάει ό,τι έβρισκε. Κάτσε ήρεμα, τι θέλεις; Λεφτά, μου γράφει. Της δίνω, αλλά κοιτάζω από το παράθυρο να την περιμένει ένα ταξί. Κατεβαίνω και τους παίρνω από πίσω με το αμάξι μου. Την πετυχαίνω έξω από το Νοσοκομείο της Βούλας σε μια πιάτσα να παίζει ζάρια στο καπό ενός ταξί. Καλά, γαμώτο, εγώ σου δίνω λεφτά κι εσύ έρχεσαι και παίζεις;»

* Πώς αντέδρασε;

«Σε ένα χαρτάκι από πακέτο τσιγάρων Καρέλια έγραψε: «Γιατί, ρε πούστη, τα δικά σου παίζω;» Αυτή ήταν η Μπέλλου. Τη μία τα ‘παιζε και την άλλη τα χάριζε σε όποιον είχε ανάγκη…

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης

Φωτ.: Σπύρος Στάβερης

‘Ασχημες πληροφορίες (1948). Η Σωτηρία Μπέλλου ερμηνεύει το τραγούδι του Βαγγέλη Περπινιάδη

“Η Μπέλλου είχε δυό φωνητικές περιόδους. Την παλιότερη που χαρακτηριζόταν από μιά σημαντικά λεπτότερη και άψογα δουλεμένη φωνή, και την υστερότερη όπου απόκτησε ένα σταθερό και σιδερένιο μέταλλο που «προμήνυε», αντίστοιχα με την περίπτωση της Ρίτας Αμπατζή, κάποιο πρόβλημα στις φωνητικές χορδές που καθόρισαν και το τέλος της.  Θα αποτολμούσα κάποιες σκέψεις. Η κατοπινότερη φωνή της (προοδευτικά, απο το ΄60 και μετά (;) ήταν σπάνια, απ΄αυτές που δεν υπάρχουν πιά και, έξω απ΄όλα τ΄άλλα (δυναμική παρουσία, προωθητικούς μηχανισμούς της αγοράς κλπ.), αρκούσε γιά να τραβήξει την προσοχή αυτών που την αγνοούσαν. Κάτι άλλο είναι πως, αν είχε διατηρήσει το μέταλλο της παλιότερής της φωνής δεν είναι καθόλου σίγουρο, κατά τη γνώμη μου, ότι θα είχε τόση επιτυχία” (Κώστας Λαδόπουλος – rebetiko- elkibra -thorax and mind – Το ρεμπέτικο με μια νέα και επιθετική ματιά). 

Δύο μονάχα λέξεις είναι αυτές που μπορούν να γραφούν για την ελληνίδα τραγουδίστρια και αγωνίστρια του ΕΛΑΣ Σωτηρία Μπέλλου: Αγωνίστρια του λαϊκού τραγουδιού. Ο χαρακτηρισμός μας αυτός δεν αποτελεί υπερβολή ούτε προϊόν συναισθηματικής φόρτισης. 

 

Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε από εύπορη οικογένεια της Χαλκίδας το 1921. Η οικογένεια της, αρβανίτες στην καταγωγή, επιθύμησαν να της δώσουν από μικρή μια καθώς πρέπει ανατροφή όπως άρμοζε στα κορίτσια της εποχής. Η Σωτηρία από μικρή είχε «ξερό κεφάλι» και δεν αποδέχονταν τον ρόλο που προορίζονταν για εκείνη χωρίς εκείνη. Από μικρή εξελίσσεται σε ένα επαναστατικό αντισυμβατικό παιδί. Διαβάζει όλες τις εφημερίδες που φέρνει ο πατέρας της σπίτι, ψέλνει στην εκκλησία του θείου της στο Σχηματάρι και παίζει με τα αγόρια στις αλάνες. Παιδί ακόμα θα ζητήσει από τον πατέρα της να την πάει σινεμά να δει την «Προσφυγοπούλα» με την Βέμπο, στην οποία η Σωτηρία ήθελε από μικρή να μοιάσει. 

