H μουσική και οι μουσικοί στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Γράφει η Άννα Πατσώνη
Από όλους τους καλλιτέχνες, τους μουσικούς αγαπώ περισσότερο, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ο μεγάλος Σκιαθίτης, στο διήγημα «Ο Πανδρολόγος» (1902), γράφει για τον Φιλάρετο τον βιολιτζή:
«Σφόδρα περιπαθής – μερακλής – μουσικός ήτο ποτέ ο Φιλάρετος… Άμα εκαλείτο εις γάμον ή χαράν ή άλλην ευωχίαν δια να παίξη, σπανίως ετύχαινε να έχη άλλους. Έπρεπε να έχη αυτός κέφι. Και το κέφι είναι αυθαίρετο πράγμα· δεν το εκράτει αυτός· εκείνο εκράτει αυτόν… Εγύριζε μεσάνυχτα από την ευωχίαν… Επανήρχετο στο σπίτι, άνοιγε το μαγαζί του… και ευθύς, αντί να τυλίξη το βιολί του με το περικάλυμμα και να το κρεμάση στον τοίχον, το έπαιρνεν εις στο στήθος του, το ενεκολπώνετο, ετραβούσε 2-3 δοξαριές και ήρχιζεν αυτός καθ’ εαυτόν, δια να ευχαριστήσει τον ίδιον εαυτόν του, ένα ήχον περιπαθή, εν μέλος, εν άσμα, το οποίον μάτην θα εξήντλουν τα σβάντσικά των… δια να καταφέρουν τον Φιλάρετον να το επιτύχη να τους το πη…
Δεν επρόκειτο εδώ περιχορδίσματος βιολίου ή παντός οργάνου απλώς· επρόκειτο περί χορδίσματος ανθρώπου, το οποίον είναι όλως διάφορον πράγμα.
Το ετόνιζε, και το έλεγε και το εκελαδούσε πράγματι με απαράμιλλον τρόπον…»
Στον «Γείτονα με το λαγούτο» (1900), λέει η Πολίτισσα η Κατερινιώ:
«Είναι κάμποσοι βιολιτζήδες πόσο μερακλήδες, που καλύτερα παίζουν μονάχοι τους, όταν τους έρχεται το κέφι, παρά όταν τους δίνουν οι άλλοι παράδες».
Στον «Ξεπεσμένο δερβίση» (1896), ο ανέστιος, αποδιωγμένος Ανατολίτης, παίζει στο βάθος της σήραγγας του τραίνου στην περιοχή του Θησείου με το νέι του ένα γλυκύ μέλος «η μουσική εκείνη… είχε στενήν συγγένειαν με τας αρχαίας αρμονίας, τας φρυγιστί και λυδιστί».
Στην «Στρίγγλα μάνα» (1902), το «μέγα παιδίον», όπως αποκαλεί ο συγγραφέας τον γιο της στρίγγλας, τον Ζάχο, κυνηγημένο από την άκαρδη μάνα του, ευνουχισμένο από την αυταρχική της δυναστεία, καταφυγή του έχει το μπουζούκι του. Μ’ αυτό, παίζει άρρυθμα: «Επροσπάθει δια της μουσικής ταύτης να διασκεδάσει την ιδίαν τρέλλαν του… Σαούλ άμα κει Δαυίδ».
Στην «Τρελλή βραδιά» (1901), μια παρέα «κωμαστών» και μια γυφτοπαρέα με γκάιδα, λαγούτο και κλαρινέτο, δίνουν, παρ’ όλο τον σαματά που προκαλούν τόσο κέφι, ώστε «όλον το χωρίον αντήχησεν από την αλλόκοτον, την μεγαλόφθογγον ορχήστραν».
