Το πιο γνωστό ή άγνωστο έργο της ελληνικής μουσικής;

γράφει ο Νίκος Χριστοδούλου 

Οι «36 Ελληνικοί Χοροί» του Νίκου Σκαλκώτα: το αίνιγμα

Χωρίς αμφιβολία οι «Ελληνικοί Χοροί» του Σκαλκώτα είναι σήμερα το πιο γνωστό, ως τίτλος, και εμβληματικό έργο της ελληνικής μουσικής. Ωστόσο το έργο παραμένει ουσιαστικά άγνωστο, όσον αφορά το μεγαλύτερο μέρος του, όπως και τη συνείδηση της δημιουργικής του υπόστασης, με την εξαίρεση μόνο ελάχιστων Χορών που είναι πασίγνωστοι. Πρόκειται για ένα τραυματικό παράδοξο, του οποίου ο αιτίες αφορούν συνολικά την ελληνική μουσική.

Κορυφαίος πρωτοπόρος, μορφή της μουσικής του 20ού αιώνα, ο Σκαλκώτας είναι διεθνώς ο μεγαλύτερος συνθέτης της Ελλάδας – όπως, π.χ., αντίστοιχα ο Σιμπέλιους για τη Φινλανδία ή ο Μπάρτοκ για την Ουγγαρία. Μοναδικά πολυσχιδής, ο Σκαλκώτας εξερευνά όλες τις νεότερες τάσεις: ατονικότητα, δωδεκαφθογγισμό, προχωρημένη τονικότητα, νεοκλασικισμό, χρήση στοιχείων δημοτικής μουσικής. Κεντρικό χαρακτηριστικό του είναι η πρωτοτυπία στη μουσική γλώσσα και στις μορφές. Ορισμένα ατονικά-δωδεκαφθογγικά του έργα είναι τα πρώτα χρονολογικά στην ιστορία της μουσικής. Διαμόρφωσε προσωπική, ανεπτυγμένη δωδεκαφθογγική μέθοδο, διαφορετική από την «ορθόδοξη» μέθοδο του δασκάλου και φίλου του Σένμπεργκ. Τα ατονικά του έργα βρίσκονται στην αιχμή της αντίστοιχης ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, γνωστής ως «Δεύτερη Σχολή της Βιέννης», την οποία διευρύνουν, ενώ με την τονική του δημιουργία, όπως τους «36 Ελληνικούς Χορούς», ο Σκαλκώτας αποτελεί παράλληλα μορφή νέας «εθνικής σχολής».

Παρά τη σύντομη ζωή του, πικρά παραγκωνισμένος στην Ελλάδα, ο πάντα σιωπηλός Σκαλκώτας, βιρτουόζος συνθέτης, αλλά και βιρτουόζος βιολιστής, πιανίστας, μαέστρος, μέλος συμφωνικής ορχήστρας, συγγραφέας μελετών, πρόφτασε και έκανε σχεδόν τα πάντα στη μουσική. Ωστόσο σε μεγάλο βαθμό και σήμερα παραμένει ο μεγάλος -και αναξιοποίητος- άγνωστος στην Ελλάδα: τα έργα του, π.χ., δισκογραφούνται συστηματικά στο εξωτερικό, όμως τα περισσότερα παραμένουν ακόμη ανεκτέλεστα στην πατρίδα του. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά την εντυπωσιακή μεταγραφή από τον Σκαλκώτα εννέα από τους τριανταέξι Χορούς για μεγάλη ορχήστρα πνευστών: το έργο έχει παιχτεί και δισκογραφηθεί από την Ορχήστρα Πνευστών των Πεζοναυτών των ΗΠΑ (!) (United States Marine Band – CD “20th Century Classics for Winds”), επίσης από την Ορχήστρα Πνευστών του Βασιλικού Βορείου Κολλεγίου Μουσικής του Μάντσεστερ υπό τον Κλαρκ Ράντελ (RNCM Wind Orchestra – CD, Chandos) κ.ά.- ενώ ακόμη σήμερα στην Ελλάδα παραμένει ολότελα ανεκτέλεστο!

