«Ο μαγικός αυλός» – Όταν η φαντασία οργιάζει
του Γιώργου Σαριγιάννη
Η Βασίλισσα της νύχτας πείθει τον πρίγκιπα Ταμίνο, τον οποίο σώζουν από ένα τεράστιο φίδι που τον απειλεί τρεις Κυρίες, ακόλουθοί της, να ελευθερώσει την κόρη της, την Παμίνα που την κρατάει αιχμάλωτη ο αρχιερέας Ζαράστρο, υποτίθεται δαίμονας. Ο Ταμίνο ερωτεύεται την Παμίνα από το πορτρέτο της που του δείχνουν και δέχεται. Η Βασίλισσα του χαρίζει έναν μαγικό αυλό για να τον χρησιμοποιήσει σε δύσκολες περιστάσεις και ορίζει τον επιπόλαιο, ψευταράκο αλλά γήινο, ανθρώπινο Παπαγκένο, που κυνηγάει πουλιά για χάρη της, συνοδό του. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι όπως δείχνουν… Η αδελφότητα του Ζαράστρο καμία σχέση δεν έχει με τους ισχυρισμούς της Βασίλισσας. Διαθέτει υψηλά ιδανικά. Όταν ο Ταμίνο το πληροφορείται, επιδιώκει να ενταχθεί σ’ αυτήν. Αλλά θα πρέπει να περάσει από σκληρές δοκιμασίες. Αν τις ξεπεράσει θα σμίξει και με την Παμίνα. Τις ξεπερνάει.
Οι δύο τους γίνονται με τιμές δεκτοί ενώ ο Παπαγκένο, που δεν κρίνεται άξιος για τα υψηλά, παρηγοριέται με μία Παπαγκένα που την αναζητούσε ανέκαθεν. Οι κακοί -η Βασίλισσα της Νύχτας που είχε ζητήσει από την κόρη της να σκοτώσει τον Ζαράστρο, με τους ανθρώπους της και τον Μονόσταστο, τον Μαυριτανό που ο Ζαράστρο είχε ορίσει δεσμοφύλακα της Παμίνα αλλά εκείνος αποπειράθηκε να τη βιάσει- χάνονται στο σκοτάδι. Ένα έργο με κρυμμένα μυστικά: «Ο μαγικός αυλός». Τελευταία όπερα που παίχτηκε στη σκηνή (1791) του Βόλφγκανγκ Αμαντέ Μότσαρτ, σε λιμπρέτο του Εμάνουελ Σίκανέντερ.
Ένα μαγικό παραμύθι που πολλές εκδοχές έχουν διατυπωθεί για τους συμβολισμούς του με επικρατούσα της μουσικής αλληγορίας η οποία αποκαλύπτει τις αξίες αλλά και το τελετουργικό μύησης στον ελευθεροτεκτονισμό στον οποίο ήταν ήδη μυημένοι τόσο ο Μότσαρτ όσο και ο Σίκανέντερ. Πέραν, πάντως, των συμβολισμών «Ο μαγικός αυλός», από τους τελευταίους καρπούς του Διαφωτισμού, γραμμένος στον απόηχο της πρόσφατης Γαλικής Επανάστασης -«μεγάλη όπερα» τον χαρακτηρίζει ο συνθέτης του, «ζίνγκσπιλ» οι μουσικολόγοι, όρο που δημιουργήθηκε για να χαρακτηρίσει τις γραμμένες στη γερμανική πια γλώσσα όπερες οι οποίες συνδύαζαν το τραγούδι με εκτεταμένους διαλόγους, συνοδευόμενους ή και όχι από μουσική-, ένα ιδιότυπο αλλά μεγαλοφυές κράμα που απλώνεται από το μπαρόκ του παρελθόντος μέχρι απλούστερα τραγούδια συμβατά με την εποχή του, καθώς απευθυνόταν σε λαϊκό κοινό, δεν παύει, πάνω απ’ όλα, να αποτελεί ένα γοητευτικό παραμύθι. Αυτό το στοιχείο βασικά όπλισε τη φαντασία της ομάδας «1927» -ήτοι των Βρετανών Σουζάν Αντράντε και Πολ Μπάριτ- και του Αυστραλού Μπάρι Κόσκι με αποτέλεσμα μία οργιαστική παράσταση (τη σκηνοθεσία συνυπογράφουν η Σουζάν Αντράντε και ο Μπάρι Κόσκι), εμπνευσμένη από τον βουβό κινηματογράφο του Μεσοπολέμου -αλλά και από το γερμανικό καμπαρέ και το μιούζικ χολ και το κίνημα του σουρεαλισμού-, βουτηγμένη στη μαγεία των κινούμενων σχεδίων (δημιουργία του Πολ Μπάριτ) τα οποία αντλούν τόσο από πηγές του 18ου αιώνα του έργου αλλά και άλλων εποχών όσο και από σύγχρονες και -ένα επίτευγμα!- συμπορεύονται με τη δράση του έργου στους ρυθμούς της μουσικής: ένα κράμα ανομοιογενές, όπως και το έργο, που καταφέρνει να το αποδώσει θαυμαστά και να το εκφράσει απόλυτα.
