Είναι «Η κλωστηρού» το ωραιότερο ρεμπέτικο του Μάρκου Βαμβακάρη;
του Φώντα Τρούσα
Έχω την εντύπωση πως «Η κλωστηρού», το ανεπανάληπτο ρεμπέτικο του Μάρκου Βαμβακάρη (1905-1972) από το 1934, άργησε να γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό.
Εγώ, ας πούμε, το άκουσα για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’80, καθώς είχε συμπεριληφθεί στο μνημειώδες κουτί 5 βινυλίων «Μάρκος Βαμβακάρης – Αυθεντικές Εκτελέσεις», που είχε κυκλοφορήσει το 1987 από την EMI/ His Master’s Voice – ενώ αργότερα το απολαύσαμε και σε ακόμη καλύτερες αποτυπώσεις, στα CD τού… και Έλληνα Charles Howard στη βρετανική JSP.
Αναφέρομαι στα κουτιά “Rembetika/ Baglamas, Bouzoukis and Bravado/ Greek Music from the Underground” (2006, έκδοση τεσσάρων CD) και “Markos Vamvakaris/ Master of Rembetika/ Complete Recordings 1932-1937 plus Selected Recordings 1938” (2010, έκδοση τεσσάρων CD).
Η «Κλωστηρού» του Μάρκου Βαμβακάρη ηχογραφήθηκε το καλοκαίρι του 1934, από τον ίδιο τον Μάρκο, σε φωνή-μπουζούκι, και τον Κώστα Σκαρβέλη στην κιθάρα. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό χασάπικο σε δρόμο νιαβέντ, με απαράμιλλο οργανικό ντεμαράζ στα τελευταία δευτερόλεπτα του τραγουδιού.
Πότε και από ποιους δισκογραφήθηκε αυτό το τραγούδι για πρώτη φορά;
Είναι γνωστό πως στο τραγούδι παίζει μπουζούκι και τραγουδά ο Μάρκος Βαμβακάρης, ενώ στην κιθάρα τον συνοδεύει ο Κώστας Σκαρβέλης, με την ηχογράφηση να πραγματοποιείται τον Ιούνιο του 1934.
Το τραγούδι κυκλοφορεί στη δεύτερη πλευρά ενός δίσκου 78 στροφών σε ετικέτα Columbia (D. G. 2062), με main side το ζεϊμπέκικο «Τα μαγεμένα μάτια σου», ενώ ξανατυπώνεται λίγο αργότερα στην πρώτη πλευρά ενός άλλου δίσκου τής Columbia (D.G. 2115) με flip-side το «Στα σίδερα με βάλανε».
Ο ίδιος ο Μάρκος στα τέλη του ’60 στην «Αυτοβιογραφία» του [Ανεξάρτητη Έκδοση, 1973] με εισαγωγή και παρουσίαση της Αγγέλας Κάιλ θυμόταν ακόμη την «Κλωστηρού». Λέει κάπου στο υποκεφάλαιο «Ο Βοτανικός»:
«Είχαμε δε και εκλεκτά τραγούδια. Ο Καρίπης είχε τα δικά του. Ο Κερομύτης κι αυτός είχε δικά του τρία τέσσερα πέντε κομμάτια και τα ’παιζε. Αυτουνού δεν τα θυμάμαι τώρα. Κι ο Παπαϊωάννου τα δικά του. Εγώ είχα πολλά. Ήταν από την αρχή μέχρι εκείνο τον καιρό, που είχα έτοιμα δηλαδή και έγραφα συνέχεια κιόλας. “Έπρεπε να ’ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας” το πρώτο. “Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί” το δεύτερο, χασάπικο. “Μ’ έκαψες τσαχπίνα μου ωραία” χασάπικο, το τρίτο. “Αντιλαλούν οι φυλακές” ζεϊμπέκικο, είναι το τέταρτο. Η “Κλωστηρού”, χασάπικο. “Εγώ μωρή για το γινάτι σου”, χασάπικο. “Δεν σε θέλω πια, δεν εισ’ ωραία”, χασάπικο.(…) Στο Βοτανικό έμεινα από το 1936 που πήγα μέχρι το 1939 που κηρύχτηκε ο πόλεμος. Εκεί μας βρήκανε και τα αεροπλάνα ακόμα του πολέμου».
Κλωστηρού αποκαλούσαν στη Σύρο την εργάτρια σε νηματουργείο. Ο Μάρκος, όπως ξέρουμε ήδη από την «Αυτοβιογραφία» του, είχε από πολύ μικρός επαφή μ’ αυτούς τους χώρους δουλειάς.
