Πώς φαντάζεσαι τη μουσική για ένα σονέτο του Σαίξπηρ;
Ανάσες, σφυρίχτρες, μεταλλικά αντικείμενα που δονούνται, μια γραφομηχανή. Η νέα σύνθεση του Γιώργου Κουμεντάκη έχει αυτά τα υλικά ως όργανα, ως μέσα μουσικής έκφρασης. Και συνομιλεί, δίνει τόνο και βάθος στο απεγνωσμένο ερωτικό σονέτο του Σαίξπηρ που μιλά για τον εραστή που λείπει -ή ποτέ δεν ήταν εδώ
Κατερίνα I. Ανέστη
Τριάντα πέντε χτυπήματα στο τραπέζι. Τριάντα πέντε φορές, οι γροθιές έξι ανδρών τραντάζουν την ξύλινη επιφάνεια, κάνουν τα μεταλλικά δοχεία πάνω σε αυτή να αναπηδούν, το νερό στις κάθετες επιφάνειες του τραπεζιού να ριγεί. Αυτοί είναι οι πρώτοι ήχοι της λεκτικής παρτιτούρας την οποία συνέθεσε ο Γιώργος Κουμεντάκης για το «57ο Σονέτο» του Σαίξπηρ που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο θέατρο οδού Κυκλάδων–Λευτέρη Βογιατζή το βράδυ της Δευτέρας. Και προφανώς καθόλου τυχαία βρέθηκαν εκεί για να το δουν αυτοί που θεωρούμε τις σημαντικότερες προσωπικότητες του θεάτρου και της μουσικής σήμερα, καθώς και πλήθος δημοσιογράφων. Γιατί ήταν μια στιγμή κομβική για τη σύγχρονη μουσική σύνθεση και για την εξέλιξη του διεθνούς απήχησης συνθέτη.
Ενα σώμα ακίνητο πάνω στο τραπέζι μιλά στο ερωτικό αντικείμενο του πόθου του που λείπει. Ο σπαρακτικός ερωτικός λόγος του Σαίξπηρ συναντά τη σύνθεση του Γιώργου Κουμεντάκη
Το «57//a passion play» σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση είναι ένα έργο που πηγαινοέρχεται στο όριο μουσικής και θεατρικής πράξης, φέρνει στη σκηνή τέσσερις λυρικούς τραγουδιστές και τρεις ηθοποιούς. Δεν μελοποιεί, δεν εμπνέεται, δεν συνομιλεί η δημιουργία του Κουμεντάκη με το κείμενο του Σαίξπηρ. Το σωματοποιεί, το αρθρώνει μέσα από λειτουργίες σωματικές, από ήχους που παράγουν καθημερινά αντικείμενα. Σκεύη και objet μιας νεκρής φύσης που αφηγείται την απουσία του ερωτικού άλλου. Την απόρριψη, την από μακριά ερωτική αφοσίωση, την προσμονή, την ψευδαίσθηση για το ερωτικό αντικείμενο του πόθου.
«Αφού σκλάβος δικός σου είμαι, τι μπορώ να κάνω εγώ. Παρά να φροντίζω τις ώρες, τις στιγμές της ηδονής σου»
Ενας άνδρας σαβανωμένος. Τυλιγμένος με λευκό τούλι, ξαπλωμένος στο τραπέζι. Μάτια, στόμα καλυμμένα. Μιλά. Αργά, υπνωτικά, καθησυχαστικά. Καμία υστερία ή απόγνωση στη φωνή του. και όμως μιλά για μια απουσία που του προκαλεί διαβρωτικό πόνο. «Αφού σκλάβος δικός σου είμαι, τι μπορώ να κάνω εγώ. Παρά να φροντίζω τις ώρες, τις στιγμές της ηδονής σου». Παθητικά αφημένος, μοιρολάτρης, σε μια σχέση που οι δημιουργοί της παράστασης περιγράφουν ως αρχετυπική της σαδιστικής ερωτικής σχέσης.
Η υπνωτική φωνή με τα λόγια του Σαίξπηρ σαν κύμα σπρώχνεται δυνατά στην ακτή από τον άνεμο που προκαλούν οι ήχοι του Κουμεντάκη. Πέτρες που έφερε ο ίδιος ο συνθέτης από την Κρήτη χτυπάνε με δύναμη η μια πάνω στην άλλη, ένα κροτάλισμα-γαϊτανάκι με άσπρη σκόνη να σηκώνεται ψηλά από την τριβή, κομμάτια τους να εκτοξεύονται γύρω. Βαθιές ανάσες, βρυχηθμοί, ροκάνες, σφυρίχτρες, δάχτυλα που κινούνται στα χείλη ποτηριών με νερό, ήχοι ενός μεταλλόφωνου –σαν αρχή μιας νέας πράξης-, υστερικό χτύπημα των πλήκτρων μιας γραφομηχανής. Αυτά είναι τα στοιχεία της λεκτικής παρτιτούρας.
Στην αίθουσα κατά τη διάρκεια της 40 λεπτών παράστασης η σιγή ήταν νεκρική. Ακούγονταν ακόμα και οι ανάσες, το ξεροκατάπημα των διπλανών. Σιωπηλό, ακίνητο το κοινό, σαν από έκπληξη, σαν από προσπάθεια να συλλάβει αυτό που συμβαίνει μπροστά του, σαν από φόβο μη διαρραγεί κάτι εύθραστο που μοιάζει να προκύπτει από έναν μυσταγωγικό, παραισθησιογόνου εκκίνησης αυτοσχεδιασμό. Και όμως όλα ήταν απολύτως σχεδιασμένα. Κάθε βογγητό, χτύπημα, τρίξιμο ήταν σημάδι της παρτιτούρας του Γιώργου Κουμεντάκη. Αλλωστε ο συνθέτης λέει πως είναι έτοιμος να περάσει στην επόμενη φάση της συνθετικής του εξέλιξης: η επόμενη όπερα του θα είναι κατά το ήμιση με αυτά τα υλικά φτιαγμένη και κατά το υπόλοιπο μισό στα αχνάρια της «Φόνισσας».
«Σαν σκλάβος όλο θλίψη σκέφτομαι το τίποτα, μόνο που βρίσκεσαι, πόσο χαρούμενους τους κάνεις όλους» μονολογεί το σώμα που σταδιακά βγαίνει από το σάβανό του για να συρθεί στο πάτωμα και να μπει σε μια λυτρωτική, συγκινητική διαδικασία: ξεπλένει με νερό όλο το σώμα ενώ συνεχίζει να μιλά, χαμηλόφωνα, σταθερά, στο αντικείμενο του πόθου του. Η παράσταση θα παρουσιαστεί ξανά στις 31 Οκτωβρίου και 1, 7 και 8 Νοεμβρίου.
Info:
57//a passion play
Θέατρο της οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, Κεφαλληνίας & Κυκλάδων 11, Κυψέλη
Σύλληψη: Γιώργος Κουμεντάκης και Θέμελης Γλυνάτσης
Μουσική σύνθεση: Γιώργος Κουμεντάκης
Απόδοση κειμένου και σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης
Σκηνικά και κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Παίζουν (αλφαβητικά): Νικήτας Γκρίτζαλης, Πάνος Κούγιας, Γιώργος Κουσάκης, Νέστωρ Κοψιδάς, Βασίλης Λιάκος, Σταμάτης Πακάκης, Σωτήρης Τριάντης, Γιάννης Φίλιας