Δ. Σαββόπουλος και Α. Κυριτσόπουλος: Στον Μαγικό Κήπο του Ζωγράφου
Η HuffPost συνάντησε τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Αλέξη Κυριτσόπουλο στην αίθουσα τέχνης «Σκουφά» οπού μιλήσανε για την κοινή τους διαδρομή.
του Γιώργου Μυλωνά
«Σκιτσοσαββοπαιδοζωγραφιές» τιτλοφορείται η έκθεση του Αλέξη Κυριτσόπουλου στην αίθουσα τέχνης «Σκουφά» και ήδη, στον πρωτότυπο τίτλο της, ο ζωγράφος δεν υπαινίσσεται, αλλά δηλώνει την παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου στο έργο του.
Αλλά και ο ανυποψίαστος επισκέπτης που θα χαρεί την έκθεση, αμέσως αντιλαμβάνεται τη μορφή του αγαπημένου τραγουδοποιού. Εικόνες που παραπέμπουν σε κλασικούς πια δίσκους ή αφίσες του Σαββόπουλου, παρουσιάζονται ως απότοκος μιας φιλίας που μετρά πολλά χιλιόμετρα στο κοντέρ κι ακόμη καλά κρατεί. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 με το θρυλικό εξώφυλλο για το «φορτηγό», η παρέα των δύο ανδρών έφερε όμορφες δουλειές.
Σε αυτό το πνεύμα, ο Γιάννης Καλλιγάς που βρίσκεται στο τιμόνι της γκαλερί, έστησε για το χατίρι της HuffPost ένα τραπέζι, όπου Σαββόπουλος και Κυριτσόπουλος μιλάνε για την κοινή τους διαδρομή. Με ομηρικό τρόπο, ο Κυριτσόπουλος «βάζει» το χρώμα και ο Σαββόπουλος φέρνει ζώντες και τεθνεώτες μαζί – από τον Παπαδιαμάντη και τον Τσαρούχη ως τον Φασιανό και τον Ψυχοπαίδη -, στην παρέα της Σκουφά.
– Κύριε Σαββόπουλε ξέρετε να αφηγείστε ιστορίες. Αν πηγαίνατε πίσω, πώς θα ξεκινούσε η ιστορία σας με τον Αλέξη Κυριτσόπουλο;
(ξαφνικά, με δυνατή φωνή)
Ήμουν παιδί στα 18
δεν είχα που να κοιμηθώ
ούτε να φάω ή να πλυθώ
ωσότου βρήκα αδελφό∙
τον Κυριτσόπουλο – και τον ευχαριστώ!
– … (γέλια). Πόσα χρόνια πριν, πού πάμε ακριβώς;
Έχουμε διαδρομή μαζί πάνω από μισό αιώνα… και εύχομαι έτσι να συνεχίσει. Πού έχουμε γνωριστεί; Ο Τεγόπουλος μαζί με το γιο του Καββαθάκη είχανε κάνει μια εφημερίδα που λεγόταν «Ελεύθερος Τύπος» και ήταν η απογευματινή εφημερίδα της Αριστεράς. Μιλάμε τώρα για το ’63 όπου εγώ τότε έκανα ελεύθερο ρεπορτάζ και ο Αλέκος σκίτσα. Δεν πήγε, όμως, καλά και έγινε η «Δημοκρατική αλλαγή».
– Όπου και συνεχίσατε μαζί;
Όχι, συνέχισα για λίγο ώσπου σταμάτησα. Αλλά δεν έχω απαλλαχτεί από τους δημοσιογράφους, ούτε και οι δημοσιογράφοι από εμένα. Αυτό το λέω επειδή βλέπω συνεχώς στίχους μου να είναι τίτλοι σε εξώφυλλα ή ακόμη και στην τηλεόραση. Για παράδειγμα, άμα θέλουνε να στείλουνε τους ετεροδημότες να ψηφίσουνε, θα πούνε «μ’ αεροπλάνα και βαπόρια»∙ άμα έχει κόσμο η συγκέντρωση «η πλατεία ήταν γεμάτη», κι όταν πάλι δεν έχει κόσμο «η πλατεία ήτανε άδεια».
