Μάρκος Βαμβακάρης, ο πατριάρχης του Ελληνικού τραγουδιού
Από τον Γιάννη Μπάκο
Στις 10 Μαΐου του 1905 γεννιέται στην Σύρο ο πατριάρχης του ελληνικού τραγουδιού, Μάρκος Βαμβακάρης. Γόνος φτωχής οικογένειας, ο Μάρκος από μικρή ηλικία είχε νιώσει στο πετσί του τις δυσκολίες της ζωής, δουλεύοντας πλάι στον πατέρα του στα κοφίνια, στην λατέρνα, σαν λούστρος, σαν εφημεριδοπώλης και σε ότι άλλο θα μπορούσε να προσφέρει στην οικογένεια του τα προς το ζην.
Σε ηλικία 8 ετών ο Μάρκος βρέθηκε μόνος στον Πειραιά κυνηγημένος από τον φόβο ενός απίθανου περιστατικού. Παίζοντας με τους φίλους του, πίστεψε πως μετακίνησε έναν τεράστιο βράχο ο οποίος καταπλάκωσε μια καλύβα στην οποία ζούσε μια γριά γυναίκα. Κυριευμένος από τον φόβο, ο οκτάχρονος τότε, Μάρκος έτρεξε και κρύφτηκε στο πρώτο καράβι που βρήκε στο λιμάνι της Σύρου, με αποτέλεσμα μετά από λίγες ώρες να αποβιβαστεί στο λιμάνι του Πειραιά.
Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Βαμβακάρης αντιμετώπισε το ακόμα σκληρότερο πρόσωπο της ζωής, σε μια περίοδο που στο λιμάνι του Πειραιά επικρατούσαν οι μάγκες και οι χασικλήδες, ενώ το απαγορευμένο μπουζούκι είχε κατακλύσει τις ταβέρνες. Εκείνος λάτρεψε εξαρχής το μπουζούκι το οποίο ήταν και το κύριο άκουσμα του πίσω στην Σύρο, η οποία έχει γεννήσει πολλούς ρεμπέτες, όντας το κέντρο του ρεμπέτικου.
Εκείνη την περίοδο η Ελλάδα βίωνε έντονα την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, ακούγοντας κυρίως καντάδες και ευρωπαϊκούς ρυθμούς. Το ρεμπέτικο ήταν η μουσική του περιθωρίου και του λιμανιού. Έτσι, ο Μάρκος ξεκίνησε να παίζει στις ταβέρνες και στους τεκέδες μαγεύοντας τους πάντες με το παίξιμο, έχοντας στα 19 του χρόνια γράψει ήδη περισσότερα από 50 τραγούδια. Παράλληλα εργαζόταν στα ταμπούρια, 4 χρόνια στα κάρβουνα και 3 χρόνια χαμάλης στα τελωνεία.
Σε ηλικία 20 ετών παντρεύεται από σφοδρό έρωτα την Ελένη, για την οποία έχει γράψει και πολλά τραγούδια. Ζει μια σχέση με έντονη ζήλεια και από τις δύο πλευρές με αποτέλεσμα το διαζύγιο, αφού η Ελένη τον απάτησε.
Αυτό το γεγονός έφερε και τον αφορισμό του από την καθολική εκκλησία, καθώς εκείνη την εποχή απαγορευόντουσαν ακόμα τα διαζύγια.
Μετά τον χωρισμό και για μεγάλο διάστημα ο Μάρκος πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές,θεωρώντας πως η Ελένη τον έκανε ρεζίλι και κυνηγώντας την ακόμα και έξω από το σπίτι της.
Τα χρόνια του λιμανιού ο Μάρκος έκανε παρέα με μάγκες και εγκληματίες, γεγονός που τον έστειλε ουκ ολίγες φορές στο κρατητήριο, τις περισσότερες φορές χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, αλλά λόγω των μαζικών συλλήψεων που έκανε η ασφάλεια στους τεκέδες. Ο Μάρκος ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους χωροφύλακες, με μια ιστορία να αγγίζει τα όρια του μύθου.
