Ρεμπέτικο: Μια ξενάγηση στην πρώτη μεγάλη έκθεση του 2022
Κεντρική φωτό: Πάνος Χαραλάμπους, ΑBSTRACT ZEYBEK (video stills from PSYCHAGOGIA I, Artio Gallery, 1993)
Σύγχρονοι και παλιοί καλλιτέχνες εμπνέονται από το πιο σημαντικό μουσικό ρεύμα της Ελλάδας.
Από την Αργυρώ Μποζώνη
«Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα –τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας– για τη σύνθεσή της; Ποια μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ’ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ’ το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωση πέρ’ απ’ τις σπασμένες αρχαίες κολόνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό», έλεγε για το ρεμπέτικο ο Μάνος Χατζιδάκις στην ιστορική του διάλεξη στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν το 1949.
Στις αρχές Φεβρουαρίου, ένα αεράκι θα φυσήξει στην Αθήνα για να συνοδεύσει το «μεγάλο νεοελληνικό πολιτιστικό γεγονός», το ρεμπέτικο, όπως πολύ ωραία το έχει χαρακτηρίσει ο συνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης. Θα ξεκινήσει η πρώτη μεγάλη έκθεση του ΟΠΑΝΔΑ για το 2022 «Ρεμπέτικο», για να κοιτάξουμε προσεκτικά μέσα στο πλαίσιο της εποχής μας την αξία του, να γνωρίσουμε ή να αγαπήσουμε ξανά την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει.
Μαζί με τα έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, καταξιωμένων και ανερχόμενων, που τα περισσότερα έχουν δημιουργηθεί για την έκθεση, θα παρουσιαστούν και ιστορικά έργα διακεκριμένων καλλιτεχνών, οι οποίοι είχαν ασχοληθεί με το ρεμπέτικο, όπως οι Τάσσος, Τσαρούχης και Σικελιώτης, ενώ θα παρουσιαστεί αρχειακό υλικό σχετικά με το ρεμπέτικο.
Η ομαδική εικαστική έκθεση «Ρεμπέτικο» είναι μια έκθεση για την αγάπη, τη φυγή και όλες τις έννοιες, τις μνήμες και τους συμβολισμούς που το συνοδεύουν. Είναι μια έκθεση για το «χαροποιό πένθος», δηλαδή για τον καημό και το βάσανο, το παράπονο και το πάθος, το βάρος στην ψυχή, και θα πραγματοποιηθεί στις δυο αίθουσες της Πινακοθήκης του Δήμου Αθηναίων, στο Μεταξουργείο (Κτίριο A και Κτίριο Β), στο Κέντρο Τεχνών, στο Πάρκο Ελευθερίας και στο Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας».
Το ρεμπέτικο, που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, απέκτησε τη γνώριμη μορφή του περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα και εξελίχθηκε στα λιμάνια πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, αναπτύχθηκε μετά το 1922 με την άφιξη των Μικρασιατών στην Ελλάδα και πλέον ανήκει επίσημα στον κατάλογο μνημείων άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco, εμπνέει το έργο συνολικά 48 εικαστικών.
Μαζί με τα έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, καταξιωμένων και ανερχόμενων, που τα περισσότερα έχουν δημιουργηθεί για την έκθεση, θα παρουσιαστούν και ιστορικά έργα διακεκριμένων καλλιτεχνών, οι οποίοι είχαν ασχοληθεί με το ρεμπέτικο, όπως οι Τάσσος, Τσαρούχης και Σικελιώτης, ενώ θα παρουσιαστεί αρχειακό υλικό σχετικά με το ρεμπέτικο.
Στόχος της έκθεσης και της συνοδευτικής έκδοσης είναι να εικονοποιήσουν το ρεμπέτικο και τη μυθολογία του μέσα από μια σύγχρονη οπτική. Πώς ένας σύγχρονος εικαστικός μπορεί να συνδεθεί συναισθηματικά και να αποδώσει μέσα από εικόνες τα ρεμπέτικα τραγούδια, που, σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, είναι «τα άσματα των πληγωμένων, απλών, αγνών και αισθαντικών ψυχών της Ελλάδος»;
Μια διαφωτιστική κουβέντα με τον Χριστόφορο Μαρίνο, επιμελητή της έκθεσης, μας δίνει μια αίσθηση και τον τόνο της έκθεσης που θέλει να συνδέσει τους κατοίκους της πόλης με το ρεμπέτικο και τις ιστορίες του.
