Αφιέρωμα στον Ντέιβιντ Μπόουι: «Ο Άνθρωπος που Έπεσε στη Γη»

Η Τέχνη ευτυχώς δεν αναγνωρίζει σύνορα ούτε περιορισμούς και ο Ντέιβιντ Μπόουι, θα ανήκει για πάντα στην μικρή εκείνη κατηγορία των καλλιτεχνών που με χαρακτηριστική ευκολία μπορούσαν να εντρυφήσουν σε διαφορετικές εκφάνσεις της. Από τη Μουσική στην Έβδομη Τέχνη, μέχρι το Θέατρο και πάλι πίσω. Αποτίοντας έναν ελάχιστο φόρο τιμής σ’ έναν αγαπημένο δημιουργό, στο μικρό αφιέρωμα που ακολουθεί, ο Μπόουι μας ξεναγεί στις κινηματογραφικές του περιπλανήσεις…

Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς (David Robert) Jones γεννήθηκε στο Brixton, στις 8 Ιανουαρίου του 1947. Σε ηλικία 13 χρόνων, εμπνευσμένος από την μουσική jazz, ξεκινά μαθήματα σαξόφωνου. Τα πρώτα συγκροτήματα στα οποία συμμετείχε – The Kon Rads, The King Bees, The Mannish Boys, The Lower Third – τον εισήγαγαν στον κόσμο της μουσικής ποπ και το 1966 αποφασίζει να ξεκινήσει την δική του καριέρα, ως Ντέιβιντ Μπόουι (David Bowie).

Το 1969 αποτέλεσε χρονιά ορόσημο στην πορεία του Μπόουι, καθώς κυκλοφόρησε το θρυλικό πλέον τραγούδι του «Space oddity», που «σκαρφάλωσε» μέχρι το Νο 5 του βρετανικού chart. Ήταν εξάλλου εκείνη την εποχή που ο καλλιτέχνης πειραματιζόταν με τα μίντια, τον κινηματογράφο, την μιμητική τέχνη, τον βουδισμό, την ηθοποιία και την αγάπη. Ακολούθησε, μετά από το τραγούδι “Space oddity”, το album, με τίτλο τ’ όνομά του ( τ’ οποίο στην συνέχεια μετονομάστηκε “Man of words, Man of music“), που αντλούσε την έμπνευσή του από τις λονδρέζικες καλλιτεχνικές επιρροές του Μπόουι και αναδείκνυε έκδηλα την μεγάλη συνθετική του φλέβα, καθώς λίγο αργότερα, θα έγραφε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του rock’n’roll.

Το άλμπουμ “The man who sold the world” ηχογραφήθηκε με την συμμετοχή του κιθαρίστα Mick Ronson, η τεχνική του οποίου αποτέλεσε την απαρχή του heavy metal ύφους. Κυκλοφόρησε το 1971, με τον Μπόουι να ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Αμερική. Ακολούθησαν τα άλμπουμ “Hunky dory” (στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν  και οι επιτυχίες “Changes” και “Life on Mars”) και “The rise and fall of Ziggy Stardust & The Spiders from Mars“, που αμέσως έγιναν κλασσικά.

Βρισκόμαστε πλέον στο 1972 και ο Μπόουι αρχίζει να κατακτά, σταθερά πια, την ποπ, ανεβάζοντας τον “Ziggy Stardust” στο Λονδίνο, σε μία συναρπαστική και εντυπωσιακή παράσταση, που άφησε εποχή. Τον ίδιο χρόνο επιμελήθηκε και την παραγωγή στο άλμπουμ “Transformer” του Lou Reed και “All the young dudes” των Mott the Hoople. Ακολούθησε η περιοδεία του “Ziggy” στην Αμερική, με προπωλημένα τα εισιτήρια και με συγκλονιστικές εμφανίσεις του πάνω στην σκηνή που γοήτευσαν τους πάντες.