Ακόμη και ο δεκανεύς, που κατέφθασε – συνοδευόμενος με άλλους δυο με τα τουφέκια τους – για να επιβάλλει την τήρηση των διατάξεων, και για να οδηγήσει την ιδιότυπη αυτή μουσική παρέα στον στρατώνα για να παραδώσουν τα μουσικά τους όργανα, τους παρακινεί:
«… δεν πρέπει να πάμε ως εκεί βουβά… λέτε και τίποτα στον δρόμο. Και τότε, οι γύφτοι, εύθυμοι, επανέλαβον την διακοπείσαν συναυλίαν των… και η συνοδεία ηκολούθησεν… εκκωφαίνουσα όλον το χωρίον με τους δαιμονιώδους φθόγγους της ορχήστρας της».
Στην «Αποκριάτικη νυχτιά» (1892), ο νεαρός φοιτητής, «ήκουε φωνάς, άσματα, κιθαρισμούς, έξω της αυλής, καθώς οι μουσικοί «έπαιρναν την κιθάραν των, τα μανδολίνια των, τες φυσαρμόνικές των και με τους φθόγγους της μουσικής εζήτουν να αποκοιμήσωσι τον πόνον της καρδιάς των».
Περιγράφοντας τον χορό «την τελευταία εσπέραν της Τυρινής του έτους 188..» γράφει:
«Η αυλή και η κλίμαξ εφεγγοβόλει, και από όλα τα παράθυρα εξήρχοντο ήχοι μουσικής, ως να ήτο η οικία όλη γιγαντιαίον κύμβαλον εναρμονικώς ηχούν… και όταν… έπαυον ταχύν οι τόνοι της μουσικής, τότε, έξωθεν της αυλής ηκούετο μελαγχολική καντάδα των κιθαρωδών… και ο πτωχός σπουδαστής ήκουε… και εχόρευε μετά της κλίνης του ακουσίως νανουριζόμενος από τα άσματα, την μουσικήν και τας ορχήσεις και έλεγε καθ’ εαυτόν: Χωρίς άλλο δια να εκτιμήσει τις μουσικήν και χορόν, πρέπει να είναι ακροατής μακρόθεν».
Σε πολλά κείμενα του Παπαδιαμάντη υπάρχουν στίχοι τραγουδιών, ερωτικά, άλλα σκωπτικά και άλλοτε θρηνητικά και μοιρολόγια, όπως στο «Μυρολόγι της φώκιας» (1908). Ακόμη τροπάρια και ύμνοι, αφού ο ίδιος τα γνώριζε από μικρό παιδί, όταν συνόδευε τον πατέρα του τον παπά στις ιερές ακολουθίες πηγαίνοντας στα εξωκκλήσια του νησιού τους, στα πανηγύρια, στις αγρυπνίες.
Στα «Τραγούδια του Θεού» (1912), αναφέρει, κατά τη σειρά των εορτών του έτους, πολλά τροπάρια.
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης έγραψε για την ψαλτική τέχνη του εξαδέλφου του:
«… ψάλλων με το περιπαθές αλησμόνητον ύφος, μετέδιδε τον ενθουσιασμόν εις τους ακούοντας, οι οποίοι, χωρίς να το θέλουν, τον παρηκολούθουν και αυτοί εις τας αρμονικάς κινήσεις του, ότε εκινείτο και εχόρευεν και ελαφρώς εκτύπα τας χείρας του επί του αναλογίου, χωρίς καμμίαν χασμωδίαν».
Ο Ιωάννης Δαμβέργης, αναφερόμενος «στο μουσικόν φαινόμενον που ήτο ο Παπαδιαμάντης», μεταφέρει μια εξομολόγηση του ίδιου του συγγραφέα: «Δεν ήκουσα κανένα διδάσκαλον. Επήγα όμως εις το Άγιον Όρος και εκεί, εσπούδασεν η ψυχή μου· όχι εγώ. Τα επήρε το αυτί μου και τα μετέδωκεν».
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποτύπωσε την πραγματικότητα, όπως ανέβλυζε από τα βιώματά του. Κράτησε τον τονισμό εκείνο, που συντονιζόταν με τον ίδιο τον δικό του αρμονικό τέμπο.
Ήταν, όπως αναφέρουν οι σύγχρονοί του, «στην ουσία του μια βαθειά μουσική φωνή, με τον ρυθμό στη φράση του, με την μουσική πνοή που διαχύνεται στο έργο του».