Το Κλέφτικο τραγούδι και το νεοελληνικό κράτος
του Δημήτρη Βεριώνη, πολιτισμολόγου
H δημιουργία του νεοελληνικού κράτους στηρίχθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην αναζήτηση και ανάδειξη ενός συμπαγούς, ενιαίου και διαχρονικού ελληνικού κόσμου. Πάνω σε αυτά τα δεδομένα κτίστηκε η ιδεολογική συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους. Οι Έλληνες αναζήτησαν στο παρελθόν τους την επιβεβαίωση του δίκαιου αιτήματος της ύπαρξης τους ως κρατική οντότητα, κατά τα κρίσιμα χρόνια που ακολούθησαν την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Σε αυτό το πλαίσιο το κλέφτικο τραγούδι, όντας κομμάτι του δημοτικού τραγουδιού, υιοθετήθηκε ως ένα καθαρά εθνικό πολιτισμικό προϊόν, με διακριτά εθνικά χαρακτηριστικά και στοχεύσεις και αποτέλεσε σημαντικό φορέα της εθνικής ταυτότητας.
Οι κλέφτες και οι αρματολοί
Οι κλέφτες ήταν ομάδες παρανόμων που οργανώνονταν σε συμμορίες και έκλεβαν ή εκβίαζαν τα χωριά της τουρκοκρατούμενης ελλαδικής επαρχίας. Στις τάξεις τους συναντάμε όχι μόνο Έλληνες, αλλά και Αλβανούς ή Τούρκους. Οι αρματολοί ήταν εντόπιοι οπλαρχηγοί και αποτελούσαν το αντίπαλο δέος για τους κλέφτες˙ είχαν εντεταλμένη αποστολή από την Οθωμανική εξουσία να προστατεύουν και να επιτηρούν την τάξη στο εσωτερικό της χώρας, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η ληστεία. Θα πρέπει να σημειωθεί πως ήταν συχνή η εναλλαγή ρόλων μεταξύ κλεφτών και αρματολών: αν οι αρματολοί κρίνονταν αναποτελεσματικοί για το ρόλο που τους είχε ανατεθεί, τότε η Οθωμανική εξουσία προσλάμβανε στη θέση τους μια ισχυρή συμμορία κλεφτών. Αυτό είχε ως συνέπεια οι πρώην κλέφτες να συντάσσονται πλέον με την εξουσία, ενώ οι παλιοί αρματολοί να καταφεύγουν στην παρανομία και να γίνονται κλέφτες προσπαθώντας να αναδείξουν- εκ νέου- την αποτελεσματικότητά τους: κατ’ αυτό τον τρόπο επεδίωκαν να ανακτήσουν τον προηγούμενο τους ρόλο και τα προνόμιά τους. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι η νομιμότητα και η παρανομία αποτελούσαν εναλλασσόμενες καταστάσεις για τις ένοπλες ομάδες του Ελλαδικού χώρου, κυρίως στις δυσπρόσιτες, ορεινές περιοχές όπου αναπτύχθηκε ο αρματολισμός. Στο πέρασμα του χρόνου οι λέξεις αρματολός και κλέφτης μπλέχτηκαν και απώλεσαν την απόλυτα διακριτή σημασία τους. Όπως αναφέρει ο Αλέξης Πολίτης, η ταύτιση αρματολών και κλεφτών «έφερε μια αντίστοιχη σύγχυση στις ονομασίες. Η σημασία της λέξης “κλέφτης” απλώθηκε και περιέλαβε και τους “αρματολούς”». Η ταυτοσημία των δύο λέξεων, χωρίς να είναι απόλυτη, ανάγεται περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα..
Φώτης Κόντογλου: «Αρματολοί και Κλέφτες», 1948
H θεματική και η μορφολογία του κλέφτικου τραγουδιού
Το κλέφτικο τραγούδι ασχολείται με τη ζωή και τη δράση των κλεφτών και αρματολών. Ο Α. Πολίτης θεωρεί πως πρόκειται κυρίως για αρματολικά τραγούδια (η λέξη κλέφτης, όπως είδαμε, χρησιμοποιείται και για τους αρματολούς). Αρχίζουν να δημιουργούνται στις αρχές του 18ου αιώνα κυρίως στις περιοχές δράσεις των αρματολών (Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρο Μακεδονία). Τα κλέφτικα τραγούδια, τα οποία ακμάζουν σε μια περίοδο ογδόντα χρόνων, αποτελούν λαϊκές δημιουργίες με συγκεκριμένα χρονικά, γεωγραφικά και θεματολογικά χαρακτηριστικά. Έχουν χαρακτήρα κυρίως ηρωικό και επικολυρικό. Αναφέρονται στα κατορθώματα, στις νικηφόρες μάχες και τους ηρωικούς θανάτους, τη ζωή και το θάνατο των πρωταγωνιστών τους.
