Παύλος Καρρέρ: ο δικός μας ξεχασμένος Βέρντι
από τον Γιάννη Σβώλο
Πρώτη φορά στα νεότερα χρόνια παίχτηκε πρόσφατα η όπερα του Επτανήσιου συνθέτη Παύλου Καρρέρ, «Φιορ ντι Μαρία» (Ιδρυμα Κακογιάννη, 18/1/2018). Στη συναυλιακή εκτέλεση συμμετείχαν μονωδοί, η Μικτή Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών υπό τον Βύρωνα Φιδετζή.
Η τρίπρακτη όπερα βασίζεται σε ιταλικό λιμπρέτο του Τζοβάνι Κατσιαλούπι, αντλημένο από το δημοφιλές μυθιστόρημα του Εζέν Σίι (Eugène Sue, 1804-1857) «Τα μυστήρια των Παρισίων», γνωστό από πρώιμη ελληνική μετάφραση (Σμύρνη, 1854). Το έργο ανέβηκε άπαξ στην Κέρκυρα το 1868, και το πλήρες μουσικό υλικό του θεωρείται οριστικά χαμένο. Όπως στην περίπτωση του εμβληματικού «Μάρκου Μπότσαρη», ο Φιδετζής επιχείρησε πλήρη ενορχήστρωση, βασιζόμενος σε σπαρτίτο (αναγωγή για πιάνο και φωνές) που εντοπίστηκε στο Μοτσενίγειο Αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Μέτοχος της κυρίαρχης ιταλικής μουσικής παιδείας του 19ου αιώνα, με σταδιοδρομία σε Ιταλία, Επτάνησα και Ελλάδα, ο ευγενούς καταγωγής Καρρέρ συνθέτει εδώ σε στερεοτυπική μουσική γραφή, εγγεγραμμένη στο μεταίχμιο Ντονιτσέτι/Βέρντι: προσχηματική δραματουργία συνοπτικών διαδικασιών, γρήγορες άριες ηρωικού ήθους σε εμβατηριακό ρυθμό, σκηνές α λα Τραβιάτα κ.λπ.
Αντιμετωπιζόμενη με πρωθύστερα ανακλαστικά, μέσα από την εγχώρια επιταγή/εμμονή του 20ού κυρίως αιώνα για ελληνικότητα, σήμερα η γραφή αυτή ηχεί μοιραία σαν επαρχιακή δευτερολογία. Για το ελληνικό φιλόμουσο κοινό, όμως, το «Φιορ ντι Μαρία» διαθέτει ασυζητητί ειδικό ενδιαφέρον: πρώτον, λόγω της εμφανέστατης κοινωνικής κριτικής την οποία, μέσω του τολμηρού για την εποχή πρωτοτύπου του Σίι, εκφέρει σκηνικά στο περιβάλλον της αστικής κοινωνίας των Επτανήσων και, δεύτερον, διότι καθιστά την τότε σύγχρονη μουσικοδραματική γλώσσα του ιταλικού ρομαντισμού κτήμα του ελληνόφωνου αστικού κοινού.
Ασφαλώς, λόγω των ιστορικών ασυνεχειών της ελληνικής μουσικής ζωής, αυτά φαίνονται σήμερα ξεπερασμένα, παλιομοδίτικα˙ ωστόσο δεν παύουν να είναι σημαντικά, καθιστώντας τις ακροάσεις έργων του Καρρέρ πολλαπλώς ενδιαφέρουσες για μουσικούς και εξωμουσικούς λόγους. Τους ρόλους ερμήνευσαν με κυμαινόμενη επιτυχία οκτώ Ελληνες μονωδοί μεταξύ των οποίων ξεχώρισαν ως πρωταγωνιστές οι Σoφία Κυανίδου (Μαρία), Αννα Στυλιανάκη (Σάρα) και Διονύσης Σούρμπης (Δούκας Ροδόλφος).
