26 Ιουνίου 2018 στην κατηγορία Απόψεις - Συνεντεύξεις - Άρθρα
Βλαντίμιρ Φεντοσέγεφ: «Ο φόβος σκοτώνει την ουσία της μουσικής»
Ο βετεράνος αρχιμουσικός, επί 44 χρόνια στο «τιμόνι» της Συμφωνικής Ορχήστρας Τσαϊκόφσκι της Μόσχας, μιλάει για τις συναυλίες του ιστορικού συνόλου στο Ηρώδειο, τον τρόπο δουλειάς του αλλά και για την ουσία της μουσικής που είναι, κατά τη γνώμη του, η αγάπη…
της Ίσμας Μ. Τουλάτου
Οι Αθηναίοι αγαπούν τον Τσαϊκόφσκι. Του λόγου το αληθές έρχεται να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι εξάντλησαν σε σύντομο χρόνο τα εισιτήρια για τη μοναδική, αρχικά, προγραμματισμένη συναυλία της εκ Μόσχας Συμφωνικής Ορχήστρας που φέρει το όνομα του ρώσου συνθέτη στο Ηρώδειο στις 27 Ιουνίου, με αποτέλεσμα να προστεθεί άλλη μία, στον ίδιο χώρο, την αμέσως προηγούμενη βραδιά. Οι συναυλίες θα δοθούν υπό τον βετεράνο καλλιτεχνικό διευθυντή και βασικό αρχιμουσικό του συνόλου Βλαντίμιρ Φεντοσέγεφ ο οποίος στα 86 του, σχεδόν, χρόνια (γεννήθηκε στις 5 Αυγούστου 1932) μετρά περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες στο «τιμόνι» της ιστορικής ορχήστρας, του πρώτου συμφωνικού συγκροτήματος της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ αλλά και του πρώτου που ερμήνευσε διεθνές ρεπερτόριο εκτός της χώρας. Ανέλαβε τη θέση το 1974 και αποτελεί συνεκτικό κρίκο ανάμεσα στη σοβιετική περίοδο και στη σημερινή πραγματικότητα, τη στιγμή που ο ίδιος έχει παράλληλα διαγράψει σημαντική διεθνή διαδρομή, αφού έχει διευθύνει κορυφαίες ορχήστρες τόσο στη Δύση, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όσο και στην Ασία.
«Εχω ξανάρθει στην Ελλάδα αρκετά χρόνια πριν» θυμάται ο μαέστρος. Και προσθέτει: «Σίγουρα πολλά θα έχουν αλλάξει. Αλλά έρχομαι με την προσμονή να ξαναβρεθώ σε αυτό το σπουδαίο παγκόσμιο μνημείο που έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μου, και σίγουρα ο καθένας απ’ όσους είχαν ως σήμερα την τύχη να εμφανιστούν στο Ηρώδειο διατηρεί αυτή την εμπειρία έντονη στη μνήμη του».
Στη συνέχεια αναφέρεται στο δημοφιλές πρόγραμμα που θα παρουσιάσει η Συμφωνική Ορχήστρα Τσαϊκόφσκι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στον ρώσο συνθέτη. «Θα παίξουμε το “Ιταλικό καπρίτσιο”, αποσπάσματα από τον “Καρυοθραύστη”, την “Ωραία Κοιμωμένη” και τη “Λίμνη των Κύκνων”, το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο με την εκπληκτική πιανίστρια Βαρβάρα Νεπομνίσκαγια». Ο Φεντοσέγεφ τονίζει ότι ο Τσαϊκόφσκι είναι συνθέτης μελωδίας. «Οι μελωδίες του διαπερνούν την ψυχή σου ανεξαρτήτως του πού ζεις, τι γλώσσα μιλάς και τι δουλειά κάνεις. Όσοι ακούν τη μουσική του την κάνουν δική τους, νιώθουν ότι τους εκφράζει σε μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων και επηρεάζει την ψυχή τους με έναν μοναδικό τρόπο».
«Δεν εκβιάζουμε το συναίσθημα»
Ο Φεντοσέγεφ θεωρεί πως το όνομα της ορχήστρας – η οποία ιδρύθηκε το 1930 ως Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Μόσχας και μετονομάστηκε το 1993 – δημιουργεί ευθύνη απέναντι στον συνθέτη και στο έργο του. «Για την εκτέλεση της μουσικής του Τσαϊκόφσκι η ορχήστρα μας έχει βραβευθεί πολλές φορές από διεθνείς οργανισμούς και χαίρει μεγάλης εκτιμήσεως στην παγκόσμια κοινότητα. Αρκετές βραβεύσεις έχουν να κάνουν με τον τρόπο που διαφυλάσσονται οι πρωτότυπες παρτιτούρες του. Ολο αυτό πολλαπλασιάζει την ευθύνη μας για την αποστολή που έχουμε να παίζουμε αυτούσια τα έργα του, χωρίς εκβιασμένο συναισθηματισμό, όπως συχνά παίζονται τα έργα του από άλλες ορχήστρες. Η αλήθεια είναι ότι μοιάζει δύσκολο να εξαίρει κανείς κάτι του οποίου είναι και ο ίδιος μέτοχος, αλλά αντικειμενικά μιλώντας η θέση της ορχήστρας είναι πολύ σημαντική τόσο στη Ρωσία όσο και διεθνώς».