Τι όμως κεντρίζει τη φαντασία και τη δημιουργικότητα ενός ποιητή κλέφτικων τραγουδιών; Κύριο χαρακτηριστικό είναι η εξύμνηση της ελευθερίας˙ όχι όμως η εθνική ελευθερία, αλλά η ατομική ευψυχία, όπως σημειώνει ο Α. Πολίτης. Η στιχουργική των κλέφτικων τραγουδιών ακολουθεί απλά μοτίβα. Αποσκοπεί στο να αναπαραστήσει λεκτικά και με σαφήνεια το περιστατικό που περιγράφει, ενώ η χρήση τοπωνυμίων τοποθετηθεί το διηγούμενο περιστατικό σε συγκεκριμένο χώρο. Συνηθισμένη είναι και η διαλογική μορφή των κλέφτικων τραγουδιών: ο διάλογος συντελείται είτε μεταξύ κλεφτών, είτε μεταξύ ενός κλέφτη και ενός άλλου-μη ανθρώπινου- προσώπου με ανθρώπινη λαλιά (λ.χ πουλιά). Οι λεπτομέρειες που παρουσιάζει ο ποιητής παίρνουν από το χέρι τη φαντασία του ακροατή και την οδηγούν σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο δράσης: ακόμα και τα ονόματα των πρωταγωνιστών του τραγουδιού γνωστοποιούνται, ενώ- μέσω της επανάληψης διάφορων λεκτικών σχημάτων- δίνεται έμφαση και τονίζεται το περιεχόμενο: ο λαϊκός ποιητής επιχειρεί με το τέχνασμα αυτό να καθοδηγήσει την προσοχή του ακροατή προς κάποια συγκεκριμένη πληροφορία, στην οποία θέλει να στρέψει την προσοχή των ακροατών (χαρακτηριστικό παράδειγμα: «κείτεται ο Πλιάτσκας, κείτεται, κείτεται λαβωμένος»).
Αδαμάντιος Κοραής: ο εκφραστής του κλασικού / ευρωπαϊκού ιδεολογικού οράματος για την Ελλάδα
Η εποχή του κλέφτικου τραγουδιού
Στην προεπαναστατική Ελλάδα του 18ου αιώνα το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία σταδιακά ωριμάζει και εκφράζεται μέσα από τα δύο κυρίαρχα- αλλά και αντικρουόμενα- ιδεολογικά οράματα: την «Ελλάδα» που πρεσβεύει ο Αδαμάντιος Κοραής και τη «Βαλκανική Ομοσπονδία» του Ρήγα Βελεστινλή. Στην περίπτωση του οράματος του Κοραή, πρότυπο αποτελούν τα εθνικά δυτικά κράτη που έχουν δημιουργηθεί στην Ευρώπη. Στην περίπτωση του Βελεστινλή πρότυπο είναι οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες, όπως το Βυζάντιο, η Ρωσία (ή ακόμα και η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία), μέρος της οποίας είναι ο υπόδουλος ελληνισμός. Παράλληλα, το Πατριαρχείο εκφράζει την τάση του ελληνικού ηγεμονισμού, μέσω των θέσεών του για μια Ορθόδοξη Κοινοπολιτεία. Η διεθνής συγκυρία, προτάσσοντας τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, οδηγεί το αίτημα της ανεξαρτησίας προς ένα πρότυπο έθνους-κράτους, μακριά δηλαδή από το βυζαντινό μοντέλο και τη πιθανή επακόλουθη δημιουργία ιδιαίτερων δεσμών με τη ομόθρησκη Ρωσία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εθνική ταυτότητα θα αναζητηθεί στην ιστορική καταγωγή των Ελλήνων από τους Αρχαίους Έλληνες, καθώς και θα τονιστεί η συγγένεια με τη γλώσσα της αρχαίας Ελλάδας. Επιπροσθέτως, το νέο, ελεύθερο κράτος ταυτίζεται εδαφικά με το κέντρο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, γεγονός που υποβοηθά την αναζήτηση της ταυτότητας στη νεοελληνική δεξαμενή.
