Οι αναμνήσεις του Θάνου Μικρούτσικου

Ο Θάνος Μικρούτσικος γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Απριλίου 1947. Γονείς του ο Στέργιος Μικρούτσικος και η Κωνσταντίνα το γένος Τσούκα.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τη θεία του Ηλέκτρα Μικρούτσικου – Παπαμικροπούλου (αδερφή της Πατρινής συνθέτιδος Αντιγόνης Παπαμικροπούλου). Το ακριβές περιστατικό θυμάται ο ίδιος και το περιγράφει γλαφυρά στον Οδυσσέα Ιωάννου:

«Κάποια μέρα ανεβαίνοντας τα εβδομήντα σκαλιά του σπιτιού της (σ.σ. της Ηλέκτρας Μικρούτσικου – Παπαμικροπούλου) για να της δώσω κάτι που έστελνε η γιαγιά μου, μου ζήτησε να περάσω μέσα να μου δείξει κάτι. Με παίρνει από το χέρι και με πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο. Με μία της κίνηση τραβάει το μαύρο ύφασμα και αποκαλύπτει το πιάνο (σ.σ. το πιάνο ήταν καλυμμένο με ένα μαύρο ύφασμα μετά το θάνατο του άντρα της και θείου του Θάνου Μικρούτσικου, Αριστείδη, σε ένδειξη πένθους). Επάνω του μια παρτιτούρα του Σούμπερτ [Schubert]. Αρχίζει να παίζει. Μόλις τελειώνει, βλέποντάς με μαγεμένο και αποσβολωμένο, παίρνει τα χέρια μου και, λέγοντάς μου «Τώρα θα παίξουμε μαζί», βάζει τα δάχτυλά μου στα πλήκτρα. Ε, λοιπόν το αίσθημα εκείνης της εκκένωσης το νιώθω έντονα ακόμα και τώρα. Δε λέει να με αφήσει πενήντα έξι χρόνια».

Αργότερα, μελέτησε πιάνο με τη Λίζα Σενεγάλια και θεωρία στο Ωδείο της Φιλαρμονικής Εταιρείας Πατρών. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως πιανίστας σε ηλικία 7 ετών, από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Πατρών, ενώ την ίδια περίπου εποχή άρχισε να συνθέτει και να παρακολουθεί μαθήματα στο Ελληνικό Ωδείο Πατρών.

Η επιρροή που άσκησαν στο Θάνο Μικρούτσικο η μουσική για πιάνο του Σούμπερτ, αλλά και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι, διαμόρφωσαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, τους προσανατολισμούς του. Όπως περιγράφει και ο ίδιος:

«Στην έκτη δημοτικού, γράφτηκα στο Ελληνικό Ωδείο της Πάτρας, με διευθυντή τον Δημήτρη Σινούρη, τον οποίο είχα καθηγητή αργότερα στο γυμνάσιο. Μεταξύ άλλων είχε συμβεί και το εξής: είχα αρχίσει – πέρα από τη μελέτη μου στα κλασικά έργα – να παίζω μόνος μου διάφορα ελληνικά τραγούδια της εποχής. Ένα απόγευμα που έφτασα στο Ωδείο μισή ώρα νωρίτερα από το μάθημά μου, κάθισα σε ένα πιάνο που χρησίμευε για την εξάσκηση των μαθητών και άρχισα να παίζω ένα τραγούδι του Χατζιδάκι. Με ακούει από διπλανή αίθουσα ο Σινούρης, μπαίνει μέσα με έναν χάρακα και παραλίγο να μου σπάσει τα δάχτυλα! Απαγορευόταν αυστηρά να παίζουμε «ελαφρά» μουσική. Σε εκείνα τα χρόνια βρίσκονται και οι ρίζες των δύο κλάδων της δημιουργίας μου, που αναπτύχθηκαν αργότερα, τόσο στον τομέα του τραγουδιού, όσο και στο πεδίο της πιο «σύνθετης» μουσικής, της πειραματικής μουσικής και των «κλασικών» μου έργων».

