«Η προσωπικότητα και το έργο του Γιάννη Χρήστου φλερτάρουν με τον μύθο»

Του Παναγιώτη Θεοδοσίου

Με τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο γνωριζόμαστε πολλά χρόνια· πάνω από είκοσι. Από την εποχή, θυμάμαι, που έγραφε το λιμπρέτο της όπερας «Οι Δαιμονισμένοι» και συνάμα μού είχε διαβάσει ένα απόγεμα στο γραφείο του το διήγημα «Παράκλησις ευσεβούς Διαβόλου», που μόλις είχε γράψει και λίγο μετά εκδόθηκε, μαζί με άλλα, στη συλλογή Ψέματα πάλι (εκδ. Άγρα). Φυσικά ήξερα από την αρχή πως συνδεόταν άμεσα και πολύ στενά με την «Εταιρεία φίλων μουσικής Γιάννη Χρήστου» μα και με την οικογένεια του συνθέτη. Όμως πολύ σπάνια μιλά γι’ αυτό. Και γιατί άλλα ενδιαφέροντα, δημιουργικά θέματα μας απασχολούν στις συναντήσεις μας κάθε φορά, μα και γιατί, όπως λέει πάντα –με μια δόση καυστικού χιούμορ που υπαινίσσεται πολλά– δεν θέλει ποτέ, σε καμιά περίπτωση να παραστήσει τον «Χρηστολόγο»· τη στιγμή μάλιστα που δεν είναι ο ίδιος μουσικός.

Διαβάζοντας ωστόσο πριν λίγο καιρό ένα άρθρο του σχετικά με τη γνωριμία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, σε σχέση με τον Γιάννη Χρήστου, εντυπωσιάστηκα όχι μόνο από το πόσο καλογραμμένο ήταν –φυσικό για έναν λογοτέχνη–, μα από τη ζωντάνια και την αλήθεια με την οποία παρουσιαζόταν μέσα απ’ τις γραμμές ο αείμνηστος Μάνος. Αυτή κυρίως η αίσθηση μ’ έκανε να ρίξω την ιδέα στον Αλέξανδρο να κάτσει να γράψει ό,τι θυμάται για τον Γιάννη Χρήστου και την «Εταιρεία φίλων μουσικής Γιάννη Χρήστου»· για να μάθουμε κι εμείς κάποια πράγματα από πρώτο χέρι. «Αποκλείεται να γράψω για ένα τέτοιο θέμα. Συζητώντας ίσως, αυθόρμητα οι δυο μας, κάτι μπορεί να γίνει· αν μού βάζεις δύσκολες ερωτήσεις!» είπε. Αυτή την πρόκληση-πρόσκληση, δεν μπορούσα να την αφήσω έτσι αναπάντητη. Στην εποχή μας μάλιστα που είναι τόσο σημαντικό και σπάνιο ν’ ακούς πράγματα αυθεντικά, όσο είναι πανεύκολο να μαγνητοφωνείς, να φωτογραφίζεις και να επικοινωνείς· αν βέβαια θες να επικοινωνήσεις… Και να ’μαστε.

Π.Θ.: Ύστερα από τόσες συζητήσεις που έχουμε κάνει, ομολογώ πως αισθάνομαι πολύ παράξενα μ’ αυτό το μαγνητοφωνάκι, που καταγράφει κάθε λέξη, ανάμεσά μας. 

Α.Α.: Απλώς ας έχουμε την αίσθηση πως έχουν στήσει αυτί και μάς ακούν και κάποιοι άλλοι. Αυτό το πράμα, δεν θέλω να με κάνει να είμαι πιο κουμπωμένος, πιο συγκρατημένος και τελικά λιγότερο ειλικρινής, μα να είμαι όσο γίνεται πιο ανοιχτός, πιο αληθινός και ακριβής. Αλλιώς δεν έχει λόγο να επιχειρήσουμε αυτό που κάνουμε.

Π.Θ.: Σύμφωνοι· ας το προσπαθήσουμε! Πότε ιδρύθηκε λοιπόν η «Εταιρεία φίλων μουσικής Γιάννη Χρήστου»;

Α.Α.: Το 1984.

Π.Θ.: Με σκοπό;

Ο Γιάννης Χρήστου είχε σκοτωθεί, μαζί με τη γυναίκα του, το 1970, σε ηλικία 44 ετών, αφήνοντάς τα όλα ξεκρέμαστα πίσω του, μαζί με τρία μικρά παιδιά.

Α.Α.: Τη διάσωση και τη διάδοση του έργου τού συνθέτη. Ο Γιάννης Χρήστου είχε σκοτωθεί, μαζί με τη γυναίκα του, το 1970, σε ηλικία 44 ετών, αφήνοντάς τα όλα ξεκρέμαστα πίσω του, μαζί με τρία μικρά παιδιά.

Π.Θ.: Τον είχες γνωρίσει;

Α.Α.: Εδώ είναι όλη η ιστορία· και η απάντηση –μάρτυς μου το μαγνητόφωνο!– είναι, όσο κι αν σου φανεί περίεργο, και ναι και όχι…

Π.Θ.: Πώς γίνεται αυτό;

Α.Α.: Απ’ το 1963 μέχρι τον θάνατό του, έμενε στην ακριβώς απέναντι πολυκατοικία από εμάς· Βασιλίσσης Σοφίας 60 και Παπαδιαμαντοπούλου. Στον 5ο όροφο, όπως κι εμείς. Μόνο η Παπαδιαμαντοπούλου, που δεν είναι φαρδύς δρόμος, μας χώριζε. Άρα εγώ, από δέκα δώδεκα χρόνων μέχρι τα δεκαεφτά, τον έβλεπα κάθε μέρα να σουλατσάρει στη μεγάλη του βεράντα, λίγα μέτρα απέναντί μου.

Π.Θ.: Ήξερες ποιος είναι;

Α.Α.: Όχι βέβαια! Ούτε που μ’ ένοιαζε. Εγώ στην αρχή έβλεπα έναν νεανικό, περίεργο, σκουροντυμένο γείτονα, που βημάτιζε σκεφτικός, πάνω κάτω στη βεράντα. Πού και πού έβγαιναν και τρία μικρά παιδιά, μαζί με την γκουβερνάντα τους, που μάλλον τον ενοχλούσαν, και τότε έφευγε και κλεινόταν μέσα πάλι. Μετά κατάλαβα.

Π.Θ.:  Δηλαδή πότε μετά;

Α.Α.: Πολύ συγκεκριμένα, απ’ το καλοκαίρι του ’65. Όταν άρχισαν να γίνονται στο σπίτι ομηρικοί καυγάδες για τη μουσική των «Περσών». Εγώ δεν είχα δει την παράσταση· μα την είχαν δει διάφοροι συγγενείς. Και μια θειά μου, πολύ τζόρας και πολύ θεατρόφιλη –σκέτο θέατρο η ίδια– ήταν έξαλλη, γιατί πολύ την είχε ενοχλήσει που ο χορός παράδερνε, λέει, σαν Dervishes tournants… Αυτό μόνο και μόνο με τσίγκλησε –άκου Dervishes tournants!– και μ’ έκανε να ψάξω και να ρωτήσω ποιος ήταν ο απέναντι, με τα μαύρα ρούχα και με τα σκούρα γυαλιά, που έγραφε μουσική, και κάθε τόσο βημάτιζε αργά, σκεφτικός στη βεράντα. Κι έχοντας μάθει πάνω κάτω ποιος είναι, άρχισα να τον παρατηρώ ακόμα πιο προσεχτικά, στήνοντας καραούλι απ’ το γραφείο μου και βγαίνοντας στη βεράντα μου, όποτε έβγαινε εκείνος στη δική του.

