Μουσική, το δώρο ζωής της Καμπαγιέ

Από την Έλενα Ματθαιοπούλου

Η Μοντσεράτ Καμπαγιέτ (12 Απριλίου 1933 – 6 Οκτωβρίου 2018) απέδιδε εν μέρει στις θεραπευτικές δυνάμεις της μουσικής τη θαυμαστή ανάρρωσή της από μια σειρά ασθενειών. Μεταξύ άλλων: εγχείρηση για καρκίνο το 1974, δύο εγχειρήσεις στα νεφρά το 1976 και το 1982, καρδιακή προσβολή το 1983, όγκος στον εγκέφαλο το 1985.

Αυτά που θυμάμαι πιο έντονα από οτιδήποτε άλλο για τη Μοντσεράτ Καμπαγιέ είναι το γέλιο της –πηγαίο, συχνό και κολλητικό–, τη χαρά ζωής και την αίσθηση του χιούμορ. Την πρωτοσυνάντησα στο Λονδίνο στην απαρχή της δημοσιογραφικής μου καριέρας, τη δεκαετία του ’70, προτού γίνει μία από τις πιο διάσημες ντίβες της εποχής μας. Ηταν εκεί για το ντεμπούτο της στη βρετανική πρωτεύουσα με συναυλία του «Κουρσάρου» του Βέρντι.

Η συνέντευξή μας –για τους «Τάιμς» του Λονδίνου– έγινε στο ευρύχωρο διαμέρισμα που της είχαν νοικιάσει οι παραγωγοί στην αριστοκρατική πλατεία Γκρόουβενορ. Μόλις έφθασα με προειδοποίησε ότι θα ερχόταν ο μαέστρος να την πάρει για πρόβα. «Ομως μην ανησυχείτε», με καθησύχασε με ένα πονηρό χαμόγελο η Μοντσεράτ (που στην πορεία έμελλε να γίνει πασίγνωστη για την απέχθειά της για πρόβες και τη συνήθεια να μαθαίνει τα λόγια των ρόλων της την προπαραμονή της πρεμιέρας), «θα του ανοίξετε εσείς κι εγώ θα παριστάνω την άρρωστη. Ετσι θα τον ξεφορτωθούμε». Πράγματι, ένα τέταρτο αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Η Μοντσεράτ έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα, χώθηκε με τα ρούχα και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της στο κρεβάτι, τράβηξε το σεντόνι ώς το σαγόνι και με έκφραση εξάντλησης άξιας της σκηνής του θανάτου της Βιολέτας στην «Τραβιάτα», κοίταξε τον μαέστρο με βλέμμα απόγνωσης. «Μαέστρο, όπως βλέπετε δεν είμαι σε κατάσταση να έλθω για πρόβα. Ας περιμένουμε έως αύριο για να συνέλθω κάπως». Ο μαέστρος, τρομοκρατημένος με την προοπτική αλλαγής διανομής σε περίπτωση που η ντίβα δε θα καλυτέρευε, την προέτρεψε να προσέξει και έφυγε αμέσως. Η Μοντσεράτ πήδηξε από το κρεβάτι ξεκαρδισμένη και καθίσαμε στο σαλόνι για τη συνέντευξη.

Την ξανασυνάντησα περίπου δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1987, στη Μαδρίτη όταν ετοίμαζα το πρώτο από τα δύο βιβλία μου για ντίβες («Diva: Today’s Sopranos and Mezzos Discuss Their Roles and the Art of Singing»)*. Είχαμε ραντεβού στο ξενοδοχείο της (βάση της παρέμενε πάντα η γενέτειρά της Βαρκελώνη), μετά την πρεμιέρα της στον ρόλο της Μαργαρίτας στην όπερα «Μεφιστοφελής» του Αριγκο Μπόιτο (γνωστό και ως λιμπρετίστα των έργων «Οθέλλος» και «Φάλσταφ» του Βέρντι). Σε ηλικία 55 ετών επιδείκνυε ακόμη τα χαρακτηριστικά που την έκαναν διάσημη: τη θεσπέσια φωνή, τα έξοχα λεία «πλωτά» πιανίσιμι (που έμαθε μελετώντας τους δίσκους του διάσημου Ισπανού τενόρου του παρελθόντος Μιγκέλ Φλέτα) και τις λεγκάτο (χωρίς «ραφές») λυρικές φράσεις. Πρώτη παραδεχόταν ότι δεν υπήρξε ποτέ «τραγουδίστρια-ηθοποιός» σύγχρονου στυλ. Ερμήνευε τους ρόλους της αποκλειστικά με φωνητική ηθοποιία – εκφραστικότητα, έντεχνη χρήση ηχοχρωμάτων και δυναμικής. Ωστόσο πίστευε με πάθος στην επανάσταση της Μαρίας Κάλλας (της οποίας ήταν και φίλη), που μετέτρεψε την όπερα σε πιστευτό θέατρο.