Για να συνεχίσει την αφήγησή του, γενικότερα για τις επιρροές που δέχτηκε στη δεκαετία του 1950:

«Όλα καλά με το Μπετόβεν, τον Μότσαρτ, τον Σούμπερτ, αλλά στη δεκαετία του 1950 πρωτοέρχομαι σε επαφή με τα τραγούδια του Χατζιδάκι, όπως και – μέσω των ραδιοφωνικών σταθμών των αμερικανικών αεροπλανοφόρων που στάθμευαν στο λιμάνι της Πάτρας – με τα πρώτα rock ‘n’ roll. Επίσης, ακούω όλα τα ελαφρά τραγούδια της εποχής που φέρνει στο σπίτι ο πατέρας σε δίσκους 78 στροφών, αρχοντορεμπέτικα και πολύ ιταλικό τραγούδι που ακούω από το 1958 μέχρι το 1962».

Το 1962, ο Θάνος Μικρούτσικος εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου από νωρίς άρχισε να συμμετέχει σε πολιτικές οργανώσεις. Έγινε ενεργό μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη το 1963. Από εκείνη την εποχή, περιγράφει και ένα ενδιαφέρον περιστατικό:

«Οι συγκεντρώσεις και τα συλλαλητήρια ήταν μια καθημερινή κατάσταση στην Αθήνα. Η Αριστερά μαζί με την Ένωση Κέντρου. Ένα πρωί ήμασταν στην Πειραιώς, έξω από τα γραφεία της Νεολαίας Λαμπράκη. Βλέπω το Μίκη – με τον οποίο δεν είχαμε γνωριστεί ακόμη, αυτό έγινε αργότερα – να σκύβει στο γόνατο και να γράφει μια παρτιτούρα. Έγραψε ένα τραγούδι που τραγουδήσαμε λίγη ώρα αργότερα στην πορεία. Εγώ νομίζω ότι ήταν το «Χρυσοπράσινο φύλλο», χωρίς να αποκλείω να ήταν το τραγούδι για τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα. Χρόνια μετά τον ρώτησα, αλλά ούτε κι ο ίδιος θυμόταν ποιο τραγούδι έγραψε εκείνη τη μέρα».

Το 1966 μπήκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ την ίδια εποχή άρχισε να συνεργάζεται ως πιανίστας με γνωστά ονόματα του ελληνικού τραγουδιού (Σαββόπουλο, Χωματά, Φαραντούρη, Λοΐζο). Το 1968 άνοιξε τη μπουάτ «Ορίζοντες», με προγράμματα που περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, μουσική για κλασική κιθάρα, βραδιές ποίησης και μελοποιήσεις Ελλήνων ποιητών, όπως και τις δικές του πρώτες ώριμες συνθέσεις, τα τραγούδια του σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη και Γιάννη Ρίτσου (ένα από αυτά, «Το φεγγάρι μπήκε στο στρατώνα», περιέχεται στο δίσκο «Τραγούδια της λευτεριάς» με τη Μαρία Δημητριάδη, 1978). Θυμάται ο ίδιος:

«Το 1968 πείθω τους γονείς μου και έναν οικογενειακό φίλο να ανοίξουμε μία μπουάτ στην Πλάκα, στην οδό Θόλου, τους «Ορίζοντες», δίπλα στη μπουάτ του Λάκη Παπά. Εγώ έπαιζα πιάνο, τραγουδούσαν ένας συμφοιτητής μου ο Άλκης Λάβαρης, και η Βάσω Μεσηνέζη, γνωστή τραγουδίστρια στις μπουάτ της εποχής. Οργανώναμε επίσης βραδιές ποίησης και βραδιές κιθάρας και πήγαμε αρκετά καλά. Στα τέλη του 1969 ηχογραφώ τον πρώτο μου δίσκο 45 στροφών, με δυο ποιήματα του Καρυωτάκη, τη «Μυγδαλιά» και το «Ένα σπιτάκι», με ερμηνεύτρια τη Βάσω Μεσηνέζη». 

 

αποσπάσμα από το βιβλίο “Το πολιτικό τραγούδι” του Γιώργου Μυζάλη

Top