— Από πού ξεκίνησε η ιδέα να γίνει μια έκθεση για το ρεμπέτικο και τι περιλαμβάνει;
Η ιδέα για μια ομαδική έκθεση με θέμα το ρεμπέτικο ξεκίνησε, αν θυμάμαι καλά, γύρω στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Απλώς τώρα ήρθε η στιγμή –και πιστεύω πως είναι η κατάλληλη– για να υλοποιηθεί αυτή η ιδέα. Η σύλληψη και η υλοποίηση μιας έκθεσης, ενός έργου, γίνονται σε διαφορετικούς χρόνους, όχι απαραίτητα κοντινούς. Θα μπορούσα να πω ότι η ιδέα ξεκίνησε από τα παιδικά μου χρόνια, από τότε που έβλεπα τον πατέρα μου να χορεύει με ένα τραπέζι στο στόμα.
Η έκθεση περιλαμβάνει έργα 48 καλλιτεχνών, που στην πλειονότητά τους είναι σύγχρονοι. Συναντάμε τρανταχτά ονόματα, όπως είναι ο Τσαρούχης, ο Τάσσος και ο Φασιανός, τους οποίους, ομολογουμένως, περιμένεις να δεις σε μια τέτοια έκθεση. Όμως εκείνο που κυρίως με ενδιέφερε ήταν να διερευνήσω πώς η σύγχρονη τέχνη συνομιλεί με το ρεμπέτικο, με ποιον τρόπο οι σύγχρονοι Έλληνες καλλιτέχνες το προσεγγίζουν και το ερμηνεύουν. Γι’ αυτό και τα περισσότερα έργα είναι αναθέσεις και έγιναν ειδικά για την έκθεση. Οι καλλιτέχνες είχαν στη διάθεσή τους έναν ολόκληρο χρόνο για να τα ετοιμάσουν. Το τελικό αποτέλεσμα έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί διακρίνει κανείς συγκλίσεις, ομοιότητες, έως και κοινά μοτίβα. Η ζωγραφική έχει την τιμητική της σε αυτή την έκθεση, η οποία περιλαμβάνει πολλά και διαφορετικά μέσα έκφρασης, όπως είναι η φωτογραφία, η χαρακτική, το βίντεο, η ηχητική εγκατάσταση, η περφόρμανς, το artist’s book.
Η έκθεση περιλαμβάνει έργα 48 καλλιτεχνών, που στην πλειονότητά τους είναι σύγχρονοι. Συναντάμε τρανταχτά ονόματα, όπως είναι ο Τσαρούχης, ο Τάσσος και ο Φασιανός, τους οποίους, ομολογουμένως, περιμένεις να δεις σε μια τέτοια έκθεση. Όμως εκείνο που κυρίως με ενδιέφερε ήταν να διερευνήσω πώς η σύγχρονη τέχνη συνομιλεί με το ρεμπέτικο, με ποιον τρόπο οι σύγχρονοι Έλληνες καλλιτέχνες το προσεγγίζουν και το ερμηνεύουν. Γι’ αυτό και τα περισσότερα έργα είναι αναθέσεις και έγιναν ειδικά για την έκθεση. Οι καλλιτέχνες είχαν στη διάθεσή τους έναν ολόκληρο χρόνο για να τα ετοιμάσουν. Το τελικό αποτέλεσμα έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί διακρίνει κανείς συγκλίσεις, ομοιότητες, έως και κοινά μοτίβα. Η ζωγραφική έχει την τιμητική της σε αυτή την έκθεση, η οποία περιλαμβάνει πολλά και διαφορετικά μέσα έκφρασης, όπως είναι η φωτογραφία, η χαρακτική, το βίντεο, η ηχητική εγκατάσταση, η περφόρμανς, το artist’s book.
— Πώς εντάσσουμε το ρεμπέτικο και πώς το συνδέουμε σήμερα με τη σύγχρονη τέχνη;
Το ρεμπέτικο μπορεί να συνδεθεί με τη σύγχρονη τέχνη με τον ίδιο τρόπο που οι αγγλοσάξονες συνδέουν το ροκ και το πανκ –τη δική τους μουσική κληρονομιά– με τα εικαστικά. Θυμίζω ότι πολλά μουσεία και κέντρα τέχνης του εξωτερικού, από το MCA Chicago και το MACBA, έως το Barbican και το ICA του Λονδίνου, έχουν φιλοξενήσει εκθέσεις που διερευνούν τη σχέση του ροκ με τα εικαστικά. Οι Έλληνες επιμελητές πρέπει να προσεγγίσουν ακομπλεξάριστα την πολιτιστική μας κληρονομιά. Και το ρεμπέτικο, εν προκειμένω, αποτελεί σημαντικό μέρος της. Θυμίζω, επίσης, ότι έχει ήδη μελετηθεί μέσα από εκθέσεις το «αθηναϊκό underground» και η «αντικουλτούρα» στην Ελλάδα μετά το 1980. Ήρθε λοιπόν η στιγμή να εξετάσουμε και το ρεμπέτικο σε σχέση με τη σύγχρονη τέχνη.