Ακολουθώντας τις εξελίξεις στη Δύση, η Ελλάδα αρχικά ενστερνίζεται το Διαφωτιστικό όραμα. Ωστόσο διατηρεί την Ορθοδοξία ως κυρίαρχο στοιχείο της ταυτότητας του νέου κράτους, γεγονός που ενθαρρύνεται από το ρωσικό κράτος. Η Ρωσία ενθαρρύνει μεν τη θρησκευτική αυτή προσέγγιση, αλλά σε ήπιο επίπεδο ώστε να μη κινδυνεύει να τεθεί θέμα εξελληνισμού των Σλάβων στα Βαλκάνια, γεγονός που δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της. Τα ιδιόμορφα αυτά συστατικά της συγκρότησης του νεοελληνικού έθνους επιβάλλουν την αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας: η ταυτότητα του νέου κράτους θα πρέπει να υπερβαίνει επιμέρους τάσεις και αντιφάσεις. Θα πρέπει να συνταιριάζει τα στοιχεία που προκύπτουν από την Αρχαιότητα με αυτά που προέρχονται από τον βυζαντινό κόσμο.
Η κυρίαρχη ιδεολογία απαιτεί την απόρριψη κάθε πολιτισμικού στοιχείου που χαρακτηρίζεται «ανατολίτικο». Ο στόχος είναι φυσικά η επιβεβαίωση των παγιωμένων ιδεοληψιών, καθώς ο όρος «ανατολίτικο» εξισώνεται με τον όρο «μουσουλμανικό» και άρα «μη δυτικό»: το δυτικό πρότυπο είναι το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το κλέφτικο τραγούδι, το οποίο συνδέεται κειμενικά με τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα και δεν είναι ανατολίτικο, χρησιμοποιείται ως πεδίο «ιδεολογικοποίησης και εξιδανίνευσης» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δ. Λέκκας. Παράλληλα, λειτουργεί ως απόδειξη μιας αμιγούς, ανεπηρέαστης από άλλες επιδράσεις, εθνικής ταυτότητας.
Η επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας
Κατά πόσο όμως το κλέφτικο τραγούδι αποτελεί- αυταπόδεικτα- αδιάσειστο αποδεικτικό στοιχείο μιας διακριτής, χωρίς ξένες επιρροές, «ελληνικότητας»; Στην πραγματικότητα, το κλέφτικο τραγούδι επιστρατεύεται για να αποδείξει την ελληνική εθνική ιδιαιτερότητα, να την υπηρετήσει και όχι να ανιχνεύσει την πολιτισμική της ορθότητά. Το αίτημα για απόδειξη της «ελληνικότητας» τροφοδοτείται από μια σειρά ιστορικές, φιλοσοφικές και φιλολογικές συγκυρίες: το κίνημα του ρομαντισμού κυριαρχεί στην Ευρώπη και κυρίως στη γενέτειρά του Γερμανία. Ο γερμανικός ρομαντισμός δίνει έμφαση στην αξία του ένδοξου παρελθόντος. Με εφαλτήριο τις απόψεις του ρομαντισμού, υπάρχει η τάση εξιδανίκευσης του παρελθόντος και- εν προκειμένω- του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Η απευθείας σύνδεση των νεοελλήνων με τους φερόμενους αρχαίους Έλληνες δικαιώνει το εθνικό αίτημα της ανεξαρτησίας, καθώς παρέχει την απόδειξη της διακριτής εθνικής ταυτότητας, η οποία αποτελεί βασικό συστατικό της ανεξαρτησίας.
