Γιώργος Τρανταλίδης: Η ζωντανή Ιστορία της ελληνικής τζαζ
Ο Τρανταλίδης ήταν μόνο 18 ετών όταν συνάντησε στον δρόμο του τη δόξα. Κι εγώ τον φιλοξενώ με χαρά -κάτι που έπρεπε να έχει γίνει από καιρό- στις σελίδες της «Αυγής» της Κυριακής
Του Ιλάν
Θαύμαζε από πολύ μικρός τον Elvin Jones, τις επιρροές που αυτός είχε από την αφρικανική ρυθμολογία στα τύμπανά του, που στο πλευρό του John Coltrane επηρέασαν την εξέλιξη της σύγχρονης τζαζ. Όταν η πόρτα στο σπίτι του Πετροπουλάκη άνοιξε και ο Elvin, χαμογελαστός, του ζήτησε να του φτιάξει ελληνικό καφέ, αυτό δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Απλός, φιλικός, σαν να γνωρίζονταν από χρόνια.
Κι όταν ο λόγος έφτασε στον Trane, ο μεγάλος ντράμερ απλώς σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον ουρανό, το πρόσωπό του φωτίστηκε και, χαμογελώντας, ψιθύρισε: «John»…
Αλιείς μαργαριταριών
Ήταν μόλις τεσσάρων ετών όταν από το ηλεκτρόφωνο Τepaz του μεγάλου αδερφού του άκουσε το «Je crois entendre encore» από τους «Αλιείς Μαργαριταριών» του Bizet. Σκεπαζόταν με το σεντόνι και, ακούγοντας τη μεγάλη αυτή μελωδία, έκλαιγε. Αναπόφευκτο ήταν αυτός ο άνθρωπος, με τις τόσες ευαισθησίες, να γίνει, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, ένας από τους πιο σημαντικούς μουσικούς της χώρας.
Το πρώτο όργανο που άγγιξε ήταν το Premier σετ του φίλου του Λάκη. Τα χρόνια εκείνα, Stones, Beatles, Kinks, Hollies τον είχαν σαγηνεύσει, μέχρι που, στα δώδεκα, άκουσε σε ένα σαρανταπεντάρι δισκάκι τα ντραμς του Gene Krupa. Με μια ακουστική κιθάρα ξεκίνησε να παίζει στα πρώτα σχολικά συγκροτήματα.
Το όνειρο του Γιώργου ήταν μια μέρα να κάτσει αυτός πίσω από τα τύμπανα. Και αυτό έγινε στην «Aloma» του Χολαργού, ένα κυριακάτικο πρωινό του 1965. Τα πόδια του έτρεμαν, τα παιδιά του γκρουπ τον έσπρωξαν στη σκηνή, μέχρι που άρχισε να παίζει το «Wipe out». Το πλήθος σηκώθηκε στο πόδι κι ο Τρανταλίδης πήρε το βάπτισμα του πυρός.
Και μπορεί ο δεκαοκτάχρονος Γιώργος να συνάντησε νωρίς τη δόξα ενός ρόκερ, όμως το αυτί του ήταν τεντωμένο στο παίξιμο των μεγάλων ντράμερ: Gene Krupa, Buddy Rich, Joe Morello. Δίσκους τους τότε έβρισκες μόνο στα μεταχειρισμένα στο Μοναστηράκι και στις συλλογές των Αμερικανών φαντάρων της βάσης του Ελληνικού που γύριζαν στην πατρίδα, αφήνοντας πίσω τους «διαμάντια». Όλα με το αυτί! Δάσκαλοί του ήταν οι δίσκοι που αγόραζε. Και έτσι οι «Socrates» βρήκαν τον ιδανικό ντράμερ στο πρόσωπό του.
Με τους “Socrates”
Όλα άρχισαν ένα κυριακάτικο πρωινό στον Ηλεκτρικό, με κατεύθυνση τον Πειραιά. «Πάω να δω τους ‘Socrates’» του λέω. «Μα, είμαι ‘Socrates’! Εδώ και λίγο καιρό με πήραν τα παιδιά». Λίγη ώρα μετά, η «Τερψιθέα» του Πειραιά σηκωνόταν στο πόδι, με τους εκατοντάδες νέους να αλαλάζουν στα «σόλο ντραμς» του Τρανταλίδη.