— Τι επίδραση έχει σήμερα το ρεμπέτικο και πώς το αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές;
Η επίδραση του ρεμπέτικου στις νεότερες γενιές μοιάζει να είναι ισχυρή. Παρατήρησα ότι κατά τη διάρκεια των δύο lockdown πολλοί ήταν αυτοί –άτομα της ηλικίας μου αλλά και νεότερα– που αναρτούσαν βιντεάκια με ρεμπέτικα. Σε μια δύσκολη περίοδο, αυτά τα τραγούδια λειτούργησαν σαν αποκούμπι.
Εκεί όμως που φαίνεται πιο έντονη η επίδραση είναι στους μουσικούς, κάποιοι από τους οποίους είναι εικαστικοί, όπως οι Callas, ή φλερτάρουν και με τα εικαστικά. Αναφέρω ενδεικτικά τους Κωνσταντίνο Βήτα, Εισβολέα, Λένα Κιτσοπούλου, Άγγελο Κράλλη (CHICKN), Λόλεκ, Μόνικα, Νέγρο του Μοριά, Σεμέλη Παπαβασιλείου, Tasos Stamou. Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται το ρεμπέτικο ως ανεκτίμητη και ζωντανή κληρονομιά, ως εργαλείο το οποίο μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να δημιουργήσουν κάτι νέο. Όπως γράφει και ένα σύνθημα που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο (βγαίνει και σε Τ-Shirt), «REBETES NOT DEAD»!
— Πώς συνδεόμαστε σήμερα με το ρεμπέτικο μέσα από αυτήν τη μεγάλη έκθεση-διοργάνωση και ποια είναι τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της;
Πολλοί από τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες συνδέθηκαν συναισθηματικά με το ρεμπέτικο και η έκθεση στάθηκε αφορμή για να εξερευνήσουν τις ρίζες τους. Για παράδειγμα, το έργο του Γιάννη Θεοδωρόπουλου αναφέρεται στον Πίκινο, ο οποίος ήταν συγγενής του και μαχαιρώθηκε «μπαμπέσικα» το 1931 στην οδό Ακάμαντος στο Θησείο. Η Μαρία Τσάγκαρη, από την άλλη, μελέτησε την ιστορία του ρεμπέτη προπάππου της, του βιολιστή Νίκου Συρίγου, γνωστού και ως Σαντορινιού ή Σαντορινάκη. Η Κατερίνα Ζαχαροπούλου, με το έργο «Ο μπουφές της Ρόζας», εξετάζει την περίπτωση της Εσκενάζυ, ανασύροντας προσωπικές οικογενειακές ιστορίες και αναμνήσεις, κυρίως από τον πατέρα της, ο οποίος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1922 και αργότερα έζησε στον Πειραιά και στην Καισαριανή. Αυτή η ιδιαίτερη, προσωπική σχέση των καλλιτεχνών με το ρεμπέτικο γίνεται περισσότερο εμφανής στα σύντομα κείμενα που κλήθηκαν να γράψουν για τον δίγλωσσο κατάλογο της έκθεσης. Αντίστοιχα, θέλω να πιστεύω ότι πολλοί επισκέπτες θα συναντήσουν εικόνες και ήχους που θα διεγείρουν τις αισθήσεις τους και θα τους συγκινήσουν, ακριβώς γιατί θα εντοπίσουν αφηγήσεις που σχετίζονται με το παρελθόν ή το παρόν τους.
