Ελληνική jazz: Μουσικούς έχουμε, το κοινό αναζητούμε…

 του Θάνου Μαντζάνα


 Τρεις νέες κυκλοφορίες: “Modal4”, “Endeavors” και “If not now when” – Η ελληνική τζαζ λοιπόν όχι μόνον χαίρει άκρας υγείας, αλλά και καλά κρατεί, ακόμη και δισκογραφικά και παρά τη διεθνή κατάρρευση της μουσικής βιομηχανίας

 

Τρεις πρόσφατοι δίσκοι από όλο το εύρος της ελληνικής τζαζ σκηνής που καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας πόσο έχουν ωριμάσει, αλλά και εξελιχθεί, οι ημέτεροι μουσικοί του ιδιώματος, όχι μόνον εκτελεστικά, ή ακόμα και συνθετικά, αλλά και στον συνολικό τρόπο με τον οποίο το προσεγγίζουν.

Οι Modal4 φρόντισαν ήδη με το όνομά τους να δείξουν τι είναι. Ένα κουαρτέτο, δηλαδή, που επέλεξε συνειδητά να κινείται σε modal μελωδικούς δρόμους. Modal (ή τροπική) είναι η μουσική που, αντίθετα με την κλασική στην οποία βασίστηκε όλη η ευρωπαϊκή και γενικότερα η δυτική, δεν χρησιμοποιεί τονικές κλίμακες, τέτοιες δηλαδή που να έχουν μόνον διαστήματα τόνου, αλλά διατονικές -με υποδιαιρέσεις, συχνά πολύ μικρότερες του ημιτονίου, του τόνου- με συνέπεια ουσιαστικά να μην υφίσταται η αρμονία, όπως την όρισε ο θεμελιωτής του τονικού συστήματος Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και τη γνωρίζουμε ως ακροατές από το σύνολο της δυτικής μουσικής. Στην πράξη, τροπική είναι ολόκληρη η ανατολική μουσική παράδοση, σε αντίθεση, όπως προαναφέραμε, με τη δυτική τονικότητα. Αν και η τζαζ είναι σαφέστατα τονικό ιδίωμα, οι modal μελωδίες ενέπνευσαν και χρησιμοποιήθηκαν ουκ ολίγες φορές από τους Αμερικανούς, και όχι μόνον εκπροσώπους της, με αποκορύφωμα μάλλον την περίοδο της free jazz, και εδώ ακριβώς είναι που εισέρχονται στην εικόνα οι Modal4.

Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από το ομότιτλο, πρώτο άλμπουμ τους, το κουαρτέτο -τα μέλη του οποίου στην πλειονότητά τους κατάγονται από τη βόρεια Ελλάδα και έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη- επί της ουσίας αντιστρέφει την προαναφερθείσα διαδικασία. Πρώτη ύλη και αφετηρία του, δηλαδή, είναι η ανατολική τροπική μουσική παράδοση την οποία προσεγγίζει με τζαζ διάθεση, συχνά ακόμα και τεχνοτροπία. Είναι ένα εγχείρημα πολύ δυσκολότερο απ’ όσο φαίνεται. Δεν είναι μόνο το ταλέντο, αλλά και η μουσική ταυτότητά τους που συντελεί ώστε να το φέρουν εις πέρας με απόλυτη επιτυχία. Άπαντες δηλαδή συνδυάζουν πολλή σοβαρή, ωδειακού, αλλά και πανεπιστημιακού επιπέδου, κλασική, τζαζ ή αμφότερες, παιδεία με την πολύχρονη μαθητεία στις παραδοσιακές μουσικές της Ανατολής δίπλα σε δασκάλους που ξεκινούν από αυτοδίδακτους δεξιοτέχνες και φτάνουν μέχρι τα σεμινάρια του Λαβύρινθου του πρωτοπόρου Ross Daly στην Κρήτη ή και πανεπιστημιακούς διδάσκοντες αυτών των ιδιωμάτων.