Εκμυστηρεύσεις

Πάλι ανάμεσα σε πολλά γέλια και αστεία, μου εκμυστηρεύτηκε τη σοφία και τα αισθήματά της για την τέχνη της, τη ζωή γενικά και ειδικά για τη δική της. «Γεννήθηκα με μια καλή φωνή», είπε προσφέροντας ένα ποτήρι θαυμάσιο κόκκινο ισπανικό κρασί Ριόχα, «αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να με κάνει τραγουδίστρια, και βέβαια καθόλου αρκετό για να με κάνει μουσικό. Οι φωνητικές χορδές ενός τραγουδιστή δεν διαφέρουν ριζικά από ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Η μουσική δεν πρέπει να προέρχεται μόνον απ’ αυτές. Πρέπει να βγαίνει από κάπου αλλού, ή μάλλον από παντού μέσα σου. Πιστεύω επίσης ότι μουσική, ηχητικά κύματα, υπάρχουν παντού γύρω μας. Γιατί δεν τα ακούμε; Διότι δεν είμαστε έτοιμοι. Είμαστε ακόμη βαθιά βυθισμένοι στην ύλη και δεν έχουμε αναπτύξει παρά ένα ελάχιστο τμήμα του δυναμικού του μυαλού μας. Οταν θα έχουμε αναπτύξει το μισό, θα μπορούμε να καταλαβαίνουμε αυτόματα ο ένας τις σκέψεις του άλλου, χωρίς να χρειάζεται να τις “πούμε”. Οταν εξελιχθούμε ακόμη περισσότερο, θα συνειδητοποιήσουμε τους δεσμούς που μας συνδέουν με τα πάντα στη δημιουργία και θα μπορούμε να ακούμε, να είμαστε μέσα, να αποτελούμε τμήμα της μουσικής γύρω μας, χωρίς να χρειάζεται να την υλοποιήσουμε εμείς οι ερμηνευτές».

Εννοεί βέβαια ότι το μυστήριο της μουσικής είναι ότι, μόνη ανάμεσα στις τέχνες, δεν έχει υλική υπόσταση. Αντίθετα με τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη γραφή, των οποίων τα δημιουργήματα είναι χειροπιαστά, η μουσική δεν υπάρχει από μόνη της. Οι συνθέτες έχουν καταγράψει στην παρτιτούρα απλά έναν κωδικό πρόσβασης στους μουσικούς ήχους που άκουγαν μέσα τους, και αυτή η μουσική για να υλοποιηθεί χρειάζεται ερμηνευτές – μαέστρους, σολίστες και τραγουδιστές.

«Ξέρω πως αυτά που λέω μπορεί να μοιάζουν παράξενα σε πολλούς. Ομως παράδειγμα του τι εννοώ είναι οι ξεχωριστές στιγμές που συμβαίνουν πότε πότε στην καριέρα κάθε καλλιτέχνη: στιγμές που δεν νιώθεις πια ότι βρίσκεσαι πάνω σε μια σκηνή, αλλά νομίζεις πως βρίσκεσαι σε μια διαφορετική εσωτερική διάσταση, ταυτισμένος με τη μουσική. Δεν έχεις συνείδηση ότι τραγουδάς, ούτε αίσθηση του εαυτού και του σώματός σου. Το σώμα είναι χειροπιαστό πράγμα, φτιαγμένο από φυσική ύλη. Αλλά όταν βρίσκεσαι σε αυτό το στάδιο ταύτισης με τη μουσική, το αγνοείς πλήρως. Αισθάνεσαι ελαφρύς, χωρίς βάρος και μετά, όταν ξαναποκτήσεις αίσθηση του γύρω σου, μπουμ, γίνεσαι πάλι τόσο βαρύς… Μερικές φορές αντιλαμβάνομαι ότι και οι συνάδελφοί μου και οι μαέστροι βιώνουν την ίδια αίσθηση. Αυτό το είδος έκστασης, όταν όλοι μας αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε ολότελα εδώ. Και ξαφνικά αυτή η αίσθηση εξαφανίζεται σαν αστραπή. Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια και ξέρουμε ότι μόλις ξυπνήσαμε, πως δεν βρισκόμαστε πια σε άλλον κόσμο αλλά εδώ, σε μια σκηνή θεάτρου. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό και πώς να το εξηγήσω, αλλά ξέρω ότι πραγματικά συμβαίνει και ότι το κοινό επίσης το αντιλαμβάνεται και το νιώθει. Σε τέτοιες στιγμές, από τα χειρότερα που μπορεί να συμβούν είναι να ακούσεις χειροκροτήματα».