Π.Θ.: Άρα σε έβλεπε…

Α.Α.: Φυσικά και μ’ έβλεπε· γείτονες ήμασταν. Χαιρετιόμασταν μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού. Όταν μάλιστα, τρία χρόνια μετά, αγόρασα μαζί με τον αδελφό μου μια στερεοφωνική εγκατάσταση, πράγμα πολύ σπάνιο τότε –γιατί, μην ξεχνάμε πως είμαστε στο 1968– και άκουγα συνέχεια συμφωνική μουσική μόνο, διευθύνοντας σαν τρελός μια φανταστικήν ορχήστρα κρυμμένη στη μεγάλη πέρα ως πέρα βιβλιοθήκη τού πατέρα μου, με τα ηχεία να παίζουν στο φόρτε τους· τόσο που θα μπορούσα ακόμη και να τον ενοχλώ, όχι μόνο δεν δυσανασχέτησε ποτέ, μα έβλεπα πως, χαμογελώντας, κουνούσε ελαφρά το κεφάλι, κάθε που συναντιόταν οι ματιές μας, σα να επιδοκίμαζε αυτό που έκανα.   

Π.Θ.: Εξαιρετική, άμεση γνωριμία για έναν έφηβο, με τον Γιάννη Χρήστου!

Α.Α.: Πράγματι! Και κυρίως, δεν είχε απολύτως τίποτε το μυθώδες η γνωριμία μου εκείνη· ευτυχώς… Το μυθώδες: Αυτό ακριβώς που έχει στοιχειώσει πάνω του, μισόν αιώνα τώρα· ακόμα κι όταν διάφοροι, άσχετοι, λένε τ’ όνομά του και μόνο· «ο Χρήστου…». Λες και δεν ήταν άνθρωπος ο Γιάννης Χρήστου. Λες κι ήταν κάτι άλλο· και μόλις μιλούμε γι’ αυτόν, πρέπει ν’ αλλάξουμε τον τόνο τής φωνής μας, ν’ αλλάξουμε ύφος και να μιλούμε αλλιώς· έστω κι αν δεν έχουμε ιδέαν, ούτε έχουμε να πούμε απολύτως τίποτε αληθινό και άμεσο… Ευτυχώς, εμένα δε με άγγιξε διόλου, ούτε στιγμή, αυτή η λέπρα. Κι όταν ακούστηκε στη γειτονιά, την επομένη τού Άϊ-Γιαννιού τού ’70, πως σκοτώθηκε σε δυστύχημα με αυτοκίνητο, πολύ λυπηθήκαμε. Το γράψανε κι οι εφημερίδες, χωρίς να ξέρουνε καλά καλά σε ποιον αναφέρονται… Κι όλοι ελπίζαμε πως θα τη γλίτωνε τουλάχιστον η γυναίκα του –η οποία και οδηγούσε το αυτοκίνητο–, η πολύ αγαπητή Θηρεσία, Σία, Χρήστου, που επέζησε αρχικά απ’ τη σφοδρή σύγκρουση. Κατέληξε όμως και αυτή, δύο εβδομάδες μετά. Δυστυχώς –όπως ακούστηκε– λόγω ανεπάρκειας τού Νοσοκομείου, τότε… 

alt

Π.Θ.: Τι κρίμα… Τόσα χρόνια δεν μου τα ’χες πει ποτέ όλα αυτά…

Α.Α.: Ναι κρίμα· γιατί χάθηκε στην πιο παραγωγική στιγμή του ένας νέος δημιουργός. Τότε βέβαια, εκτός από ελάχιστους καλλιεργημένους ανθρώπους, κανείς δεν είχε υποψιαστεί το παραμικρό. Το ζούσα κι εγώ ο ίδιος αυτό, μέσα στο πανεπιστήμιο, όπου η πλειοψηφία είχε μαύρα μεσάνυχτα απ’ όλα αυτά. Εν πάση περιπτώσει έγινε ό,τι έγινε, κι ο Χρήστου ξαφνικά, χάθηκε κι απ’ τη δικιά μου ζωή· καθώς η απέναντι βεράντα έπαψε να έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα. Αντίθετα, ήταν πηγή ενόχλησης, γιατί τα τρία μικρά «Χρηστάκια», που δε μ’ ενδιέφεραν διόλου, όσο μεγάλωναν, τόσο πιο άταχτα και πιο φασαριόζικα γίνονταν. Η διαφορά ηλικίας μας άλλωστε ήταν πολύ μεγάλη. Εκείνα ήσαν δέκα δώδεκα χρόνων παιδιά, ενώ εγώ ήμουν νεαρός άντρας πια· φοιτητής Νομικής, με τις σοβαρές σπουδές μου, ακούγοντας πάντα μόνο κλασική μουσική, κάργα πολιτικοποιημένος λόγω τής χούντας και μονίμως ολοκληρωτικά δοσμένος και χαμένος σε απέραντους, λέει, βαρείς, βαθείς έρωτες, διόλου πλατωνικούς, αν και πλατωνικός, υποτίθεται, εγώ τότε· τρομάρα μου… Μέχρι τις 18 Νοεμβρίου 1973.  

Π.Θ.: 17 Νοεμβρίου· το Πολυτεχνείο…

Α.Α.: Όχι, 18 Νοεμβρίου· την επομένη τού Πολυτεχνείου. Τότε που υπήρχε απόλυτη απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τη δύση τού ηλίου. Νέκρα – για να ολοκληρωθούν πιο εύκολα τα σκοτεινά σχέδια που οδήγησαν τη χώρα εκεί όπου την οδήγησαν, κι εμείς το γιορτάζουμε… Κι εγώ, απ’ τη δύση τού ηλίου, άκουγα στη διαπασών με ανοιχτά παράθυρα, ό,τι Requiem είχα και δεν είχα στη δισκοθήκη μου: Requiem του Μότσαρτ, του Μπερλιόζ, γερμανικό Requiem του Μπραμς, Requiem του Φωρέ, War Requiem του Μπρίττεν… Η μάνα μου πιο μέσα, στ’ άλλα δωμάτια, κόντευε να λαλήσει. Κάποια στιγμή, αργά το βράδυ πια, για ν’ αλλάξω κάπως το κλίμα, έβαλα να παίξει στο πικάπ, την ίδια τη χαρά της ζωής· το κοντσέρτο για piccolo φλάουτο, RN443, του Βιβάλντι. Κι αμέσως, όταν τέλειωσε το κομμάτι, μέσα στη νεκρική σιγή τής βαρειά λαβωμένης Αθήνας, από απέναντι, απ’ τη βεράντα όπου άλλοτε σουλατσάριζε ο Γιάννης Χρήστου, μού απάντησε κάποιος άλλος· παίζοντας εκείνος τώρα, πάλι, απ’ την αρχή, με ανοιχτά παράθυρα, στα σκοτεινά, στο δικό του πικάπ, όσο πιο δυνατά μπορούσε, το ίδιο κοντσέρτο… 

Π.Θ.: Έλα· δεν το πιστεύω, αυτό είναι αδιανόητο!