– Σας ενοχλεί αυτό;
Όχι, δε μ’ ενοχλεί. Μου φαίνεται περίεργο μόνο, αλλά δε μ’ ενοχλεί.
– Οπότε η γνωριμία σας ξεκινά στα γραφεία μιας εφημερίδας.
Τον Αλέκο δεν τον ήξερα ώσπου με πλησίασε και με ρώτησε για έναν κοινό μας φίλο, τον Άλκη Σαχίνη, που αναφέρεται και στα τραγούδια μου «πού ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει» ή και στο «ας κρατήσουν οι χοροί», όπου «ο Άλκης ο μικρός μας». Τον χάσαμε πολύ νέο, θα’ ταν μόλις 30 χρονών παλικάρι. Ήταν, λοιπόν, κοινός μας φίλος αλλά δεν το γνώριζα κι ο Αλέκος αστειευόμενος, μια μέρα μου λέει: «να ρωτήσω τον φίλο μας τον Άλκη, να σου κάνω παρέα ή όχι;». Αλλά στα σοβαρά, ο Αλέκος με περιέθαλψε…
– Δηλαδή;
Είχα έρθει από τη Θεσσαλονίκη, χωρίς νά′ χω πού την κεφαλήν κλίναι! Και ο Αλέκος ήταν ο Αθηναίος που με ζέστανε. Και στο σπίτι του πήγαινα, έκανα μπάνιο εκεί… κυρίως αυτή η ζεστασιά, το ενδιαφέρον ενός ανθρώπου, καθώς δεν ήξερα εδώ κόσμο. Με τον Αλέκο, λοιπόν, γίναμε φίλοι το ’63.
– Και η συνεργασία πότε ήρθε;
Το ’65 που έβγαλα ένα δισκάκι στον μακαρίτη τον Πατσιφά, στη Λύρα. Το πρώτο εξωφυλλάκι – μιλάω τώρα για 45άρια, τα λεγόμενα extended, όπου είχαν δύο τραγούδια στη μια πλευρά και δύο στην άλλη – τo κανε με μια φωτογραφία ο Άλκης ο Σαχίνης. Το δεύτερο, που βγήκε επειδή πήγε καλούτσικα το πρώτο – φθινόπωρο πια του ’65 -, το σχεδίασε ο Αλέκος. Ένα ωραίο εξωφυλλάκι, που δυστυχώς δεν τό ′χω. Και μετά, κάναμε το «φορτηγό» (1966) που θεωρείται – και είναι – εξώφυλλο εμβληματικό. Μέχρι τότε τα εξώφυλλα που κάνανε, θα ήτανε φωτογραφίες ή, αν ήταν πιο βαθυστόχαστος ο δίσκος, θα′τανε κάνας πίνακας του Μόραλη ή του Τσαρούχη. Νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που είχαμε ειδικό εξώφυλλο από σχεδιαστή∙ από άνθρωπο που ασχολιόταν με το design.
– Δίνατε πλήρη ελευθερία ή συζητούσατε μαζί κάποια ιδέα;
Νομίζω το συζητούσαμε, αλλά βασικά, ο Αλέκος το έκανε…
(μπαίνει στην κουβέντα ο Αλέκος Κυριτσόπουλος)
Α.Κ. Δεν συζητούσαμε ακριβώς. Ο Διονύσης ήταν επάνω στο τραπέζι που σχεδίαζα, πάταγε (χτυπώντας το ξύλο) κι εγώ σχεδίαζα. Τώρα, αυτό πώς είναι συζήτηση, είναι άλλο θέμα… (γέλια)
– Και στην εφημερίδα όπου δουλεύατε, σε παλιότερη συνέντευξη, περιγράφετε έναν «πληθωρικό» Σαββόπουλο που έβρισκε ηρεμία μόνο όταν έγραφε μουσική, κρυφά από τον Διευθυντή σας.
