Tο θρυλικό beach πάρτι της Βουλιαγμένης!
Λίγο μετά τα 40ά του γενέθλια, πίσω στο 1983, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης αποφάσισε να κάνει στην Αθήνα κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν μια έμπνευση της στιγμής, αφού ο «φτωχός και μόνος καουμπόι» από την Κυψέλη προετοίμαζε το Πάρτυ στη Βουλιαγμένη πάνω από έναν χρόνο.
Το πρώτο τεράστιο μπιτς πάρτι της Αθήνας, στο οποίο διασκέδασαν 100 χιλιάδες θεατές και μάλιστα… ημίγυμνοι. Το 1983 η πλαζ του ΕΟΤ έζησε το δικό της παραθαλάσσιο Woodstock στην υπαίθρια συναυλία του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Κοσμοπλημμύρα για το «Πάμε μια Βόλτα στη Βουλιαγμένη», κόντρα στη σοβαροφάνεια της μεταπολίτευσης.
Οι εφημερίδες έγραψαν για μια «νύχτα πνιγμένη στα ναρκωτικά», αλλά δεν ήταν αυτή η ουσία.
Κι αν αναρωτιέσαι γιατί αυτό το event ονομάστηκε Πάρτυ στη Βουλιαγμένη, ο ίδιος Λουκιανός εξηγεί σε συνέντευξή του: «Ένωσα τρία τραγούδια μου που προϋπήρχαν, τα Θερινά Σινεμά (το σημείο που λέει Είναι Κάτι Νύχτες με Φεγγάρι), το (Πάμε μια Βόλτα) Στη Βουλιαγμένη και το (Θέλω ένα Βράδυ να κάνω ένα) Πάρτυ».
«Ο κόσμος μπήκε από τις πόρτες αλλά και από τα κάγκελα, γιατί δεν ξέρανε όλοι ότι οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Έγινε ένα τρελοκομείο»
Ο απόφοιτος αρχιτεκτονικής Λουκιανός Κελαηδόνης οραματίστηκε μαζί με τη σύζυγό του Άννα Βαγενά, «μια λαϊκή βραδιά με κάποιο αισθητήριο», μία μουσική γιορτή μέσα στο κατακαλόκαιρο. Με κεφάτες παρέες να λικνίζονται στη μουσική του κάτω από το φως του φεγγαριού. Με μπίρες, πυροτεχνήματα, χαρά και ξενοιασιά.
Η ιδέα ήταν να κλείσει την πλαζ του ΕΟΤ στη Βουλιαγμένη μια νύχτα με πανσέληνο και να την μεταμορφώσει σε συναυλιακό χώρο. Και ήταν ο πρώτος που έβγαλε τις συναυλίες από τα γήπεδα (χαρακτηριστικό των πολιτικών συναυλιών της Μεταπολίτευσης) και τις τοποθέτησε σε φυσικούς χώρους.
Όπως λέει ο ίδιος: «Πηγαινοερχόμουν έξι μήνες. Μέτρησα τα πάντα. Το μόνο που δεν προέβλεψα ήταν η μεγάλη προσέλευση του κόσμου» Καλά το καταλαβαίνουμε αυτό, αφού δεν υπήρχε καμία εμπειρία διοργάνωσης μεγάλων συναυλιών – με νοικιασμένα από την τροχαία γουόκι τόκι επικοινωνούσαν για τα διαδικαστικά εκείνη τη βραδιά! Το event έγινε γνωστό στο κοινό με μια λιτή αφίσα και ανακοινώσεις στο ραδιόφωνο.
Σε άλλη συνέντευξή του ο δημιουργός αναφέρει για την αρχική έμπνευση της ιστορικής συναυλίας:
«Το 1982 κάνω τον πρώτο μου Λυκαβηττό, για τον οποίο έγραψα μετά και το τραγουδάκι “κι αν περνούσε η ώρα κι ανέβαιναν πολλοί” κλπ. Αφού γέμισε ο Λυκαβηττός και είχε μείνει άλλος ένας Λυκαβηττός απ’ έξω, ήρθαν οι μπάτσοι και μου λένε «Φωνάζουν απ’ έξω να μπούνε μέσα, να μπούνε;». Λέω «Να μπούνε, αφού δεν έχει άλλα εισιτήρια, να μπούνε».