Α.Α.: Όπως το ακούς· ακριβώς! Ευτυχώς που τότε ήμουν ερωτευμένος ως τα μπούνια πάλι, με μια συμφοιτήτριά μου και δεν έδωσα συνέχεια… 

Π.Θ.: Υπέροχο! Ποιος ήταν τελικά;

Α.Α.: Ένα «Χρηστάκι» ήταν. Το δεύτερο στη σειρά· που φαίνεται πως με είχε βάλει στο μάτι, χωρίς όμως εγώ να το πάρω χαμπάρι στην αρχή, και χωρίς να δώσω καμιά σημασία, για έναν ολόκληρο χρόνο. Απ’ το καλοκαίρι που είχα αρχίσει να μελετώ κιθάρα κι έπαιζα με τις ώρες καθισμένος ακριβώς δίπλα στη τζαμένια μπαλκονόπορτα του γραφείου μου. Άρα με παρακολουθούσε. Την επόμενη χρονιά ωστόσο, στην πρώτη ελεύθερη πλέον πορεία για το Πολυτεχνείο, τον Νοέμβρη τού 1974, την πρόσεξα στη βεράντα της πως δεν κοιτούσε τον κόσμο που εκείνη την ώρα περνούσε απ’ τη Βασιλίσσης Σοφίας για την Αμερικάνικη Πρεσβεία, μα ήταν στραμμένη αντίθετα και κοιτούσε εμένα συνεχώς. Λίγες μέρες μετά, όταν βγήκε στη βεράντα της απέναντι, βγήκα κι εγώ στη δική μου. Κοιτώντας με επίμονα, άναψε προκλητικά τσιγάρο, για να μου δείξει πως μεγάλωσε πια: «Παίζεις κλασική ή ακουστική κιθάρα;» με ρώτησε. «Κλασική» της απάντησα. «Α, τότε πρέπει να έρθω να σ’ ακούσω από κοντά κάποια φορά!» «Έλα τώρα!» της είπα. Και ήρθε. «Πώς σε λένε;» «Χρήστου» μου λέει. «Δε σε ρωτάω αυτό· τ’ όνομά σου ποιο είναι;» «Σάντρα» μου λέει. «Δηλαδή;» «Αλεξάνδρα». «Αλέξανδρος». Αυτό ήταν…  

Π.Θ.: Συνεπώς, αν κατάλαβα καλά, στην αρχή χωρίς να τον ξέρεις και μετά όσο μεγάλωνες πολύ συνειδητά, απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’60, έβλεπες συχνά τον Γιάννη Χρήστου να βηματίζει πέρα δώθε σκεφτικός στη βεράντα του, και χαιρετιόσασταν από απέναντι, μέχρι τον θάνατό του, το ’70. Και πέντε χρόνια μετά, στα τέλη του ’74 γνώρισες την κόρη του.

Α.Α.: Με λίγα λόγια, ναι· γιατί δεν κάνουμε τη δική μου βιογραφία εδώ, μα ερευνούμε κάποια πράγματα για τον Χρήστου και το κλίμα που γνώρισα γύρω του.

Π.Θ.: Τι ακριβώς εννοείς· το κλίμα;  

Α.Α.: Αυτό που είπα και πριν: Ο Μύθος, το μυθώδες… Κάτι που ποτέ δεν μού άρεσε. Και θέλω να τονίσω εδώ και να γίνει απολύτως σαφές, πως απ’ την πρώτη στιγμή, η Σάντρα για μένα ήταν απλώς και μόνο η Σάντρα, και όχι η κόρη τού Γιάννη Χρήστου. Κι ακόμα, πως ήμουν –και είμαι– παθιασμένος φιλόμουσος, μα δεν ήμουν ποτέ μουσικός. Έχει μεγάλη σημασία αυτό. Ακριβώς αυτό ήταν που εκτίμησε πάνω μου ο Χατζιδάκις, όταν λίγα χρόνια μετά, δημιουργήσαμε την «Εταιρεία Γιάννη Χρήστου». Το ότι δεν είχα κανένα προσωπικό κίνητρο, καμιά φιλοδοξία, ούτε καν κρυφό όνειρο, να κάνω κάτι στη ζωή μου σε σχέση με τη μουσική. Άρα ν’ ασχοληθώ κι εγώ με τον α’ ή β’ τρόπο, και να έχω κάποιο κέρδος απ’ αυτή την ιστορία. Δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο θέμα. Ήμουν αλλού και οραματιζόμουν εντελώς άλλα πράματα. Αυτό είναι φανερό άλλωστε απ’ τον τρόπο που έζησα τόσα χρόνια κι απ’ τα βιβλία που έγραψα εγώ ο ίδιος· και που δεν έχουν καμιάν απολύτως σχέση με τίποτα απ’ όλα αυτά. 

Π.Θ.: Πράγματι. Για πες για το κλίμα λοιπόν…

Α.Α.: Εδώ, ίσως θα πρέπει να βάλουμε στην κουβέντα μας τη γιαγιά Λιλίκα.

Π.Θ.: Τη γιαγιά Λιλίκα;

Α.Α.: Τη γιαγιού όπως τη φώναζαν. Τη μητέρα του. Κυρία Λιλίκα Ταβερνάρη· κυπριακής καταγωγής, που ζούσε ήδη μαζί του, στο ίδιο σπίτι, και συνέχισε να ζει έτσι, και μετά το ατύχημα· όταν για δεύτερη φορά, έθαψε ένα παιδί της…

Π.Θ.: Τι πράγμα;

Α.Α.: Ο πρώτος της γιος, ο Έβης, ο μεγάλος αδελφός του Τζώννη, είχε σκοτωθεί, με αυτοκίνητο και αυτός, το 1956.

Π.Θ.: Τραγικό…

Α.Α.: Όντως. Άρα στη γιαγιά έλαχε ο σκληρός κλήρος να μεγαλώσει τα τρία εγγόνια της. Φυσικό ήταν λοιπόν, να με δει με μισό μάτι στην αρχή. Όσο να με εγκρίνει, ως καινούργιο boyfriend της εγγονής της, με πέρασε από εκατό κόσκινα. Έβαλε λυτούς και δεμένους να ρωτήσουν για μένα και για την οικογένειά μου σ’ όλη τη γειτονιά –ακόμα και στην Κύπρο, όπου είχε φιλική σχέση με τον Μακάριο– για τις σπουδές μου, για τον πατέρα μου που είχε πεθάνει απ’ το ’62, για τον θείο μου τον Κωνσταντίνο, για όλα· σωστός κέρβερος! Κι όταν σιγουρεύτηκε πως είχα όλα τα κοινωνικά και πνευματικά pedigree που απαιτούσε –στα νιάτα της είχεν εκδώσει και μια ποιητική συλλογή– με εμπιστεύτηκε και μου άνοιξε τις πόρτες τού σπιτιού, μα και του είναι της· όσο κι αν ένοιωθε πως διαφέραμε πολύ σαν χαρακτήρες. Πέρα απ’ τα εγγόνια της, ήμουν ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μιλούσε για τα πάντα, σχεδόν κάθε μέρα, τέσσερα χρόνια συνέχεια· ως το θάνατό της το φθινόπωρο του ’78. Και είχε κάθε φορά να μου πει πάρα πολλά· για μια ζωή καθόλου απλή, ούτε αδιάφορη.

alt
Οι δύο φωτογραφίες του Γιάννη Χρήστου προέρχονται από το ιστολόγιο του Φώντα Τρούσα «Δισκορυχείον» και αυτή την ανάρτηση.

Π.Θ.: Πότε άρχισες να πηγαίνεις στο σπίτι τού Χρήστου; Πότε πήγες πρώτη φορά;

Α.Α.: Μέσα στις διακοπές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιά του ’75. Απ’ την αρχή, γνωρίζοντας από κοντά, πολλούς και διάφορους· συναδέλφους κυρίως και κοινωνικές γνωριμίες –γιατί δεν θα ’λεγα πως γνώρισα αληθινούς φίλους– δεν μου άρεσε το κλίμα. Όσο κι αν είχε ενδιαφέρον να βλέπω μαζεμένους πολλούς γνωστούς και σημαντικούς ίσως πνευματικούς ανθρώπους τής εποχής τότε, εγώ ένοιωθα μάλλον μια κάπως αρρωστημένη ατμόσφαιρα να πλανιέται γύρω μου.