Δ.Σ. Αυτός ήταν ο Μάνος και ήταν ο «καπετάνιος» της εφημερίδας (παρεμβαίνει ο Κυριτσόπουλος: που τον αγαπούσε ιδιαιτέρως!). Τώρα εγώ δεν είχα κλείσει ακόμη τα 18! Όλο και ξέκλεβα λίγο χρόνο από το χαμαλίκι της δουλειάς να γράψω καμιά νότα.
Α.Κ. Έκανε δηλαδή αυτό που κάναμε στο σχολείο: σήκωνε το χαρτί του ρεπορτάζ – ας το κάνει ο Θεός! – κι από κάτω έγραφε νότες. Οπότε, μπαίνει μέσα ο άλλος: πάλι νότες γράφεις Σαββόπουλε; – Μάλιστα κύριε Γυμνασιάρχα. Ακόμη τόχω ζωντανό το «δράμα» μπροστά μου… (γέλια)
– Εκτός από δουλειά, βόλτες δεν είχε;
Δ.Σ. Βέβαια, κάναμε παρέα με τον Ανδρέα τον Στάικο, τον Κοσμά τον Ψυχοπαίδη και με τον μικρότερο (εννοεί τον ζωγράφο Γιάννη Ψυχοπαίδη). Ταβέρνες, ταβέρνες…
Α.Κ. Και το «Βυζάντιο» (συμπληρώνει ο ζωγράφος, μιλώντας για το θρυλικό καφέ στην πλατεία Κολωνακίου).
– Ωραίες εποχές, αν και δύσκολες…
Δ.Σ. Βέβαια, δύσκολες εποχές. Μας έλειπαν πολλά και δε μας έλειπε τίποτα. Και μετά, ήρθε μια εποχή που τά’ χαμε όλα… και δεν είχαμε τίποτα! Πρέπει κανείς να κοιτά την ουσία… όσο μπορεί.
– Τώρα, λέτε, η ουσία διαφεύγει;
Ναι, διαφεύγει η ουσία. Δεν είχα τίποτα δηλαδή και ήμουν πιο κοντά στον εαυτό μου…. τώρα που μου τα θυμίζετε. Κάποιος, από αυτούς που μαζεύουν απορρίμματα – δε θυμάμαι τ’ όνομά του -, μου έστειλε ένα cd, μέσω ενός γνωστού, όπου ακούω τον εαυτό μου να τραγουδάει τότε.
– Και σας ξένισε;
Πάρα πολύ! Αυτό που θα πω όμως είναι αντίθετο με αυτό που έλεγα πριν. Εκεί πέρα σε αυτό που άκουγα, τραγουδούσα σαν αυτός που νόμιζα ότι ήμουν, ενώ τώρα τραγουδάω πιο κοντά σε αυτό που είμαι. Βλέπετε τι περίεργο; Ενώ ήμουνα κοντά στην ουσία… υπήρχε κι ένα φάντασμα. Εδώ τώρα αυτό το φάντασμα είναι πιο χλωμό.
– Πότε είναι καλύτερο το άκουσμα;
Ε να, πρέπει να πούμε ότι κι ο ένας κι ο άλλος έχουν τα καλά τους και τα κακά τους. Κι εκείνο είχε ενέργεια (εδώ βγαίνει τραγουδιστά «ενέργειααα»), ένα πάθος, ενώ τώρα αυτό… τι να σας πω; Άλλες φορές αισθάνομαι πιο κοντά στην καρδιά μου, άλλες φορές πιο μακριά. Αλλά το ξέρω αυτό.
– Με τον Κυριτσόπουλο τι νοσταλγείτε περισσότερο;
(απευθύνεται στο ζωγράφο) Εκείνο το ουζάδικο απέναντι από το παλιό σου σπίτι, πώς το λέγανε;
A.K. Δερβένι το λέγαμε εμείς.