Συγκεκριμένα, κεντρική φυσιογνωμία των Modal4 θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο Ευγένιος Βούλγαρης, ένας μουσικός που έχει μελετήσει και παίζει άψογα μια πλειάδα παραδοσιακών οργάνων, αλλά και ιδιωμάτων, και εδώ επέλεξε να παίξει τοξωτό τανμπούρ, ένα έγχορδο με πάρα πολύ χαρακτηριστικό και «ανατολικό» στο έπακρο ηχόχρωμα. Στο μελωδικό σκέλος τον συμπληρώνει ιδανικά ο Θάνος Γκουντάνος, κιθαρίστας που χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά την άταστη εκδοχή του οργάνου του ενσωματώνοντας στο τροπικό παίξιμό του και πολλά στοιχεία της κλασικής μουσικής, όπως φυσικά και της τζαζ. Η τελευταία, όμως, είναι πολύ περισσότερο παρούσα στον ρυθμικό τομέα, στο κοντραμπάσο του Παύλου Σπυρόπουλου και στα ντραμς του Δημήτρη Τασούδη, οι οποίοι, διόλου συμπτωματικά, μαζί με τον Χρήστο Μπάρμπα, απαρτίζουν τους θαυμάσιους Magnanimus Trio (συνέντευξή τους είχαμε δημοσιεύσει την άνοιξη). Το αποτέλεσμα της όσμωσης και της συνέργειας αυτών των τεσσάρων εξαίρετων μουσικών υπερβαίνει ακόμα και ό,τι ίσως θα περίμενε κανείς, διαθέτοντας την ατμοσφαιρικότητα και το μυστηριακό, ακόμη και μυσταγωγικό κάποτε, κλίμα της ανατολικής παράδοσης, μα και ακέραια τη σαγήνη της τζαζ υψηλού επιπέδου!

Ο Άρης Παπαδόπουλος είναι ένας θαυμάσιος πιανίστας που επί πολλά χρόνια εργάζεται αθόρυβα και με υποδειγματική συνέπεια στον χώρο της ελληνικής τζαζ σκηνής, με προσωπικά projects του και ακόμα περισσότερο με τις συμπράξεις του με πολλούς άλλους εκλεκτούς εκπροσώπους του ιδιώματος. Το «Endeavors», που κυκλοφόρησε πρόσφατα με το κουαρτέτο του, είναι σίγουρα η πλέον ολοκληρωμένη δουλειά του, αποτελώντας ταυτόχρονα μια γοητευτικότατη κατάθεση σύγχρονης τζαζ, όχι μόνο για τα εγχώρια, αλλά και για τα διεθνή θα λέγαμε στάνταρ! Στο «Endeavors» ο Άρης Παπαδόπουλος πριν από όλα αξιοποιεί σοφά τη φόρμα ενός λίγο – πολύ τυπικού τζαζ κουαρτέτου. Υφολογικά επιλέγει να κινηθεί κυρίως στην cool jazz, χρησιμοποιώντας όμως την περίοδο αυτή ως σημείο εκκίνησης και καθόλου περιοριστικά, ή πολύ περισσότερο δεσμευτικά, αφού οι συνθέσεις του διαθέτουν όχι μόνο άφθονη προσωπικότητα, αλλά και ικανή δόση μουσικής φαντασίας.

Εκτελεστικά προφανώς πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει το όντως μελωδικότατο παίξιμό του στο πιάνο, το οποίο όμως συμπληρώνει περισσότερο και από άψογα η κιθάρα του Γιώργου Σταυρουλάκη που γνωρίζει επαρκέστατα όχι μόνο την τεχνική, αλλά και τα καλά κρυμμένα «μυστικά» της τζαζ, αυτά ακριβώς που διαφοροποιούν τους απλώς ευπρεπείς από τους διαπρεπείς εκπροσώπους της. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για το rhythm section του κοντραμπασίστα Χρυσόστομου Μπουκάλη και του ντράμερ Νίκου Σιδηροκαστρίτη, που αμφότεροι απαριθμούν πάρα πολλές συνεργασίες στον χώρο της ελληνικής τζαζ, με συνέπεια να διαθέτουν τεράστια πείρα, ολοφάνερη ειδικά στις λεπτομέρειες του παιξίματος καθενός, αλλά και του τρόπου με τον οποίο συνδυάζονται σε ορισμένα σημεία που πραγματικά δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν από κορυφαία αμερικανικά ρυθμικά τζαζ δίδυμα. Το κουαρτέτο του Άρη Παπαδόπουλου με το «Endeavors» μας έδωσε έναν υπέροχο τζαζ δίσκο, που βασίζεται μεν στερεότατα στην παράδοση του ιδιώματος, δίχως όμως να παύει ούτε στιγμή να είναι συνειδητά -και απολαυστικά!- σύγχρονος.

