Οι περίφημες Αραπίνες, ο Βασίλης Τσιτσάνης και η δημιουργία του λαϊκού οριεντάλ
γράφει ο Γιώργος Ευαγγέλου
Ο εξωτισμός στη μουσική δεν είναι ένα φαινόμενο που αφορά αποκλειστικά τις ελληνικές μουσικές παραδόσεις. Μαρτυρείται στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο από τα τέλη του 16ου αιώνα, αν και η ευρεία του χρήση συνδέθηκε με τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό του 19ου αιώνα. Έκτοτε ο όρος έχει ενσωματώσει διάφορα επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείας καθετί «άλλου». Η σημασία του αφορά αφ’ ενός τα χαρακτηριστικά αυτού που είναι ξένο προς εμάς, αφ’ ετέρου την έλξη που μας ασκεί ό,τι έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Η ευρύτατη αποδοχή του φαινομένου του εξωτισμού διεθνώς συνίσταται όχι μόνο στην επιρροή που άσκησε στις Τέχνες συνολικά, αλλά και στη διαμόρφωση ενός σχετικού ακαδημαϊκού κλάδου που, παρά τις όποιες ιδεολογικές αγκυλώσεις και εθνοκεντρικές προκαταλήψεις τον έχουν συχνά περικυκλώσει, σηματοδοτούν την περιέργεια έναντι της ετερότητας.
Ένας πολυδιάστατος γλωσσικός, μουσικός και εικαστικός πλούτος, που συσσωρεύτηκε γύρω και μέσα στον εξωτισμό, δημιούργησε ένα κοινό απόθεμα γνώσης που τροφοδοτεί διηνεκώς το συλλογικό και ατομικό φαντασιακό. Αυτός ο πλούτος είναι που ενέπνευσε και την παρούσα μελέτη. Ο εξωτισμός στην ελληνική δισκογραφία δεν είναι αποτέλεσμα παρθενογένεσης, και δεν αφορά ένα αισθητικό φαινόμενο μικρής κλίμακας. Αντιθέτως, εγγράφεται μέσα σε μια σύνθετη και μακρόχρονη διαδικασία ώσμωσης των ελληνικών αστικών μουσικών με το πνεύμα (ή μάλλον τα πνεύματα) των καιρών. Αποτελεί βασικό συστατικό των ελληνικών αστικών λαϊκών μουσικών.
Στην ελληνική δισκογραφία παρατηρούνται ποικίλες μουσικές εκφράσεις του εξωτισμού, τόσο στο λαϊκό, όσο και στο ελαφρό τραγούδι. Ωστόσο, στη μεταπολεμική Ελλάδα αναπτύχθηκε στην Ελλάδα μία ιδιαίτερη τάση, η οποία συχνά ονομάζεται λαϊκό οριεντάλ.
Ο Τσιτσάνης, ανέκαθεν πειραματιστής και πρωτοπόρος, αποτελεί αναμφισβήτητα τον πρωτεργάτη και κυριότερο εκπρόσωπο αυτής της τάσης. Για αυτό τον λόγο, ο στίχος του μαγικές ζωγραφιές, ένας στίχος που ενσωματώνει με αφαιρετικό αλλά σαφή τρόπο την πρόσληψη του εξωτικού, τιτλοφορεί τη μελέτη «Ο εξωτισμός στην ελληνική δισκογραφία: “μαγικές ζωγραφιές” στις 78 στροφές» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Fagotto books.
Από το 1946 έως το 1960 ο Βασίλης Τσιτσάνης ηχογραφεί 14 οριεντάλ τραγούδια, τα περισσότερα εκ των οποίων έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Η αρχή έγινε με τις περίφημες Αραπίνες το 1946, το οποίο ηχογραφήθηκε δύο φορές: στις 29 Οκτώβρη του 1946, με τραγουδιστή τον Φώτη Πολυμέρη και περίπου έναν μήνα αργότερα, στις 1 Δεκέμβρη 1946, με τραγουδίστρια την Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

Εικόνα 1: Η ετικέτα του δίσκου που περιέχει το τραγούδι Αραπίνες. Πηγή: Αρχείο Κουνάδη.
Η πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού, με τραγουδιστή τον Φώτη Πολυμέρη.
Η δεύτερη ηχογράφηση του τραγουδιού, με τραγουδίστρια την Ιωάννα Γεωργακοπούλου.
Αναμφίβολα, οι Αραπίνες είναι το τραγούδι που ανοίγει την αυλαία του μεταπολεμικού λαϊκού οριεντάλ και στιγματίζει αυτή την περίοδο. Οι πολυάριθμες επανεκτελέσεις και ανατυπώσεις του τραγουδιού, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε όλα τα δισκογραφικά format, δείχνουν την ενθουσιώδη του αποδοχή. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις εξής εκτελέσεις:
Από τον Στέλιο Καζαντζίδη, στον δίσκο Ό,τι δεν είπα (1989).