Μέσα στην “τρέλα” του “Ziggy”, κυκλοφορεί το άλμπουμ “Aladdin sane“, το 1973, έχοντας σαν βασικό του θέμα τις εμπειρίες του από την περιοδεία του στην Αμερική. Το “Pin ups” κυκλοφόρησε το 1973 και ήταν η τελευταία φορά που ο Μπόουι συνεργαζόταν με τον Mick Ronson και τον παραγωγό Ken Scott. Το άλμπουμ αυτό ήταν μία αναφορά στους Βρετανούς καλλιτέχνες που τον επηρέασαν στην καριέρα του, ανάμεσα στο διάστημα 1964 – 1967 και τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί το άλμπουμ “Diamond dogs“, που αποτέλεσε τον αντίποδα στην εξάπλωση της μουσικής disco, που εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να κυριαρχεί. Το 1974 περιόδευσε και πάλι στην Αμερική, ηχογραφώντας ζωντανά το διπλό άλμπουμ “David Live“.

Το 1975 ο Ντέιβιντ Μπόουι κυκλοφορεί το άλμπουμ “Young Americans“, στο οποίο συνεργαζόταν με τον John Lennon, στο τραγούδι “Fame”, που ήταν και το πρώτο του Νο 1 στην Αμερική. Λίγο αργότερα εγκαθίσταται στο Los Angeles, πρωταγωνιστώντας και στην ταινία επιστημονικής φαντασίας «Ο Άνθρωπος που Έπεσε στη Γη» του Νίκολας Ρεγκ (φωτογραφία). Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας επιστρέφει αμέσως στο στούντιο, κυκλοφορώντας το άλμπουμ “Station to station“. Ακολούθησε η White Light περιοδεία του και το 1976 κυκλοφορεί το άλμπουμ “Changes one Bowie“, με επιλογή του υλικού του από την συνεργασία του με την εταιρεία RCA.

Ο Μπόουι και πάλι αλλάζει τόπο διαμονής, επιλέγοντας αυτή την φορά το Βερολίνο. Τα άλμπουμ “Low” και “Heroes” ηχογραφήθηκαν κατά την διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία, με την συνεργασία των Brian Eno και Tony Visconti. Το “Low” κυκλοφόρησε το 1977, με το single “Sound and vision” να «χτυπά» το Νο 2 του βρετανικού chart. Την ίδια εποχή, στο Βερολίνο, βρισκόταν και ο φίλος του Iggy Pop, μαζί με τον οποίον συνεργάστηκαν στην παραγωγή, κυκλοφορώντας το άλμπουμ του Iggy Pop “The idiot” και λίγο αργότερα το άλμπουμ “Lust for life”. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, κατόρθωσε ν’ αποβάλει τον φόβο της πτήσης με τ’ αεροπλάνα, συνοδεύοντας τον Iggy, σαν πιανίστας, στην περιοδεία του.

Στο “Heroes” συνεργάζεται με τον κιθαρίστα Robert Fripp (King Crimson), σ’ ένα άλμπουμ που περιελάμβανε και τ’ ομότιτλο τραγούδι επιτυχία, που αφορούσε, στιχουργικά, την αγάπη ενός ζευγαριού κοντά στο τείχος του Βερολίνου. Η επόμενη εμφάνιση του, στον χώρο της 7ης τέχνης, έρχεται με την ταινία “Just a gigolo” και το 1978 αρχίζει και πάλι να περιοδεύει. Σ’ ένα διάλειμμα της περιοδείας του, βρίσκει τον χρόνο ν’ αναλάβει τον ρόλο του αφηγητή στο album “Peter and the wolf”, μαζί με την Philadelphia Orchestra, αποτέλεσμα των πολλών πρωτοβουλιών του που αφορούν τα παιδιά.