Ένας από τους σημαντικότερους και πλέον αυθεντικούς ερμηνευτές του ρωσικού ρεπερτορίου διεθνώς, ο Φεντοσέγεφ έχει ηγηθεί της Συμφωνικής Ορχήστρας Τσαϊκόφσκι σε εκτεταμένες περιοδείες στο εξωτερικό. Στο παρελθόν, πριν από αρκετά χρόνια, ο ίδιος έχει μιλήσει για το γεγονός ότι επί σοβιετικής περιόδου η λεγόμενη κλασική μουσική κατείχε κομβική θέση στην καθημερινότητα του κόσμου. Αργότερα τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν σε ό,τι αφορά τόσο τις εργασιακές συνθήκες των μουσικών όσο και την προσήλωση του κοινού. Ωστόσο, ο Φεντοσέγεφ μπορεί να υπερηφανεύεται ότι κατόρθωσε να διαφυλάξει τον ιδιαίτερο ήχο του συνόλου το οποίο, μεταξύ άλλων, παίζει κυριαρχικό ρόλο και στον περίφημο διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι, από τους διασημότερους και εγκυρότερους στον κόσμο.
«Οι μουσικοί είναι μεγάλη οικογένεια»
Ο ίδιος αποφοίτησε από τη Μουσική Ακαδημία Gnesin της Μόσχας και το Ωδείο Τσαϊκόφσκι ενώ αργότερα, με πρόσκληση του θρυλικού αρχιμουσικού Γεβγκένι Μραβίνσκι, διηύθυνε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του τότε Λένινγκραντ (νυν Αγία Πετρούπολη) που είναι και η γενέτειρά του. Στην ίδια πόλη, στο θέατρο Μαριίνσκι, έκανε και το ντεμπούτο του στην όπερα. Πόσο διαφορετικό είναι άραγε να διευθύνει τη συγκεκριμένη ορχήστρα σε σχέση με ένα σύνολο του εξωτερικού, μια που διεθνής εμπειρία του είναι μεγάλη; Η Συμφωνική Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, η Φιλαρμονική της Κολονίας, η Gewandhaus της Λειψίας, η Φιλαρμονική του Βερολίνου είναι μερικές μόνο από τις ορχήστρες με τις οποίες έχει συνεργαστεί στο πρόσφατο παρελθόν. «Πάντα δουλεύω με όλες τις ορχήστρες με τον ίδιο τρόπο, πάντα με μεγάλη αγάπη στους μουσικούς. Θέλω να είμαι φίλος τους και όχι τύραννος. Υπάρχουν μαέστροι που είναι αυταρχικοί και οι μουσικοί τούς φοβούνται. Ωστόσο, ο φόβος σκοτώνει την ουσία της μουσικής που είναι η αγάπη. Να παίζεις μουσική χωρίς αγάπη σημαίνει να μη νιώθεις. Αν δεν νιώθεις όμως, τότε παύεις να είσαι μουσικός. Γι’ αυτό εγώ έχω άλλη σχέση με τα μέλη της ορχήστρας. Τους συμβουλεύομαι. Τους ρωτώ τι νιώθουν. Τους επαινώ και ταυτόχρονα τους ακούω». Στο σημείο αυτό ο μαέστρος αφηγείται ένα περιστατικό: «Κάποτε πήγα να διευθύνω μια ορχήστρα στην Ιταλία. Την πρώτη φορά που τους άκουσα, έπαιζαν φρικτά. Ωστόσο τους είπα “μπράβο”. Μετά τους λέω “εδώ, σ’ αυτό το σημείο, θα μπορούσαμε λιγάκι να το αλλάξουμε αυτό”. Μετά, σε άλλο σημείο, έκανα το ίδιο. Σιγά-σιγά, πέτυχα αυτό που ήθελα χωρίς να πικράνω κανέναν και χωρίς να δημιουργήσω εκνευρισμό στην ορχήστρα. Οι μουσικοί είναι μια μεγάλη οικογένεια. Τους αγαπώ έναν-έναν ξεχωριστά. Τους νιώθω. Τους αισθάνομαι».
Σε μια εποχή ταραγμένη και δύσκολη όπως η σημερινή, ποιος είναι άραγε ο ρόλος της μουσικής, της τέχνης γενικότερα, με δεδομένη μάλιστα τη μακρόχρονη εμπειρία του; «Όντως, στον κόσμο υπάρχει μια γενικότερη ανησυχία σήμερα» σημειώνει. «Η μουσική, και ευρύτερα ο κόσμος της τέχνης και του πολιτισμού, κινείται όμως σε εντελώς άλλο επίπεδο. Έχει μια δύναμη τεράστια, η οποία μπορεί να επηρεάσει την ψυχική δομή του ανθρώπου. Μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και βλέπει τον κόσμο. Μπορεί να τον ευαισθητοποιήσει, να τον ωθήσει να αλλάξει συμπεριφορά. Πιστεύω πως η αποστολή της μουσικής, της τέχνης της ίδιας, είναι να κάνει τον κόσμο πιο ανθρώπινο. Να αναδείξει όλα τα σπουδαία προτερήματα που διαθέτει ο άνθρωπος και να βελτιώσει τη διάθεσή του για την ίδια του τη ζωή».