«Ό,τι καλύτερο στη ροκ κιθάρα ήταν ο Γιάννης. Δεν είχε να ζηλέψει ούτε από Eric Clapton ούτε από Jimmy Page. Η μουσική του προσωπικότητα ήταν μοναδική. Άκουγε, αλλά δεν αντέγραφε» αφηγείται, συγκινημένος για την απουσία τού Σπάθα.
«Ο Αντώνης είναι ο απόλυτος performer, 100% ‘Socrates’. Στην ψυχή του, στο σώμα του και στο μυαλό του ήταν ανεξίτηλα χαραγμένη η τύχη του γκρουπ. Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαν οι ‘Socrates’. Ο Τουρκογιώργης ήταν ο φυσικός αρχηγός μας, γεμάτος ενθουσιασμό, με πάθος και χιούμορ ανεπανάληπτο. Μαζί τους έχω ζήσει την αίσθηση της απόλυτης ροκ μπάντας».
«Τα χρόνια που έζησα με τα παιδιά, τον Αντώνη και τον Γιάννη, χάραξαν την ψυχή μου και ήταν μια πρόκληση για να κάνω αυθεντικά πράγματα. Έτσι, λίγα χρόνια μετά, συμμετείχα στο σχηματισμό των ‘Sphinx’. Το αποτελούσαν δύο σπουδαίες ψυχές, δύο μεγαλοφυείς μουσικοί. Η τύχη με έφερε κοντά τους!».
Από τους “Socrates” στους “Sphinx”
Πολυσχιδής και πολυάσχολος συνθέτης και μουσικός, παρά τα χρόνια που περνούν, ο Τρανταλίδης παραμένει δραστήριος, τιμώντας την πορεία του από τους «Socrates» στους «Sphinx», το πρώτο σημαντικό για την τζαζ στην Ελλάδα συγκρότημα που ηχογραφήθηκε ποτέ.
Δεν ξεχνά όμως τον Γιώργο Φιλιππίδη και τον Μάρκο Αλεξίου. «Ο Γιώργος Φιλιππίδης ήταν το πιο αυθεντικό ταλέντο που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Αυτός και ο Παύλος Σιδηρόπουλος ξεχώριζαν για το μεγαλείο της ψυχής και την αξιοπρέπειά τους. Το λέω μετά λόγου γνώσεως. Γεννήθηκε στο Φάληρο και τον γνώρισα όταν έπαιζε στα γκρουπ της γειτονιάς με τον αξέχαστο κιθαρίστα Δήμη Παπαχρήστου, μέχρι που βρέθηκαν να παίζουν μαζί στον ‘Εξαδάκτυλο’ του Δημήτρη Πουλικάκου.
Το μεγαλείο του Γιώργου ήταν η απλότητα και το ότι, παρά το σπουδαίο παίξιμό του, ήταν ένα σεμνό παιδί, χαμηλών τόνων. Και όμως, ήταν ο πρώτος Έλληνας μουσικός της τζαζ που όταν έπαιξε στην Κεντρική Ευρώπη εντυπωσίασε. Ήταν κι αυτός ένας αυτοδίδακτος μουσικός που όταν έπιανε το ακουστικό μπάσο στα χέρια του το έκανε να ηχεί σαν του Miroslav Vitous, του Dave Holland ή του Ron Carter.
Ένα βράδυ, σκεφτήκαμε ότι θα θέλαμε να κάνουμε ένα τρίο με έναν καλό πιανίστα. Η πρώτη μας σκέψη πήγε στον φίλο του πατέρα μου – τον σπουδαίο πιανίστα με την πολύχρονη καριέρα στην Αμερική και την Ισπανία. Το όνομά του: Μανώλης Μικέλης. Μετά, έχοντας ακούσει αυτό ‘το κάτι’ που είχε μέσα του, τη φλόγα, την ιδιαιτερότητα στο παίξιμό του, προτιμήσαμε κάποιον που ήταν πιο κοντά στους δυό μας από πλευράς και ηλικίας αλλά και νοοτροπίας.