Λέγεται πως ένα βράδυ που ο Βαμβακάρης έφυγε από τον τεκέ, ένας χωροφύλακας που γνώριζε πως είχε στην κατοχή του χασίς τον ακολούθησε με σκοπό να τον συλλάβει.Εκείνος, έχοντας αντιληφθεί τον χωροφύλακα έπιασε τον μπαγλαμά του και περπατώντας ως το σπίτι του έπαιξε το υπέροχο «Ταξίμ ζεϊμπέκικο». Ο χωροφύλακας μαγεμένος από το παίξιμο του τον ακολούθησε ως το σπίτι χωρίς να τον σταματήσει και όταν έφτασαν ομολόγησε στον Μάρκο πως δεν του έκανε η καρδιά να τον σταματήσει και να τον συλλάβει ακόμα κι αν γνώριζε πως είχε στην κατοχή του χασίς.
Ακόμα κι όταν κατηγορήθηκε, μέσω παρεξήγησης, για ανθρωποκτονία στην Θεσσαλονίκη, απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες από τον Μουσχουντή, έναν μεγάλο αντικομμουνιστή ασφαλίτη, ο οποίος ήταν όμως λάτρης του ρεμπέτικου και του Μάρκου.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 ο Μάρκος συναντά τους Μπάτη, Δελιά και Παγιουμτζή και όλοι μαζί συνθέτουν την ξακουστή «Τετράς του Πειραιά», διαπρέποντας στα νυχτερινά κέντρα και εκτοξεύοντας την δημοτικότητα του.
Το 1936 κυκλοφορεί τον πρώτο του ολοκληρωμένο δίσκο πουλώντας 7000 αντίτυπα, σε μια περίοδο που λίγα σπίτια είχαν την δυνατότητα να παίξουν δίσκους.
Η εποχή του Μεταξά και της λογοκρισίας κατά κάποιον τρόπο ανοίγουν νέους δρόμους στον Βαμβακάρη, αφού αναγκάζεται να γράψει τραγούδια σε δρόμους που δεν είχε συνηθίσει μιας και η λογοκρισία έκοβε στίχους που είχαν αναφορές στον κομμουνισμό, τα ανατολίτικα ήθη και έθιμα και τα ναρκωτικά.
Το 1942 παντρεύεται για δεύτερη φορά, με την Βαγγελιώ, με την οποία και έζησε την υπόλοιπη ζωή του.
Κι ενώ η ζωή συνεχιζόταν και ο Μάρκος ζούσε μέσα από την μουσική και το μπουζούκι του, το 1954 προσβάλλεται από παραμορφωτική αρθρίτιδα στα χέρια του. Πλέον δεν μπορούσε να παίξει μπουζούκι με την ίδια δεξιοτεχνία, οδηγώντας τον στο περιθώριο. Όλοι τον ξεχνάνε και ο σπουδαίος Μάρκος αναγκάζεται να βγάζει την «σφουγγάρα» στις ταβέρνες με τον μικρό, τότε ακόμα, γιό του Στέλιο. «Σφουγγάρα» αποκαλούσαν τότε τον δίσκο με τον οποίο μάζευε από κάθε τραπέζι ο Στελάκης ότι ο κάθε θαμώνας της ταβέρνας είχε ευχαρίστηση.
Μέχρι που ένα βράδυ ο Μάρκος νικήθηκε από το Juke Box που πλέον χρησιμοποιούσε μια από τις ταβέρνες που πήγαινε για το μεροκάματο, απαγορεύοντας του να παίξει.
Με αυτό τον τρόπο ζούσε την οικογένεια του ο Μάρκος μέχρι το 1959, όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής, τότε της Columbia, ο Βασίλης Τσιτσάνης, αποφασίζει να ηχογραφήσει όλο το έργο του Μάρκου Βαμβακάρη με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Με αυτό τον τρόπο ο Μάρκος έρχεται και πάλι στο προσκήνιο, κερδίζοντας πλέον την καθολική αποδοχή από τον καλλιτεχνικό κόσμο και το ακροατήριο, αφού οι Τσιτσάνης και Χιώτης, κυρίως, είχαν πλέον βάλει το μπουζούκι σε κάθε σπίτι, διακόπτοντας την σχέση του οργάνου με το περιθώριο.
Ο Μάρκος πρόλαβε να ζήσει για λίγα χρόνια μια πιο άνετη ζωή, κουβαλώντας όμως μέσα του την πίκρα για την κακία των ανθρώπων, μη μπορώντας να ξεπεράσει πως στις δύσκολες στιγμές τον ξέχασαν όλοι.
Έφυγε σε ηλικία 67 ετών, στις 8 Φεβρουαρίου 1972, λίγο καιρό αφού είχε αρνηθεί να διδάξει μουσική σε αμερικάνικο πανεπιστήμιο…