Ωστόσο, τα πράγματα θα πάρουν μια απρόσμενη τροπή: στις αρχές του δεκαετίας του 1830, ο Γερμανός ιστορικός Fallmerayer υποστηρίζει ότι οι Νεοέλληνες δεν αποτελούν συνέχεια των αρχαίων Ελλήνων και πως ο ελληνικός πολιτισμός έχει αλλοιωθεί και εξαφανιστεί υπό την επίδραση της εγκατάστασης αλβανικών και σλαβικών φύλων στον ελλαδικό χώρο, κατά τον 6ο με 10ο μ.Χ αιώνα. Οι απόψεις του Fallmerayer, όπως είναι κατανοητό, θα ταράξουν την ελληνική πραγματικότητα. Κατά τη δεκαετία του 1840- και μετά από μια σειρά αδέξιων ελληνικών προσπαθειών απάντησης στις θέσεις του Fallmerayer – οι ιστορικοί Σπυρίδων Ζαμπέλιος και Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος προχωρούν σε μια εμπεριστατωμένη απόπειρα ανάδειξης του λαθεμένου των απόψεων αυτών. Σκοπός τους είναι να δικαιωθεί η ιστορική ελληνική συνέχεια και να αρθούν οι όποιες αμφισβητήσεις του Fallmerayer. Μέσα από το έργο τους, οι δύο Έλληνες ιστορικοί θα καταδείξουν το Βυζάντιο ως τον ενωτικό κρίκο της ελληνικής παρουσίας διαμέσου των αιώνων και ως την απαρχή της διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Μέσα από τις απόπειρες αυτές θα γεννηθεί και η ανάγκη συγκρότησης της λαογραφικής επιστήμης στην Ελλάδα.
Ρήγας Φεραίος: ο εκφραστής της ιδέας της “Βαλκανικής Συνομοσπονδίας”
Τα κλέφτικα τραγούδια
Πέρα όμως από την επιχειρηματολογία των ιστορικών, εκείνη την περίοδο δημιουργούνται και συλλογές ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, στα οποία θα βρει ερείσματα η εθνική επιχειρηματολογία: ο Σπ. Ζαμπέλιος συγκεντρώνει 200 περίπου δημοτικά τραγούδια˙ τα περισσότερα από αυτά είναι κλέφτικα.. Ο Ζαμπέλιος αναφέρει χαρακτηριστικά πως τα τραγούδια αυτά καταγράφουν «… τους αγώνας, τας νίκας δι’ων σπείρας της κατά των βαρβάρων κατακτητών αντιδράσεως, προετοίμασαν την Ελληνικήν Αναγέννησιν». Παράλληλα, τα τραγούδια αυτά προσλαμβάνονται από τους μελετητές και τους πρώτους λαογράφους του 19ου αιώνα ως ακραιφνή ελληνικά δημιουργήματα. Θεωρείται, δε, ότι φέρουν όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού έθνους, λειτουργώντας ακόμα και ως «η πραγματική ιστορία της Ελλάδας από όταν σκλαβώθηκε», όπως αναφέρει ο φιλέλληνας Γάλλος συλλογέας του δημοτικού τραγουδιού Claude Fauriel.
Το ρομαντικό κίνημα επηρεάζει την Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνα. Σε συνδυασμό με την εξιδανίκευση της αρχαιότητας και τον έντονο κλασικισμό δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τις ελληνικές βλέψεις περί ανεξαρτησίας. Στις ευρωπαϊκές συνειδήσεις οι νεοέλληνες καταγράφονται ως οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων: το γεγονός αυτό λειτουργεί ως σημαντικότατο επιχείρημα για το ελληνικό αίτημά τους περί ανεξάρτητου κράτους- έθνους. Τα κλέφτικα τραγούδια, αποτελώντας μέρος της δημοτικού τραγουδιού- και γενικότερα της παράδοσης- παρέχουν στους λόγιους της εποχής πολλά από τα επιχειρήματα που χρειάζονται ούτως ώστε να επιβεβαιώσουν την καταγωγή της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από τα τραγούδια μπορούν να στηρίξουν το εθνικό ιδεολόγημα της συνεχούς αντίστασης στους κατακτητές Οθωμανούς, από τα χρόνια της άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τη σύγχρονη τους εποχή. Το κλέφτικο τραγούδι γίνεται αντικείμενο της λαογραφικής μελέτης, η οποία- κατά την περίοδο εκείνη- ταυτίζει την παράδοση με τον εθνικό πολιτισμό. Όμως η στόχευση των λόγιων δεν είναι απλά η ανάλυση, μέσω της οποίας το κλέφτικο τραγούδι θα δικαιώσει ή μη τους ισχυρισμούς των Ελλήνων λαογράφων˙ σκοπός είναι η απόδειξη των εθνικών θέσεων και όχι η όποια αμφισβήτηση τους. Άρα, το ενδιαφέρον για το κλέφτικο τραγούδι, καλείται κατ’ ουσίαν να επικυρώσει και όχι να διερευνήσει τα παραπάνω. Για ορισμένους διανοούμενους, όπως αναφέρει ο Α. Πολίτης «τα δημοτικά τραγούδια παρείχαν χρήσιμο υλικό για την εθνική ταυτότητα».