Δ.Σ. Εκεί ήταν το στέκι μας, μαζί με τον Στάικο, τον Ράμφο και τον Κοσμά (ενν. τον Ψυχοπαίδη). Ένα άλλο ωραίο ήταν, όταν βρεθήκαμε στο Παρίσι. Πηγαίναμε σε ένα καφέ, που λεγόταν Saint-Claude, ακριβώς απέναντι απ’ το Saint-Germain. Τώρα πια δεν υπάρχει. Εκεί μαζευόμασταν οι Έλληνες και τη βγάζαμε με ένα καφέ ως το βράδυ καθότι άνεργοι. Υπήρχε ένα φλιπεράκι, ερχόταν κι ο Αλέκος ο Φασιανός πάντα με ένα καφέ. Εγώ δεν έμαθα ποτέ μου γαλλικά, ενώ αυτοί ξέρανε (ρίχνοντας βλέμμα στον Κυριτσόπουλο). Το μόνο που έμαθα ήταν de pies s’il vous plaît (ψιλά/κέρματα παρακαλώ) για να παίξω το φλιπεράκι ή gauloises s’il vous plaît (μάρκα τσιγάρων) για να καπνίσω.
Πραγματικά, νοσταλγώ εκείνο το καφενείο. Και μετά από χρόνια διαβάζω το περίφημο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Τα ρόδινα ακρογιάλια». Εκεί, ένας από τους ήρωες έχει το παρατσούκλι «Αγάλος», γιατί είχε πάει στη Γαλλία και ήθελαν να τον κάνουν καθολικό. Αυτός αρνήθηκε λοιπόν, και τον ελέγανε Αγάλο στη Σκιάθο. Είχε πέσει σε αμαρτίες με παλιογυναίκες και τα συναφή και σύχναζε σε ένα καφενείο, στον Άγιο Κλαύδιο, ακριβώς απέναντι, λέει, από την εκκλησία του αγίου Γερμανού. Ήταν το ίδιο καφενείο! Αισθάνθηκα σα να είμαστε με τον Αλέκο τον Κυριτσόπουλο στο Saint-Claude και να μπαίνει ο Παπαδιαμάντης! Ερχόντουσαν κι άλλοι ωραίοι, ο Τσαρούχης…
Α.Κ. O Calder (συμπληρώνει, εννοώντας τον Alexander Calder)
– Να ιδέα για ομαδικό πορτρέτο. Στο Παρίσι, όμως, βρεθήκατε και σε ταραγμένα χρόνια, ζήσατε τον γαλλικό Μάη.
Δ.Σ. Όταν έγινε ο Μάης το ’68, κλείσανε τα πάντα. Έφυγα την ημέρα της μεγάλης αντιδιαδήλωσης του Ντε Γκώλ. Εμείς σιτιζόμασταν στο φοιτητικό με ένα φράγκο, αλλά με τα γεγονότα είχε κλείσει κι αυτό. Είχε παραλύσει όλη η πόλη! Δεν ξέραμε πια τι να κάνουμε εκεί πέρα. Κι έφυγα με την Άσπα με οτοστόπ πάλι, οπότε και ξαναπήρα το φορτηγό στη ζωή μου. Κατευθυνθήκαμε στο Μιλάνο, όπου έμενε η αδελφή της ως να δούμε τι θα κάνουμε. Και φτάσαμε εκεί πέρα, αλλάζοντας συνεχώς αυτοκίνητα, διότι η Άσπα παρακαλούσε συχνά για στάση ώστε να κάνει εμετό – ήταν έγκυος και δεν το ξέραμε!
– Μετανιώσατε που φύγατε;
Από που;
– Από το Παρίσι, ας πούμε;
Όχι, δεν το μετάνιωσα γιατί ήρθε η εγκυμοσύνη. Τι έπρεπε να κάνουμε; Ή να προχωρήσουμε σε άμβλωση ή να γυρίσουμε στην Αθήνα. Επιστρέψαμε και ήρθε ο Κορνήλιος, ο μεγάλος μας γιος∙ όχι, δε μετάνιωσα. Βέβαια, πάντοτε με έτρωγε… γύρισα στην Αθήνα και έκανα το «Περιβόλι του τρελλού», το οποίο έκανε διεθνές σουξέ λόγω του «Ντιρλαντά» και της «Συννεφούλας». Είχα αρχίσει το δίσκο στο Μιλάνο και σκέφτομαι καμιά φορά αν είχα κάτσει εκεί; Αν έμενα στο Μιλάνο και γινόταν εκεί ο σαματάς; Μήπως θα ήταν αλλιώς η καριέρα μου; Αλλά τι θα ήταν αλλιώς! Εγώ δε θα μπορούσα να γράψω ή να μιλήσω αγγλικά. Όχι, νομίζω τα πράγματα ήρθαν όπως έπρεπε.
