Σοστακόβιτς, ο βίος και η πολιτεία μιας μουσικής ιδιοφυΐας
Το διασημότερο έργο του -ακόμη και μεταξύ των μη μυημένων- είναι αναμφίβολα το Waltz 2. Διάσημη, σχεδόν εξίσου, παραμένει και η Πέμπτη Συμφωνία του.
Όμως, η ζωή και η μουσική ιδιοφυΐα του Σοστακόβιτς παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένες με το σοβιετικό καθεστώς. Υπήρξε ο δημοφιλέστερος σοβιετικός συνθέτης της γενιάς του -τιμήθηκε με διακρίσεις και κρατικά βραβεία- η σχέση του όμως, ειδικά με τον Στάλιν (το καθεστώς αποκήρυξε δύο φορές τη μουσική του και κατά καιρούς απαγόρευσε έργα του), ήταν αν μη τι άλλο, μυθιστορηματική.
Για την σχέση αυτή -που έχει γίνει διεθνώς γνωστή με τον όρο Shostakovich Wars– έχει γίνει πολύ συζήτηση και έχουν γραφεί ποικίλες ερμηνείες, αναγνώσεις, προσεγγίσεις από βιογράφους και ερευνητές: Από την εκδοχή του «βασανισμένου αντιφρονούντα» μέχρι ότι, επρόκειτο απλά, για την αντικομμουνιστική αμερικανική υστερία (με σημείο αιχμής την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου). Σε κάθε περίπτωση, πέρα από τις εικασίες υπάρχουν τα ίδια τα γεγονότα που παραμένουν αδιαμφισβήτητα.
Ο συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς, από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1906 (12 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο) στην Αγία Πετρούπολη.
Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την Πολωνία. Η μητέρα του, Σοφία Κοκούλινα, απώτερης ελληνικής καταγωγής, ήταν πιανίστρια και σπούδαζε στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, όπου και γνώρισε τον Ντμίτρι Μπολεσλάβοβιτς, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1903.
Το ζευγάρι απέκτησε συνολικά τρία παιδιά και ο Ντμίτρι (χαϊδευτικό, Μίτια) ήταν το δεύτερο στη σειρά.
Παρά την οικογενειακή μουσική παράδοση ο Μίτια αρχικά δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την μουσική· η μητέρα του όμως σύντομα κατάφερε να στρέψει το ενδιαφέρον του, όπως και της μεγάλης αδερφής του Σοφίας, στο πιάνο.
Το ταλέντο του έγινε εμφανές ήδη από τα πρώτα του μαθήματα στο πιάνο, σε ηλικία 9 ετών και σύντομα ο Ντμίτρι έκανε τις πρώτες απόπειρες στην σύνθεση.
Σε ηλικία 20 μόλις ετών έγινε παγκοσμίως γνωστός με την Πρώτη Συμφωνία του, που παρουσιάστηκε στο τότε Λένινγκραντ και στη Μόσχα -είχε συνθέσει το έργο για την αποφοίτηση του από το ωδείο.
Στις αρχές του 1923, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, η οικογένεια βρίσκεται στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Επιπλέον ο Σοστακόβιτς μαθαίνει ότι πάσχει από φυματίωση. Τον Οκτώβριο του 1924 αρχίζει να εργάζεται ως πιανίστας σε προβολές ταινιών του βωβού κινηματογράφου.
Ο Σοστακόβιτς δήλωνε γοητευμένος από τον κινηματογράφο ήδη από τα πρώτα βήματα της καριέρας του, εξού και στην πορεία συνέθεσε μουσική για περισσότερες από τριάντα ταινίες μεγάλων σκηνοθετών, όπως των Κοζίντσεφ, Γιούτκεβιτς, Αρνσταμ, Ερμλέρ, Γκερασίμοφ, Ντοφτσένκο, Ροσάλι.
Τρία χρόνια μετά κερδίζει «τιμητική μνεία» στον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου της Βαρσοβίας το 1927 και μετά τον διαγωνισμό συναντά τον μαέστρο Μπρούνο Βάλτερ, ο οποίος ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από την Πρώτη Συμφωνία του συνθέτη, που την διηύθυνε στην πρεμιέρα του στο Βερολίνο αργότερα εκείνη τη χρονιά.
Στο εξής ο Σοστακόβιτς αφοσιώνεται στη σύνθεση και περιορίζει τις εμφανίσεις του, κυρίως σε εκτελέσεις δικών του έργων. Το 1927 γράφει τη Δεύτερη Συμφωνία του (με υπότιτλο: Στον Οκτώβρη), έπειτα από παραγγελία για τις εκδηλώσεις εορτασμού της δέκατης επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Παράλληλα, αρχίζει να γράφει την όπερα Η Μύτη, η οποία βασιζόταν στην ομώνυμη ιστορία του Γκόγκολ και σατίριζε την σοβιετική γραφειοκρατία. Το 1929, η όπερα επικρίθηκε για «φορμαλισμό» από την RAPM, τη σταλινική ομοσπονδία μουσικών, και δέχτηκε εν γένει αρνητικές κριτικές.
