Μια «άλλη» πρόταση για την εκπαίδευση
Από τον Γαβριήλ Μπομπέτση
Το σχολείο είναι σχεδόν ταυτόσημο στο νου του μαθητή με το πρωινό ξύπνημα, το άγχος, την αποστήθιση, τα διαγωνίσματα και τις εξετάσεις, τους βαθμούς. Αν αυτό είναι πράγματι το σχολείο, δεν αξίζει κανείς να πηγαίνει.
Αν, απεναντίας, έχει ένα προορισμό ανυψωτικό του ανθρώπου, αν είναι ένας χώρος όπου ξεδιπλώνονται οι εσωτερικές δυνάμεις του κάθε νέου, ένας χώρος όπου εξελίσσεται το πνεύμα του, μορφοποιείται και αποκτά φυσιογνωμία ο χαρακτήρας του, ένας χώρος στοχασμού, δημιουργικής πρόσληψης της γνώσης, δημιουργικότητας, χαράς και ζωντάνιας, τότε αξίζει τα πάντα.
Ο Έριχ Φρόμ παρατηρεί πως η ρίζα της λέξης education ανάγεται στο e–ducere, με τη σημασία βγάζω προς τα έξω, προς τα μπροστά ή κάνω να εκδηλωθεί κάτι εν δυνάμει παρόν. Η εκπαίδευση έχει προσλάβει έναν άχαρο και συνάμα ατελέσφορο παθητικό χαρακτήρα, της λείπει εκείνη η ενεργητικότητα που θα προάγει το μαθητευόμενο, που θα κάνει τη γνώση πηγή χαράς και παραγωγικότητας. Η εκπαίδευση, στενά περιορισμένη στην κάλυψη της καθορισμένης ύλης, περιορισμένη εν πολλοίς από τις κατευθυντήριες γραμμές που δίνονται, χάνει την αύρα της ελευθερίας και της δημιουργίας, αποκομμένη από την συστατική της ουσία, την παιδευτική της, δηλαδή, αποστολή.
Δεν είναι τωρινή η διαπίστωση πως η εκπαίδευση πάσχει. Είναι εξατασιοκεντρική, βαθμοθηρική, προωθεί την ξερή απομνημόνευση, κι όχι την ενεργητική γνώση, μπορεί να περιορίζει αντί να χαράσσει νέους δρόμους στον κόσμο της γνώσης, κι άλλα μύρια που θα μπορούσαν να της προσαφθούν.
Συνήθως περιμένουμε από τους άλλους να κάνουν την αλλαγή, να δώσουν το βήμα και εμείς κατόπι τους να ακολουθήσουμε. Οι μεγάλες αλλαγές, εντούτοις, όπως έχει καταδείξει και η ιστορία, ξεκινούν από μεγάλες-παράτολμες μονάδες, πράγμα που μεταθέτει την ευθύνη από το «εσύ» στο «εγώ». Ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να απεμπολήσει την υπόσχεση του, το ἐπάγγελμά του, φέρει μεγάλη ευθύνη, λόγω της φύσης του λειτουργήματός του, απέναντι στους γονείς, στα παιδιά, απέναντι σε όλη την κοινωνία.
Η γνώση είναι μία μύηση, χωρίς σκοταδισμό και αποκρυφισμό αλλά εναπόθεση μπροστά στο άπλετο φως. Η παιδεία είναι θέμα έρωτα, όπως και όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες. Εκπορεύεται από μία διάχυτη αγάπη του εκπαιδευτικού προς τη γνώση και γεννά αγάπη για τη γνώση. Η πρόκληση αυτής της βιωματικής συγκίνησης στον εσωτερικό κόσμο του μαθητή πρέπει να είναι η συνισταμένη της εκπαίδευσης· δεν επιτυγχάνεται, όμως, δια μαγείας, είναι ο τερματισμός της αφετηρίας.