Η ηχογράφηση των «36 Ελληνικών Χορών» για ορχήστρα από τον υπογράφοντα (σε νέα κριτική επιμέλεια του κειμένου από τα χειρόγραφα) έγινε με τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC στο Λονδίνο, ενώ η πρώτη ηχογράφηση του έργου από τον μαέστρο Βύρωνα Φιδετζή έγινε με την Κρατική Ορχήστρα των Ουραλίων στο μακρινό Εκατερίνενμπουργκ. Πολύ λίγοι μόνον Χοροί είναι όχι μόνον πασίγνωστοι, αλλά και σύμβολο δημοφιλούς μουσικής: ο Κλέφτικος, π.χ., είναι το ηχητικό σήμα του τηλεοπτικού καναλιού της Βουλής, ενώ υπήρξε πρόσφατα και σήμα πολιτικού κόμματος (ΚΕΠ του Δ. Αβραμόπουλου). Ωστόσο η πρώτη εκτέλεση του πλήρους έργου στην Ελλάδα έγινε μόλις το 1997, εξήντα ένα χρόνια ύστερα από την ολοκλήρωσή του (από τον Β. Φιδετζή και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών), ενώ η μεγάλη πλειονότητα των Χορών παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Ύστερα από τον πρόωρο θάνατο (1949) του Σκαλκώτα, τη δεκαετία του 1950 η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα στην Ευρώπη. Γιατί το ότι ο Σκαλκώτας παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό μακριά από την Ελλάδα σχετίζεται ιστορικά με προβλήματα της ελληνικής μουσικής.

Οι «36 Ελληνικοί Χοροί» για ορχήστρα είναι κορυφαίο έργο του Σκαλκώτα, αλλά και γενικότερα μέσα στη μουσική του 20ού αιώνα. Χαρακτηρίζεται από μοναδική πρωτοτυπία στη μορφή καθώς και στη χρήση του δημοτικού υλικού. Είναι ριζικά διαφορετικό έργο από οτιδήποτε παρόμοιο στην ιστορία της μουσικής. Σε σύγκριση, π.χ., με τους Σλαβικούς Χορούς του Ντβόρζακ ή τους Ουγγρικούς του Μπραμς, οι οποίοι έχουν πάντα τυπικές, απλές παρατακτικές μορφές, οι Χοροί του Σκαλκώτα έχουν δύο θεμελιώδεις, και έντονες, διαφορές, ως προς τη μορφή και τη σχέση με το δημοτικό μέλος. Πρωταρχικό γνώρισμα των «36 Ελληνικών Χορών» είναι η μορφολογική τους ιδέα: α) κάθε Χορός έχει ιδιαίτερη, αυτόνομη μορφή (το όλο έργο είναι μια σπουδή τριάντα έξι διαφορετικών μορφών), β) οι μορφές είναι ουσιαστικά «μονοθεματικές» και η εξέλιξη παράγεται εξερευνητικά και αναπτυκτικά από το βασικό θέμα και τα μοτίβα του.

Πρέπει να επισημανθεί ότι το μεγάλο αυτό έργο αποτελεί ένα πολλαπλό αίνιγμα, σε όλες τις πλευρές του – δημιουργική / συνθετική, ιστορική, κειμενολογική. Ας δούμε συνοπτικά τα αινιγματικά, και σοβαρά, ερωτήματά του. Ερώτημα είναι το για ποιους λόγους αποφάσισε ο Σκαλκώτας να γράψει σταδιακά ένα μείζον τονικό έργο (διαφορετικό από την έως τότε κυρίως ατονική δημιουργία του), το μοναδικό έργο που τον απασχόλησε, κατά διαστήματα, σε όλη σχεδόν τη δημιουργική του ζωή, από το Βερολίνο το 1931 έως τον θάνατό του, και το μόνο που σώζεται σε εντελώς ασυνήθιστο πλήθος χειρογράφων. Το μέγεθος του έργου είναι ασυνήθιστο. Μοναδική και αινιγματική μουσικοποιητικά είναι η γενική-μορφολογική «ιδέα». Ερώτημα αποτελεί η «φυσιογνωμία» καθεμίας από τις τρεις σειρές Χορών που συγκροτούν το έργο. Γενικά οι Χοροί έχουν αινιγματικές, αμφίσημες μορφές, με μακροδομική ισορροπία αλλά ταυτόχρονα εντελώς απρόβλεπτες στην εξέλιξή τους, μακριά από δεδομένα πρότυπα. Επίσης αινιγματική και αμφίσημη είναι συχνά η εκφραστική διάσταση, με χαρακτηριστική έξαρση, μελαγχολία και κάπως πικρό, αιχμηρό χιούμορ.

