Johann Sebastian Bach – Η Ζωή και το Έργο του

Τι μπορεί να πει κανείς για τον άνθρωπο που πίστευε ότι η μουσική υπάρχει προς τιμήν του Θεού και για την αναψυχή της καρδιάς; Χαρακτηρίστηκε ως «ποιητής των ήχων, παμμέγιστος, ασυμβίβαστος, ακούραστος, μυστηριώδης» πιστεύοντας πάντα στη θρησκευτική αποστολή της μουσικής, ένας άνθρωπος που ευγνωμονούσε τον Θεό παρά τις σκληρές δοκιμασίες που υπέστη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η θρησκευτικότητα, η μουσική και θάνατος σημαδεύουν τον Μπαχ από την αρχή ως το τέλος. Και είναι να απορεί κανείς για τη δύναμη της ψυχής, το σθένος και τη δημιουργικότητα αυτού του χαρισματικού ανθρώπου, που δεν λύγιζε στις δυσκολίες, αλλά κάθε φορά χαλύβδωνε την ψυχή του και συνέχιζε να γράφει ευγνωμονώντας πάντα το Θεό και συγχωρώντας τους ανθρώπους.

Γεννήθηκε στο Άιζεναχ της Γερμανίας, στις 21 Μαρτίου του 1685. Την ίδια μέρα πεθαίνει ο αδελφός του Γιόχαν Γιόνας. Η οικογένεια έχει ήδη χάσει δύο παιδιά από την πανώλη που θερίζει την περιοχή της Θουριγγίας τρία χρόνια πριν. Ακολουθεί μια σειρά θανάτων στην οικογένεια με αποκορύφωμα τον θάνατο των γονιών του Γιόχαν Σεμπάστιαν, πρώτα της μητέρας του και μετά του πατέρα του. Έτσι σε ηλικία 10 χρόνων ο μικρός Σεμπάστιαν μένει ορφανός και εγκαθίσταται στο σπίτι του μεγάλου του αδερφού Γιόχαν Κρίστοφ, στο Όρντρουφ, όπου ο ίδιος είναι διορισμένος ως οργανίστας. Ο μικρός Σεμπάστιαν διακρίνεται ήδη για τις μουσικές ικανότητες, προκαλώντας σχεδόν τη ζήλια του αδερφού του, ο οποίος αρνείται να του δώσει παρτιτούρες μεγάλων μουσικών με πολύ δύσκολα έργα, που ο ίδιος δυσκολευόταν να παίξει, φοβούμενος ότι ο μικρός θα τον ξεπεράσει. Έτσι ο Σεμπάστιαν αντιγράφει κρυφά, μέσα στη νύχτα έργα παλιών συνθετών, για να μη γίνει αντιληπτός από τον αδερφό του. 

Σε ηλικία 15 χρονών εγκαταλείπει το σπίτι του αδερφού του, για να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Πηγαίνει στο Λύνεμπουργκ, όπου δουλεύει ακατάπαυστα για να επιβιώσει, και θέτει υποψηφιότητα για τη θέση του οργανίστα του Ζανγκερχάουζεν. Αυτή η θέση θα τον ακολουθεί χρόνια αργότερα σε διάφορες εκκλησίες, όπου αποκτά κι άλλες αρμοδιότητες λόγω της οργανωτικής του ικανότητας και των τεχνικών του γνώσεων ως προς το εκκλησιαστικό όργανο. Ο τίτλος του κάντωρα έχει ταυτιστεί σχεδόν με το όνομα του Μπαχ. 

Δεκαοχτώ χρονών είναι ήδη αναγνωρισμένος και κατέχει θέση οργανίστα στο Άρνσταντ, πόλη που θα τον σημαδέψει και θετικά και αρνητικά. Διοικώντας μια χορωδία αποτελούμενη από νέους της ίδιας με αυτόν ηλικίας, ή και μεγαλύτερους, αντιμετωπίζει προβλήματα απειθαρχίας, με αποτέλεσμα να φέρεται πολύ αυστηρά σε αυτούς και να δέχεται κριτικές αλλά και επιθέσεις, ακόμη και από τους υπεύθυνους της εκκλησίας. «Ιδιαίτερα σε θέματα που είχαν σχέση με τη μουσική δεν έδειχνε καμιά επιείκεια, αφού αυτός ήταν αυστηρός με τον ίδιο τον εαυτό του. Αναζητούσε την τελειότητα και δεν συγχωρούσε την παραμικρή παρέκκλιση ή πειραματισμό πάνω στους νόμους και στους κανόνες της Τέχνης».(Γ. Δρόσος, «Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, η ζωή, το έργο και η εποχή του», εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1996, σελ. 69-70) Βλέποντας τις αντιδράσεις και μη θέλοντας να κάνει κανενός είδους συμβιβασμό, αποφασίζει να παραιτηθεί από τη διεύθυνση της χορωδίας, πράγμα που προκαλεί σχόλια στη μικρή κοινωνία του Άρνσταντ. Για να διευκολύνει την κατάσταση, φεύγει για ένα διάστημα στο Λύμπεκ δράττοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Μπουξτεχούντε, ενός από τους μεγαλύτερους μουσικούς της εποχής. 