Το 1927 γνωρίζει τη μετέπειτα σύζυγό του, Νίνα Βάρζαρ, η οποία τότε σπούδαζε ακόμα φυσικομαθηματικά. Ο συνθέτης ένιωσε γρήγορα έλξη γι’ αυτήν και επισκεπτόταν το σπίτι της με κάθε ευκαιρία. Η οικογένεια της κοπέλας αρχικά δεν ήταν ενθουσιασμένη με την σχέση των δύο νέων, αλλά τελικά το ζευγάρι επιβλήθηκε και στις 13 Μαΐου 1932 γίνεται ο γάμος τους. Δυσκολίες οδήγησαν σε διαζύγιο το 1935, αλλά το ζευγάρι σύντομα επανασυνδέθηκε.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’20 και στις αρχές της δεκαετίας του ’30 εργάστηκε στο TRAM, το Εργατικό (Προλεταριακό) Νεανικό Θέατρο. Παρότι το έργο του ήταν μικρό, η θέση του τον προφύλαξε από ιδεολογικές επιθέσεις και αμφισβητήσεις.
Μεγάλο μέρος της περιόδου εκείνης αφιερώθηκε στη σύνθεση της όπερας Η λαίδη Μάκμπεθ του Μτσενσκ. Η πρεμιέρα δίνεται στις 22 Ιανουαρίου 1934 στην Αγία Πετρούπολη και γνωρίζει αμέσως επιτυχία. Μάλιστα, γράφτηκε ότι υπήρξε «αποτέλεσμα της γενικότερης επιτυχίας του Σοσιαλιστικού οικοδομήματος, της σωστής πολιτικής του Κόμματος» και ότι μια τέτοια όπερα «θα μπορούσε να έχει γραφτεί μόνο από Σοβιετικό συνθέτη, μεγαλωμένο μέσα στο καλύτερο κομμάτι της παράδοσης της Σοβιετικής κουλτούρας». Κατά τα δύο επόμενα χρόνια η φήμη και η δημοτικότητα του συνθέτη αυξάνονταν και το έργο του δεχόταν επαίνους από κριτικούς και κοινό.
Όμως, το 1936 ο Σοστακόβιτς χάνει την εύνοια του καθεστώτος. Αφορμή ήταν η επίσκεψη του Στάλιν στο θέατρο όπου παρουσιαζόταν η «Λαίδη Μάκμπεθ».
Λέγεται ότι ο Στάλιν παρακολούθησε το έργο κρυμμένος πίσω από μια κουρτίνα για λόγους ασφάλειας και ότι έφυγε από το θέατρο στη μέση της παράστασης.
Το εάν και κατά πόσο ο Στάλιν ενοχλήθηκε από τις θέσεις της όπερας, από τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της μουσικής ή από την αυξανόμενη δημοτικότητα του Σοστακόβιτς, παραμένει αδιευκρίνιστο, όπως και φράση που αποδίδεται σε αυτόν «Κάποιος πρέπει να τον σταματήσει».
Η εκστρατεία δυσφήμισης, που λέγεται ότι ήταν υποκινούμενη από τον ίδιο τον Στάλιν, ξεκίνησε με μια σειρά επιθέσεων εναντίον του συνθέτη στην εφημερίδα «Πράβντα» και συγκεκριμένα στις 28 Ιανουαρίου με ένα άρθρο υπό τον τίτλο «Σύγχυση αντί Μουσικής», που καταδίκαζε το έργο ως αστικό και φορμαλιστικό.
Οι παραστάσεις διακόπηκαν αμέσως και ο συνθέτης τους επόμενους μήνες κοιμόταν ντυμένος, με μια βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι, προκειμένου να είναι έτοιμος σε περίπτωση σύλληψής του από την αστυνομία. Επιπλέον, κυριεύθηκε από κατάθλιψη και σκέψεις αυτοκτονίας, οι οποίες εμφανίζονταν κατά διαστήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Οι παραγγελίες έργων άρχισαν να αραιώνουν και το εισόδημά του μειώθηκε δραματικά. Το μόνο αντιστάθμισμα στις απογοητεύσεις εκείνων των καιρών ήταν η γέννηση της κόρης του Γκαλίνα και του γιου του Μαξίμ.
