Όταν ο Κόσκι συναντά την… Κάρμεν
της Έλενας Ματθαιοπούλου
(Κεντρική φωτογραφία: Στον «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ, σε σκηνοθεσία Μπάρι Κόσκι, η Βασίλισσα της Νύκτας παρουσιάζεται σαν «τεράστια, μητριαρχική αράχνη».)
«Μεγαλοφυΐα» ξεστομίζουν αυθόρμητα οι περισσότεροι μαέστροι, τραγουδιστές και μάνατζερ όταν συζητούν για τον Μπάρι Κόσκι, καλλιτεχνικό διευθυντή της Komische Oper του Βερολίνου και από τους πιο περιζήτητους σκηνοθέτες στο παγκόσμιο οπερατικό στερέωμα. Από τις 31 Μαρτίου η Αθήνα θα απολαύσει στην Εθνική Λυρική Σκηνή μία από τις ιστορικές παραγωγές της τελευταίας δεκαετίας: Τον «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ, σε σκηνοθεσία του Κόσκι που, μετά την πρεμιέρα της στο Βερολίνο το 2013, γύρισε Λος Αντζελες, Σαγκάη, Σεούλ, Τόκιο, Εδιμβούργο, Μαδρίτη, Ελσίνκι, Παρίσι, Βουδαπέστη – εντυπωσιάζοντας πάνω από 300.000 θεατές με πρωτοφανείς καινοτομίες (π.χ., κινούμενα σχέδια), που όχι μόνο δεν προδίδουν το πνεύμα του έργου, αλλά αντίθετα, προβάλλουν και αναδεικνύουν με μοναδικό τρόπο τη μαγική του υπόσταση.
Λίγες εβδομάδες μετά, θα προβληθεί στους κινηματογράφους της Αθήνας (Παρασκευή 20 Απριλίου και Τρίτη 24 Απριλίου) η πρόσφατη νέα παραγωγή του Κόσκι και την Βασιλική Οπερα του Λονδίνου: η «Κάρμεν» του Μπιζέ, μία από τις τρεις όπερες (οι άλλες δύο είναι ο «Μαγικός Αυλός» και η «Μποέμ»), που πάντα φοβόταν να σκηνοθετήσει.
Τον συνάντησα σε μια αίθουσα στο Κόβεντ Γκάρντεν, λίγες μέρες πριν από τη γενική πρόβα, στην ιερή ώρα του τσαγιού. Φιλικότατος, ένας χείμαρρος από ιδέες, με προειδοποίησε ότι αυτή η παραγωγή της «Κάρμεν» θα είναι και μουσικά και δραματικά αλλιώτικη από όσες έχουμε δει ως τώρα!
«Οπως με τα “Παραμύθια του Χόφμαν” του Οφενμπαχ, δεν υπάρχει οριστική, επίσημη εκδοχή του έργου διότι –όπως με πληροφόρησε ο φίλος μου Κωνσταντίνος Καρύδης, μουσικός διευθυντής της Οπερας της Φρανκφούρτης, όταν με έπεισε να σκηνοθετήσω την “Κάρμεν”– η αρχική, χειρόγραφη παρτιτούρα του Μπιζέ διαφέρει από την επίσημη έκδοση, που τυπώθηκε μετά τις πρόβες για την παγκόσμια πρεμιέρα στο Παρίσι, το 1875, όπου έγιναν σημαντικές αλλαγές που δεν ανταποκρίνονταν στις αρχικές επιθυμίες του συνθέτη. Π.χ. υπάρχει μια πιο “οπερετική” παρά “οπερατική” Χαμπανέρα, πολύ πιο “ανάλαφρη” από τη γνωστή άρια, και στη παραγωγή μας ακούγονται και οι δύο. Επίσης καταργήσαμε τη διαλογική πρόζα και την αντικαταστήσαμε με μια διακριτική αφήγηση από γνωστή ηθοποιό, σαν να ακούμε την ίδια την Κάρμεν να διηγείται τη ζωή της. Και άλλα.
Οπως με τα “Παραμύθια του Χόφμαν”, δεν ξέρουμε ακριβώς πού θα είχε καταλήξει ο ίδιος ο Μπιζέ. Γι’ αυτό είναι δύσκολο κι εμείς να καταλήξουμε με απόλυτη σιγουριά σε μια αυθεντική εκδοχή. Αλλά δεν είναι αυτό που με φόβιζε. Mου αρέσουν τέτοιου τύπου αμφιβολίες. Αυτό που όντως με φόβιζε ήταν πώς να παρουσιάσω μια Κάρμεν απαλλαγμένη από τα γνωστά φολκλορικά κλισέ που την παρουσιάζουν σα φθηνή πόρνη. Κατ’ αρχάς, η Κάρμεν δεν είναι ισπανική αλλά γαλλική όπερα με ισπανική χροιά.