Ο Λυκαβηττός χωράει γύρω στις 3500 χιλιάδες με εισιτήρια, πρέπει να μπήκαν 5.000, 5.500, 6.000, γύρω γύρω, παντού. Εκείνο το βράδυ λοιπόν ήταν η πρώτη μαζική αντιμετώπιση που είχα από τον κόσμο. Για να ευχαριστήσω λοιπόν αυτό τον κόσμο, σκεφτόμουν για το επόμενο καλοκαίρι, να κάνω ένα πάρτυ και να περάσουμε καλά. Σκέφτηκα λοιπόν να το κάνω σ’ ένα δασάκι στο Ψυχικό. Και σκέφτομαι «Τι μαλακίες λες, εκεί δε χωράνε ούτε τριακόσιοι…»
Και συνεχίσει ο δημιουργός: «Κάποιο βράδυ, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, συνέλαβα την ιδέα, ότι όπως είναι το Ρωμαϊκό θέατρο κι εμείς παίζουμε στον κύκλο, θα κάνω στη Βουλιαγμένη που την αγαπούσα, στην Πλαζ κι εκεί που είναι ο κύκλος θα βάλω μια πλατφόρμα και θα μπω να τραγουδήσω μέσα εκεί… Αγαπούσα τη Βουλιαγμένη, είχα γράψει ήδη τη «Βουλιαγμένη».
Το Γενάρη διάλεξα την ημερομηνία, την Πανσέληνο του Ιουλίου. Τότε διευθυντής στην τηλεόραση ήταν ο Βασίλης ο Βασιλικός, είμαστε φίλοι, μαθαίνει ότι θα κάνω τη συναυλία στη Βουλιαγμένη και μου λέει «Να το μεταδώσουμε ζωντανά». Του λέω «Θα μου κόψει εισιτήρια κλπ». Μου λέει «Μην ανησυχείς καθόλου, δεν πρόκειται να σου κόψει τίποτα». Πράγματι έτσι έγινε. Τότε ήταν δυο κανάλια. Την άλλη μέρα όλη η Ελλάδα είχε δει τη «Βουλιαγμένη». Ήταν μια εξαιρετική βραδιά…
Σε μια άλλη συνέντευξή του θυμάται: «Η ιδέα για το Πάρτυ της Βουλιαγμένης ανήκει σε ένα χώρο καθαρά ποιητικό, δηλαδή ούτε εγώ ξέρω καλά – καλά πώς συνέλαβα αυτή την ιδέα. Από τον Γενάρη που «έκλεισα» την πλαζ, κοντά σε κάθε πανσέληνο έμπαινα από τα κάγκελα, καθόμουν, έβλεπα και σκεφτόμουν τι θέλω να κάνω». Γιατί τη Βουλιαγμένη; «Γιατί είναι ένα μέρος που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια, ήταν η πιο μακρινή παραλία που μπορούσαμε να πάμε τότε, συνήθως πηγαίναμε Άλιμο, Έδεμ, Ζέφυρο, η Βουλιαγμένη ήταν το τέρμα. Η πλαζ έχει και μία ομοιότητα με το κοίλο του ρωμαϊκού θεάτρου».
«Ο κόσμος θα ήταν σε ένα ημικύκλιο. Λογικά η ορχήστρα, το κέντρο δηλαδή του κύκλου, θα ήταν μέσα στη θάλασσα». Και έτσι ήρθε η ιδέα για την πλωτή εξέδρα, πήγε στο Κερατσίνι και τη βρήκε. Στερεώθηκε και με τέσσερις άγκυρες και όσοι έπρεπε να ανέβουν πηγαινοέρχονταν με κρις κραφτ.
«Ήθελα να θάψω και ουίσκι κάτω από την άμμο. Θα γινόταν μία κόλαση», να το έψαχναν, να έπαιζαν, να γίνονταν όλοι ένα, να χαλάρωναν και να περνούσαν όμορφα. Να γίνονταν παιδιά.
«Ήθελα την ώρα που θα μπαίνει ο κόσμος να ακούγεται μουσική καουμπόικη, αυτά που παίζανε στα saloon, όπως και έγινε. Βρήκα την Έλλη τη Σεμιτέκολο, μία καταπληκτική πιανίστρια, και πριν τη δύση του ήλιου έπαιξε ένα μεγάλο κομμάτι από Scott Joplin, αυτά τα ragtime που λέμε. Ήθελα και μια μεγάλη μπάντα με πνευστά να παίξει κομμάτια του Glen Miller, το Moonlight Serenade για παράδειγμα, και τελικά τα κατάφερα, είχα μία ορχήστρα γύρω στα 16-17 άτομα».
«Σήμερα είναι Δευτέρα 25 Ιουλίου, Κοίμησις Αγίας Άννης, Ευπραξίας, Ολυμπιάδος, Ανατολή Ηλίου στις 6.22′ Δύση στις 20.41′, Πανσέληνος», έλεγε το ραδιόφωνο και ναι ήταν εκείνη η μεγάλη μέρα.