Το άλμπουμ “Stage” κυκλοφόρησε το 1978, με υλικό από τις περιοδείες του στην Αμερική και των χρόνων που βρισκόταν στην Γερμανία. Τοπογραφικά, επανατοποθετείται στην Ελβετία που αργότερα εγκαταλείπει για να εγκατασταθεί στην εξωτική Ινδονησία. Το 1979 ηχογραφεί το άλμπουμ “Lodger” και το 1980 ανεβάζει, στο Broadway, μέσα σε διθυραμβικές κριτικές, το “Elephant man“. To 1980 κυκλοφορεί το άλμπουμ “Scary monsters“. Δύο χρόνια αργότερα εμφανίζεται στις ταινίες “The hunger”, “Merry Christmas Mr. Lawrence”, ενώ συνέθεσε και το βασικό θέμα της ταινίας “Cat People”.

Το 1982 κυκλοφορεί η συλλογή “Changes two bowie” και το 1983 υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρεία EMI, στην οποία κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Let’s dance“, σε παραγωγή Nile Rodgers (Chic). Ακολούθησε το 1984 το άλμπουμ “Tonight“, η συμμετοχή του στο Live Aid, η Glass Spider περιοδεία του – με επικεφαλής κιθαρίστα τον Peter Frampton – ένα ντουέτο του με τον Mick Jagger ενέργειες που διατηρούσαν ζωντανή την εικόνα του στο κοινό του, σ’ όλη την διάρκεια των 80’s. Το 1988 σχηματίζει το συγκρότημα Tin Machine, με την συμμετοχή των Sales Brothers, κυκλοφορώντας δύο πολυπλατινένια άλμπουμ, στα οποία δοκίμασαν κάθε τι εναλλακτικό, μέχρι και διασκευή σε τραγούδι των Pixies! Οι Tin Machine διαλύθηκαν το 1992.

Φτάνουμε έτσι στο 1993 και την επιστροφή στα προσωπικά άλμπουμ για τον Μπόουι, με το Νο 1 στο βρετανικό chart, “Black tie white noise” (σε παραγωγή και πάλι του Nile Rodgers) και την κυκλοφορία ενός από τα πρώτα cd roms, στον χώρο της μουσικής rock, με τίτλο Jump. Το 1994 συνεργάζεται και πάλι με τον Brian Eno, στο concept άλμπουμ “Outside” και το 1996 ξεκινά μία περιοδεία στην Αμερική, μαζί με τους Nine Inch Nails, Neil Young και Pearl Jam. Ακολουθεί το νέο του τραγούδι “Little wonder” και το album “Earthling“. Το 1997 κυκλοφορεί, μαζί με τον Brian Eno, το τραγούδι “I’ m afraid of Americans”, που πρωταγωνίστησε στα Αμερικάνικα charts για περισσότερους από τρείς μήνες, με το video clip να εμφανίζει τον Trent Renzor να κυνηγά τον Bowie στους δρόμους του Greenwich village.

Τόσο οι ίδιοι οι Nine Inch Nails, όσο και οι Smashing Pumpkins και Marilyn Manson τον τοποθετούν στην κορυφή των επιρροών τους, ενώ ο Μπόουι κατόρθωσε να διεισδύσει και στο κινηματογραφόφιλο κοινό της Αμερικής (και όχι μόνο), εμφανιζόμενος στην ταινία “Basquiat”, δίπλα στους Gary Oldman, Christopher Walken, Dennis Hopper, υποδυόμενος τον Andy Warhol.

Τον Ιανουάριο του 1997, γιόρτασε τα 50 του γενέθλια, με μία φανταστική εμφάνισή του στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης, με την συμμετοχή των φανατικών φίλων και οπαδών του Lou Reed, Sonic Youth, Robert Smith, Billy Corgan, Foo Fighters, Frank Black. Πάντα πρωτοπόρος, κυκλοφόρησε, μέσω του internet, το τραγούδι “Telling lies“.

Το 1998 δημιουργεί το bowieNet (www.davidbowie.com), που είναι και το πρώτο στο κόσμο που δημιουργήθηκε από καλλιτέχνη, με σκοπό την παροχή υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, απρόσκοπτη επαφή με το internet, μουσικά και οικονομικά νέα, σπορτς και πολύ καλή μουσική, ειδικά για τους ακροατές του, που μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση σε ακυκλοφόρητο υλικό, φωτογραφίες, video clips και κριτικές από κάθε μουσικό είδος.