Ομως αυτή δεν είναι η ουσία του έργου. Ποια είναι η ουσία του; Πρόκειται για ριζοσπαστική όπερα, γιατί αρχίζει μεν ανάλαφρα –οι πρώτες δύο πράξεις μοιάζουν με οπερέτα– αλλά στην τρίτη πράξη, στη σκηνή με την τράπουλα, όπου η Κάρμεν βλέπει στα χαρτιά τον θάνατό της, το έργο αλλάζει δραματικά και, από αυτό το σημείο έως και την τέταρτη πράξη όπου ξέρει από την αρχή ότι θα πεθάνει, εξελίσσεται σε κάτι εντελώς αλλιώτικο, γίνεται “βεριστική” όπερα, ένα από τα πρώτα δείγματα βερισμού (σ.σ. του λογοτεχνικού νατουραλισμού στην όπερα). Και αυτό είναι πολύ δελεαστικό και συγχρόνως πολύ λυπηρό, γιατί σε κάνει να σκεφθείς τι θα είχε γράψει ο Μπιζέ αν δεν είχε πεθάνει τόσο νέος, σε ηλικία 30 ετών, λίγο μετά την πρεμιέρα της “Κάρμεν”».
Πάντοτε ενστικτωδώς
«Οπως εξηγώ στις ερμηνεύτριες», συνεχίζει ο Κόσκι, «η Κάρμεν, πρέπει να είναι γοητευτική, ζωηρή και παιχνιδιάρα, σαγηνευτική αλλά και εκδικητική, πού και πού αντιπαθητική και πρόστυχη, αλλά και μελαγχολική. Και πολύ “μόνη”. Επίσης διονυσιακή, ιδίως στους χορούς της, και τρομερά ειρωνική. Το κοινό, όμως, δεν πρέπει να ξέρει ποια από αυτές τις προσωπικότητες θα βγει ανά πάσα στιγμή. Η Κάρμεν δρα πάντοτε ενστικτωδώς, χωρίς τίποτα εγκεφαλικό.
Το πιο συναρπαστικό στοιχείο, που δύσκολα γίνεται αντιληπτό από το κοινό, είναι ότι η ”Κάρμεν” είναι μία από τις πιο αντιρομαντικές όπερες! Υπάρχει έρωτας, πάντα πρόσκαιρος. Κάπου στη μέση του έργου η Κάρμεν αρχίζει να περιφρονεί τον εραστή της, εξοργίζοντάς τον. Από την αρχή είναι ξεκάθαρο ότι δεν στοχεύει σε μακροχρόνια σχέση μαζί του. Ελκεται από τον ιδρώτα, τη μυρωδιά του. Πρόκειται για καθαρά σαρκική έλξη που όμως δεν την ικανοποιεί ως σχέση. Ούτε η σχέση με το Εσκαμίγιο την ικανοποιεί. Τη βλέπει σαν απόδραση από την πλήξη της με τη ζήλια του Χοζέ. Εχουμε να κάνουμε με μια όπερα στην οποία οι δύο κύριοι ανδρικοί ρόλοι δεν ικανοποιούν την ηρωίδα. Σε πόσες άλλες όπερες συναντάμε κάτι τέτοιο; Σχεδόν πουθενά! Βασικά, η Κάρμεν δεν είναι ικανοποιημένη ούτε από τους άνδρες, ούτε και από τη ζωή, θα έλεγα».
Ωστε αυτή είναι η τελειωτική εκδοχή της Κάρμεν; «Οχι! Δεν υπάρχει τελειωτική εκδοχή. Θα δούμε πολλές άλλες, καθώς και τη συνηθισμένη. Ομως είναι αυτή που με έκανε να δεχθώ την πρόκληση, το σημείο εκκίνησης του ενδιαφέροντός μου να τη σκηνοθετήσω».
«Αγαπώ την όπερα γιατί μεγεθύνει όλα τα συναισθήματα και τα πάθη»
Εξίσου δύσκολο ήταν να πειστεί ο Κόσκι να καταπιαστεί με τον «Μαγικό Αυλό», στην Κόμισε Οπερ το 2012, που ανέκαθεν θεωρούσε «τάφο για σκηνοθέτες». «Το πρόβλημα είναι να αποφασίσεις τι ακριβώς είναι ο “Μαγικός Αυλός”. Δεν πρόκειται για κανονική όπερα αλλά, όπως πρωτοπαρουσιάστηκε το 1791 στη Βιέννη, για μείγμα παντομίμας που συναντά το βάθος της μουσικής του Μότσαρτ και το στυλ βόντβιλ. Κάτι σαν επιθεώρηση. Η μουσική του Μότσαρτ αποτελεί το μισό κομμάτι του “Αυλού”. Το υπόλοιπο είναι τα λόγια και το θέατρο του λιμπρετίστα Εμάνουελ Σικανέντερ. Και εκεί κρύβεται η μεγαλοφυΐα του έργου. Καλύτερα λοιπόν να το αντιμετωπίσεις σα σουρεαλιστικό παραμύθι και ν’ αφήσεις το βαθύτερό του νόημα ν’ αυτοαποκαλυφθεί».