– Κι εμείς έτσι λέμε. Εκτός από το εμβληματικό, όπως το χαρακτηρίσατε, εξώφυλλο για το φορτηγό, θυμάστε κάτι άλλο, βλέποντας τα έργα τριγύρω μας;
Άμα σταθείς στη μέση της έκθεσης αισθάνεσαι ότι είσαι σε κήπο. Κι άμα πας από κοντά, η καθεμιά από τις εικόνες είναι ένα μαγικό παράθυρο. Δεν απευθύνεται τόσο στο μάτι, όσο στην ψυχή. Είναι θαυμάσια η δουλειά του Αλέκου!
Ξαναγυρίζω πίσω στο Παρίσι και τον Τσαρούχη που ερχόταν στο Saint-Claude και το γαλλικό Μάη όπου γίνονταν καταλήψεις. Οι δικοί μας, λοιπόν, μαζευτήκανε μαζί με άλλους και κατέλαβαν τη Beaux-Arts. Οι άλλες μειονότητες που συμμετείχαν στην κατάληψη, όπως οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι, έφερναν και καμιά διασημότητα που είχε μετοικήσει στο Παρίσι. Οι Έλληνες, λοιπόν, πήρανε τον Γιάννη τον Τσαρούχη στην Καλών Τεχνών. Λέει ο κυρ-Γιάννης (αφηγείται ψευδίζοντας, όπως ο Τσαρούχης):
– Και τώ(γ)α εσείς θα μένετε εδώ συνέχεια;
– (με γροθιά ανασηκωμένη υποδυόμενος τους εξεγερμένους ) Ναι, εδώ θα μείνουμε!
– Και δε θα φύγετε ποτέ;
– Όχι, κανείς δε θα μας πάρει από εδώ!
– Και σε όλη σας τη ζωή εδώ θα…;
Ναι, άμα χρειαστεί!
Μα εδώ οι μεγαλύτε(γ)οι ζωγάφοι δε βλέπαν την ώ(γ)α για να σηκωθούν να φύγουν κι εσείς θέλετε να μείνετε! … για πάντα;
(γέλια)
Α.Κ. Ο φίλος μας ο Στάικος, που ανέφερε ο Διονύσης, σήμερα είναι θεατρικός συγγραφέας και εξαιρετικός μεταφραστής των γαλλικών. Τότε, λοιπόν, στο Παρίσι δεν ήξερε καθόλου τη γλώσσα, δηλαδή ούτε καν τα gauloises! Πήγαινε στα οδοφράγματα και ήταν τέτοια η άγνοιά του, που φωνάζανε οι Γάλλοι ΚΑΤΩ… κι ο Ανδρέας στεκόταν εκεί, επάνω μονάχος!
– Πρόσφατα μόλις, είχαμε στο γαλλικό Ινστιτούτο αφιέρωμα στο Μάη του ’68 κι αναρωτιέμαι κ. Σαββόπουλε επειδή είπατε πως η ουσία σήμερα διαφεύγει: τι έχει μείνει, λοιπόν, από εκείνες τις μέρες; Σας ρωτώ γιατί σε παλιότερες συνεντεύξεις σας πιστεύετε στην Ευρώπη κι έχετε δηλώσει πως θα έχει μιαν «Αναγέννηση».