Συνολικά αινιγματική είναι η σχέση με τη δημοτική παράδοση: γιατί π.χ. ο Σκαλκώτας τροποποιεί συστηματικά τα δημοτικά μέλη, τι σημαίνει το ότι τα ονόματα των Χορών συνήθως δεν έχουν σχέση με κάποιο υπαρκτό είδος δημοτικού χορού (π.χ. βλάχικος, αρκαδικός, καθιστός κ.τ.λ.), γιατί αποφεύγει χρωματικές κλίμακες, ποιες πηγές μελών χρησιμοποιεί. Βασικό συνθετικό ερώτημα είναι με ποιους πολυσύνθετους τρόπους ο Σκαλκώτας αναπτύσσει νέα θέματα από στοιχεία των δημοτικών μελών. Άλλο θέμα έρευνας είναι το πώς σε έντεκα Χορούς χρησιμοποιεί δικά του θέματα, τα οποία συχνά έχουν μικρή έως και καθόλου σχέση με τη δημοτική μουσική (χωρίς να διασπάται η υφολογική ενότητα). Ερώτημα αποτελεί η έννοια του «χορού» στο έργο, αφού ορισμένοι δεν έχουν ξεκάθαρη, ή και καθόλου, χορευτική διάσταση. Ιδιωματική είναι η αρμονία και η χρήση της διαφωνίας. Απορία δημιουργούν ορισμένες οριακές ιδιομορφίες στην ενορχήστρωση. Ερώτημα είναι για ποιους λόγους ο Σκαλκώτας έκανε τόσες πολλές, παράλληλες μεταγραφές αρκετών από τους Χορούς, για διάφορα σύνολα και όργανα, όταν μάλιστα πολλές δεν παίχτηκαν ενόσω ζούσε.

Πολύ σημαντικό είναι το ερώτημα ποιο είναι, και αν υπάρχει, το οριστικό τελικό κείμενο του έργου, καθώς προς το τέλος της ζωής του ο Σκαλκώτας αναθεώρησε είκοσι χορούς, με αναθεωρήσεις που σώζονται ως πλήρες σχεδίασμα, αλλά πρόχειρα σημειωμένες, έως και κακογραμμένες, με μολύβι πάνω στο γραμμένο με μελάνι πρωτότυπο χειρόγραφο -πρόκειται δηλαδή για το μοναδικό έργο του που δεν σώζεται σε τελική καθαρογραμμένη μορφή. Επίσης αν, και με ποια κριτήρια, είναι προτιμότερη η αρχική ή η δεύτερη, αναθεωρημένη γραφή ενός Χορού. Γεννά απορία γιατί, ύστερα από τόσα χρόνια και πολλές εν τω μεταξύ μεταγραφές, ένιωσε ο Σκαλκώτας στο τέλος την ανάγκη να αναθεωρήσει για μοναδική φορά έργο του, τους Χορούς. Διερωτάται κανείς γιατί παρά την ιδιαίτερα μεγάλη, πρώιμη φήμη του έργου, ύστερα από την πρώτη εκτέλεση τεσσάρων Χορών το 1934 (πριν καν ολοκληρωθεί το έργο), στη συνέχεια οι περισσότεροι Χοροί δεν παίχτηκαν, ενόσω ζούσε ο Σκαλκώτας και για καιρό αργότερα. Και είναι απίστευτο ότι το έργο παραμένει έως σήμερα ανέκδοτο (!) σε πλήρη και έγκυρη παρτιτούρα.

Οι Χοροί του Σκαλκώτα θεωρούνται δεδομένοι και δημοφιλείς, αλλά το πραγματικό τους μέγεθος είναι άγνωστο. Η προσέγγιση του κορυφαίου αυτού έργου αφορά τη μουσική του 20ού αιώνα, τη δημιουργία του Σκαλκώτα, αλλά είναι κρίσιμη και για την ελληνική μουσική γενικά. Και το πιο επιτακτικό πλέον βήμα είναι να γίνει, επιτέλους, η έκδοσή του σε πλήρη παρτιτούρα.

* Ο Νίκος Χριστοδούλου είναι διευθυντής ορχήστρας – συνθέτης

Πηγή

Top