Το 1999 έπαιξε τον πρώτο ρόλο στην ταινία “Exhuming Mr. Rice”, ίδρυσε το David Bowie Radio Network, μέσα στο Rolling Stone Radio website, με μουσική 24 ώρες την ημέρα, 7 φορές την εβδομάδα. Ανάμεσα στα τραγούδια του playlist υπάρχουν και 54 κομμάτια, όλα προσωπικές επιλογές του. Τον ίδιο χρόνο του απονεμήθηκε το τιμητικό doctorate στην μουσική, από το φημισμένο Berklee College of Music, της Βοστώνης. Ανάλογη τιμητική διάκριση είχαν δεχθεί στο παρελθόν ονόματα όπως B.B. King, Sting, James Taylor, Dizzy Gillespie, Quincy Jones. Τον Οκτώβριο κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Hours“, 23ο στην δισκογραφική του καριέρα, επιστρέφοντας στους ήχους της εποχής του “Hunky dory”.

Τον Μάρτιο του 2002, η εταιρεία Columbia, ανακοίνωσε την υπογραφή του David Bowie, καταλήγοντας σε μία συμφωνία που περιλαμβάνει την κυκλοφορία των άλμπουμ του Μπόουι, που ηχογραφούνται στην προσωπική του εταιρεία ISO Records. Το “Heathen” βρίσκει τον σημαντικό καλλιτέχνη να συνεργάζεται και πάλι (μετά από διάστημα δύο δεκαετιών) με τον παραγωγό Tony Visconti, με τον οποίον είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν σε κλασσικά άλμπουμ, όπως τα Young Americans, Low, Heroes, Scary monsters.

To 2003 κυκλοφορεί το “Reality” και παράλληλα πραγματοποιεί μία μίνι περιοδεία στην Ευρώπη που φτάνει ως την Αμερική. Η κακή κυκλοφορία στις αρτηρίες της καρδιάς τον οδήγησαν σε εγχείρηση το 2004 που τον κάνουν να αναστείλει λίγο τα μουσικά του σχέδια. Τον Φεβρουάριο του 2006 στην απονομή των βραβείων Grammy του  δίνεται βραβείο για τη συνολική του προσφορά στη μουσική. Στις 8 Ιανουαρίου του 2016, την ημέρα των γενεθλίων του, ο David Bowie κυκλοφορεί το 25ο άλμπουμ του με τίτλο Blackstar.

Για τη συνέχεια του μικρού θεματικού Αφιερώματος, παρουσιάζουμε πιο αναλυτικά, δύο χαρακτηριστικά και προσωπικά αγαπημένες ερμηνείες του Ντέιβιντ Μπόουι, στην μεγάλη οθόνη:

«Ο Άνθρωπος που Έπεσε στη Γη» (The Man Who Fell to Earth – 1976) του Νίκολας Ρεγκ

«Κάποιες φορές παρουσιάζεται η πλοκή μιας ιστορίας, η οποία αντικατοπτρίζει πράγματα που σε προβληματίζουν. Νομίζω ότι ήταν ο Βερλαίν που είπε: Γράφω ιστορίες και μετά τις αφήνω να μου συμβούν. Υπάρχουν πράγματα που σου συμβαίνουν, η τοποθέτηση σου απέναντι σε αυτά, τον έρωτα, την οργή, και τότε ξαφνικά μια ιστορία εμφανίζεται, όπου μπορείς να κρύψεις αυτούς τους συλλογισμούς.» – Νίκολας Ρεγκ

Ο Ντέιβιντ Μπόουι είναι ο εξωγήινος που αναζητά στη Γη νερό για τον άγονο πλανήτη του και αφομοιώνεται σταδιακά στα ανθρώπινα πάθη. Έτη φωτός μπροστά από την εποχή του, το sci-fi κομψοτέχνημα του Ρεγκ εξερευνά την παρακμή του δυτικού πολιτισμού μέσα από ένα μεγαλειώδες χρονικό έκπτωσης της αθωότητας. Μία αγαπημένη ταινία, την οποία είχαμε την ευκαιρία να την ξαναθυμηθούμε και τον Σεπτέμβριο στο 21ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας και στο Αφιέρωμα της διοργάνωσης στον σκηνοθέτη, Νίκολας Ρεγκ.