Ο Βαγγέλης Κατσούλης είναι μεγαλύτερος σε ηλικία από τους προηγούμενους και επίσης αυτός που εισήλθε στον χώρο της τζαζ με τον πλέον διαφορετικό τρόπο από όλους. Πρόκειται για συνθέτη με σοβαρότατη κλασική παιδεία, ο οποίος αρχικά κινήθηκε σε αυτό το ιδίωμα ώσπου αποφάσισε, πρώτα με τη χρήση ηλεκτρονικών μουσικών οργάνων και πηγών και στη συνέχεια τζαζ στοιχείων -σε αμφότερα μάλιστα υπήρξε πρωτοπόρος για την εποχή του- να εμπλουτίσει και να ανανεώσει την εκφραστική και εντέλει τη δημιουργική επίσης παλέτα του. Το τελευταίο σημαίνει πολύ απλά ότι εδώ και πολλά χρόνια ο Βαγγέλης Κατσούλης έχει εντοπίσει και κάνει απολύτως σαφές το προσωπικότατο δημιουργικό στίγμα του, το οποίο συνιστούν σχεδόν εξίσου η αγάπη του για το ιδίωμα του μινιμαλισμού, ένα από τα σημαντικότερα της σύγχρονης μετα-κλασικής μουσικής και η -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ανάλογα με την περίπτωση- ενσωμάτωση σε αυτό τζαζ και αυτοσχεδιαστικών στοιχείων, αλλά και εκτελεστών, συνήθως σε ένα ηχητικό πλαίσιο όπου τα ηλεκτρονικά παίζουν καθοριστικό ρόλο, αν δεν κυριαρχούν.

Το πρόσφατο άλμπουμ του «If not now when» δεν αποτελεί εξαίρεση. Σε αυτό συμπράττουν μόνο δύο μουσικοί της νεότερης γενιάς, με τους οποίους ολοφάνερα ταιριάζει πάρα πολύ, καθώς είναι τακτικότατοι συνεργάτες του, η ιδιοσυγκρασιακή -και ικανότατη στον αυτοσχεδιασμό!- ερμηνεύτρια Άννα Λινάρδου και ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος, ο κορυφαίος Έλληνας τζαζ τρομπετίστας (και προφανώς και άριστος εκτελεστής του φλικόρνου, κάτι που αποδεικνύει στη συγκεκριμένη περίπτωση, περισσότερο ίσως από άλλες) αυτή τη στιγμή. Η συμμετοχή τους, όμως, είναι μάλλον περιορισμένη. Ο δίσκος αυτός είναι κυριολεκτικά προσωπικός του Βαγγέλη Κατσούλη, με τον ίδιο να παίζει τα keyboards και να προγραμματίζει όλα τα ηλεκτρονικά, ακόμη και τα κρουστά. Ο δημιουργός λοιπόν εδώ έρχεται, περισσότερο από άλλες φορές, ενώπιος ενωπίω με τον (εκτελεστή) εαυτό του, και αυτό σημαίνει ότι η δημιουργική σκέψη μα και ψυχοσύνθεση του είναι πιο ορατή από ποτέ.

Και αυτή δεν είναι άλλη παρά ο… Βαγγέλης Κατσούλης, όπως τον ξέρουμε όσοι παρακολουθούμε εδώ και καιρό τη διαδρομή του, πολύ περισσότερο αν τον γνωρίζουμε καλά και προσωπικά όπως εμείς. Λιτός, καίριος σε ορισμένες περιπτώσεις, μελωδικός με ένα βαθύ και όχι κραυγαλέο τρόπο, σχεδόν πάντα ακαθόριστα μελαγχολικός και με μιαν υψηλότατη αισθητική, ένα σύνολο που αναπόφευκτα καταλήγει σε μια μουσική συνειδητά απλή και ανεπιτήδευτη, αλλά και πάρα πολύ όμορφη. Στο «If not now when», μάλιστα, έχουμε την αίσθηση ότι είναι και πιο προσωπική, αν όχι βιωματική, ίσως από ποτέ….

Η ελληνική τζαζ, λοιπόν, όχι μόνον χαίρει άκρας υγείας, αλλά και καλά κρατεί, ακόμη και δισκογραφικά και παρά τη διεθνή κατάρρευση της μουσικής βιομηχανίας. Αυτό που αναζητείται ακόμα είναι κοινό, όχι απλά πρόθυμο να αγοράσει αυτούς τους τρεις και άλλους ανάλογους δίσκους, αλλά και να διαθέτει την παιδεία και το αισθητήριο που θα του επιτρέψουν να αντιληφθεί πραγματικά και να εκτιμήσει την πολύ μεγάλη αξία τους.


Πηγή

Top