Το κλειδί αυτής της φαντασμαγορικής παραγωγής είναι η συνεργασία του Κόσκι με μια λονδρέζικη εταιρεία παραγωγής και κινουμένων σχεδίων, με το όνομα «1927», της οποίας οι δημιουργοί δεν είχαν δει ποτέ όπερα. «Εγώ γνώριζα το έργο, εκείνοι καθόλου. Είχαμε έναν τέλειο γάμο»!
Το αποτέλεσμα της συνεργασίας πλησιάζει, κατά τον Κόσκι, περισσότερο στις προθέσεις των Μότσαρτ – Σικανέντερ απ’ όλες τις παραγωγές που έχει δει. Τα στοιχεία που στο Θέατρο του Σικανέντερ ήταν εντυπωσιακά σκηνικά εφέ, εδώ παρουσιάζονται σα ζωντανά κινούμενα σχέδια. Για παράδειγμα, στην πάντα εντυπωσιακή άφιξή της, η Βασίλισσα της Νύκτας παρουσιάζεται σαν «τεράστια, μητριαρχική αράχνη». «Ολα τα εφέ είναι τέλεια συντονισμένα με τη μουσική. Ενα σόου ριζωμένο στην αρχική πρόθεση του συνθέτη και του έργου, αλλά και στη συγκλονιστική τεχνολογία του 21ου αιώνα».
Αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, έχοντας δει τις σχεδόν πάντα οπτικά συναρπαστικές παραγωγές του, ο Μπάρι Κόσκι πιστεύει ότι σήμερα δίνουμε περισσότερη έμφαση απ’ ό,τι θα έπρεπε στον οπτικό παράγοντα, ενώ, «αντίθετα, οι επιλογές σου ως σκηνοθέτη πρέπει να πηγάζουν από τη βαθιά διείσδυση και ανάλυση της μουσικής και του λιμπρέτου. Συνηθίζω να λέω στους σπουδαστές τη τέχνης μας ότι αν δεν είναι σε θέση να ζωντανέψουν μια όπερα με τίποτα πέρα από τους τραγουδιστές πάνω σε μια άδεια σκηνή, θα πρέπει να ψάξουν για άλλο επάγγελμα. Κι αυτό, διότι η όπερα δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, αντικατοπτρίζει την αλήθεια. Οσο πιο “ρεαλιστικά” την παρουσιάζουμε, τόσο πιο γελοία και λιγότερο αληθινή γίνεται. Η αλήθεια της όπερας δεν πηγάζει από την αισθητική. Πηγάζει από τον τρόπο που ο ερμηνευτής εκφράζει τη μουσική μέσα από το σώμα και τη φωνή του, πράγμα εντελώς διαφορετικό.
Γιατί αγαπώ την όπερα; Διότι αγαπώ τη μουσική, αγαπώ τις ιστορίες που αφηγείται. Την αγαπώ γιατί μεγεθύνει όλα τα συναισθήματα και τα πάθη, την αγαπώ διότι είναι μια εμπειρία που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον πλανήτη! Την αγαπώ διότι είναι περίεργη και θεσπέσια! Στη σκηνή, άνθρωποι πεθαίνουν για 10 ολόκληρα λεπτά και το πιστεύεις! Στο θέατρο, στο σινεμά ή στην τηλεόραση, όταν κάποιος πληγώνεται θανάσιμα, ξέρεις ότι θα πεθάνει αμέσως. Ομως στην όπερα μπορείς να επεκτείνεις τον χρόνο που δεν έχει τίποτα να κάνει με την πραγματικότητα. Αυτό το τέντωμα του χρόνου, το παίξιμο σε αισθηματικά τοπία, φωτίζει μια αλήθεια εντελώς διαφορετική από την πραγματικότητα. Μέσα από τους μεγάλους συνθέτες και τα μεγάλα έργα, αποκαλύπτεις περισσότερη αλήθεια για την ανθρώπινη φύση και εμπειρία από οποιοδήποτε ντοκιμαντέρ».