Πιάνο, χοροί και πολύφερνοι γαμπροί
Σήμερα τα μουσικά ακούσματα και, γενικότερα, οι ιδρυτικές μουσικές εμπειρίες και η μουσική διασκέδασή μας εξαρτώνται κυρίως από την ηχογραφημένη μουσική που είναι άμεσα και εύκολα προσβάσιμη στον καθένα.
Αντίθετα, είτε πρόκειται για τη σοβαρή μουσική είτε για τη χρηστική, η «ζωντανή» ακρόαση έχει αναχθεί σε κάτι έκτακτο με επίγευση πολυτέλειας. Ωστόσο, μέχρι περίπου το ξεκίνημα της μεταπολεμικής περιόδου, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά: οι άνθρωποι μπορούσαν να ακούσουν τη μουσική κυρίως «ζωντανά», με φυσικό ήχο και, για προφανείς χρηστικούς λόγους, πολλοί –ασυζητητί πολύ περισσότεροι απ’ ό,τι σήμερα- έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο.
Προσπερνώντας το ακανθώδες, μη εξαντλητικά διερευνημένο θέμα των συνθηκών και του βάθους εγγραφής της σοβαρής δυτικής μουσικής (λέγε της όπερας) στο αστικό περιβάλλον της Ελλάδας του 19ου αιώνα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε ποια ήταν η μουσική με την οποία ψυχαγωγούνταν και διασκέδαζαν οι Ελληνες αστοί της εποχής. Το ελάχιστα ψαγμένο αυτό κεφάλαιο της καλλιτεχνικής -και όχι μόνο- ζωής της χώρας μας φωτίζει η νέα έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής με τίτλο «Interspersed with Musical Entertainment»: Music in Greek Salons of the 19th Century» («Ποικιλλόμενα και υπό μουσικής απολαύσεως»: Η μουσική στα ελληνικά σαλόνια του 19ου αιώνα) που κυκλοφορεί στην αγγλική γλώσσα.
Μέσα από άγνωστες πληροφορίες και ιστορίες, καρπούς επίμονης, πολυετούς έρευνας, και με τη βοήθεια αυθεντικών μουσικών παραδειγμάτων, η Αύρα Ξεπαπαδάκου και ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης φωτίζουν συνοπτικά μία γενικώς άγνωστη πτυχή της μουσικής ζωής στα Επτάνησα, το Φανάρι και τις παραδουνάβιες περιοχές της προεπαναστατικής περιόδου, αλλά κυρίως στην Αθήνα, την Πάτρα, το Ναύπλιο, την Ερμούπολη και άλλες πόλεις κατά τις πρώτες δεκαετίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μέχρι το γύρισμα του 20ού αιώνα. Τον τόμο προλογίζει ο διαπρεπής μουσικολόγος Τζιμ Σάμσον. Επιπλέον, η έκδοση δίνει έμφαση στο ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο, αναδεικνύοντας τις αλληλεπιδράσεις Ευρώπης-Ελλάδας.
Το soundtrack της ελίτ
Οι μουσικές βραδιές στα ελληνικά ιδιωτικά σαλόνια του 19ου αιώνα συνετέλεσαν στη διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής στην Ελλάδα, σηματοδοτώντας την άνοδο της αστικής τάξης αλλά και τον σταδιακό εξαστισμό –έστω τον ατελή αυτό που περιγράφει εύγλωττα ο Παναγιώτης Κονδύλης– του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Υπηρετώντας ανάγκες κοινωνικές, αναψυχής αλλά και αμιγώς αισθητικές, οι βραδιές αυτές διοργανώνονταν σε σπίτια πλούσιων αστών και μεγαλοαστών, και, βεβαίως, στα διαδοχικά ανάκτορα του Οθωνα.
Από τις λαμπερές αριστοκρατικές συγκεντρώσεις δεν έλειπαν οι πλέον προβεβλημένες προσωπικότητες της εποχής. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτόν τον κλειστό κόσμο του αστικού σαλονιού έπαιζαν οι γυναίκες: καλλιεργημένες φιλόμουσες αλλά και νεαρές κόρες καλών οικογενειών, οι οποίες επιδείκνυαν, όλο χάρη, τις επιδόσεις τους στο πιάνο, προσβλέποντας έμμεσα σε έναν καλό γάμο με κάποιον πολύφερνο γαμπρό.