Π.Θ.: Αρρωστημένη· είναι βαριά κουβέντα…

Α.Α.: Ασφαλώς και είναι. Και δεν εννοώ καθόλου, μια θλίψη απόλυτα φυσική· έστω και πέντε χρόνια μετά, για το χαμό δύο νέων ανθρώπων. Εννοώ τη γενική στάση των περισσότερων απ’ όσους γνώρισα εκεί. Εγώ πήγαινα μ’ όλη μου τη ζωντάνια και με τη χαρά της ζωής, για να δω τη Σάντρα· να φύγουμε, να πάμε βόλτα, να πάμε σινεμά, θέατρο. Δεν πήγαινα για να κλάψω τον μακαρίτη, πέντε χρόνια μετά, ούτε για ν’ αρχίσω να μιλώ δουλικά, αραδιάζοντας φτηνές κολακείες στη μαμά του: Πόσο υπέροχος ήταν ο Τζώννης, και τι huge ταλέντο είχε, και τι τεράστιο genius ήταν! (Και επί τη ευκαιρία: Διάολε, είχε σκοτωθεί και η Σία στο ατύχημα. Θα άξιζε, έστω και μία φορά, ν’ ακούσω μια κουβέντα γι’ αυτόν τον γλυκύτατο άνθρωπο. Δε βαριέσαι· μόνο για τον Χρήστου μιλούσαν· όπως μιλούσαν. Και δε μ’ άρεσε, ούτε αυτό). Και οπωσδήποτε εγώ δεν κοίταζα σα λιμασμένος το γραφείο με τις διάφορες σημειώσεις και με τις παρτιτούρες τού συνθέτη. Ούτε ήθελα να πάρω μαζί μου, δανεικές κι αγύριστες, μαγνητοταινίες απ’ το στούντιό του για να τις ακούσω, να τις αντιγράψω, ή κι εγώ δεν ξέρω τι… Δεν μ’ ενδιέφερε, ούτε υπήρχε περίπτωση να μ’ ενδιαφέρει ποτέ κάτι τέτοιο· γιατί απλούστατα, δεν είχα απολύτως καμία σχέση μ’ όλα αυτά. Ενώ εκείνοι… Κάποιοι σίγουρα ήσαν «οι πεισιθάνατοι μνηστήρες» όπως πολύ εύστοχα μού είπε κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις, προσπαθώντας να με προστατεύσει. Ένοιωθα έντονα το «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται». Αισθανόμουν θεατής σ’ ένα κακοστημένο έργο, όπου όλοι μιλάνε με πολύ μεγάλα λόγια για κάποιον, μα δεν γίνεται σχεδόν τίποτα για το έργο του. Όλο αυτό το κλίμα λοιπόν, δεν μου άρεσε. 

Π.Θ.: Μήπως γίνεσαι άδικος; Γιατί αποκλείεις να υπήρχε αληθινό ενδιαφέρον;

Α.Α.: Δεν αποκλείω τίποτε. Δεν παριστάνω τον κριτή, ούτε θέλω να κατηγορήσω κανέναν. Απλώς περιγράφω κάτι που εμένα τότε δεν μου ταίριαζε και θα προτιμούσα να είναι αλλιώς. Γι’ αυτό φώλιασε μέσα μου η ιδέα, όσο περνούσε απ’ το χέρι μου, να κάνω κάτι για να περιφρουρηθεί αρχικά το αρχείο τού συνθέτη και φυσικά ν’ ακουστεί περισσότερο η μουσική του· αν πράγματι άξιζε ν’ ακουστεί. 

Π.Θ.: Υπήρχε κίνδυνος για το Αρχείο;

Α.Α.: Προφανώς δεν είναι δυνατό να γνωρίζω εγώ, τι έγινε τις πρώτες εκείνες τραγικές στιγμές, τα πέντε πρώτα χρόνια που έμειναν ξαφνικά όλα στο αέρα, και στα δύο σπίτια.

Π.Θ.: Δύο σπίτια;

Α.Α.: Όσον καιρό ζούσε στην Αθήνα, απέναντί μας, άλλο τόσο περίπου ζούσε και στη Χίο, στον Κάμπο. Σ’ ένα υπέροχο σπίτι· πατρικό της γυναίκας του, της Σίας Χωρέμη. Ο πατέρας της –και πεθερός του Χρήστου– Γεώργιος Χωρέμης, που πέθανε το ’68, ήταν ιστορική φυσιογνωμία για τη Χίο: Εκ των κύριων ελευθερωτών του νησιού το 1912, και αργότερα Εθνικός Ευεργέτης με τεράστιο κοινωφελές έργο. Το μεγάλο αφεντικό τής πολύ μεγάλης «The Choremi Benaki Cotton Company» στην Αίγυπτο, πριν την εθνικοποιήσει ο Νάσερ. Επίτηδες τα αναφέρω όλα αυτά, για να δείξω πως οτιδήποτε είχε σχέση με την οικογένεια Χρήστου, σε καμία περίπτωση δεν περνούσε απαρατήρητο απ’ τον περίγυρό του.  

Π.Θ.: Άρα λες, ίσως, πως υπάρχει κάποια πιθανότητα…;

Α.Α.: Πολλά έχουν ακουστεί, για διάφορα «χαμένα» έργα, που ενδεχομένως υπήρχαν, μα δεν βρέθηκαν ποτέ. Δεν μπορώ να ξέρω τι γινόταν για πέντε χρόνια· απ’ το ’70 που σκοτώθηκε ο συνθέτης μέχρι τότε που άρχισα να πηγαίνω κι εγώ στο σπίτι του στην Αθήνα. Στη Χίο πήγαμε πρώτη φορά πολύ αργότερα· το ’79. Εκείνο που ξέρω καλά, είναι πως απ’ τις πρώτες σοβαρές συζητήσεις που είχα μαζί με τη γιαγιού, ήταν πως έπρεπε να είναι πιο προσεκτική και πολύ πιο αυστηρή με όλα όσα είχαν σχέση με το αρχείο· κυρίως με τις παρτιτούρες και τις μαγνητοταινίες. Πράγμα με το οποίο συμφώνησε αμέσως. Από τότε, είμαι σίγουρος πως δεν «χάθηκε» κανένα πρωτότυπο υλικό· απ’ το σπίτι τής Αθήνας τουλάχιστον.