Η απάντηση του Σοστακόβιτς στην απαξίωσή του ήταν η 5η Συμφωνία του 1937, η οποία συνθετικά ήταν συντηρητικότερη από τα προηγούμενα έργα του και δεν διέθετε ανοιχτά πολιτικό περιεχόμενο. Έργο επικό και με αντιστοιχίες προς την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, σημείωσε μεγάλη επιτυχία και παραμένει ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του. Μετά την πρεμιέρα, το έργο παρουσιαζόταν ως επιστροφή του συνθέτη στην επίσημη «γραμμή» του κόμματος.
Εκείνη την εποχή, επίσης, ο Σοστακόβιτς έγραψε και το πρώτο από τα κουαρτέτα εγχόρδων του (1935). Τα έργα «μουσικής δωματίου» τού επέτρεπαν να πειραματίζεται και να εκφράζει ιδέες, οι οποίες δεν θα γίνονταν αποδεκτές στα περισσότερο δημόσιου χαρακτήρα συμφωνικά κομμάτια του. Τον Σεπτέμβριο του 1937 άρχισε να διδάσκει σύνθεση στο Ωδείο της Μόσχας, το οποίο του παρείχε κάποια οικονομική ασφάλεια.
Με την επίθεση των ναζί στη Σοβιετική Ένωση το 1941, ο Σοστακόβιτς αρχικά παραμένει στο Λένινγκραντ και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης γράφει τα τρία πρώτα μέρη της περίφημης 7ης Συμφωνίας του (της επονομαζόμενης «Συμφωνίας του Λένινγκραντ»).
Τον Οκτώβριο του 1941, ο συνθέτης και η οικογένειά του μεταφέρονται στο Κουϊμπίσεφ (σημερινό Σαμάρα), όπου η συμφωνία ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 5 Μαρτίου 1942. Η πρεμιέρα του έργου στη Μόσχα, στις 27 Μαρτίου, έγινε κάτω από επικίνδυνες συνθήκες, όμως οι θεατές δεν εγκατέλειψαν τις θέσεις ούτε και έπειτα από συναγερμό αεροπορικής επιδρομής. Ο Στάλιν ήθελε να κάνει το έργο γνωστό και εκτός Σοβιετικής Ένωσης: Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς το έργο παρουσιάστηκε στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη κι έγινε σύμβολο της ρωσικής αντίστασης, τόσο στην Ε.Σ.Σ.Δ. όσο και στη Δύση.
Την άνοιξη του 1943 ο Σοστακόβιτς μετακόμισε οικογενειακώς στη Μόσχα. Εκεί παρουσίασε την 8η Συμφωνία, ένα έργο σκοτεινό και βίαιο, που αντί να υμνεί τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου, εκφράζει το πένθος για τις μεγάλες απώλειες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευσή της ως το 1960. Αντιθέτως, η 9η Συμφωνία (1945) είναι μια ειρωνική παρωδία, η οποία κάθε άλλο παρά ικανοποιούσε την απαίτηση προς αυτόν για έναν «ύμνο της νίκης».
Το 1948 ο Σοστακόβιτς καταγγέλλεται και πάλι για φορμαλισμό, στο πλαίσιο του «δόγματος Ζντάνοφ». Τα περισσότερα από τα έργα του απαγορεύτηκαν, πιέστηκε να μετανοήσει δημόσια και η οικογένειά του στερήθηκε τα προνόμιά της. Σύμφωνα με μαρτυρία του φίλου του σκηνοθέτη και ηθοποιού Γιούρι Λιουμπίμοφ, «περίμενε για τη σύλληψή του κάθε βράδυ στην πόρτα του ασανσέρ, έτσι ώστε τουλάχιστον να μην αναστατωθεί η οικογένειά του». Τα επόμενα χρόνια δούλευε σε τρία επίπεδα: έγραφε κινηματογραφική μουσική για να «πληρώνει το νοίκι», έργα που στόχευαν στην εξασφάλιση «της επίσημης απενοχοποίησης και επανένταξής του» και σε σοβαρά έργα «για το συρτάρι».
Οι περιορισμοί στη μουσική και ιδιωτική ζωή του Σοστακόβιτς χαλάρωσαν το 1949, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του σε μια αντιπροσωπεία επιφανών σοβιετικών στις Η.Π.Α. Εκείνη τη χρονιά, επίσης, έγραψε την καντάτα «Το τραγούδι των δασών», η οποία εγκωμίαζε τον Στάλιν ως «μεγάλο κηπουρό», ενώ το 1951 ορίστηκε αντιπρόσωπος στο «Ανώτατο Σοβιέτ».