Ο «Άνθρωπος που Έπεσε στη Γη», σηματοδοτεί την πρώτη εμφάνιση του χαρισματικού Ντέιβιντ Μπόουι επί της μεγάλης οθόνης. Η ταινία που πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της το 1976 στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου, παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση ενός εξωγήινου που επισκέπτεται τη Γη για να σώσει τον πλανήτη του από την έλλειψη νερού.

Βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουόλτερ Τέβις, ο «Άνθρωπος που Έπεσε στη Γη» παρακολουθεί με πεσιμιστική διάθεση και αδυσώπητη αλληγορία, την παρακμή του ανθρώπινου πολιτισμού. Το αξιόλογο φιλμ επιστημονικής φαντασίας του Νίκολας Ρεγκ, ενεργοποιεί τους μηναχισμούς σκέψης, κρίσης, αλλά και των συναισθημάτων.

«Το να είμαι απλώς ο εαυτός μου ήταν απόλυτα επαρκές για τον ρόλο μου, δεν άνηκα σε αυτό τον πλανήτη εκείνη την περίοδο.» – Ντέιβιντ Μπόουι

«Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λόρενς» (Merry Christmas Mr. Lawrence – 1983) του Ναγκίσα Όσιμα (Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο, Νέα Ζηλανδία)

Ο Λοχίας Τζων Λώρενς (Τομ Κόντι) είναι αιχμάλωτος των Ιαπώνων, το 1942. Αποτελεί αίνιγμα ανάμεσα στους συγκρατούμενους του καθώς είναι ο μόνος που μπορεί να έχει ένα είδος επικοινωνίας με τους Ιάπωνες δεσμώτες του και μοιάζει ν’ αντιλαμβάνεται την κουλτούρα τους. Οι Ιάπωνες το γνωρίζουν και τον προκαλούν φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με το σύστημα αξιών τους. Οι συνθήκες δυσκολεύουν όταν φέρνουν αιχμάλωτο τον σκληρό, υπερήφανο και θαρραλέο Λοχαγό, Ζακ Σελιέ (Ντέιβιντ Μπόουι). Ο Λώρενς ξέρει πως οι φύλακες θα προσπαθήσουν να σπάσουν το ηθικό του Σελιέ και θα κάνουν τα πάντα γι’ αυτό. Αυτό που θ’ ακολουθήσει δεν είναι απλά μια μάχη για επιβίωση είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι η μάχη μεταξύ δύο κοσμοθεωριών.

Η ταινία ενώνει δύο από τα αγαπημένα θέματα του Ναγκίσα Όσιμα. Τον έρωτα και τη βία. Είναι διακριτά σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, αντικρούοντας, συμπληρώνοντας και καθορίζοντας το ένα το άλλο. Όπως σε πολλές προηγούμενες δουλειές του σκηνοθέτη, έτσι κι εδώ, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο. Η βία δεν αποκλείει απαραίτητα την ύπαρξη του έρωτα. Μία υπέροχη ταινία, γεμάτη εκπληκτικές ερμηνείες, στιγμές αλήθειας και ομορφιάς, που αναδύονται μέσα από εξαιρετικούς διαλόγους. Πρωταγωνιστούν: Ντέιβιντ Μπόουι, Τομ Κόντι, Ρουίτσι Σακαμότο, Τακέσι Κιτάνο.