Ναι, αφού πρώτα όμως περάσει ένα μεσαίωνα! Απ΄το γαλλικό Μάη και από εκείνα τα κινήματα γενικώς του ’60… πολιτικά απέτυχε. Όλες εκείνες οι κινήσεις απέτυχαν πολιτικά. Πολιτιστικά όμως άφησαν μεγάλο καρπό. Όλα αυτά που ονομάζουμε ανθρώπινα δικαιώματα, η ισότητα των φύλων, οι μειονότητες κι όλες οι μεγάλες φυσιογνωμίες εκείνων των κινημάτων έμειναν σαν σύμβολα. Ο Τσε δεν έκανε αυτό που ήθελε να κάνει… έφυγε από την Κούβα! Τα νερά της φουσκοθαλασσιάς τραβήχτηκαν, αλλά το σημάδι στο βράχο που φτάσανε αυτά τα νερά, υπάρχει εσαεί∙ είναι εκεί το σημάδι.
– Εσείς έτσι αισθάνεστε, σπόρος αυτής της γενιάς;
Εγώ έτσι αισθάνομαι, αλλά νομίζω και ο Αλέκος μαζί, περιέχουμε μια παράδοση μέσα μας∙ μια, νομίζω, ελληνική παράδοση. Έναν τρόπο σκέψης, δηλαδή μια αισθητική, η οποία έχει να κάνει με τον τόπο μας. Πιστεύουμε, νομίζω, στο συγκεκριμένο. Και μάλιστα, θεοποιούμε το συγκεκριμένο. Και αισθανόμαστε, επειδή είμαστε Έλληνες, ότι αυτό είναι το ενδιαφέρον: να ιεροποιείς το συγκεκριμένο, ενώ το θεϊκό πρέπει να εξανθρωπίζεται. Αλλά νομίζω το βάρυνα τώρα…
– Για να το ελαφρύνουμε, λοιπόν, ο Κυριτσόπουλος έχει πει για σας ότι έχετε μέσα σας την παιδική γιορτή, το πανηγύρι.
Εγώ είμαι αρκετά παιδικός και θα ήθελα να γίνω και περισσότερο∙ θα ήθελα όμως και να ωριμάσω κιόλας. Δεν ξέρω ο Αλέκος πώς αισθάνεται επ’ αυτού; Αισθάνεται ωριμότερος; Γιατί παιδικός είναι, με την έννοια της ανοιχτοσύνης, της χαράς, του χρώματος.
– Προηγουμένως είπατε ότι έχετε έρθει πιο κοντά σε σας. Άρα, είστε πιο ώριμος, έτσι δεν είναι;
Μπράβο, έτσι τουλάχιστον ελπίζω.
– Εσείς, κύριε Κυριτσόπουλε;
Εγώ τί; αν αισθάνομαι πιο ώριμος; Δεν ξέρω∙ έχω αφοσιωθεί τόσο πολύ σε αυτά που λέει ο Διονύσης που έχω ξεχάσει ποιος είμαι, τι κάνω! Είναι το ίδιο πράγμα με τις συναυλίες του που πήγαινα, τον έβλεπα και ξέχναγα που είμαι… τέτοια! Με την κουβέντα, όμως, μου ήρθε στο νου μια εικόνα όταν επέστρεψα από τη Γαλλία. Ήταν στο στρατιωτικό νοσοκομείο για να πάρει απαλλαγή και όταν ήρθα, τον βρήκα σε ένα κρεβάτι, σαν πολυθρόνα με ρόδες, όπου γύριζε μες στους διαδρόμους του νοσοκομείου – με το κρεβάτι μαζί – φωνάζοντας: ήρθε ο φίλος μου, ήρθε ο φίλος μου! (γέλια)
– Για το κλείσιμο της ιστορίας, αν φιλοτεχνούσατε το πορτρέτο του «αδελφού» Κυριτσόπουλου, τι χρώμα θα βάζατε ή τι θα λέγατε γι’ αυτόν;
Θα σας έλεγα ότι είναι διαρκώς ο καινούργιος παιδικός μου φίλος.
Η έκθεση Ζωγραφιές με παρέες – Σκιτσοσαββοπαιδοζωγραφιές θα διαρκέσει έως και το Σάββατο, 14 Απριλίου, Σκουφά 4, Κολωνάκι. Ευχαριστούμε την γκαλερί «Σκουφά» για τη φιλοξενία και την επιμελήτρια Άννα Χασανάκου για τις φωτογραφίες.