Ο θάνατος του Στάλιν το 1953 αποδείχτηκε το σημαντικότερο βήμα για την επίσημη αποκατάσταση του Σοστακόβιτς, η οποία επισφραγίστηκε με τη 10η Συμφωνία του, με το άγριο και δραματικό δεύτερο μέρος της να θεωρείται ότι είναι μουσικό πορτρέτο του ίδιου του Στάλιν. Μαζί με την 5η και την 7η, αποτελεί μία από τις δημοφιλέστερες συμφωνίες του συνθέτη.
Στις 14 Οκτωβρίου 1954, πραγματοποιείται η αμερικάνικη πρεμιέρα της 10ης Συμφωνίας, από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, με διευθυντή τον διάσημο Έλληνα μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο.
Το 1955 για τρίτη φορά εκλέγεται στο Ανώτατο Σοβιέτ, ενώ παρουσιάζεται ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, το Πρώτο Κοντσέρτο για βιολί, με σολίστ τον Νταβίντ Οϊστραχ.
Το 1956, γιορτάζονται τα 50χρονά του και του απονέμεται το Παράσημο Λένιν.
Το 1958 τιμάται με το Βραβείο Λένιν για την 11η Συμφωνία του, αφιερωμένη στην Επανάσταση του 1905.
Το έτος 1960 σηματοδότησε άλλη μια κρίσιμη καμπή στη ζωή του Σοστακόβιτς: Την προσχώρησή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Το γεγονός έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως, είτε ως ένδειξη συμμόρφωσης και αφοσίωσης, είτε ως σημάδι δειλίας, είτε ως αποτέλεσμα πολιτικής πίεσης. Από τη μια, είναι γεγονός ότι ο κομματικός μηχανισμός, τώρα πλέον ήταν λιγότερο καταπιεστικός από ό,τι πριν από το θάνατο του Στάλιν. Από την άλλη, ο γιος του θυμάται τον πατέρα του να κλαίει ύστερα από το γεγονός και να λέει στη σύζυγό του Irina ότι τον είχαν εκβιάσει. Το 1962 ο Σοστακόβιτς επιστρέφει στο προσφιλές του θέμα του αντισημιτισμού, στη 13η Συμφωνία (γνωστή ως «Μπάμπι Γιάρ»), σε ποίηση Γιεβγένι Γεφτουσένκο, όπου μνημονεύει το Ολοκαύτωμα των Εβραίων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συντόνιζε όλα τα ρολόγια
Ο Σοστακόβιτς σε πολλούς τομείς κατατρυχόταν από εμμονές. Σύμφωνα με την κόρη του ήταν «μανιακός με την καθαριότητα». Συντόνιζε όλα τα ρολόγια στο διαμέρισμα. Συχνά έστελνε κάρτες στον εαυτό του για να ελέγχει πόσο καλά λειτουργούσε η ταχυδρομική υπηρεσία. Όταν ήταν καλοδιάθετος, ο αθλητισμός ήταν η βασική του ψυχαγωγία, αν και προτιμούσε να είναι θεατής ή κριτής από το να παίζει (ήταν διαιτητής ποδοσφαίρου). Επίσης, απολάμβανε να παίζει χαρτιά, κυρίως πασιέντζα.
Από τα μέσα τις δεκαετίας του ’60 αυξήθηκαν τα προβλήματα υγείας του. Έπασχε από φλεγμονή του νωτιαίου μυελού, η οποία οδήγησε σε σταδιακή παράλυση του δεξιού χεριού, και το 1966 έπαθε ένα πρώτο έμφραγμα. Το 1967 έσπασε το πόδι του και από τότε κάθε χρόνο περνούσε αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Στα ύστερα έργα του (κυρίως στα τελευταία κουαρτέτα και στη 14η Συμφωνία) διαφαίνονται οι σκέψεις του για το θέμα του θανάτου.
Πέθανε στις 9 Αυγούστου 1975 από καρκίνο των πνευμόνων. Κηδεύτηκε -με πολιτική κηδεία- και τάφηκε στη Μόσχα.
Τα έργα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς είναι κυρίως τονικά και ακολουθούν το ρομαντικό ιδίωμα. Έπειτα από μια αρχική περίοδο στο πνεύμα της «πρωτοπορίας» έγραψε σε ένα προσωπικό ιδίωμα, στο οποίο φαίνεται μεταξύ άλλων και η έντονη επιρροή του Μάλερ.
Το έργο του περιλαμβάνει 15 όπερες, 6 κοντσέρτα (για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο) και πολλή κινηματογραφική μουσική.
Η μουσική του Σοστακόβιτς αποκαλύπτει την επίδραση των συνθετών που θαύμαζε: τον Μπαχ, τον Μπετόβεν, τον Μάλερ και τον Μπεργκ. Από τους Ρώσους συνθέτες, εκτιμούσε κυρίως τους Μουσόργκσκυ, Προκόφιεφ και Στραβίνσκι.