Π.Θ.: Εσένα ποια είναι η τελική αίσθησή σου· άραγε «λείπουν» έργα; Υπάρχουν «χαμένα» έργα;  

Α.Α.: Τι να πω; Ούτε ειδικός είμαι, ούτε είχα συζητήσει ποτέ μου με τον ίδιο. Έχουν ακουστεί διάφορα νεφελώδη· τίποτε το συγκεκριμένο όμως. Δυστυχώς, η γενικότερη «μυθώδης» ατμόσφαιρα έχει παίξει και εδώ τον ρόλο της. Για παράδειγμα· κατά καιρούς είχαν αναφερθεί ως τελειωμένα, κάποια έργα, που αποδεδειγμένα δεν υπήρξαν ποτέ, μα ήσαν απλές σκέψεις μόνο. Projects τα ονόμαζε ο ίδιος. Ο οποίος μάλιστα, λένε, μπορούσε άριστα να δημιουργεί γύρω του ό,τι εντυπώσεις ήθελε· ιδιαίτερα όταν μιλούσε για τον εαυτό του ή για το έργο του. Οπωσδήποτε, εμένα θα μ’ ενοχλούσε πολύ αν υπήρχαν αποδείξεις για τελειωμένα έργα, τα οποία όντως κάποιοι τα γνώριζαν, κι αυτά τα έργα δεν υπάρχουν τώρα. Σίγουρα τέτοιο θέμα δεν υφίσταται. Απ’ την άλλη μεριά, αν τα πρώτα χρόνια, κάποιος απ’ το περιβάλλον του· είτε στην Αθήνα είτε στη Χίο, βούτηξε κάνα πακέτο παρτιτούρες ή κάνα φάκελο με σημειώσεις· πού να το ξέρω; Δε βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Αλλά και πάλι· αν ήταν κάτι όντως σημαντικό· με κάποιο τρόπο δεν θα ’χε βγει στο φως, μισόν αιώνα τώρα;

Π.Θ.: Η λογική αυτό λέει. Δεν ξέρω πάντως τι θα προτιμούσα να υποθέσω: Να υπάρχουν ή όχι, άλλα έργα; Να βρισκόντουσαν κάποια νεανικά ορατόρια κι άλλα πρωτόλεια ή να μείνουμε με την εικόνα που έχουμε για τον Χρήστου; Ίσως είναι καλύτερα έτσι· αφήνει περισσότερο χώρο στη φαντασία… 

Α.Α.: Σε γαργαλάει κι εσένα το μυθώδες, μού φαίνεται! Εγώ πάντως ποτέ μου δεν πίστεψα πως έχουν χαθεί ολόκληρα έργα.

Π.Θ.: Αυτό λέει και η σύγχρονη έρευνα άλλωστε. Πες μου τώρα· από εκείνα τα αρχικά χρόνια, πώς πάμε στην ίδρυση της «Εταιρείας», σχεδόν δέκα χρόνια μετά;

Α.Α.: Απλά. Καταρχήν ζώντας μια φυσιολογική ζωή, η γυναίκα μου κι εγώ. Αμέσως καταλάβαμε πως το σημαντικότερο ήταν να διασφαλιστούν τα έργα: Όλες οι παρτιτούρες, οι μαγνητοταινίες και οι κάθε είδους σημειώσεις τού συνθέτη. Από πολύ νωρίς η Σάντρα, με τις συμβουλές ή και με τη βοήθεια ακόμη του φίλτατου Γιώργου Λεωτσάκου και του Νανάκου Παπαϊωάννου –προσώπων πολύ κοντινών στον Χρήστου– περιμάζεψε το «Αρχείο»· όπου κανείς δεν είχε πλέον πρόσβαση χωρίς την άδειά της και χωρίς να τον οδηγεί ή ίδια σ’ αυτό. Έτσι εργάστηκε η νεαρή φοιτήτρια τότε Anne Martine Lucciano, του Université de Provence I, η οποία επί πολύ καιρό ερχότανε στο σπίτι μας σχεδόν καθημερινά, ξεκινώντας απ’ το μηδέν κι ερευνώντας το αρχείο, για να κάνει την εργασία της πάνω στον Γιάννη Χρήστου, την οποία παρουσίασε τελικά ως Maitrise en musique το 1983. 

Π.Θ.: Η Άννα Λουτσιάνο! Εννοείς το βιβλίο που έχει βγει και στα ελληνικά;  

Α.Α.: Είσαι πολύ καλά ενημερωμένος και με πρόλαβες! Μιλώ ακριβώς γι’ αυτή την εργασία. Την οποία, σε μετάφραση –και όχι μόνο– του Λεωτσάκου, με επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού, τελικά εκδώσαμε σε βιβλίο, πριν από τριάντα τόσα χρόνια. Κι αν δεν κάνω λάθος, εξακολουθεί να είναι η πληρέστερη, αν όχι ή μόνη, σοβαρή εργασία για τον Γιάννη Χρήστου. Και μάλιστα από ένα νεαρό άτομο, από άλλη χώρα, που δεν τον ήξερε καν τον Χρήστου όσο ζούσε, δεν είχε καμιά προσωπική επαφή ούτε με τη μητέρα του, ούτε με κανέναν άλλο συγγενή του, και δεν έτυχε να δει ποτέ, τους διάφορους χώρους όπου έζησε κατά καιρούς και δημιούργησε το έργο του.

Π.Θ.: Πριν από τριάντα χρόνια και· πες το ψέματα… Σημαντικό έργο· πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια! Και λες και κάποια ανατριχιαστικά πράγματα, στον πρόλογο, για τη γενική κατάσταση τής χώρας· ούτε μάγος να ’σουν…

Α.Α.: Δεν χρειάζεται να είσαι μάγος για να μπορείς να δεις τα αυτονόητα… Πάντως, η επιχορήγηση για την έκδοση του βιβλίου ήταν το πρώτο πράγμα που ζήτησα από τη Μελίνα, όταν συναντηθήκαμε στο Υπουργείο αμέσως μετά την ίδρυση τής «Εταιρείας». Γι’ αυτό άλλωστε είχε δημιουργηθεί η «Εταιρεία»: Μια πνευματική, μη κερδοσκοπική ένωση κάποιων ανθρώπων με μοναδικό σκοπό την προώθηση του έργου του συνθέτη· δεν ήταν τίποτε άλλο. Και πρέπει να πω, ότι ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους ισορροπίες, είχα αμέριστη συμπαράσταση και φιλικές σχέσεις με όλα τα μέλη. Μην τα απαριθμώ τώρα, γιατί μοιραία θα ξεχάσω και θα αδικήσω. Είναι γνωστά: Ο Γιάννης Τσαρούχης απ’ τους πρώτους. Ο Γιώργος Μαυροΐδης. Για τον Χατζιδάκι έχω πει αλλού, δε χρειάζεται να τα ξαναλέω. Ο Κουν ζεστός και φιλικός απ’ την αρχή· πολύ πρόθυμος σε ό,τι του είχα ζητήσει. Μου είχε δώσει το ελεύθερο να κατεβαίνω στο «Υπόγειο» και να συζητάμε. Το πολύ ενδιαφέρον είναι πως όταν, το 1985, παρόντων του Λαζάνη και του Κουγιουμτζή, έριξα την ιδέα να ξαναγίνουν οι «Πέρσες» εκείνος, μισοσοβαρά μισοαστεία είπε: «Και ποιος θα το σκηνοθετήσει;» Τα ’χασα λιγάκι, μαγκώθηκα, και νομίζοντας πως είναι εσωτερικό θέμα τού Θεάτρου Τέχνης είπα: «Αυτό θα το αποφασίσετε εσείς…» «Μα ποιος να σκηνοθετήσει Πέρσες, αφού λείπει ο Τζώννης» επέμεινε ο Κουν… 

Ο Θόδωρος Αντωνίου, στο πόντιουμ, πάντα παρών. Ο συγκινητικός Γρηγόρης Σεμιτέκολο επίσης· μαζί με τη Νέλλη. Αλέκος Ξύδης, Παύλος Ζάννας, Τάσος Παπαστράτος… Άνθρωποι διαφορετικής προέλευσης, όχι κατ’ ανάγκην μουσικοί. Ο συλλέκτης Δημήτρης Πιερίδης. Παρών και ο Φοίβος Ανωγειανάκης, που συνέχεια τότε, αστειευόμενος, με φώναζε «Δυτικέ!». Λίγα χρόνια μετά, όταν μου ζήτησε εκείνος με τη σειρά του να τον βοηθήσω στο στήσιμο του «Μουσείου Λαϊκών Οργάνων»: «Μα κύριε Φοίβο», του λέω, «εγώ ένας Δυτικός· στο Μουσείο Λαϊκών παραδοσιακών οργάνων, γίνεται· δε γίνεται!» Έσκασε στα γέλια και μου σκάρωσε αμέσως μισή μαντινάδα: «Δυτικός – Διοικητικός· μα είσαι κι Έλληνας καλός!»