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το κλέφτικο τραγούδι και η δραστηριότητα των κλεφτών εξιδανικεύονται από πολύ νωρίς: ήδη από το 1824-1825 ο Fauriel θεωρεί το κλέφτικο τραγούδι ως «γνήσια έκφραση του εθνικού χαρακτήρα και του εθνικού πνεύματος», ενώ για τους κλέφτες υποστηρίζει πως «κατά βάθος τίποτα δε μοιάζει λιγότερο με τους πρόστυχους κλέφτες των μεγάλων δρόμων της Ευρώπης». Η εικόνα που δίνεται για τους κλέφτες και τους αρματολούς είναι αυτή των ακαταπόνητων εχθρών της τουρκικής εξουσίας, των δυναμικών στοιχείων αντίστασης στην τουρκική κατοχή. Εν ολίγοις, τους προσδίδονται χαρακτηριστικά έντονης εθνικής συνείδησης και ελληνική καταγωγή, καθώς λαμβάνεται ως δεδομένο πως είναι Έλληνες που αντιστέκονται στους κατακτητές. Ο Fauriel μάλιστα αναφέρει πως «οι κλέφτες ήταν σκληροί μόνον όταν εκδικιόνταν τους Αρβανίτες και τους Τούρκους». Η ιστορική πραγματικότητα της ζωής και της δράσης των κλεφτών και των αρματολών αποκτά μυθική διάσταση, εξιδανικεύεται και εντάσσεται στον αναγκαίο εθνικό μύθο.
Ωστόσο, μια πιο προσεκτική και λιγότερο εθνοκεντρική ματιά, δίνει μια αρκετά διαφορετική εικόνα: οι κλέφτες και οι αρματολοί δεν είναι μόνο Έλληνες˙ οι συμμορίες είναι μεικτές και απαρτίζονται συχνά και από Αλβανούς ή Τούρκους, όπως αναφέρει ο Α. Πολίτης. O Στάθης Δαμιανάκος, εξίσου αντίθετος με τη ρομαντική οπτική του Fauriel, υποστηρίζει ότι οι κλέφτες εντάσσονται στη μακραίωνη παράδοση της ληστείας στη Βαλκανική Χερσόνησο και Μικρά Ασία. Ακόμα, o ιστορικός G. Finlay αντικρούει το επιχείρημα περί της αντίστασης κατά των Τούρκων: “οι άνθρωποι αυτοί ήταν απλοί ληστές οι οποίοι, τόσο πριν από την Επανάσταση όσο και κατά τη διάρκειά της, καθώς και αργότερα, με την κυβέρνηση του Όθωνα, λεηλατούσαν τους Έλληνες πολύ περισσότερο από όσο τους Τούρκους». Θα πρέπει, ακόμα, να σημειώσουμε και την άποψη του Νικηφόρου Διαμαντούρου, ο οποίος θεωρεί πως «οι κλέφτες… όπως εν πολλοίς και οι αρματολοί, δεν ήταν πολιτιστικά ή ιδεολογικά προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν θετικά τις προκλήσεις του εθνικισμού και τα προβλήματα που έθετε η συγκρότηση κράτους και έθνους». Αυτή η μη ιδεολογική ή πολιτισμική ετοιμότητα σχετίζεται με τα κατοχυρωμένα συμφέροντα (πολιτικός και οικονομικός έλεγχος περιοχών) τα οποία κλέφτες και αρματολοί είχαν προ της σύστασης του νεοελληνικού κράτους˙ τα συμφέροντα αυτά θέτονται υπό αμφισβήτηση, καθώς, όπως υποστηρίζει ο Ν. Διαμαντούρος, βρίσκονται «σε αντίθεση με την ίδια τη φύση του κράτους».