Δεν θα γινόταν ελκυστικότερη η γλωσσική διαπαιδαγώγηση, αν εμπεριείχε γλωσσικά παιχνίδια (όπως ο αναγραμματισμός), χειροπιαστή τριβή με το λεξικό, γνωστοποίηση του ιστορικού βάρους των λέξεων, γλωσσικές συνάψεις κάθε είδους(συνώνυμα, αντώνυμα, μερώνυμα, πολύσημα); Ο καθένας μας αποτελεί μία μοναδική προσωπικότητα· στο γλωσσικό κόσμο αυτό μεταφράζεται και συστοιχείται ως μοναδική άρθρωση των φθόγγων, ως διαμόρφωση του ατομικού λεξιλογίου και τρόπου έκφρασης, της ιδιολέκτου. Στις γλωσσικές ασκήσεις, στις οποίες θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί και η έκθεση, ο εκπαιδευτικός δεν πρέπει να μεταποιήσει το ύφος του μαθητή αλλά να το προσαρμόσει στις επικοινωνιακές συνθήκες και να το απαλλάξει από την απλοϊκότητα σε πολλές περιπτώσεις της σκέψης και της διατύπωσης.
Η εκπαίδευση θα αποκτούσε έναν πνέοντα αέρα, μια ζωντάνια, αν ο εκπαιδευτικός είχε να προσφέρει εκείνες τις πληροφορίες, που αποτελούν τροφή για σκέψη, που προσελκύουν και εν πολλοίς καθηλώνουν, που δημιουργούν συνάψεις και συνειρμούς. Ένα γνωμικό θα μπορούσε, επί παραδείγματι, εν καιρώ να εκπληρώσει το παραπάνω. Στη διδασκαλία της Αντιγόνης ή της Ελένης (όσο εξακολουθούν να διδάσκονται!) θα μπορούσε να δοθεί ο δυναμικός ορισμός της τραγωδίας από το Χέγκελ: «Τραγωδία είναι η σύγκρουση του καλού με το καλό», με τους μαθητές να κληθούν να τον εφαρμόσουν στις εν λόγω τραγωδίες. Τη δημιουργικότητα των νέων θα μπορούσε να ενεργοποιήσει και η εφαρμογή σε νεοελληνικά – και μη – κείμενα της λεγόμενης αισθητικής της πρόσληψης, με τη δέουσα βέβαια προσοχή, ώστε να μην τους εντυπώνεται η ιδέα ότι η λογοτεχνία μπορεί να ερμηνεύεται υποκειμενικά και άρα αυθαίρετα.
Θα έχει αποτύχει η γενικότερη αποστολή του σχολείου, αν δεν είναι μία δεξαμενή ερεθισμάτων. Η μία γνώση θα πρέπει να οδηγεί στην άλλη, ώστε να συμπληρώνεται σιγά-σιγά το πάζλ, χωρίς σε κάθε περίπτωση να ολοκληρώνεται ποτέ· η γνώση καθ’ ολοκληρία δεν κατακτιέται ποτέ. Είμαστε πολύ για το τίποτα και λίγο για το κάτι, όπως έχει λεχθεί. Αν δεν προτείνει λοιπόν το ίδιο το σχολείο αναγνώσματα, ποιος θα το κάνει; Αναγνώσματα, εντούτοις, που χρειάζεται να ανταποκρίνονται στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του κάθε νέου. Ο εκπαιδευτικός εν προκειμένω θα πρέπει να γίνει μια μηχανή αναζήτησης, που, ωστόσο, θα έχει κατεβεί στο ύψος του μαθητή. Μια δανειστική βιβλιοθήκη θα μπορούσε να λειτουργεί σε κάθε σχολείο, ενώ σε ορισμένα διαστήματα θα μπορούσαν να γίνονταν παρουσιάσεις και συζητήσεις πάνω σε ποικίλες θεματικές από το αναγνωσμένα βιβλία, λογοτεχνικά, δοκιμιακά, ελαφρώς επιστημονικά, γεωγραφικά, ιστορικά κλπ. Ας μην ξεχνάμε πως η εκπαίδευση είναι εκείνη που, μέσα από την ποικιλία των μαθημάτων που προσφέρει, καλείται να ανασύρει τις ιδιαίτερες δημιουργικές δυνάμεις, που είναι κρυμμένες στον καθένα.