Π.Θ.: Δεν ήξερα πως ο Ανωγειανάκης εγνώριζε τον Χρήστου και ήταν μέλος της «Εταιρείας». Από εκεί λοιπόν εξηγείται και η μακρόχρονη συνεργασία σου με το «Μουσείο Ανωγειανάκη».

Α.Α.: Ακριβώς. Το πιο ενδιαφέρον όμως, σε σχέση με τον Γιάννη Χρήστου, είναι πως η γυναίκα τού Ανωγειανάκη, η Έλλη Νικολαΐδη…

Π.Θ.: Η διευθύντρια χορωδίας;

Α.Α.: Πάλι με πρόλαβες! Ναι· η διευθύντρια χορωδίας. Ενθουσιασμένη λοιπόν, τον χειμώνα του ’91-’92, όταν είχα γυρίσει από τη Βαρσοβία, όπου στο 34ο Διεθνές Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής παρουσιάστηκε το ορατόριο «Πύρινες Γλώσσες», η συμπαθέστατη κυρία Έλλη, έρχεται μια μέρα στο Μουσείο κρατώντας ένα κάδρο 40×50 και μου το χαρίζει. Ήταν η χειρόγραφη «εικονιστική» παρτιτούρα του Γιάννη Χρήστου για τον «Πιανίστα» που έκανε το ’68 στις μέρες σύγχρονης μουσικής κι εκείνη διηύθυνε το φωνητικό σύνολο…

Π.Θ.: Πολύ ενδιαφέρον και συγκινητικό! Υπάρχει;

Α.Α.: Φυσικά. Και νομίζω, πρέπει να πω εδώ, πως στα πρώτα χρόνια και σχεδόν επί μία δεκαετία συνεχώς, η ανταπόκριση παντού και απ’ όλους ήταν πολύ θετική και έτσι έγιναν αρκετά πράγματα, πολύ υψηλού επιπέδου, νομίζω, όλα. Με κίνδυνο να ξεχάσω ενδεχομένως κάτι, θα ήθελα –πέρα απ’ το βιβλίο της Λουτσιάνο– να αναφέρω ακόμη κάποιες πολύ σημαντικές εκδηλώσεις: Μια μεγάλη συναυλία με μαέστρο τον Θόδωρο Αντωνίου στο Goethe Institut, όπου λίγο μετά έγινε και η πρώτη παρουσίαση της «Εταιρείας», που βιντεοσκοπήθηκε και προβλήθηκε και από την τηλεόραση. Η συναυλία της RAI του Μιλάνου, στο Ηρώδειο, όπου –υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Χατζηνίκου– παρουσιάστηκε η «Εναντιοδρομία». Η εκτέλεση της «Τοκάτας» για πιάνο, πέρα από τον Georges Pludermacher, και από τη Νέλλη Σεμιτέκολο. Η κασέτα τής «Νήσος» με τα Έξι τραγούδια τού Έλιοτ. Η κυκλοφορία ενός καινούργιου δίσκου με μια παλιότερη ηχογράφηση του ορατορίου «Μυστήριον». Ενδιαφέρον είχε επίσης και η κυκλοφορία, εκείνη την εποχή περίπου, στην Ιταλία, του δίσκου με τα Έξι τραγούδια σε στίχους T.S. Eliot, με τον Piero Guarino και τη σοπράνο Alice Gabbai· τους ίδιους καλλιτέχνες που είχαν παρουσιάσει πρώτη φορά το έργο πριν από τριάντα χρόνια και το έπαιξαν και εδώ.

Π.Θ.: Πότε;

Α.Α.: Το ’90–’91, στα είκοσι χρόνια απ’ τον θάνατό του. Τότε που παρουσιάστηκε δύο φορές στο «Παλλάς» η 1η συμφωνία· και από τον Χατζιδάκι και από τον Αντωνίου. Και βέβαια να μη λησμονήσω να πω ειδικά, για την πολύ σημαντική συναυλία τής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ υπό τον Μιλτιάδη Καρύδη και της χορωδίας με τον Αντώνη Κοντογεωργίου, στο Ηρώδειο, όπου έγινε η πρώτη παγκόσμια εκτέλεση τής 2ης συμφωνίας, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά τη σύνθεσή της. 

Π.Θ.: Το ’57 είχε γράψει τη 2η συμφωνία;

Α.Α.: Ναι· τότε την τέλειωσε, το 1957. Το 1986, ο ίδιος ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ως διευθυντής της ΕΡΤ, με ρώτησε τι σημαντικό θα μπορούσε να γίνει και του πρότεινα την παγκόσμια πρώτη τής 2ης συμφωνίας στο Ηρώδειο. Πράγμα που όλοι δέχτηκαν με ενθουσιασμό και όντως έγινε, μέσα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, στις 4 Αυγούστου 1987. Η συναυλία μάλιστα ηχογραφήθηκε ζωντανά και κυκλοφόρησε και σε δίσκο. 

alt

Π.Θ.: Όντως πολύ σημαντικό, διότι είδαμε για πρώτη φορά και μιαν άλλη, λιγότερο γνωστή πτυχή τού Χρήστου, τότε.

Α.Α.: Πράγματι. Έλα όμως που εγώ τώρα μελαγχολώ καθώς σκέφτομαι, πως απ’ το 1987 πέρασαν άλλα τριάντα χρόνια –τριάντα ένα για την ακρίβεια– και δεν έχει γίνει τίποτα καινούργιο, δυστυχώς… Από εκείνη τη βραδιά στο Ηρώδειο, η 2η συμφωνία δεν ξαναπαίχτηκε ποτέ, αν δεν κάνω λάθος. Ούτε παίχτηκε ποτέ το «Μυστήριον». Ούτε άκουσα κάτι καινούργιο… Από διθυράμβους βέβαια κι από παχιά λόγια, άλλο τίποτα. Ξέρεις όμως· με τέτοιους ρυθμούς, υπανάπτυξης δεν είναι διόλου δύσκολο ένας ολόκληρος λαός να σαπίσει χωρίς να το καταλάβει καν.

Π.Θ.: (σιωπή)

Α.Α.: Κι ακόμα· εκείνη τη χρονιά οργανώνονταν πολύ σημαντικές εορταστικές εκδηλώσεις για το Δυτικό –τότε– Βερολίνο. Σε συνεννόηση με το Kunstlerhouse Bethanien ρίξαμε την ιδέα να παιχτεί το μεγάλο ορατόριο «Μυστήριον». Οι Γερμανοί ενθουσιάστηκαν. Ήρθαν εδώ και συζητήσαμε λεπτομερώς. Αποφασίστηκε να παρουσιαστεί σε έναν γοτθικό ναό, όσο πληρέστερα από μουσικής πλευράς, αλλά και με σκηνική δράση, αφού τα κείμενα είναι παρμένα από την Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών· άρα μιλούν για ψυχές αλαφιασμένες που ψάχνουν τον δρόμο τους. Ό,τι καλύτερο, σ’ έναν αρχαίο, έρημο ναό· φυσικό ντεκόρ. Όμως η πάντα υπερήφανη ελληνική γραφειοκρατία νίκησε κατά κράτος την ανέφελη, ελαφρά, υπεραισιοδοξία τής Μελίνας και τελικά δεν έγινε τίποτε… Ευτυχώς μας έμεινε το ενδιαφέρον τού Γερμανού μουσικού εκδότη Robert Zank, ο οποίος, μετείχε στις συζητήσεις και λίγο μετά, κυκλοφόρησε στη Γερμανία έναν δίσκο με τα τελευταία έργα του συνθέτη.  