Ο σκηνοθέτης έξυπνα αντιπαραθέτει τη στρατιωτική ακαμψία της παράδοσης με την ανθρωπιά, την απόλυτη χιμαιρική αντίληψη του ανδρισμού και της τιμής με τις συναισθηματικές και σεξουαλικές αδυναμίες, την ιαπωνική κουλτούρα με τη δυτική. Το φιλμ «Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λόρενς», προβλήθηκε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών το 1983, ενώ τιμήθηκε και με το Βραβείο BAFTA για το υπέροχο μουσικό σκορ του Ryuichi Sakamoto.

Ο Ναγκίσα Όσιμα («Η Αυτοκρατορία Των Αισθήσεων») καταπιάνεται με γνώριμα γι’ αυτόν θέματα, μεταφέροντας το βιβλίο του Sir Laurens Van Der Post «The Seed And The Sower». Υλικό του είναι η ιαπωνική κουλτούρα, η εξουσία και οι συνακόλουθες της σχέσεις καταπιεστή και θύματος και οι πολιτισμικές διαφορές Δύσης και Ανατολής. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ντέιβιντ Μπόουι διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διανομή του έργου εκτός Ιαπωνίας. Η σύγκρουση των δύο πολιτισμών ξεπερνά το σενάριο και γίνεται εμφανής με τη σύγκρουση των δύο «σχολών» υποκριτικής.

Από τη μία πλευρά έχουμε τον Μπόουι με τη βρετανική στωικότητα που δεν απομακρύνεται από μια ρεαλιστική αντιμετώπιση του ρόλου και από την άλλη τις ερμηνείες του Σακαμότο και του Κιτάνο – του μετέπειτα σπουδαίο σκηνοθέτη που μας χάρισε ανεξίτηλα κινηματογραφικά αριστουργήματα, όπως το «Fireworks» του 1997 και το «Kikujiro» του 1999 – που χαρακτηρίζονται από μια επιτήδευση και υπερβολή, σαν να είναι βγαλμένες από κάποια παράσταση θεάτρου kabuki. Η συνεύρεση των δύο αυτών στιλ, είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα.

Ο Όσιμα παίζει έξυπνα με τα ταμπού του θεατή, χωρίς από την άλλη να είναι φειδωλός με τις αυθεντικά συγκινησιακές στιγμές που προσφέρει απλόχερα. Το οικουμενικό μήνυμα που περνά ο σκηνοθέτης – και το οποίο καταλήγει στο ότι σε ακραίες καταστάσεις οι άνθρωποι φτιάχνουν κανόνες τους οποίους ξεχνάνε, παραβαίνουν και εφαρμόζουν κατά βούληση – βρίσκει εύκολα τους αποδέκτες του, με το λιτό και απέριττο ιαπωνικό τρόπο. Είναι σαφείς οι ενδείξεις μιας ομοφυλοφιλικής έλξης μεταξύ του Βρετανού στρατιώτη και του Ιάπωνα Γιονόι αλλά αυτό δεν έρχεται να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του θεατή σε βάρος του συνόλου της ταινίας. Αυτό που σίγουρα είναι αξιομνημόνευτο είναι η μουσική που έχει γράψει ο Ριγουίτσι Σακαμότο για το φιλμ και έχει αναδειχθεί ως ένα από τα πιο διαχρονικά μουσικά σκορ όλων των εποχών. Όποιος δεν έχει ακούσει τον David Sylvian να λέει συγκλονιστικά το «Forbidden Colours» αγνοεί ένα από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ για την Έβδομη Τέχνη…

Βέβαια, εκτός από τις ταινίες «Ο Άνθρωπος που Έπεσε στη Γη» (The Man Who Fell to Earth – 1976) και «Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λόρενς» (Merry Christmas Mr. Lawrence – 1983), ο Ντέιβιντ Μπόουι είχε πολλές και αξιόλογες εμφανίσεις στην μεγάλη οθόνη. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα φιλμ:

Το 1983 o Ντέιβιντ Μπόουι εμφανίζεται στο ρομαντικό θρίλερ “The Hunger” του Τόνι Σκοτ, πρωταγωνιστώντας δίπλα στις υπέροχες, Κατρίν Ντενέβ και Σούζαν Σάραντον. Δύο χρόνια αργότερα τον συναντάμε στο θρίλερ του John Landis, «Into the Night» (1985), με πρωταγωνιστές τον Jeff Goldblum και την Michelle Pfeiffer, ενώ την επόμενη χρονιά πρωταγωνιστεί στο υπέροχο παραμύθι του Jim Henson, «Labyrinth» (1986 – φωτογραφία), μαζί με την δεκαεξάχρονη τότε, Jennifer Connelly.

