Ουμανισμός και μουσική στην Ιταλία (1450-1550)

απόσπασμα από το βιβλίο Ουμανισμός και μουσική στην ιταλική αναγέννηση του Δημήτρη Κούντουρα


Ιταλία (1450-1550)

Η αρχαιολατρία που κατέκλυσε την πνευματική ζωή της Ιταλίας του 15ου αιώνα ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις μεταφράσεις αρχαίων έργων από τα ελληνικά στα λατινικά. Ποικίλα συγγράμματα αρχαίων συγγραφέων, όπως του Θεόκριτου, του  Αριστοφάνη, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα, του Ηροδότου, του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, τα οποία έφταναν στην Ιταλία, συχνά από Έλληνες εμιγκρέδες, μεταφράστηκαν και διδάχτηκαν στα διάφορα πνευματικά κέντρα της Ιταλίας, δίνοντας νέες ιδέες αλλά και χρήσιμες γνώσεις για την Αρχαιότητα, τόσο την κλασική όσο και την ύστερη.

Η ήδη υπάρχουσα τάση για ανακάλυψη και μίμηση του αρχαίου κόσμου ενισχύθηκε δραστικά από τον ερχομό στην Ιταλία των Ελλήνων λογίων, λίγο πριν και κυρίως μετά την Άλωση της Πόλης. Φέρνοντας μαζί τους βιβλία, λίγο ή καθόλου γνωστά στη Δύση, και διδάσκοντας ελληνικά, αρχαία ελληνική φιλολογία και λογοτεχνία σε μεγάλα κέντρα της Ιταλίας –αλλά και σε άλλες χώρες–, εντατικοποιήθηκε η μελέτη του αρχαίου κόσμου και η αφομοίωση του αρχαίου πνεύματος. Η πίστη των ουμανιστών της εποχής ότι ο αρχαίος πολιτισμός υπήρξε ανώτερος και, ως εκ τούτου, έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο μίμησης, προκειμένου οι ίδιοι να φθάσουν την ποιότητά του, υπήρξε γενικά αποδεκτή. Τόσο στη φιλολογία όσο και στις εικαστικές τέχνες και στην αρχιτεκτονική, υπήρχαν παραδείγματα για το πώς ήταν η αρχαία τέχνη. Άλλωστε, στην Ιταλία αφθονούσαν τα παραδείγματα της ρωμαϊκής τέχνης, τα οποία προξενούσαν τον θαυμασμό των ουμανιστών καλλιτεχνών. Έτσι, οι καλλιτέχνες είχαν στη διάθεσή τους πρότυπα προς μίμηση, τα οποία και αξιοποίησαν συστηματικά.

Προβληματική, ωστόσο, ήταν η κατάσταση με τη μουσική, επειδή δεν υπήρχε καμία ένδειξη για τη μουσική των αρχαίων, παρά μόνο σε θεωρητικό επίπεδο και σε επίπεδο στοχασμού. 

Οι ουμανιστές του 15ου αιώνα που ασχολήθηκαν με τη μουσική ενστερνίστηκαν τις ιδέες των αρχαίων για τη μουσική ως ένωση μέλους – λόγου – μέτρου και πειραματίστηκαν με την αναγέννηση του πνεύματος της αρχαίας μουσικής. Κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα, η επιρροή τους στη μουσική εκφράστηκε με την ύπαρξη μονωδιών με συνοδεία οργάνων, στην προσπάθεια μίμησης του αρχαίου δράματος. Ενδέχεται, μάλιστα, η τάση αυτή να είχε αρνητικό αντίκτυπο στη διάδοση της πολυφωνίας, τουλάχιστον στις αυλές εκείνες όπου υπήρχε έντονο το ουμανιστικό στοιχείο. Στην Εκκλησία η πολυφωνία αντιμετωπιζόταν συχνά θετικά, επειδή παρομοιαζόταν με τις ουράνιες χορωδίες των αγγέλων της Καινής Διαθήκης.

Παράλληλα με την αρμονία κατά τα κλασικά πρότυπα ανάμεσα σε μουσική και ποίηση, στη μονωδία έγιναν προσπάθειες μουσικής απαγγελίας λατινικών και ελληνικών κλασικών κειμένων.

Ο Φραγκίσκος Φίλελφος (1398-1481) στο Convivia Mediolanensia (1443) περιγράφει δύο νέες να τραγουδούν διαδοχικά εξάμετρες στροφές και να συνοδεύουν το τραγούδι η μία με τη λύρα και η άλλη με το ψαλτήρι.

Ο Μπάτσο Ουγκολίνι (Baccio Ugolini) λέγεται ότι το 1480 τραγούδησε με συνοδεία λύρας ντα μπράτσο προς τιμήν του καρδινάλιου Γκοντζάγκα (Gonzaga) δύο αποσπάσματα στα λατινικά από τον Ορφέα του Πολιτσιάνο.

Ο Φιτσίνο, γνωστός για τη μετάφραση του συνολικού έργου του Πλάτωνα από τα ελληνικά στα λατινικά, συμπεριέλαβε στη νεοπλατωνική του θεουργία ως μέρος της τελετουργίας την απαγγελία ορφικών ύμνων στο πρωτότυπο, με συνοδεία λύρας. Ο ίδιος ενστερνιζόταν τις πλατωνικές αντιλήψεις περί μουσικής και πίστευε ότι ο ήχος, η μουσική και το τραγούδι ενεργούν στο πνεύμα (spiritus), το οποίο ενώνει την ψυχή (anima) με το σώμα (corpus). Επίσης, πίστευε ότι μέσω της μουσικής είναι δυνατόν να εξασφαλίσει κανείς την εύνοια των ουράνιων σφαιρών. Ο οίστρος που κατακλύζει τον τραγουδιστή μεταφέρεται και στον ακροατή και αυτός με τη σειρά του εμπνέεται από τον ποιητικό οίστρο του ποιητή.

O Πέτρους Πάουλους Βεγκρένιους (Petrus Paulus Vegrenius) στο βιβλίο του Ingenius Moribus (1402) αναφέρει τη μουσική, τόσο τη θεωρία όσο και την πράξη της, ως ελευθέρια τέχνη, ισχυριζόμενος ότι μόνο σε περίπτωση που αυτή διδάσκεται για ηθικοπλαστικούς λόγους θα πρέπει να έχει θέση στην εκπαίδευση.

Συνοψίζοντας, οι απόψεις των ουμανιστών για τη σημασία της μουσικής καθρεφτίζουν την εμμονή τους στις αντιλήψεις των αρχαίων, όπως τις κατανόησαν μέσα από τις αναγνώσεις και τη μελέτη των αρχαίων ελληνικών και λατινικών συγγραμμάτων. Οι αντιλήψεις και οι πειραματισμοί τους σχετικά με την αρχαία μουσική και την αναβίωσή της καθώς και το ζήτημα της σχέσης μουσικής και λόγου δημιούργησαν ένα πλαίσιο, το οποίο επρόκειτο να παραμείνει επίκαιρο μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα και να καθορίσει τις σχέσεις των μετέπειτα συνθετών με το μουσικό δράμα και το αναπαραστατικό ύφος.

Ουμανισμός και μουσική στην ιταλική αναγέννηση 

ISBN 978-960-6685-83-5
Οκτώβριος 2020
Σελίδες 172
Διαστάσεις 14X21
Τιμή:15.00
Τιμή με έκπτωση: 13,50
Top