Π.Θ.: Οπότε το «Μυστήριον» δεν παίχτηκε;

Α.Α.: Όχι. Ευτυχώς όμως οργανώσαμε και παίχτηκε το άλλο ορατόριο οι «Πύρινες γλώσσες» στη Βαρσοβία, με σολίστες τους Σπύρο Σακκά, Μαρκέλλα Χατζιάννο, Βαγγέλη Χατζησίμο. Το 1991, στο 34ο Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής, όπου έκανε εξαιρετικήν εντύπωση. Ίσως και γιατί έδωσε τον τόνο ο πολύς Πεντερέτσκι, ο οποίος όχι μόνον ήρθε στη συναυλία, μα στο τέλος χειροκροτούσε ενθουσιασμένος.

Π.Θ.: Ο αυστηρός Κριστόφ Πεντερέτσκι, χειροκροτούσε ενθουσιασμένος κάποιον άλλον και μάλιστα εντός έδρας! Μήπως υπερβάλλεις;

Α.Α.: Γιατί το λες; Δεν υπερβάλλω καθόλου· απλώς κυριολεκτώ. Οι ευγενείς Πολωνοί –που μου έκανε τεράστια εντύπωση πόσο πολύ σέβονταν τους δημιουργούς και ό,τι είχε σχέση με θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας– θεωρώντας εμένα ως εκπρόσωπο του συνθέτη, με έβαλαν να καθίσω στην πιο τιμητική θέση· εκεί όπου θα καθόταν ο ίδιος αν ζούσε. Πέντε δέκα λεπτά, λοιπόν, πριν αρχίσει η συναυλία, εμφανίστηκε, μαζί με τη γυναίκα του, ο μέγας και τρανός Κριστόφ Πεντερέτσκι,  τον οποίον οδήγησαν στην διπλανή μου θέση ακριβώς. 

Π.Θ.: Και μιλήσατε;

Α.Α.: Φυσικό δεν είναι· αν το θες πολύ και σου τύχει αυτή η ευκαιρία; Κουνάς ευγενικά το κεφάλι, τον χαιρετάς με σεβασμό, σε χαιρετάει, σε κοιτάει ερωτηματικά –τι σόι συνθέτης είσαι εσύ· και δεν σε ξέρω;– λες σοβαρά, με λίγα λόγια την αλήθεια, για να εξηγήσεις τι ακριβώς συμβαίνει, και βρίσκεσαι εσύ καθισμένος εκεί, στη θέση του συνθέτη, και στήνεται η γέφυρα. Εγώ πάντως, τον βρήκα πολύ απλό όταν του είπα: «Μετρ τι προτιμάτε, να μιλάμε αγγλικά ή γαλλικά;» «Δεν έχω πρόβλημα», μου απάντησε, «ό,τι θέλετε» κι αρχίσαμε να μιλούμε για το έργο, που όντως του άρεσε και χειροκροτούσε ενθουσιασμένος στο τέλος. Η πιο δύσκολη δοκιμασία μου όμως, ήταν μετά, στο διάλειμμα, όταν ήθελε να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας έξω απ’ την αίθουσα, στο φουαγιέ, όπου με ρωτούσε, με πραγματικό ενδιαφέρον, τα πάντα για τον Γιάννη Χρήστου, εστιάζοντας κάθε τόσο στο πού και πώς θα μπορούσε να βρει παρτιτούρες, ηχογραφήσεις, δίσκους, κασέτες, βιβλία, μελέτες. Σκέτο μαρτύριο: Όλος ο κόσμος γύρω μας, σε διακριτική απόσταση, κοιτούσε τον μέγα και τρανό Πεντερέτσκι να συζητάει συνέχεια σε όλο το διάλειμμα, αποκλειστικά και μόνο με κάποιον νεαρό, τον οποίο δεν εγνώριζε απολύτως κανένας εκεί. Κι εγώ ο δυστυχής να προσπαθώ να του πω τι; Πως όλα αυτά που εκείνος τότε τα θεωρούσε εντελώς αυτονόητα, δεν υπήρχαν σ’ εμάς. Και πως εμείς, προσπαθούσαμε να κάνουμε ό,τι κάναμε με το τίποτε, με εντελώς πενιχρά μέσα. Να του έλεγα άραγε πως και τις παρτιτούρες ακόμη, για τις «Πύρινες γλώσσες», τις είχα φωτοτυπήσει εγώ ο ίδιος, στο φωτοτυπείο της γειτονιάς μου και τις είχα κουβαλήσει μαζί μου σε χαρτόκουτα, όπου είχα γράψει με χοντρό μαρκαδόρο: «ATTENTION! Music score». Ασφαλώς και δεν θα με πίστευε. Οπότε του υποσχέθηκα ευγενικά και γενικολογώντας αόριστα, πως σε πρώτη ευκαιρία θα του έστελνα ό,τι μπορούσα. «Θα περιμένω μετά χαράς να έχω νέα σας» μου είπε και μου έδωσε τη διεύθυνσή του, πριν μπούμε στην αίθουσα πάλι και καθίσουμε δίπλα δίπλα ξανά.

Π.Θ.: Τι κατάρα αυτός ο τόπος… Του έδωσες τίποτα;

Α.Α.: Τι να του δώσω; Το μόνο πράγμα που υπήρχε τότε, ήταν το «Prelude et fugue en re mineur pour deux pianos» –νεανικό έργο τού 1944– που εγώ είχα προτείνει στους αδελφούς Νάκα, και το είχαμε εκδώσει εκείνη τη χρονιά, σε φωτοτυπική αναπαραγωγή, απ’ το πρωτότυπο. Πάλι καλά που το είχα προσφέρει ως δωράκι στη Γραμματεία τού Φεστιβάλ και λίγο μετά το χάρισα εδώ κι εκεί, στο Αμβούργο.

Π.Θ.: Στον κύκλο «Brahms – Schoenberg – Christou» που οργανώθηκε το 1993;

Α.Α.: Ναι· με την Nord Deutscher Rundfunk, υπό τη διεύθυνση του Horst Neumann. Ήταν και ο Kent Nagano εκεί. Μεγάλη ντίβα και απίστευτος νάρκισσος! Κάθε του κίνηση λες κι ήταν εξαρτημένη απ’ το μαλλί του! Αναρωτιόμουν, αν τον κούρευαν, τι θα ’κανε· θα μπορούσε άραγε να διευθύνει;

Π.Θ.: Έχει ο καθένας τα χούγια του…

Α.Α.: Εξαιρετικός μαέστρος· δε λέω. Εν πάση περιπτώσει, εκείνη η οργάνωση ήταν πολύ σημαντική: Μέσα σε μία εβδομάδα παρουσιάστηκαν όλα σχεδόν τα έργα τού Χρήστου, με Γερμανούς εκτελεστές. Κι ακόμα, έγιναν πολλές ζυμώσεις, συζητήσεις, παρουσιάσεις, ομιλίες. Μια πολύ ζωντανή και γεμάτη εβδομάδα. 