Δύο χρόνια μετά, ο Μπόουι εμφανίζεται σ’ έναν ρόλο έκπληξη, καθώς ερμηνεύει τον Πόντιο Πιλάτο, στη μεταφορά του σπουδαίου μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο Τελευταίος Πειρασμός», από τον Μάρτιν Σκορτσέζε, «The Last Temptation of Christ» (1988). Αλλά και ο μεγάλος Ντέιβιντ Λιντς του εμπιστεύεται έναν μικρό, αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στην ταινία του, «Twin Peaks: Fire Walk with Me» (1992), που βασίζεται στη θρυλική τηλεοπτική σειρά του ίδιου του σκηνοθέτη.

O Ντέιβιντ Μπόουι είχε μία σταθερή και αξιόλογη σχέση με τον χώρο του Κινηματογράφου. Την αγάπη του αυτή την ενέπνευσε και στον γιο του Duncan Jones, ο οποίος από την καρέκλα του σκηνοθέτη αυτή τη φορά μας χάρισε το 2009 το υπέροχο φιλμ επιστημονικής φαντασίας «Moon» – το οποίο είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε παρουσία του δημιουργού τον Σεπτέμβριο του 2009 στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας – ακολούθησε το 2011 το φιλμ «Source Code», με πρωταγωνιστή τον Jake Gyllenhaal, ενώ φέτος το καλοκαίρι αναμένεται να κυκλοφορήσει στις Κινηματογραφικές Αίθουσες, η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του: «Warcraft» (2016).

Δεν ήταν όμως μόνο η φυσική παρουσία του Μπόουι, η οποία θα μείνει ανεξίτηλη στην Κινηματογραφία Ιστορία. Η μουσική του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς σκηνοθέτες. Ένα υπέροχο δείγμα γραφής – και προσωπικά αγαπημένο – έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε και στο φιλμ του Leos Carax, «Mauvais Sang» (1986) – με πρωταγωνιστές τον Denis Lavant και την Juliette Binoche – σε μία σκηνή ανθολογίας μέσα από το υπέροχο τραγούδι του Μπόουι, Modern Love.

Αλλά ποιος μπορεί να ξεχάσει και το “I’m Deranged” που στοιχειώνει του τίτλους του μυθικού “Lost Highway” (1997), ενός φιλμ βγαλμένου μέσα από την σκηνοθετική ιδιοφυΐα του Ντέιβιντ Λιντς:

Ο Ντέιβιντ Μπόουι, κυριάρχησε στο μουσικό προσκήνιο, παρουσιάζοντας πάντα εφευρετικά τραγούδια, αδιαφορώντας και αγνοώντας κάθε μουσικό ύφος και τάση, συνδυάζοντας συχνά ασύμβατες μεταξύ τους φόρμες. Με την ίδια ευκολία που “δημιουργεί” έναν χαρακτήρα, με την ίδια ακριβώς ευκολία τον αποβάλλει, τον επαναπροσδιορίζει και επανατοποθετείται. Ο Μπόουι, μπορεί να έφυγε στις 10 Ιανουαρίου του 2016, αλλά από το ταπεινό folk ξεκίνημά του και τη δόξα που του προσέφερε η εικόνα του Ziggy Stardust, μέχρι την γοητεία που του αποδόθηκε σαν Thin White Duke, θα συνεχίζει ευτυχώς για πάντα να μας εντυπωσιάζει και να μας συναρπάζει με κάθε του κίνηση, αποτελώντας μία διαχρονική πηγή έμπνευσης…

Πηγή

Top