Δυστυχώς ο αντισυμβατισμός της Σωτηρίας θα την φέρει σε ρήξη με την οικογένειά της στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας. Η Σωτηρία θα γνωριστεί με έναν πολύ μεγαλύτερο άνδρα στο μαγαζί του πατέρα της, τον Βαγγέλη Τριμούρα. Παρά τις οικογενειακές ενστάσεις, η άπειρη ακόμα Σωτηρία, θα τον παντρευτεί στα 17 της. Ο γάμος της δεν θα γνωρίσει ευτυχία. Ο άνδρας της μέθυσος και άπιστος την χτυπά συχνά, όμως η Σωτηρία δεν δέχεται τέτοια μεταχείριση και σε έναν τους καβγά του καίει το πρόσωπο με βιτριόλι. Για την πράξη της αυτή θα καταδικαστεί σε τρία χρόνια φυλακής στις φυλακές Αβέρωφ. Η αποφυλάκισή της την φέρνει αντιμέτωπη με το γεγονός του στιγματισμού της και έτσι η Σωτηρία φεύγει για την Αθήνα σε ένα τραίνο γεμάτο φαντάρους το 1940… 

Στην Αθήνα της κατοχής, η Σωτηρία Μπέλλου, οργανώνεται στο ΕΑΜ. Πηγαίνει μηνύματα σε γιάφκες, συμμετέχει σε συσσίτια αλλά και σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η επαναστατικότητα του χαρακτήρα της γνωρίζει διέξοδο στην επαναστατικότητα των ιδεών του αντάρτικου. Το 1943, η Σωτηρία θα συλληφθεί από τους Γερμανούς στην Καισαριανή, καθ’ υπόδειξη ενός ντόπιου καταδότη. Την μεταφέρουν στην Μέρλιν και την βασανίζουν για τρεις μέρες. Ακολουθεί η φυλάκισή της μέχρι το 1944 όπου με την απελευθέρωση την αφήνουν ελεύθερη. Γνωρίζεται με τον Χαρίλαο Φλωράκη και στα Δεκεμβριανά λαμβάνει μέρος στις αιματηρές μάχες του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή. Με την έναρξη του εμφυλίου, η Σωτηρία Μπέλλου συλλαμβάνεται ξανά από τους χωροφύλακες και γνωρίζει έναν νέο κύκλο ξυλοδαρμών και βίας λόγω των φρονημάτων της. Την κρατάνε με άλλους κομμουνιστές και αριστερούς στο υπόγειο της οδού Βουκουρεστίου, στο καμπαρέ «Κιτ-Κατ». Αργότερα αφήνεται ξανά ελεύθερη και πιάνει δουλειά στο μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού» με τον Τσιτσάνη. Στο μαγαζί θα γνωρίσει και νέες περιπέτειες το 1946. Μια βραδιά μια παρέα από χίτες μπαίνουν στο μαγαζί και της ζητάνε να πει το «Του αετού ο γιός». Η Μπέλλου που δεν ανέχεται να σκύβει κεφάλι για κανέναν του απαντά «Α πάενε ρε» και τότε οι χίτες της ορμάνε και την ξυλοφορτώνουν. «Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί» λέει η ίδια για το περιστατικό. 

Δύο χρόνια μετά, η Μπέλλου θα φύγει από το μαγαζί για να δουλέψει μαζί με τον Βαμβακάρη. Τότε είναι που ξεκινά η εποχή φτώχειας και για την τραγουδίστρια. Για να επιβιώσει πλένει σκάλες, ξεφορτώνει λεωφορεία και πουλά τσιγάρα με ένα καρότσι στην Ομόνοια. Τις νύχτες κοιμάται σε βαγόνια και παγκάκια. Με τα λίγα της λεφτά αγοράζει παπούτσια και κουβέρτες. Τελικά θα καταφέρει να νοικιάσει μια μικρή κάμαρα στην οδό Αβάτων στο Περιστέρι και να αγοράσει μια κιθάρα, όνειρο που το είχε από μικρή. 

Η Σωτηρία Μπέλλου σε όλη της την ζωή αγωνίστηκε. Πάλεψε ενάντια στα όσα της προόριζαν για την ζωή της, ενάντια σε κατακτητές και φασίστες, ενάντια στην φτώχεια και κατάφερε να επιβιώσει. Με την μεταπολίτευση συνεργάστηκε με αρκετούς γνωστούς δημιουργούς, όπως ο Μούτσης, ο Σαββόπουλος και ο Άσημος.  Όντας πάντα εκτός του γνωστού τζετ-σετ, με ανθρώπινα πάθη όπως ο τζόγος, η Μπέλλου έφυγε το 1997. Λίγοι γνωστοί την συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία, ανάμεσά τους και ο παλιός της φίλος Φλωράκης που της κράτησε το χέρι ενάντια στον καρκίνο.


Πηγή

Top