Στα 1708, τον βρίσκουμε οργανίστα και διευθυντή μουσικής στην Αυλή της Βαϊμάρης και  παντρεμένο με τη Μαρία Βαρβάρα. Μαζί θα κάνουν επτά παιδιά από τα οποία επιβιώνουν τα τέσσερα. Μετά από 12 χρόνια θα χάσει και τη γυναίκα του από κάποια θανατηφόρα επιδημία. Παρόλα αυτά δεν θα σταματήσει να γράφει τις περίφημες καντάτες του, που ευχαριστεί τον Θεό, αλλά και τον παρακαλεί να τον απαλλάξει από τις πίκρες χαρίζοντας του τον θάνατο. Χαρακτηριστικά της στάσης του είναι οι καντάτες «Μακάριος ο άνθρωπος που υπομένει τις δοκιμασίες», «Ω! Αιωνιότητα, λέξη που σε καίει σαν τον κεραυνό», «Δέχομαι με χαρά να σηκώσω το σταυρό μου», αλλά και «Οι αναστεναγμοί, τα δάκρυά μου», «Ω! Πόση θλίψη!», «Αχ! Πόσο μάταιη είναι η ανθρώπινη ζωή!». Όμως δεν παραιτείται. Συνεχίζει να δημιουργεί και να ζει προσφέροντας το καλύτερο που έχει όχι μόνο μέσα από τη μουσική του αλλά και μέσα από τη ζωή του, όπως μαρτυρεί η δεύτερη γυναίκα του Άννα Μαγδαληνή «Αναλογίζομαι πόσο τυχερή στάθηκα σε αυτόν τον κόσμο» («Το μικρό χρονικό της Άννας Μαγκνταλένα Μπαχ» εκδ. Νεφέλη, 1990, σελ. 75). Με εκείνη θα αποκτήσει 13 παιδιά, από τα οποία θα ζήσουν τα επτά.

Στα 1723 είναι κάντωρας στον ναό του Αγ. Θωμά και διευθυντής μουσικής στην πόλη της Λειψίας. Την επόμενη χρονιά θα γίνει Αρχιμουσικός στην αυλή του πρίγκιπα Λεοπόλδου στο Κέτεν. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο της ζωής του, που θα κρατήσει αρκετά χρόνια σχεδόν μέχρι τον θάνατό του στα 1750. Τα δύο πολύ σημαντικά «πάθη» του, τα «Κατά Ματθαίον» και τα «Κατά Ιωάννη» γράφονται εκείνη την περίοδο. Αλλά το έργο που θα χαρακτηρίσει επίσης τον Μπαχ και την προσφορά του στην κλασική μουσική είναι: «η Τέχνη της Φούγκας», γραμμένο στα 1740. Κατάφερε να συγχωνεύσει μέσα στο έργο του μουσικά στοιχεία και πνευματικές παραδόσεις του παρελθόντος και της εποχής του, με ισχυρές επιδράσεις από τη γαλλική και ιταλική μουσική, ενώ παράλληλα εισήγαγε νέους μουσικούς δρόμους κυρίως με αυτό το τελευταίο έργο, το κύκνειο άσμα του. Έπειτα από αυτό θα βαδίσει τυφλός σχεδόν τον δρόμο προς το αιώνιο σκοτάδι -ή μήπως το αιώνιο φως;-

Εκτός από όπερα ο Μπαχ έχει γράψει τα πάντα. Από μεγάλους θρησκευτικούς ύμνους, σουίτες με όλων των ειδών τους χορούς, καντάτες, έργα για κλειδοκύμβαλο, όργανο, βιολί, βιολοντσέλο, ακόμη και απλά τραγούδια για φωνή, λειτουργίες, αλλά και κομψά μουσικά κομμάτια δωματίου (αυλικών σαλονιών) χρησιμοποιώντας κατά κόρον τη δύσκολη τέχνη της αντίστιξης και εξελίσσοντας τη μουσική του είδους του με την τέχνη της φούγκας. «Και το θαυμάσιο είναι ότι η τεράστια ποικιλία των μορφών και μουσικών ειδών που καλλιέργησε ο Μπαχ, οδηγεί σε μια υπέρτατη ενότητα. Η μουσική για τον Μπαχ είναι -όπως θα έπρεπε πάντοτε να είναι- ένα  πράγμα. Όχι και τούτο κι εκείνο, όχι και βαριά και ελαφριά μουσική, όχι μεγάλη και μέτρια και μικρή έκφραση, όχι μουσική για πολλούς και μουσική για λίγους, όχι άλλη για τον Θεό και άλλη για τη διασκέδαση των ανθρώπων».(Παν. Κανελλόπουλος, «Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος», εκδ. Γιαλλέλης, τόμος IV, σελ. 558).