Η παράσταση -παραγωγή (2012) της «Κόμισε Όπερ» του Βερολίνου, σε αναβίωση, με καλλιτέχνες από το δυναμικό της Λυρικής Σκηνής μας, στην Κεντρική Σκηνή «Σταύρος Νιάρχος» της οποίας και παρουσιάζεται, στο ΚΠΙΣΝ, του Τομπίας Ριμπίτσκι-, με δραματουργό τον Ούλριχ Λεντς, με συμπτυγμένους τους διαλόγους του Σίκανέντερ σε μεσότιτλους τύπου βουβής ταινίας, με υπέροχα σκηνικά και, κυρίως, κοστούμια, της Έστερ Μπιαλάς και καίριους φωτισμούς του Ελευθέριου Μπάνου, δίνει καινούργια πνοή στην όπερα του Μότσαρτ -μία φρεσκάδα, μία ελαφράδα, μία μαγεία που δικαιωματικά της ανήκουν.
Αν θα είχα να την ψέξω για κάτι θα ήταν ότι περιορίζει τους καλλιτέχνες για ερμηνείες, ακινητοποιώντας τους ή υπαγορεύοντας την κίνησή τους με το υποδεκάμετρο ώστε να συνταιριαστούν με τα κινούμενα σχέδια. Επομένως αυτό μεγαλώνει τις απαιτήσεις, ρίχνει περισσότερο βάρος στη φωνητική απόδοσή τους. Η Ζωή Τσόκανου οδήγησε, στην πρεμιέρα που παρακολούθησα, σωστά την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος τη Χορωδία της. Η διανομή, σε γενικές γραμμές, κατάφερε αυτό ακριβώς το δύσκολο που ζητούσε η σκηνοθεσία: να την υπηρετήσει άψογα με έμφαση στο φωνητικό μέρος. Ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς-Ζαράστρο, ο μετακλημένος ελβετός τενόρος Σάσα Εμάνουελ Κράμερ-Ταμίνο, η σοπράνο Μαρία Παλάσκα-Παμίνα με άρωμα Λουίζ Μπρουκς, ο βαρύτονος Τίμος Σιρλαντζής-Παπαγκένο α λα Μπάστερ Κίτον, ο τενόρος Χρήστος Κεχρής-Μονόστατος, όχι Μαυριτανός αλλά με όψη Νοσφεράτου, το απολαυστικό, φωνητικά και οπτικά με τις «αναλογίες» του, τρίο των Κυριών -οι σοπράνο Μίνα Πολυχρόνου και Αντωνία Καλογήρου και η μέτσο Μαργαρίτα Συγγενιώτου-, η σοπράνο Δήμητρα Κωτίδου-Παπαγκένα και οι υπόλοιποι δίνουν το καλύτερο. Η εξαίρετη σοπράνο Χριστίνα Πουλίτση, αν και όχι στην καλύτερή της στιγμή, έβγαλε πέρα τις φωνητικές ακροβασίες της Βασίλισσας της Νύχτας με επάρκεια.
Μία παράσταση οργιώδους φαντασίας, εξαιρετικά συντονισμένη, εύφορη, γοητευτική -χάρμα οφθαλμών!-, με χιούμορ που περισσεύει, παιχνιδιάρικη (εκείνη η γάτα που ακολουθεί τον Παπαγκένο…). Θα σας είναι, σίγουρα, μία ευχάριστη έκπληξη. Να τη δείτε! Εγώ πολύ θα ήθελα να την ξαναδώ
(Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης)
http://totetartokoudouni.blogspot.gr