Θα πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός πως το κλέφτικο τραγούδι, όντας- σύμφωνα με τον Fauriel- μέρος της δημοτικής μουσικής παράδοσης, είναι προϊόν των μεταβολών και της εξέλιξης της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Πολλοί θεωρούν πως τα κλέφτικα τραγούδια είναι εκτεταμένα αφηγηματικά τραγούδια , «παραλογές» επικολυρικές, οι οποίες αντλούν τις υποθέσεις τους από τους αρχαιοελληνικούς μύθους και ανιχνεύεται η καταγωγή τους στην αρχαία τραγωδία. Ενδεικτική της καταγωγής του κλέφτικου τραγουδιού είναι η συχνότατη χρήση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, ο οποίος κρίνεται ως μετεξέλιξη του αρχαίου ιαμβικού καταληκτικού τετράμετρου στίχου. Προς αυτή την κατεύθυνση συνάδουν και οι επιβιώσεις που παρατηρούνται σε κλίμακες, ρυθμούς και χορούς, ενώ οι μελωδίες του κλέφτικου τραγουδιού δεν έχουν αλλοιωθεί σημαντικά από το πέρασμα του χρόνου. Οι μορφολογικές αυτές παρατηρήσεις συνάδουν με τη θεωρία της ελληνικής ταυτότητας και καταγωγής, καθώς και τη συνέχειά της διαμέσου των αιώνων.
Αρματολός: πίνακας του Carl Haag
Κειμενικές παρεμβάσεις στο κλέφτικο τραγούδι
Από τη στιγμή που το κλέφτικο τραγούδι καλείται, ως μέρος της παράδοσης, να παίξει ένα ρόλο εθνικής σκοπιμότητας και να στηρίξει την εθνική ιδεολογία και ταυτότητα, γίνεται αντιληπτό πως όσα στοιχεία του δε συνάδουν με τον προαποφασισμένο του ρόλο θα πρέπει να αφαιρεθούν. Θα πρέπει να αλλοιωθεί η σημασία τους και το κλέφτικο τραγούδι να εξεταστεί με γνώμονα την επιθυμούμενη πολιτική και εθνική ορθότητα, την οποία προορίζεται να υπηρετήσει. Ο Α. Πολίτης χαρακτηρίζει την τάση αυτή ως «ιστορικώς αναγκαία», σημειώνει, ωστόσο, ότι διατηρήθηκε περισσότερο από όσο ήταν ιστορικώς αναγκαία. Ακόμα και στις μέρες μας, η κριτική σκέψη ή αμφισβήτηση απέναντι στα εθνικά πρότυπα και τους εθνικούς μύθους κρίνεται ενίοτε ως αντεθνική˙ κατά καιρούς έρευνες που προβάλλουν μια διαφορετική εικόνα για τους εθνικούς ήρωες- και γενικότερα για τις κάθε λογής εθνικές προκαταλήψεις- γνωρίζουν μια υποδοχή παρόμοια με αυτή που έλαβαν οι αναφορές του Fallmerayer σχετικά με την καταγωγή των Ελλήνων. Όπως φαίνεται, υπάρχει ακόμα σε μεγάλο βαθμό η ανάγκη της επιβεβαίωσης της εθνικής ταυτότητας μέσα από την άκριτη στήριξη όλων των εθνικών στερεότυπων.
Πέρα όμως από τις όποιες αντιδράσεις, συναντάμε πολύ συχνό και έντονο το φαινόμενο των κειμενικών παρεμβάσεων από τους λόγιους της εποχής στα κλέφτικα τραγούδια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δ. Τζάκης «τα «εθνικά άσματα… δεν αρκούσε να είναι εθνικά, έπρεπε και να φαίνονται». Την εποχή εκείνη οι λόγιοι προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τα κλέφτικα τραγούδια με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν εφόδιο πιστοποίησης της εθνικής ταυτότητας˙ η επιστήμη που αναλαμβάνει να επιβεβαιώσει το μύθο περί κλεφτών κι αρματολών είναι η Λαογραφία. Λειτουργώντας στο κλίμα της εποχής και με καθαρά εθνοκεντρικά κριτήρια, η λαογραφική επιστήμη προχωράει από τη μυθοποίηση της δράσης των κλεφτών στη μυθοποίηση της ταυτότητάς τους. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαδικασία αυτή αποτελεί η γλωσσική επιμέλεια των κειμένων των τραγουδιών ούτως ώστε η γλώσσα τους να καλλωπισθεί και να ενταχθεί σε ένα επαρκώς ανεκτό εθνικό γλωσσικό πλαίσιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των επεμβάσεων αυτών είναι η δίτομη συλλογή του Cl. Fauriel: o συλλογέας έχει προβεί σε διορθωτικές επεμβάσεις, τις οποίες μάλιστα ο Α. Πολίτης (ο επιμελητής της σύγχρονης ελληνικής έκδοσης) έχει αφαιρέσει, σε μια προσπάθεια να αποδώσει το κείμενο στην γνησιότερη δυνατή εκδοχή του. Παρατηρείται, λοιπόν, κατά την έκδοση των συλλογών των κλέφτικων τραγουδιών σημαντική παρέμβαση στα κείμενα: λέξεις και ιδιωματισμοί τοπικών διαλέκτων, καθώς και λέξεις με τούρκικη ή αλβανική προέλευση, παραλείπονται ή αντικαθίστανται από λέξεις τις κοινής νεοελληνικής γλώσσας. Πρέπει να σημειώσουμε πως λέξεις με ξενική προέλευση μπορεί να ήταν ενταγμένες στη νεοελληνική πραγματικότητα˙ εντούτοις, η παρουσία τους δεν εξυπηρετούσε τον εθνικό σκοπό. Έτσι παρατηρούμε την απάλειψη όσων λέξεων ή χρήσεων της γλώσσας δε συνάδουν με τον επιθυμητό σκοπό: την ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας, με κοινές ρίζες και σαφή ελληνοπρεπή καταγωγή. Με οδηγό την ίδια ακριβώς λογική παρατηρούμε και το φαινόμενο της αντικατάστασης συγκεκριμένων φθόγγων στις λέξεις (λ.χ των φθόγγων μπ και ντ από τους «ελληνοπρεπέστερους» μβ και νδ).
Παράλληλα, με την απάλειψη λέξεων, ερχόμαστε αντιμέτωποι και το φαινόμενο της παράλειψης ολόκληρων στίχων από τα τραγούδια που εντάσσονται σε συλλογές˙ ορισμένοι στίχοι απαλείφονται στην περίπτωση που δεν συνάδουν με τις αισθητικές προτιμήσεις αλλά και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του συλλογέα-εκδότη. Σε αυτή την περίπτωση είτε παραλείπονται εντελώς, είτε αντικαθίστανται από άλλους, αισθητικά και ιδεολογικά πλησιέστερους προς το όραμα του εκδότη. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό φαινόμενο είναι οι συγκολλήσεις λέξεων από άλλα κλέφτικα τραγούδια. Τέλος, συχνό φαινόμενο αποτελούν και οι ανακατασκευαστικές παρεμβάσεις, οι οποίες αποβλέπουν στην αναδημιουργία της αυθεντικής μορφής των στίχων˙ ο συλλογέας θεωρεί πως οι παραλλαγές του ίδιου θέματος ή του ίδιου τραγουδιού αποτελούν ανάξιες καταγραφής μεταγενέστερες αλλοιώσεις. Ωστόσο είναι αμφίβολο αν οι παρεμβάσεις αυτές αποσκοπούν πραγματικά στην αναδημιουργία της αυθεντικής μορφής του τραγουδιού˙ δε μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως σε αυτές τις αναμορφωτικές παρεμβάσεις υπεισέρχονται νέες- και μάλιστα συνειδητές- αλλοιώσεις.