«Έφτασε και το 1912. Τότες, επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη. Με παίρνει εμένα η μάνα και πάμε να πιάσουμε δουλειά σ’ ένα κλωστήριο του Δεληγιάννη. Έγκυος ήταν η μάνα, με τον κοιλιά δυο μέτρα. Άρχισε τη δουλειά στο βαφείο του κλωστηρίου και γω έκανα πακέτα τα νήματα. Η μάνα μου έπαιρνε τρισήμισι δραχμές την ημέρα και γω τρισήμισι δραχμές τη βδομάδα. Μ’ αυτά ζούσαμε στο σπίτι. Σε λίγους μήνες η μάνα γέννησε ένα κοριτσάκι. Εκεί στα κλωστήρια του Δεληγιάννη έκανα πακετάκια από κούκλες και ήταν πολλές νέες κοπέλες εργάτριες. Τις πείραζα, τις τσίμπαγα, τις εχάιδευα, τις έπιανα, έτσι χίλια δυο να πούμε. Κανά φιλάκι, κανά ξέρω γω τι, κι αυτές με φιλάγανε».
Η Γκαίηλ Χολστ στο γνωστό βιβλίο της «Δρόμος για το Ρεμπέτικο» [Denise Harvey, 1977] δίνει μια άλλη, δική της, εικόνα εκείνης της φάσης:
«Όταν έγινε οκτώ χρονών, ο Μάρκος αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολείο και να δουλέψει με τη μάνα του σ’ εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, ενώ ο πατέρας του ήταν στρατιώτης. Σιχαινόταν το εργοστάσιο και τις πλάκες που του έκαναν οι εργάτριες για τα μεγάλα του πόδια. Όταν βαρέθηκε να φτιάχνει χαρτοκιβώτια, το ’σκασε κι αλήτευε στους δρόμους».
Ο Μάνος Ελευθερίου στο δική του μελέτη «Μαύρα Μάτια/ Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920» [Μεταίχμιο, 2013] γράφει για τις άθλιες συνθήκες εργασίας και υγιεινής στα νηματουργεία της Σύρου σημειώνοντας πως… «απ’ αυτή τη θητεία του στα εργοστάσια του Δηλιγιάννη και του Μουτζουρόπουλου εμπνεύστηκε (ο Μάρκος) το τραγούδι του “Κλωστηρού”. Το επίθετο “κλωστηρού”, μέχρι το 1960 τουλάχιστον, ήταν για τις “καθωσπρέπει κυρίες” επίθετο άκρως υποτιμητικό και η εσχάτη ύβρις για κάποιαν άλλη γυναίκα της Ερμούπολης».
Για να υπογραμμίσει ο Νέαρχος Γεωργιάδης στην προσέγγισή του «Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα/ Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω» [Σύγχρονη Εποχή, 2007] σε σχέση πάντα με την «Κλωστηρού»:
«Ανάμεσα στις εργάτριες που έπαιζαν ερωτικά μαζί του, ξεχώριζε μια κλωστηρού κρητικής καταγωγής που ήταν ιδιαίτερα εκδηλωτική, τολμηρή και ερωτικά ενεργή. Του εκδήλωνε την επιθυμία της πότε να μεγαλώσει ο μικρός Μάρκος για να έρθει σε ερωτική επαφή μαζί της – “να τον κάνει άντρα της” όπως έλεγε.(…) Πρόκειται βέβαια για ένα τραγούδι υμνητικό της βιομηχανικής εργάτριας του κλωστηρίου, αλλά είναι συνάμα και τραγούδι ερωτικό, πράγμα όχι παράξενο, αφού το ερωτικό στοιχείο συνδυάζεται κατά κανόνα με το θέμα του επαγγέλματος, στα λαϊκά τραγούδια, κι έτσι το συνολικό αποτέλεσμα γίνεται πιο τρυφερό, πιο ελκυστικό και καθολικότερου ενδιαφέροντος. Το τραγούδι αυτό είναι το πλουσιότερο σε χρώματα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη».