Στα αθηναϊκά σαλόνια σύχναζε η κοινωνική, πολιτική και στρατιωτική ελίτ του νεοσύστατου κράτους: άνθρωποι των ανακτόρων, πολιτικοί, ξένοι διπλωμάτες, επιστήμονες πανεπιστημιακοί και στρατιωτικοί. Οι προσκεκλημένοι μπορούσαν να επισκέπτονται διαδοχικώς δύο και τρία σαλόνια την ίδια βραδιά, ενώ τα καλοκαίρια, οι διοργανώσεις «μετακόμιζαν» δίπλα στη θάλασσα και τη θέση του πιάνου έπαιρναν ελαφρύτερα, φορητά όργανα: βιολί, κιθάρα, φλάουτα κ.λπ..
Εντεταγμένες σε μια αυστηρά οργανωμένη ροή της κοινωνικής ζωής, αυτές οι μουσικές βραδιές είχαν χαρακτήρα σταθερών ραντεβού, που γίνονταν σε προκαθορισμένες ημέρες και ώρες. Το επίπεδο των ερμηνευτών ποίκιλλε: αρχάριοι που δοκιμάζονταν ενώπιον κοινού, συνθέτες, ξένοι ή Ελληνες καθηγητές μουσικής, φτασμένοι σολίστ που έπαιζαν σε θερμό και χαλαρό κλίμα.
Ποιες ήσαν οι μουσικές που παίζονταν σε αυτές τις συνευρέσεις; Οπως αποκάλυψε η πολυετής έρευνα της Αύρας Ξεπαπαδάκου και του Αλέξανδρου Χαρκιολάκη, το ρεπερτόριο ποίκιλλε έντονα και προέρχονταν από τρεις πηγές. Πρώτ’ απ’ όλα αντλούνταν από δημοφιλείς ιταλικές όπερες του 19ου με τις οποίες ήσαν εξοικειωμένοι οι Ελληνες αστοί μέσω των συχνών παραστάσεων που έδιναν ξένοι περιοδεύοντες θίασοι επί ελληνικού εδάφους.
Στην Κέρκυρα, ο συνθέτης του εθνικού μας ύμνου, Νικόλαος Μάντζαρος διοργάνωνε τακτικά στο σαλόνι του μουσικές βραδιές, στις οποίες έπαιζε επί ώρες στο πιάνο οπερατικά αποσπάσματα προς τέρψη των προσκεκλημένων του, ενώ είχε συνθέσει και ουκ ολίγα έργα μουσικής σαλονιού.
Εύλογα δημοφιλείς ήσαν, επίσης, οι ευρωπαϊκοί χοροί του συρμού –βαλς, πόλκα, διασκευές ελληνικών λαϊκών χορών κ.λπ.– η εκτέλεση των οποίων προσλάμβανε και πρακτικά λειτουργικό χαρακτήρα. Τέλος, σπουδαίοι Ελληνες συνθέτες, αρχικά οι περισσότεροι εξ αυτών Επτανήσιοι, είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν στα σαλόνια της εποχής νέα, πρωτότυπα έργα μουσικής δωματίου, ενώ περίοπτη θέση είχαν και τα έργα εθνικού χαρακτήρα. Αδιαμφισβήτητος άρχων του σουαρέ ήταν σταθερά το πιάνο: τα έργα που παίζονταν ήσαν για φωνή και πιάνο, σόλο πιάνο ή για πιάνο και άλλα όργανα.
Το δεύτερο μέρος της μελέτης περιλαμβάνει μία ανθολογία με παρτιτούρες αυθεντικών μουσικών έργων σαλονιού από διακεκριμένους Ελληνες συνθέτες όπως οι Παύλος Καρρέρ, Διονύσιος Λαυράγκας, Ναπολέων Λαμπελέτ και Σπυρίδων Σαμάρας αλλά και ορισμένοι εντελώς άγνωστοι σήμερα. Το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής αποκατέστησε τα μουσικά τους κείμενα, καθώς πολλά από αυτά διασώθηκαν ελλιπή: κολοβά, δυσανάγνωστα ή με λάθη.
Στην εποχή τους, τα μουσικά αυτά κείμενα δημοσιεύονταν στα περιοδικά –ακόμα και ποικίλης ύλης– με στόχο τη διάδοση και χρήση τους. Αξίζει, τέλος, να αναφέρουμε πως στο πλαίσιο της μουσικής σαλονιού, έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στον ελληνόφωνο κόσμο τα πληκτροφόρα όργανα, όπως το τσέμπαλο, το κλαβίχορδο κ.ά., ενώ το πιάνο ήρθε για πρώτη φορά στην Κέρκυρα.