«Το τραγούδι του Ρολάνδου» σε αραβικό καθρέφτη
Στο ρευστό έδαφος της παγκοσμιοποιημένης (ανα)θεώρησης της ιστορίας των παλαιόθεν συγκρουσιακών σχέσεων Ευρώπης-αραβικού κόσμου κινήθηκε «Το τραγούδι του Ρολάνδου: Η αραβική εκδοχή» του Ουαέλ Σόκι (Wael Shawky), που παρακολουθήσαμε στη Στέγη (30/12/2017). Ηταν μια παραγωγή του Διεθνούς Κέντρου Καλών Τεχνών «Kampnagel» (Αμβούργο) σε συμπαραγωγή με μείζονες θεσμούς παραστατικών τεχνών από Γερμανία, Αραβικά Εμιράτα, Ολλανδία, Ελβετία και Ελλάδα (Ωνάσειο).
Η μέχρι σήμερα ακτιβιστικά αιχμηρή δημιουργία του 47χρονου Αιγύπτιου εικαστικού καλλιτέχνη εστιάζει γενικά στις ταυτότητες, την ιστορία και τον πολιτισμό του αραβικού κόσμου. Η παράσταση ήταν εντεταγμένη σε ευρύτερο αφιέρωμα στο έργο του, που περιλάμβανε επίσης προβολές στο ΕΜΣΤ της βιντεοτριλογίας «The Cabaret Crusades» με θέμα την πολεμική/πολιτισμική σύγκρουση Ευρωπαίων-Αράβων κατά τις Σταυροφορίες (1095-1291). Το «Τραγούδι του Ρολάνδου» (1040-1115) αναφέρεται στην αρχική σύγκρουση Φράγκων και Αράβων στην Ισπανία (778).
Το έργο του Σόκι βασίστηκε σε έμμετρη αραβική μετάφραση του γαλλικού έπους προσαρμοσμένη στην αναβιωμένη προφορική μουσική παράδοση των αλιέων μαργαριταριών του Μπαχρέιν και των Αραβικών Εμιράτων. Παραστάθηκε σκηνικά με φόντο έναν σχηματικό τρισδιάστατο χάρτη/αναπαράσταση των τόπων της ιστορικής ευρωαραβικής αναμέτρησης. Γραμμικό στο ξετύλιγμά του, το ακρόαμα συνίστατο σε ομαδική τραγουδιστή απαγγελία από τους καθιστούς μονωδούς, συνοδευόμενη από σύνθετης ρυθμολογίας παίξιμο κρουστών και χειροκροτήματα α λα φλαμένκο. Το παρακολουθήσαμε άνετα χάρη στην ελληνική μετάφραση του Βασίλη Δουβίτσα.
Προφανώς δημιουργική ανταπόκριση στη σημερινή, επικίνδυνα οξυνόμενη αντιπαράθεση Δύσης-αραβικού κόσμου, η πρόταση ανατρέχει στις αρχαίες ιστορικές ρίζες της αντιπαλότητας των δύο κόσμων «καθρεφτίζοντάς» τες απερίφραστα από τη μεριά των Αράβων για να τις (ξανα)δουν/(ξανα)ακούσουν οι Ευρωπαίοι.
Δεν ξέρω αν, πώς, πόσο και για ποιους λειτουργεί αυτό˙ πόσο μάλλον στην Ελλάδα, που το «Τραγούδι του Ρολάνδου» -παρεμπιπτόντως ακριβώς σύγχρονο προς το «Επος του Διγενή» στη βυζαντινή Ανατολή!- δεν είναι ακριβώς γνωστό… Σε κάθε περίπτωση η άριστα δοσμένη εμπειρία τού να ακούσει κανείς ζωντανά μια «εξωτική» ραψωδική αφήγηση ήταν συγκινητική και ενδιαφέρουσα.
Κεντρική φωτογραφία: «Φιορ ντι Μαρία» στο Ίδρυμα Κακογιάννη