Τα 25.000 εισιτήρια, που κόστιζαν 300 δραχμές το καθένα, είχαν ξεπουληθεί από τις προηγούμενες μέρες. Στις 7 το βράδυ της 25ης Ιουλίου 1983 άνοιξαν οι δύο είσοδοι της πλαζ και κατά χιλιάδες οι Αθηναίοι άρχιζαν να κατακλύζουν την αμμουδιά. Μια τεράστια ουρά από αυτοκίνητα είχε σχηματισθεί στην Παραλιακή. Πολλοί έσπευσαν στο χώρο της συναυλίας την τελευταία στιγμή, καθώς το άκουσαν στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ.
Η βραδιά μεταδιδόταν κατευθείαν από το ραδιόφωνο, 5 ώρες, από τις 9 μέχρι τις 2. Dj και συντονιστής ήταν ο Γιάννης Πετρίδης, έπαιζε μουσική από 50s, 60s και 70s στα κενά ανάμεσα στους καλλιτέχνες. O Ηρακλής Παπαδάκης και ο Διαγόρας Χρονόπουλος ανέλαβαν την κινηματογράφηση.
Και μάλιστα από την κινηματογράφηση του Πάρτυ, που είχε και εντυπωσιακά για την εποχή πλάνα με ελικόπτερο, προέκυψε η ομώνυμη ταινία:
Πολλοί δεν κατόρθωσαν να πάνε, γιατί κόλλησαν στο μποτιλιάρισμα, που έφθανε κάποια στιγμή μέχρι την Αμαλίας, από τη Βουλιαγμένη.
Άλλοι κατέφθασαν κολυμπώντας με βατραχοπέδιλα. Κάποιοι από τους συγκεντρωμένους ήρθαν για να κάνουν μπάνιο (είχε και τραγική ζέστη), να παίξουν ρακέτες, να κάνουν θαλάσσιο σκι ή πικ-νικ και να ακούσουν και μουσική.
Η σκηνή είχε στηθεί πάνω σε μια πλωτή εξέδρα, που βρισκόταν γύρω στα 15 μέτρα μέσα στη θάλασσα.
Ο ήχος ήταν μάλλον κακός, καθώς τα μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν δεν μπόρεσαν να καλύψουν τέτοιο εύρος χώρου και πλήθος κόσμου. Πολλοί μάλιστα είχαν μαζί τους τρανζίστορ συντονισμένα στο Β’ πρόγραμμα και στην αναμετάδοση της συναυλίας. Κανείς δεν νοιάστηκε μέσα σε τέτοιο κλίμα!
Γύρω στις 10:15 μ.μ. και ενώ είχε αρχίσει να δημιουργείται το αδιαχώρητο εμφανίσθηκε η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, η οποία τραγούδησε παλιά τραγούδια της δεκαετίας του ’40 και του ’50. Ακολούθησε ο Βαγγέλης Γερμανός με την Κρουαζιέρα και την Μπανιέρα.
Κατόπιν «έδωσε ρέστα» ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος ξαφνιασμένος από το μεγάλο πλήθος, είπε από μικροφώνου: «Είναι απίστευτο. Είστε όλοι εδώ. Νομίζαμε ότι ήταν πάρτυ – βεγγέρα, αλλά διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για υπερπαραγωγή της Φίνος Φιλμ».
Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα με την πανσέληνο πιάτο, εμφανίστηκε ένα τρεχαντήρι και μια ψαρόβαρκα με κανταδόρους και τη μαντολινάτα του Φώτη Αλέπωρου.
Τι είπε ο Λουκιανός; «Δεν ξέρω αν το επιχειρήσω άλλη φορά στη Βουλιαγμένη, αλλά μία παρόμοια εκδήλωση θα ήθελα να ξαναγίνει.
Όπως δήλωσε και ο ίδιος ο Λουκιανός: «… ήταν μία ευτυχισμένη στιγμή, ήταν ο κόσμος σε ένα άλλο μήκος κύματος, είχε μία άλλη ξενοιασιά, μια άλλη ανάγκη.
Από τότε έχουν γίνει πολλές συναυλίες, φεστιβάλ και μουσικά θεάματα. Μάλιστα ο ίδιος ο Λουκιανός οργάνωσε πανηγυρικό event αναβίωσης το Σάββατο 15 Ιουνίου 2013 στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής. Τίποτα όμως δεν μπορεί να φέρει πίσω την αθωότητα, τη μαγεία, τον αυθορμητισμό και την αίσθηση ελευθερίας που είχε εκείνο το πάρτυ … πίσω στο 1983.