Ο Μάρκος Αλεξίου, ένας ευγενής και γλυκός άνθρωπος, χωρίς καμία έπαρση, δεν προέβαλλε τη γνώση που είχε κατακτήσει με τα πολλά χρόνια μελέτης και έρευνας. Δεν δίδασκε αλλά μοιραζόταν μαζί μας τις γνώσεις του για τη μουσική. Ήταν ατέρμονες οι συζητήσεις μας. Ο Μάρκος πίστεψε βαθιά. Η πίστη του τον έκανε όχι μόνο πολυδύναμο μουσικό αλλά και καλό άνθρωπο».
«Ο Αλεξίου, ο Φιλιππίδης και ο Τρανταλίδης ανήκουν στη μικρή εκείνη ομάδα των μουσικών που εδώ και μερικά χρόνια συγκεντρώνονται στη μικρή αίθουσα του ‘Τζαζ Κλαμπ’ του Γιώργου Μπαράκου, παίζοντας μπροστά στο μικρό τους ακροατήριο αυτό που πιστεύουν ότι λειτουργεί σαν δεύτερη γλώσσα στη μουσική πραγματικότητα του αιώνα…» έγραφε, το 1978, στο περιοδικό «Τζαζ», ο Κώστας Γιαννουλόπουλος.
Mε το πέρασμα του χρόνου, ο Γιώργος Τρανταλίδης, που συμμετείχε στην πρώτη κυκλοφορία τζαζ δίσκου στη Ελλάδα από τους «Sphinx» («Sphinx», 1978) και τις «Επτά Διαστάσεις» του 1979 με τη συμμετοχή του σπουδαίου κιθαρίστα Λάκη Ζώη, είχε την ευκαιρία, μέσω της γνωριμίας του με τον απόντα κιθαρίστα János Lambizi από την Ουγγαρία (για ένα φεγγάρι συνοδοιπόρο του στους «Socrates»), να γνωρίσει την «crème de la crème» της ουγγρικής τζαζ σκηνής που είχε αρχίσει να φτάνει στο «Τζαζ Κλαμπ» του Γιώργου Μπαράκου. Ανάμεσά τους, ο σπουδαίος Roma πιανίστας Bela Lakatos και ο ανιψιός του σαξοφωνίστας Tony Lakatos. Η σχέση του Γιώργου με τον Tony κρατάει χρόνια, σαν μια καλή κολόνια.
Με πολλούς από αυτούς τους πρωτοπόρους της τζαζ από το πρώην «ανατολικό μπλοκ» συναντήθηκε αμέτρητες φορές, συχνά με το μπάσο του Φιλιππίδη στο πλευρό του, σε συναυλίες και στις ηχογραφήσεις των δίσκων «Clarification» του 1981, με τον πιανίστα György Vukán, που έφυγε το 2013, και τον μπασίστα Balázs Berkes ή το «One, Two, Three» που ηχογραφήθηκε το 1982 στη Βουδαπέστη με τους Laszlo Gardonyi, Pal Vaszary, Tony Lakatos δίπλα στα τύμπανά του.
Το 1985 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Χόρες». Τίτλος που για τους δημοτικούς μας μουσικούς σημαίνει «ταξίμι» κι ένας δίσκος-σταθμός για την ντόπια τζαζ σκηνή. Στο άλμπουμ αυτό ο Γιώργος για πρώτη φορά δίνει το στίγμα του ως συνθέτης. Και φτάνει η εποχή τού δίσκου «Μεσόγειος», παντρεύοντας τους ήχους της ελληνικής μουσικής παράδοσης με τον αυτοσχεδιασμό της τζαζ.