Από τον Γεράσιμο Ανδρεάτο και τους Apurimac, στον δίσκο Πάμε πάλι… (2004)
Από την Ανατολή Μαργιόλα, για την ταινία Ουζερί Τσιτσάνης (2015).
Εκτός από τις Αραπίνες, ο Τσιτσάνης έγραψε άλλα 13 λαϊκά οριεντάλ: Αράπικο λουλούδι, Αργοσβήνεις μόνη, Σκλάβα του πασά (1947), Μπορεί να το’ χουν πλανέψει (Ακρογιαλιές δειλινά), Αραμπέλλα (1948), Γκιουλ Μπαχάρ, Η Σεράχ (1951), Ζαΐρα, Χαμπίμπα (1954)και Φελάχες γλυκές (1956).Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τραγούδια που τραγούδησε ο Μανώλης Αγγελόπουλος, τα Φαρίντα (1959), Μαχαρανή και Τοπάζια (1960).
Σε ερωτήσεις που έγιναν στον Τσιτσάνη σχετικά με τα τραγούδια με εξωτικό περιεχόμενο, ο ίδιος ανέφερε:
Ο άνθρωπος, όπως είναι ζώον παμφάγον, έτσι και θέλει τα τραγούδια του να έχουν κάποιαν ποικιλίαν θεμάτων, να πετάει λίγο η φαντασία κάπου μακριά, πιο έξω απ’ τα σύνορα, σε τόπους άγνωστους, σε μάγισσες, σε γύφτισσες, σε εξωτικές νεράιδες και μέρη μαγικά. Τούτο οφείλεται στο ότι από μικρά παιδιά οι μανάδες μας μάς μεγάλωναν και μάς κοίμιζαν με παιδικά παραμύθια και διαρκώς η φαντασία μας ανιχνεύει.
(Στάθης Gauntlett, Μια πολυεκδεδομένη συνέντευξη του Τσιτσάνη, στο Ρεμπέτικο Τραγούδι, [Αθήνα: Εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, 2001], σσ. 175-181. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Αντίποδες του Ελληνο-αυστραλιανού Εκπολιτιστικού Συνδέσμου Μελβούρνης [τ. 4-5, 1975-1967, σσ. 7-13]).
Σε άλλη συνέντευξή του αναφέρει το εξής:
Ερ: Άλλοτε πάλι μιλάτε για χώρες εξωτικές, για γυναίκες που έχουν ονόματα όπως Φαρίντα, Σεράχ, Γκιουλ Μπαχάρ, για την Αραπιά, την Παραγουάη, τη ζούγκλα, για τόπους όπου δεν πρέπει να έχετε πάει. Σ’ ένα τραγούδι σας του 1938 λέγατε: «Μέσα στη ζούγκλα τον Ταρζάν θα πάω να συναντήσω, να παίξω φίνο μπαγλαμά κι ίσως τον συγκινήσω».
Απ: Μη ζητάτε εξηγήσεις. Είναι πετάγματα της φαντασίας. Τραγούδια που στην κυριολεξία τα έφτιαξα καθ’ όναρ και μετά σηκώθηκα και τα έγραψα.
(Συνέντευξη στη Φάνη Πετραλιά, Ελευθεροτυπία, 9/12/1975).
Ειδικότερα για τις Αραπίνες, ο Τσιτσάνης θα πει:
«Και τις Αραπίνες, να ξέρεις, τις συνέθεσα καθ’ ύπνο. Κοιμόμουνα όταν συνέλαβα τη μουσική μια βραδιά πού βλεπα κάποιο όνειρο. Διότι εγώ πάντα όταν κοιμάμαι, ονειρεύομαι και συλλαμβάνω μελωδίες απίστευτες, νότες φανταστικές».
(«Ο Τσιτσάνης αφηγείται…» άρθρο σε τρία μέρη 28-30/7/1977, Τα Νέα, 30/7/1977).
Μετά την μεγάλη επιτυχία του τραγουδιού, το σύνολο σχεδόν των συνθετών της περιόδου ακολουθεί τον Τσιτσάνη. Ο Μανώλης Χιώτης, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Γιώργος Λαύκας, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Παναγιώτης Πετσάς, ο Γιάννης Τατασσόπουλος, ο Σταύρος Τζουανάκος, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Κώστας Καπλάνης, ο Στέλιος Χρυσίνης ενέταξαν πρόθυμα τον εξωτισμό στο ρεπερτόριό τους, ηχογραφώντας παρόμοια τραγούδια.