Οπως και πολλοί συνάδελφοί της που αντιμετώπισαν συχνά ή παρατεταμένα προβλήματα υγείας, η Καμπαγιέ αποδίδει εν μέρει στις θεραπευτικές δυνάμεις της μουσικής τη θαυμαστή ανάρρωσή της από μια αλυσίδα ασθενειών: επτά εγχειρήσεις –μία στα γόνατα το 1969, μία για καρκίνο το 1974 και δύο στα νεφρά το 1976 και το 1982– καθώς και από τη δεύτερη καρδιακή προσβολή, στα παρασκήνια της Οπερας της Βιέννης το 1983, από την οποία ανέρρωσε πλήρως. Το 1985 παρουσιάστηκε όγκος στον εγκέφαλο και χρειάστηκε να υποβληθεί σε θεραπεία με λέιζερ, στο τέλος της οποίας, χωρίς να ξέρει αν είχε θεραπευτεί εντελώς, έπρεπε να πάρει μια κρίσιμη απόφαση: Αν θα συνέχιζε να τραγουδάει ή όχι. Επρόκειτο να τραγουδήσει την Αρμιντα του Γκλουκ στη Μαδρίτη και φοβόταν πολύ. Ομως επειδή, αργά ή γρήγορα, θα διαπίστωνε αν θεραπεύτηκε ή όχι, δεν μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο τρόπο απ’ ό,τι στη σκηνή, τραγουδώντας. Ολοι όσοι γνώριζαν την κατάστασή της –η οικογένεια, λίγοι φίλοι και οι άνθρωποι του θεάτρου– μαζεύτηκαν γύρω της για να τη στηρίξουν.

«Θαύμα» επί σκηνής

Πριν βγει στη σκηνή σκεφτόταν: «Αυτή είναι κρίσιμη στιγμή και πρέπει να προσέξω να μην πιέσω πολύ τον εγκέφαλο με παλμούς και να μην κάνω και ορισμένα άλλα πράγματα. Ηξερα σχολαστικά την παρτιτούρα και πίστεψα ότι θα μπορούσα να ελέγξω τα πράγματα. Αλλά συνέβη κάτι εκπληκτικό: ξεχάστηκα τελείως! Εγκαταλείφθηκα στη μουσική και ένιωσα σαν να αποκτούσα καινούργια ζωή. Τραγούδησα σε αυτή την κατάσταση ολόκληρη την παράσταση και ήταν πολύ συγκινητικό για μένα και όλους τους δικούς μου εκεί. Είχα την αίσθηση πως ξαναγεννιόμουν ή ότι γεννιόμουν εκείνη τη στιγμή». Μετά έκανε πολλά τσεκάπ για να δει αν προκλήθηκε καμιά ζημιά στον εγκέφαλο από τους ηχητικούς παλμούς, αλλά όλα ήταν εντάξει και η επαφή της πάλι με τη μουσική ύστερα από τόσον καιρό την έκανε να απολαμβάνει πληρέστερα τη ζωή. «Είμαι μεγαλόσωμη γυναίκα. Ζυγίζω 103 κιλά –τρομερό αλλά αληθινό–, ωστόσο νιώθω θαυμάσια! Η προοπτική τού να μην ξανατραγουδήσω ποτέ με έκανε να συνειδητοποιήσω και να εκτιμήσω πιο έντονα πράγματα που θεωρούσα δεδομένα. Τώρα κάθε μέρα, κάθε παράσταση μου φαίνεται σαν ένα δώρο, μια ανταμοιβή».

* Κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη.

Πηγή

Top