Και πράγματι ο Μπαχ απευθυνόταν με τη μουσική σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμη κι όταν καλούταν να παίξει για πρίγκιπες, κόμητες κ.λπ. Στις μέρες του όλες οι λαϊκές τάξεις, με κέντρο την εκκλησία τους, γίνονταν μέτοχοι της υψηλής μουσικής και της πνευματικότητας που αυτή πρόσφερε, μέσα από τα έργα του Μπαχ. Ο Μπαχ δεν γράφει μουσική, περιγράφει. Περιγράφει εικόνες, συναισθήματα, σκέψεις, λειτουργώντας λυτρωτικά, όπως η αρχαία ελληνική τραγωδία, υμνώντας πάντα το Θεό θεωρώντας ότι «ό,τι κάνει ο Θεός είναι καλά καμωμένο», όπως μαρτυρεί και η ομώνυμη καντάτα του. Έτσι ας μη μας εκπλήσσει η σύγκριση των έργων του με τη Ορέστεια του Αισχύλου ή με τα έργα του Σαίξπηρ, αποτελώντας μαζί τους μια Τριάδα, που πολλοί κριτικοί θεωρούν ότι θα υφίσταται για πολλά χρόνια ακόμη. Υπερβολή; Κάθε άλλο.

Με όποιον τρόπο κι αν παίζονται τα έργα του, ο Μπαχ επεκτείνει τα πάντα σε ένα μέγα Σύμπαν. Μένει έκθαμβος μπρος στα δημιουργήματα του Θεού, γι’ αυτό και νιώθει την ανάγκη να τον ευχαριστεί με κάθε έργο του. Η πνευματικότητα και η εσωτερικότητα των έργων του μαρτυρούν τη σχέση του μεγάλου συνθέτη με το αόρατο, την αιωνιότητα, την αθανασία της ψυχής, τη λύτρωση που εκείνη βρίσκει στην επαφή της με το ιερό και με τη μουσική που στοχεύει στην εξύψωση της προς τον Θεό. Η ζωή του ολόκληρη ήταν συνυφασμένη με το έργο του. Απ’ όλα τα γεγονότα και τα χαρακτηριστικά της ζωής του το πιο σημαντικό ήταν ο τρόπος που αντιμετώπιζε τις φοβερές δοκιμασίες που αυτή του έβαλε, καθώς και η αφοσίωση στο έργο του, η ασταμάτητη εργασία και διάθεση προσφοράς, η συνεχής μελέτη με στόχο την εξέλιξη της μουσικής του. Ο Μπαχ κατάφερνε να αντιμετωπίζει τη ζωή με τρόπο ηρωικό και ακλόνητο. Η ζωή του παρομοιάστηκε σαν μια «καθαρά και λαμπρά γραμμένη παρτιτούρα»(βλ. Ιστορία Ευρωπαϊκού πνεύματος, σελ. 571), όπου πάνω της γράφεται η δομή του συνθέτη και του έργου του, αβίαστα, φυσικά, έτσι όπως βλασταίνει ένα δέντρο.

Πολλοί υποστήριξαν ότι χρειάζεται μεγάλη πνευματική συγκέντρωση για να παρακολουθήσει κανείς τα έργα του Μπαχ, όπως άλλωστε χρειάστηκε κι εκείνος για να τα συνθέσει. Και κάποιος μεταγενέστερός του είπε ότι δεν ξέρεις πού να σταθείς, ώστε να είσαι όσο το δυνατό πιο άξιος για να ακούσεις αυτήν τη μουσική. Όπως και να έχει, το σίγουρο είναι ότι τέτοιοι άνθρωποι και τέτοια έργα αποτελούν τροφή για την ψυχή και το πνεύμα κάθε ανθρώπου. Όταν μάλιστα η ίδια η ζωή είναι εφάμιλλη του έργου, τότε αυτοί οι άνθρωποι αποκτούν μεγαλύτερη αξία, όντας το παράδειγμα για τον καθένα μας. 

Ο Άλμπερτ Σβάιτσερ μιλώντας για τον Μπαχ και σχολιάζοντας τα λόγια του Γιόχαν Τέοντορ Μοζέβιους, εν έτει 1845, λέει ότι: «είθε να βοηθήσει ο Μπαχ να φτάσει η εποχή μας στην πνευματική συγκέντρωση και στην εσωτερικότητα που της λείπει». Αν αυτό ήταν απαραίτητο εκείνη την εποχή, πόσο αναγκαίο είναι σήμερα και πόσο περισσότερο θα είναι αύριο; Ποτέ δεν ήταν ο Μπαχ τόσο αναγκαίος όσο είναι σήμερα και όσο θα είναι και αύριο. Είναι από τους ανθρώπους που άφησαν έντονα τα σημάδια τους στο χώρο και στο χρόνο, όχι μόνο της μουσικής ή της τέχνης αλλά της ίδιας της ιστορίας της ανθρωπότητας.

 

Πηγή: nea-acropoli-athens.gr

Top