Π.Θ.: Τα παρακολούθησες κι εσύ, όλα αυτά; 

Α.Α.: Φυσικά και τα παρακολούθησα και συμμετείχα σε όλα. Ανώνυμα και παρασκηνιακά βέβαια, όπως πάντα· ως ενδιαφερόμενος μεν αλλά ως μη μουσικός. Γι’ αυτό ίσως κάποιοι νεοπαγείς «Χρηστολόγοι» δεν με γνωρίζουν· αλλά δεν είναι εκεί η ουσία. Η ουσία είναι πως το έργο τού Χρήστου, ποτέ δεν ήταν εντελώς άγνωστο εκτός συνόρων. Με την παρουσίαση όμως των «Πυρίνων Γλωσσών» στη Βαρσοβία το 1991 και με τον κύκλο συναυλιών το 1993 στο Αμβούργο, όλες οι πόρτες πια άνοιξαν διάπλατα… 

Ακριβώς τότε, αισθάνθηκα και εγώ, πως ύστερα από είκοσι σχεδόν χρόνια είχα ολοκληρώσει έναν κύκλο και πως είχα προσφέρει ό,τι μπορούσα να προσφέρω. Και η πολύ πετυχημένη εκείνη διοργάνωση στο Αμβούργο ήταν η τελευταία φορά που ασχολήθηκα εγώ ο ίδιος με το έργο του Χρήστου, καθώς θεώρησα πως ο κύκλος εκείνος για μένα έκλεισε· και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο. 

Π.Θ.: Τι είναι τώρα αυτό· requiem;

Α.Α.: Όχι, δεν είναι καθόλου requiem! Απλή αποτίμηση είναι, για να τελειώσουμε και την όμορφη συζήτησή μας· γιατί με παρέσυρες και είπαμε πολλά. Ξαναλέω ακριβώς αυτό που σου είπα και στην αρχή: Εγώ δεν είχα κανένα προσωπικό κίνητρο, ούτε κανένα ενδιαφέρον να συνδυάσω τη ζωή μου με τον Γιάννη Χρήστου. Δεν με απασχολούσε να κάνω καριέρα ούτε στη μουσική, ούτε στο θέατρο, ούτε στο Πανεπιστήμιο, μέσω του Χρήστου, δια του Χρήστου, ή ακόμη και με το φάντασμά του. Δεν με απασχολούσε να συνδεθώ με αυτόν, περισσότερο απ’ όσο έτυχε να με συνδέσει η μοίρα. Κι αυτά που λέω, είναι απλές αλήθειες· δεν είναι κουβέντες τού αέρα. Πολύ συγκεκριμένα: Εγώ το 1991 είχα εκδώσει, στις εκδόσεις Ίκαρος, το πρώτο μου βιβλίο· τα «Δώδεκα και ένα ψέματα». Το 1993 εκδόθηκε απ’ τις εκδόσεις της Εστίας ο Σιμιγδαλένιος μου, που ξεκινούσε να ζει τη δικιά του ζωή. Και συνέχιζα κι εγώ κανονικά τη δικιά μου, και πάει λέγοντας… Απλώς, εμένα από την αρχή, που γνώρισα κάποια πρόσωπα και πράγματα και οσμίστηκα ορισμένες καταστάσεις περί τον Χρήστου, με πονούσε πολύ που έβλεπα πως το εξαιρετικό έργο ενός μοναδικού μοναχικού πνεύματος, ενός σπάνιου ανθρώπου, δεν παρουσιαζόταν μιαν ώρα αρχύτερα στο κοινό. Και έκανα ό,τι μπορούσα, για να γίνει αυτό.

Κι ακόμα, με ενοχλούσε που –ενδεχομένως και καλοπροαίρετα– ακουγόντουσαν, από σοβαρούς ανθρώπους υποτίθεται, διάφορες μυθώδεις τερατολογίες, γύρω απ’ το άτομό του και το έργο του, οι οποίες, υποτίθεται, πως θα δημιουργούσαν ένα πιο αξιοζήλευτο, πιο δημιουργικό, συνθετικό προφίλ. Δεν νομίζω πως είχε καμιάν ανάγκη ο Χρήστου από κάτι τέτοιο, αν και ξέρω πως, υπερβάλλοντας λιγάκι, έβαζε κι ο ίδιος το χεράκι του καμιά φορά για να θολώνει κάπως τα νερά… Μες στο παιχνίδι είναι όλα! Άλλωστε, αν σε κάθε τι –σωματικά, πνευματικά, μορφωτικά, κοινωνικά, οικονομικά– είσαι τόσο πολύ διαφορετικός και σε χωρίζει μέγα, τεράστιο, χάσμα από όλους τους τριγυρνούς σου, χωρίς να έχεις ούτε στενή φιλία, ούτε καμιάν οικειότητα με κανέναν· η έλλειψη αυτή, σε συνδυασμό με την αδιαμφισβήτητη αξία σου –αν δεν γίνει ζήλεια και φθόνος– μοιραία δίνει τη θέση της σε μυθώδεις εικασίες. Ιστορικά άλλωστε· οι μαθητές, οι κληρονόμοι, οι επίγονοι, δεν είναι κατ’ ανάγκη τόσο άξιοι όσο ο Ιδρυτής, και είναι κάπου φυσικό να ρέπουν στο παραμύθι, μα και να τροφοδοτούνται από αυτό. Πολύ περισσότερο· τη στιγμή που ο Χρήστου δεν ίδρυσε κάποια σχολή, ούτε άφησε πίσω του πιστούς μαθητές με κάποιες σαφείς οδηγίες για να φροντίσουν ένα απολύτως ολοκληρωμένο opus, με ολότελα δικό του σύστημα. Αν μάλιστα προσθέσουμε και τον ξαφνικό, τραγικό –μυθιστορηματικόν και αυτόν– θάνατό του, τότε το μίγμα τής προσωπικότητας και του έργου του φλερτάρουν επικίνδυνα με τον μύθο πάλι. Και το χάσμα –που ούτως ή άλλως χωρίζει το ασθμαίνον, μη δημιουργικό μας σήμερα· «το αφανισμένο τούτο παρόν», από εκείνα τα χρόνια– αντί να μικρύνει, μεγαλώνει. Εγώ πάντως έλπιζα πως, μια γενιά μετά από όλα αυτά που συζητάμε τώρα εδώ, θα κυριαρχούσε στους νεότερους μονάχα, η σοβαρή, ουσιαστική μελέτη τής μουσικής και της προσωπικότητας τού Χρήστου· ώστε και το παραμύθι να ατονήσει και το χάσμα σιγά σιγά να καλυφθεί. Δυστυχώς, τόσα χρόνια, δεν έχω δει, μα κυρίως δεν έχω ακούσει, κάτι καινούργιο· και φοβούμαι πως έγινε μάλλον το αντίθετο…

Σ’ αυτό το σημείο· κοινή συναινέσει, κι αφού τον ευχαρίστησα για την τόσο γεμάτη και διόλου στημένη, εντελώς αυθόρμητη και ζωντανή μας συζήτηση, σταματήσαμε την ηχογράφηση. Έχω την αίσθηση· απ’ την απέραντη σιγουριά και την άνεση με τις οποίες απαντούσε, ανακαλώντας κάθε τι στο νου του, πως θα μπορούσε να πει πολλά ακόμη, φωτίζοντας κι άλλες λεπτομέρειες. Έτσι κι αλλιώς πάντως, νομίζω πως άξιζε τον κόπο το όλο εγχείρημα, έστω κι αν το καθυστερήσαμε κάμποσα χρόνια. 

* Ο Παναγιώτης Θεοδοσίου είναι συνθέτης και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Ωδείου Καλογεροπούλειου Ιδρύματος

Κεντρική εικόνα: Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αδαμόπουλος σε μια de profundis συζήτηση με τον Παναγιώτη Θεοδοσίου για την εξ αποστάσεως γνωριμία του με τον Γιάννη Χρήστου, τις περιπέτειες της μουσικής κληρονομιάς του, την ίδρυση της «Εταιρείας φίλων μουσικής Γιάννη Χρήστου».

Πηγή

Top