Το έναυσμα έδωσε η συνάντηση του Τρανταλίδη με τις δημοτικές χορδές του βιολιού του «αξιότιμου κ. Γιώργου Κόρου». Αυτόν τον κορυφαίο δεξιοτέχνη και πηγαίο καλλιτέχνη της παράδοσης τού τον σύστησε ο συνιδρυτής της σημαντικής δισκογραφικής «Αφοί Φαληρέα», ο Γρηγόρης Φαληρέας, που κι αυτός έφυγε νωρίς. Από την πρώτη στιγμή αυτής της παραγωγής ο Τρανταλίδης συνειδητοποίησε την επιρροή και την αποδοχή της από το ευρύ κοινό.
Μέχρι εκείνη την εποχή, η τζαζ στην Ελλάδα ήταν μια μάλλον παρεξηγημένη μουσική. Το “κόλπο” που χρησιμοποιούσαν οι μαγαζάτορες για να διώξουν τον κόσμο. Όταν ήθελαν να κλείσουν, άναβαν κάποια φώτα παραπάνω, έλεγαν στην ορχήστρα “παίξτε τζαζ” κι ο κόσμος σιγά-σιγά αποχωρούσε.
Μετά το «Erisma» του 1988 για την BMG, έφτασε (μαζί με τον Jazz FM της Αθήνας), το 1991, το «a.m.-p.m»για τη Sony Music. Στον δίσκο αυτόν, που σήμανε μια νέα, πιο «ηλεκτρική» εποχή για τις συνθέσεις του Τρανταλίδη, συμμετείχαν οι Tony Lakatos, Danny Hayes, Γιώτης Σαμαράς, Τάκης Πατερέλης, Γιώργος Κοντραφούρης, Νίκος Βαρδής και η Torita Quick.
Τιμές και διακρίσεις
Στην πορεία του Γιώργου Τρανταλίδη υπήρξαν κάποιες πολύ σημαντικές επιτυχίες. Το 2004 είχε την τιμή να πάρει μέρος στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας με τη σύνθεση «Καρπός», διασκευή του τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι «Τ’ αστέρι του βοριά». Για έξι χρόνια ο Γιώργος ήταν παραγωγός της ιστορικής εκπομπής «H τζαζ στο Δεύτερο», με τη συμμετοχή κορυφαίων Ελλήνων τζαζ μουσικών.
Πέρα από τις δεκάδες συμμετοχές σε δίσκους της ποιοτικής ελληνικής μουσικής, η προσωπική του διαδρομή κορυφώθηκε με το άλμπουμ ‘‘Global Vision’’ (2011), που πήρε εξαιρετικές κριτικές από τον διεθνή Τύπο. Συμμετείχαν πολλοί σπουδαίοι μουσικοί, σαν τον Fred Lipsius, που μαζί με τους Blood, Sweat & Tears ανέβηκε το 1969 στη σκηνή του Woodstock.
Τελευταίο και πάντα ανοιχτό κεφάλαιο στην πολύπτυχη δημιουργία του Γιώργου Τρανταλίδη είναι το τρίο των τριών ισότιμων αξιών που απαρτίζουν την «Trilogia». Στα τύμπανα δίπλα του, ο αιώνιος φίλος και κορυφαίος τζαζ κιθαρίστας Γιώτης Σαμαράς και ο κοσμαγάπητος δάσκαλος της νέας τζαζ γενιάς, ο οργανίστας και πιανίστας Γιώργος Κοντραφούρης.
Τουρκογιώργης, Σπάθας, Τρανταλίδης, Δουκάκης. Οι «Socrates» το 1973
Σπάθας, Τρανταλίδης, Τουρκογιώργης. Οι «Socrates» το 1999, στο θέατρο Λυκαβηττού
«Trilogia». Κοντραφούρης, Τρανταλίδης, Σαμαράς
1971, στο «Κύτταρο»: Τζόνι Λαμπίτζι, Γιάννης Σπάθας, Γιώργος Τρανταλίδης, Αντώνης Τουρκογιώργης, Παύλος Δεληγιαννίδης, Θανάσης Γκαϊφύλλιας και ο Παύλος Σιδηρόπουλος (καθιστός) photo © llan Solomon