Αυτές τις παιδικές αναμνήσεις έχει συγκρατήσει ο Μάρκος μιαν 20ετία αργότερα, το 1934, μετατρέποντάς τες σε τραγούδι:
Η κλωστηρού
Πότε με(ς) τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθουμαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
Κόκκινα σα βάλεις αδερφούλα
πώς ήθελα να σ’ έβρισκα (σε) μέρος που να ’χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πώς μ’ αρέσεις
με την καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις δέσει
μπλε όταν φορέσεις πώς μ’ αρέσεις
και την καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις δέσει
Πότε με τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθουμαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
Κόκκινα σαν βάλεις αδερφούλα
πώς ήθελα να σ’ έβρισκα (σε) μέρος που να ’χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και την καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις δέσει
μπλε όταν φορέσεις πώς μ’ αρέσεις
και την καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις δέσει
«Η κλωστηρού» ήταν χασάπικο σε δρόμο νιαβέντ (ή νιχαβέντ), που συμπίπτει μ’ έναν ειδικό τύπο τού βυζαντινό ήχου «πλάγιος του τετάρτου», ή με την μινόρε δυτική κλίμακα, που έχει όμως οξυμένη την τέταρτη βαθμίδα. Για τον Γεωργιάδη, ο Σκαρβέλης υπήρξε από τους ανθρώπους που καθόρισαν το ύφος-Βαμβακάρη, δείχνοντάς του κατά βάση τους δρόμους (τα μακάμια). Γράφει, σχετικά, στο βιβλίο του «Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα»:
«Ο συνθέτης που περισσότερο από όλους τους άλλους επέδρασε πάνω στον Μάρκο Βαμβακάρη και τον επηρέασε στην τραγουδοποιία του, ήταν ο Κωνσταντινουπολίτης Κώστας Σκαρβέλης. Ο Σκαρβέλης, που έφτασε στην Αθήνα μετά το 1922, ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος του βυζαντινού, κωνσταντινουπολίτικου χασάπικου. Τα χασάπικά του, με κυριότερους ερμηνευτές τον Γιώργο Κάβουρα, τον Στελλάκη Περπινιάδη, τον Νταλγκά, τον Ρούκουνα και τον ίδιο τον Μάρκο Βαμβακάρη, ήταν υποδειγματικά. Γραμμένα σε μια ποικιλία από ρυθμικές αγωγές και μελωδίες, φαίνεται να μεταφέρουν όλη την κληρονομιά αυτού του ρυθμού κι αυτού του χορού από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα. Ο Βαμβακάρης εξέφρασε αρκετές φορές τον θαυμασμό του για τον Κώστα Σκαρβέλη που τον θεωρούσε τον καλύτερο, πριν απ’ αυτόν, λαϊκό συνθέτη της ελληνικής δισκογραφίας. Επιπλέον ο Σκαρβέλης, που ήταν άριστος κιθαρίστας, συμμετείχε σε πολλές ηχογραφήσεις τραγουδιών του Μάρκου. Αρκετά τραγούδια του Βαμβακάρη, όχι μόνο χασάπικα αλλά και ζεϊμπέκικα, φέρουν τα ίχνη των μελωδιών, αλλά και των θεμάτων του Κώστα Σκαρβέλη».
Όπως έλεγε και ο Μάρκος στην «Αυτοβιογραφία» του,σχετικά με τα τεχνικά θέματα:
«Τα περισσότερα χασάπικά μου ήταν νιαβέντι. Είναι ο δρόμος που εταίριαζε με το λαιμό μου, και το ’βγαζα δηλαδή εγώ όταν ετραγούδαγα. Οι άλλοι, μπορεί τώρα αυτό το κομμάτι να το ’δινα εδώ και να το ’λεγε από άλλο δρόμο. Αντί από νιαβέντι να το ’λεγε από ρε μινόρε, να το ’λεγε από φα μινόρε, από ντο μινόρε. Η φωνή η δικιά μου είναι από ρε να τραγουδήσω. Όταν πρωτοβγήκα όλα μου τα κομμάτια τα τραγούδαγα από ρε μινόρε τα χασάπικα, ρε ματζόρε τα ζεμπέκικα».
«Η κλωστηρού» πέρα από τα λόγια του Μάρκου, που είναι όπως πάντα συγκλονιστικά μέσα στην απλότητα και τη στιβαρότητά τους, και πέρα από τη γενική δομή του τραγουδιού, που είναι αυτό το τεράστιο που είναι, έχει κι άλλα προτερήματα.
Πρώτα-πρώτα την ερμηνεία, που δεν μπορεί να γίνει πειστικότερη, βασισμένη σ’ αυτήν την one-of-a-kind φωνή, μα ακόμη κι εκείνη την τόσο καθοριστική παρουσία του Κώστα Σκαρβέλη στην κιθάρα, που όταν γίνεται πιο αισθητή (στο 2:08) υψώνει το τραγούδι στα ουράνια. Όταν μάλιστα προς το τέλος, μετά το 2:44 και έως το 3:20 –σ’ αυτά τα απίστευτα 36 δευτερόλεπτα– τα δύο όργανα (μπουζούκι και κιθάρα) συνυπάρχουν δις, το αποτέλεσμα είναι ανατριχιαστικό.
Ένα οργανικό ντεμαράζ, απ’ αυτά που θα συνταράζουν στον αιώνα τον άπαντα…