Στη διδασκαλία των κειμένων μία παραστατική ανάγνωση και μετάφραση τους – αν πρόκειται για αρχαιοελληνικό κείμενο – δεσμεύει λίγο-πολύ το μαθητή να την παρ-ακολουθήσει. Στην ερμηνεία τους τώρα, κάτι το οποίο έχει παραθεωρηθεί είναι πως το πρώτο κλειδί ερμηνείας το δίνει το ίδιο το κείμενο, μέσα από τις πολλαπλές αναγνώσεις και τις επακόλουθες λογικές διασυνδέσεις. Κατά δεύτερον υποβοηθητικά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν οι απόψεις των ερευνητών, κι όχι τα σχόλια που δίνουν τα διάφορα βοηθήματα. Οι αντικρουόμενες σε κάποιες περιπτώσεις γνώμες των ερευνητών θα καταδείξουν στο νέο πως δεν υπάρχει μία και μοναδική προσέγγιση, πως η ομορφιά της γνώσης βρίσκεται στην πολλαπλότητα και στη διαρκή ανανέωση. Η Γραμματική και το Συντακτικό δεν είναι κανόνες προς αποστήθιση, είναι η αποκωδικοποίηση των κειμένων, και σε αυτή την προοπτική θα πρέπει να διδάσκονται, όχι ως αυτοσκοπός. Μια ενδιαφέρουσα πλευρά των κειμένων είναι, ακόμη, η ιστορική τους διαδρομή μέχρι να παραδοθούν σε μας: κείμενα ευρισκόμενα σε χωματερές της Αιγύπτου, σε μούμιες, κείμενα που αλλεπάλληλα αντιγράφηκαν και εν πολλοίς αλλοιώθηκαν, είναι τα κείμενα μας.
Το σχολείο είναι ένας χώρος γνώσης και προβληματισμού, την ίδια στιγμή, εντούτοις, είναι ένας χώρος έν-πνευσης και διαμόρφωσης ήθους και αξιών. Μήπως η επίπληξη που θα κάνει ο εκπαιδευτικός, όταν ακούσει ένα μαθητή του να αθυροστομεί, δεν κινείται σε αυτή την κατεύθυνση; Σε μία εποχή ανακατατάξεων, και ίσως διαστρέβλωσης των πραγμάτων, το ποιες αξίες θα πρέπει να προωθούνται καλό θα ήταν να γίνεται σε συμμόρφωση με τον κοινώς αποδεκτό αξιακό κώδικα της κοινωνίας και του πολιτισμού αλλά και σε συνεννόηση με τους γονείς των μαθητευόμενων.
Όπως ο σπόρος που σπέρνεται, εν καιρώ βλαστάνει και δίνει πολλούς καρπούς, παρομοίως ο εκπαιδευτικός σπέρνει γνώση, παρέχει εφόδια, αναδεικνύει τις πολυμέτωπες ανάγκες της ψυχοσωματικής ανθρώπινης οντότητας, χωρίς πολλές φορές να δει να καρπίζουν. Δεν χάνονται, όμως, έχουν καταγραφεί στο ασυνείδητο και στον κατάλληλο καιρό θα καρποφορήσουν.
Ο δάσκαλος μέσα στην τάξη πρέπει να αναγνωρίζει πρόσωπα με τα οποία έχει οικοδομήσει προσωπική σχέση, όχι κεφάλια. Η παιδεία περνάει από πρόσωπα- σταθμούς στη ζωή του καθενός κατά το μάλλον ή ήττον.
Η εκπαίδευση έχει ανάγκη να αναβλέψει λίγο προς το σαχτουρικό ουρανό και να μεταδώσει αυτό που είδε, να ανανεωθεί με τρόπους παλιούς, μα παραλλήλως κλασικούς, ώστε να γίνει ένας ζωντανός οργανισμός, στον οποίο θα αγαπά να εργάζεται ο εκπαιδευτικός και στον οποίο θα αγαπά να πηγαίνει ο μαθητής. Η εκπαίδευση είναι ανάγκη να εκκολάπτει ανθρώπους κριτικούς, χωρίς πνευματικές αγκυλώσεις, ευτυχισμένους και παραγωγικούς, ικανούς να σταθούν γερά στα πόδια τους εμπιστευόμενοι τις δυνάμεις της αλλά και να επανδρώσουν το πλοίο της πολιτείας μας, να γίνουν, με άλλα λόγια, ενεργά μέλη της κοινωνίας όπου ζούμε.