7 Αυγούστου 2018 στην κατηγορία Απόψεις - Συνεντεύξεις - Άρθρα
Η κληρονομιά της ροκ αντικουλτούρας
Το βιβλίο του καθηγητή Γιώργου Μούχου αναδεικνύει την πολιτιστική και πολιτική πλευρά και επιρροή του μουσικού κινήματος της δεκαετίας του ’60
Το κέρδος είναι η κινητήριος δύναμη της αγοράς, αλλά κάποιες φορές το κυνήγι του δημιουργεί αλυσιδωτές αντιδράσεις που οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά οικονομικό. Οπως συνέβη τον Αύγουστο του 1969 στο Γούντστοκ των Ηνωμένων Πολιτειών όταν, για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους, τέσσερις συνεργάτες αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν ένα τριήμερο φεστιβάλ με τίτλο «Τρεις ημέρες μουσική και ειρήνη».
Επέλεξαν το μικρό χωριό Γουόλκιλ. Λάθος κίνηση. Οι χίπηδες που είχαν αρχίσει να στήνουν το φεστιβάλ φόβισαν τους ντόπιους οι οποίοι κατέθεσαν αγωγή για την απαγόρευσή του. Μπροστά στην πιθανότητα να χάσουν τα χρήματά τους οι διοργανωτές μεταφέρθηκαν στο γειτονικό Γούντστοκ.
Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Η ροκ μουσική δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Η συναυλία του Γούντστοκ θεωρείται από τις πλέον σημαντικές στιγμές στη μουσική ιστορία, καθώς και καθοριστικό σημείο για τη γενιά της αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60.
Σε αυτή την αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60, στη ροκ επανάσταση όπως τότε διαμορφώθηκε, εστιάζει η μελέτη του καθηγητή Φιλολογίας και μέλους progressive ροκ συγκροτήματος Γιώργου Μούχου. Το βιβλίο «Ροκ επανάσταση και Αντικουλτούρα. Η ροκ και τα κινήματα αμφισβήτησης στα 60s στις ΗΠΑ και Βρετανία» (εκδόσεις Βακχικόν – Το μέλλον, τιμή 11,44 ευρώ) αποτελεί μια μελέτη που έχει ως στόχο να καταδείξει τη ροκ μουσική ως πολιτιστικό-πολιτικό κίνημα. Τότε που οι χίπηδες ήταν ρομαντικοί αρνητές του αστικού συντηρητισμού και τα διάφορα κινήματα αμφισβήτησης αναμετρούνταν με το «κατεστημένο» στους δρόμους και στα πανεπιστήμια, στα υπόγεια κλαμπ και στα μεγάλα ροκ φεστιβάλ, στα πάρκα και στα κοινόβια, στον κινηματογραφικό φακό και στον δημόσιο διάλογο.
Πολύ νεότερος από την εποχή των λουλουδιών, ο Γιώργος Μούχος με τη μελέτη του θυμίζει τον επαναστατικό, κινηματικό και συλλογικό χαρακτήρα της ροκ εκείνης της εποχής, χωρίς όμως να αγνοεί το γεγονός ότι αυτός καλλιεργήθηκε από τη μουσική βιομηχανία η οποία τον ενίσχυσε προς τέρψη της κατανάλωσης και ενός κοινού που διψούσε για κάτι διαφορετικό. Οχι μόνο στη μουσική αλλά και στην κοινωνία. Οπως επεσήμανε ο ίδιος στο «Βήμα της Κυριακής», «η ροκ είναι τρόπος ζωής. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη ροκ σήμερα σαν ένα δέντρο με πολλά κλαδιά, τα οποία δεν αποδίδουν όλα τους ίδιους καρπούς. Σίγουρα υπάρχουν και σήμερα ενδιαφέροντες καρποί αλλά λείπουν πολλά».
Στόχος της μελέτης, που αποτελεί διπλωματική εργασία των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Τμήμα Ευρωπαϊκής Ιστορίας του Ιστορικού – Αρχαιολογικού – ΕΚΠΑ, είναι «να καταδείξει τι ακριβώς συνέβη εκείνη την περίοδο μέσα από ένα ιστορικό και κοινωνιολογικό πρίσμα. Αναζητεί τη σύνδεση της ροκ με τον έντονο πολιτικό ακτιβισμό αλλά και κατά πόσο η μαζική κουλτούρα της εποχής απορρόφησε ή εξαγόρασε προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της επομένης τους ροκ μουσικούς επαναστατικούς κραδασμούς».
Η ειρωνεία είναι ότι την τελευταία ημέρα του Φεστιβάλ στο Γούντστοκ οι διοργανωτές μετρώντας κέρδη και ζημιές κατέληξαν σε ένα τεράστιο μείον της τάξης των 2 εκατομμυρίων δολαρίων. Αποζημιώθηκαν και με το παραπάνω, όμως, τα επόμενα χρόνια από τις εισπράξεις του μουσικού άλμπουμ και της κινηματογραφικής ταινίας της ιστορικής αυτής συναυλίας.