Εκτός από το στόχο του γλωσσικού ελέγχου των κλέφτικων τραγουδιών, οι κειμενικές παρεμβάσεις στοχεύουν και στην επιβεβαίωση των εθνικών στερεότυπων για τη δράση των κλεφτών και αρματολών. Με δεδομένο πως η δράση αυτή έχει εξιδανικευτεί ούτως ώστε να στηρίξει το οικοδόμημα της εθνικής ταυτότητας, κάθε στοιχείο το οποίο αμφισβητεί ή εναντιώνεται στις εθνικές απόψεις πρέπει να απορριφθεί. Χαρακτηριστικά, ο Α. Πολίτης αναφέρει πως «η ρομαντική αντίληψη για τους κλέφτες διαδόθηκε γρήγορα στο λαό˙ κολάκευε το παρελθόν του». Αν μέσα στα τραγούδια η δράση των ληστών δεν συνάδει με το στερεότυπο του πατριώτη, του συνειδητοποιημένου ως προς την εθνική του ταυτότητα κλέφτη, οι κειμενικές παρεμβάσεις έρχονται να αμβλύνουν ή και να εξαφανίσουν την εντύπωση. Κατ’ αυτό τον τρόπο αποδίδουν στο κοινό την εικόνα που αρμόζει στις εθνικές επιταγές. Όπως αναφέρει ο Στ. Δαμιανάκος «η εικόνα του κλεφτη ‘ηρωικού εκδικητή του ελληνισμού'{…}οφείλεται στις ιδεολογικές ανάγκες του αγώνα της ανεξαρτησίας». Όπως γίνεται κατανοητό, αν κάποιο κλέφτικο τραγούδι παράγει μια εικόνα που διαφέρει ριζικά από την ρομαντική, ηρωική αντίληψη, τότε δεν προσφέρει υπηρεσίες στον εθνικό σκοπό και για το λόγο αυτό αποσιωπάται ή διαστρεβλώνεται.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως το κλέφτικο τραγούδι εκλήθη να παράσχει ένα ιδεολογικό άλλοθι στο ελληνικό αίτημα για ανεξαρτησία, όντας μέρος αυτού που η λαογραφική επιστήμη αποκάλεσε «παράδοση». Στην ανάγκη για ενιαία ιδεολογική συγκρότηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το κλέφτικο τραγούδι χρησιμοποιήθηκε για να υποστηρίξει την ιδέα της διαρκούς εναντίωσης των Ελλήνων στην Οθωμανική κατοχή. Μέσα από τη θεματολογία του και τα πρότυπα που παρουσιάζει, βρέθηκε πρόσφορο έδαφος για τη θεμελίωση αντιστασιακών απόψεων κατά των Οθωμανών κατακτητών. Ωστόσο, αν σταθούμε πάνω από το είδος με κριτικό μάτι-χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μόνο τα εθνικά στερεότυπα- θα δούμε πως η στρατολόγηση του είδους για τον εθνικό σκοπό δεν έγινε χωρίς κάποιες αλλοιώσεις στο χαρακτήρα του, στη μορφολογία και τη θεματολογία του. Στην περίπτωση του, η έκφραση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» βρίσκει μια αρκετά πειστική εφαρμογή. Φυσικά, οι αλλοιώσεις που υπέστη δεν διαστρέβλωσαν ούτε την πολιτισμική του αξία, ούτε τις αποδείξεις που παρείχε στο ιδεολογικό μόρφωμα του νεοελληνικού κράτους. Αλλά πλέον είμαστε σε θέση να μπορούμε να διακρίνουμε τα σημεία τα οποία υπερτονίστηκαν ή εσκεμμένα παραλλαχθήκαν ούτως ώστε να εξυπηρετηθεί η ιδεολογική συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους.
Κέρινο ομοίωμα Κλέφτη: Δημιουργία του Παύλου Βρέλλη
Βιβλιογραφία
Ν. Γράψας, Ν. Γρηγορίου, Μ. Δραγούμης, Λ. Εμπειρίκος, Δ. Λέκκας, Ν. Λούντζης, Γ. Μανωλιδάκης, Θ. Μωραΐτης, Κ. Ρωμανού, Χ. Σαρρής, Δ. Τζάκης, Γ. Τσάμπρας, Β. Τυροβολά, ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΟΡΟΥ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΡΑΞΗ: ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ, εκδ. «Ε.Α.Π», Πάτρα, 2003.
Γιώργος Βελουδής, Ο JACOB PHILIP FALLMERAYER ΚΑΙ Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΣΜΟΥ, εκδ. «Ε.Μ.Ν.Ε – Μνήμων», Αθήνα, 1982.
Στάθης Δαμιανάκος, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΝΤΑΡΣΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, εκδ. «Πλέθρον», Αθήνα, 20032.
Νικηφόρος Διαμαντούρος, ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. 1821-1828, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, εκδ. «Μ.Ι.Ε.Τ», Αθήνα, 2002.
Μάνος Περάκης, ΤΟ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ, μτφρ.-επιμ. Μ. Περάκης, εκδ. «Futura», Αθήνα, 2003.
Αλέξης Πολίτης, ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ. ΚΛΕΦΤΙΚΑ, εκδ. «Εστία», Αθήνα, 20012.
Αλέξης Πολίτης, ΡΟΜΑΝΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ. ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ ΝΟΟΤΡΟΠΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 1830-1880, εκδ. «Ε.Μ.Ν.Ε- Μνήμων», Αθήνα, 20033.
Claude Fauriel, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, εκδ. επιμ. Α. Πολίτης, τόμος Α’, εκδ. «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης», Ηράκλειο, 20073.