Πέρα από τα ίδια τα έργα, μπορώ να αναφέρω δύο σημεία της έκθεσης που παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Το πρώτο είναι η συμμετοχή του αινιγματικού ρεμπέτη Κώστα Μπέζου (1905-1943), ο οποίος ηχογραφούσε με το ψευδώνυμο Α. Κωστής και εκτός από τραγουδοποιός ήταν και σκιτσογράφος. Προς έκπληξή μου, ανακάλυψα ότι η Πινακοθήκη του δήμου έχει στη συλλογή της μια σειρά γελοιογραφίες του Μπέζου, τις οποίες και θα εκθέσουμε. Το δεύτερο σημείο είναι μια επιμελητική χειρονομία, φαινομενικά απλή αλλά γεμάτη συμβολισμούς. Στο φουαγιέ του Θεάτρου Ολύμπια, όπου τα τελευταία χρόνια έχει στηθεί μια έκθεση με φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα της Μαρίας Κάλλας, θα ήθελα να συμπαραθέσω μια προθήκη με δίσκους και προσωπικά αντικείμενα της Σωτηρίας Μπέλλου. Η προθήκη αυτή ανήκει στον ΟΠΑΝΔΑ και εκτίθεται μόνιμα στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα». Όπως είπα, η χειρονομία είναι απλή, αφού συνίσταται στη μετακίνηση μιας προθήκης από έναν χώρο σε έναν άλλο. Οδηγεί όμως στη συνεύρεση δύο μεγάλων προσωπικοτήτων του 20ού αιώνα. Βάζοντας την Μπέλλου δίπλα στην Κάλλας, ζωντανεύει το γνωστό τσιτάτο του Τσαρούχη: «Αγαπώ την Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται γι’ αυτό να καταλάβουν τι μου συμβαίνει».
Έναρξη έκθεσης: Αρχές Φεβρουαρίου (η ακριβής ημερομηνία θα ανακοινωθεί)
Χώροι διεξαγωγής: Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, Μεταξουργείο (Κτίριο A και Κτίριο Β), Κέντρο Τεχνών, Πάρκο Ελευθερίας, Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» (Ακαδημίας 59-61)
Συμμετέχοντες καλλιτέχνες: Σώτος Αλεξίου, Γιάννης Βαρελάς, Φίλιππος Βασιλείου, Αντώνης Βολανάκης, The Callas, Βασίλης Γεροδήμος, Φοίβη Γιαννίση, Απόλλωνας Γλύκας, Κατερίνα Ζαχαροπούλου, Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Charles Howard (1936-2021), Ανέστης Ιωάννου, Γιώργος Ιωάννου (1926-2017), Γιώργος Κόντης, Αλέξανδρος Κορογιαννάκης (1906-1966), Πάνος Κουτρουμπούσης (1936-2019), Σταμάτης Λαζάρου (1916-1988), Εσθήρ Λέμη, Ανδρέας Λόλης, Μαρία Λουίζου, Δημήτρης Μεράντζας, Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη, Κώστας Μπέζος (1905-1943), Μυρτώ Ξανθοπούλου, Λάμπρος Ορφανός (1916-1995), Άγγελος Παπαδημητρίου, Νίκος Παπαδόπουλος, Ηλίας Παπαηλιάκης, Ρένα Παπασπύρου, Τάσος Παυλόπουλος, Cacao Rocks, Γιώργος Σικελιώτης (1917-1984), Ηλίας Σιψάς, Σπύρος Στάβερης, Άσπα Στασινοπούλου (1935-2017), Τάσσος (1914-1985), Πέτρος Τουλούδης, Νίκος Τρανός, Μαρία Τσάγκαρη, Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), Κώστας Τσώλης, Αλέκος Φασιανός, Πάνος Χαραλάμπους, Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, Μάριος Χατζηπροκοπίου, Θάλεια Χιώτη, Κώστας Χριστόπουλος, Αλέξανδρος Ψυχούλης
Διοργάνωση: Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ), πρόεδρος: Νίκη Αραμπατζή
Επιμέλεια έκθεσης: Χριστόφορος Μαρίνος, επιμελητής εκθέσεων και δράσεων του ΟΠΑΝΔΑ
Βοηθός επιμελήτρια: Εβίτα Τσοκάντα
Η έκθεση συνοδεύεται από δίγλωσσο κατάλογο 200 σελίδων, ο οποίος περιλαμβάνει κείμενα των συμμετεχόντων καλλιτεχνών, προσκεκλημένων συγγραφέων (Νίκη Γιάνναρη, Χρήστος Δερμεντζόπουλος, Μάκης Μαλαφέκας, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Θεόφιλος Τραμπούλης) και μελετητών του ρεμπέτικου, όπως ο Κώστας Βλησίδης, η Gail Holst-Warhaft, ο Tony Klein, ο Γιώργος Κοντογιάννης και η Gaia Zaccagni. Όλα τα κείμενα εστιάζουν στη σημασία του ρεμπέτικου σήμερα.
Σχεδιασμός καταλόγου: Studio Lialios Vazoura