Γιώργος Κουμεντάκης: «Η Εθνική Λυρική Σκηνή δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από ό,τι καινούργιο φτιάχνεται στον κόσμο»
Μια συζήτηση με τον διευθυντή της ΕΛΣ, με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ «Εθνική Λυρική Σκηνή, η ιστορία της όπερας στην Ελλάδα»
Κείμενο: Αργυρώ Μποζώνη
Τον Μάρτιο του 2017, η Εθνική Λυρική Σκηνή μετακομίζει στις νέες της εγκαταστάσεις, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στο Φάληρο, με αποσκευές τη μεγάλη ιστορία της για να χαράξει τους νέους της στόχους. Μετά από επτά δεκαετίες στο Θέατρο Ολύμπια και με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ «Εθνική Λυρική Σκηνή, η ιστορία της όπερας στην Ελλάδα», η συνάντησή μας με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Λυρικής Γιώργο Κουμεντάκηάνοιξε μια συζήτηση με την οποία επιστρέψαμε στο παρελθόν, για να μιλήσουμε για τις προκλήσεις του παρόντος και τα σχέδια του μέλλοντος.
«Αποφασίσαμε να κάνουμε το ντοκιμαντέρ, μόλις μας έγινε η πρόταση, γιατί μας ενδιαφέρει αφενός να έχουμε την ιστορία της Λυρικής μέχρι σήμερα, να αποτυπώσουμε αυτό που συμβαίνει τώρα και αυτό που επιθυμούμε για το μέλλον. Το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε ακριβώς στο ενδιάμεσο στάδιο, ενώ ήμασταν ακόμα στο προηγούμενο κτίριο και ακολούθησε τη μετάβασή μας. Νομίζω δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα, γιατί καταγράφει την αλλαγή αυτή, την εποχή και τις συνθήκες. Αν το παρακολουθήσει κάποιος όλο το ντοκιμαντέρ αποδίδεται το στίγμα της Λυρικής, της ιστορικής της υπόστασης και της τωρινής κατάστασης»,λέει ο Γιώργος Κουμεντάκης.
Από την ιστορία της Λυρικής ποιο είναι το κομμάτι που σήμερα μπορεί να φανεί εντυπωσιακό;
Ότι από την αρχή της Λυρικής και μέχρι περίπου τη δεκαετία του ’70 η όπερα και η οπερέτα όχι μόνο δεν ήταν ξένα προς την ελληνική κοινωνία, αλλά ήταν ουσιαστικά απολύτως δεμένα με το αστικό περιβάλλον με μια σοφή ανταλλαγή κοινού και περιεχομένου της όπερας. Παρατηρούμε ότι την όπερα σαν τέχνη την είχε βάλει στη ζωή του πολύ πιο καθαρά από όσο στις επόμενες εποχές. Επίσης η επιλογή ρεπερτορίου εκείνης της εποχής, η σκέψη και η προοπτική που υπήρχε ήταν πολύ πιο ρηξικέλευθες από όλες τις επόμενες. Το κοινό άκουγε ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς και μάλιστα παράλληλα χρονικά με την ευρωπαϊκή σκηνή. Αν το σκεφτούμε αυτό, στη συνέχεια θα πρέπει να σκεφτούμε πού έγινε το λάθος και αποκοπήκαμε.
Κατά τη γνώμη σας τι συνέβη;
Απλώς από τη μεταπολίτευση και μετά θεωρήθηκε ότι η κλασική μουσική, η όπερα, ήταν ένα είδος αποκομμένο από την κοινωνία και τις ανάγκες της, ξενόφερτο και απολύτως δυτικό, ή δυτικοπρεπές, το οποίο δεν είχε σχέση με την Ελλάδα όπως την εννοούσαν κάποιοι, συνεπώς δε θα έπρεπε να είναι ένα από τα κεντρικά στοιχεία της στην ανάπτυξη της πολιτιστικής της διάστασης. Οπότε όλο αυτό το κομμάτι ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος μια κοινωνίας που ήθελε να μπει στα πράγματα με ένα δυναμισμό -κυρίως μετά την επταετία-, αλλά με τα ελληνοκεντρικά της χαρακτηριστικά. Με αυτά τα χαρακτηριστικά δημιουργήθηκε ένας πολύ δυνατός πυρήνας και χρειάστηκε μεγάλος αγώνας για να γίνει ένα βήμα πέρα από αυτά.
Αυτό που μου λέτε με πάει αυτομάτως στην εποχή της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Στέφανου Λαζαρίδη (2006-2007). Με αφορμή και το αφιέρωμα που ετοιμάσατε φέτος στη μνήμη, αλλά και την πνευματική του παρακαταθήκη, τι πιστεύετε για αυτή τη φωτεινή και σκοτεινή συγχρόνως περίοδο, τι συνέβη;
Ο Στέφανος Λαζαρίδης ήρθε σε λάθος περίοδο. Σήμερα είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα, αν ήταν ο Λαζαρίδης στη θέση μου σήμερα, δεν θα έφευγε ποτέ. Γιατί δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί στο σημερινό τοπίο το ανοιχτό προς την ευρωπαϊκή γέφυρα, και με όλο το περιβάλλον που είναι ήδη δημιουργημένο, το Κέντρο Πολιτισμού, τη Στέγη, το Φεστιβάλ Αθηνών, τη Ντοκουμέντα που ήρθε στην Ελλάδα και δεν υπάρχουν και τα συμπλέγματα που υπήρχαν πριν από είκοσι χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο του συνεχούς διαλόγου θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε την ουσία του έργου, της πραγματικότητάς του, της γνώσης και της πνευματικότητάς του.
Είχατε μια βαθιά σχέση μαζί του όπως γνωρίζω και θα ήθελα να μου μιλήσετε για το αποτύπωμα που άφησε και στο δικό σας παρόν στη Λυρική, στο οποία αφιερώνετε και ένα μεγάλο κομμάτι του φετινού σας ρεπερτορίου.
Είχαμε μια βαθιά καλλιτεχνική και ανθρώπινη σχέση, είχαμε συνεργαστεί, πρωτίστως είχαμε ένα διαρκή διάλογο που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Για μένα ήταν η μεγάλη αναλαμπή, από τη θητεία του και ύστερα άρχισε να προσδιορίζεται ο χώρος της όπερας ως ανοιχτό πεδίο τέχνης.
«Θα περιμένετε μόνο καινούργιες παραγωγές τη δεύτερη χρονιά, τελειώσαμε με τις παλιές»
Ο Λαζαρίδης το απέδειξε αμέσως μόλις ήρθε, έφερε ξένους σκηνοθέτες, τραγουδιστές, τους καλύτερους που υπήρχαν. Οι οποίοι μεσουρανούν σήμερα παγκοσμίως και με κάποιους από αυτούς έχουμε κλείσει και συμβόλαια μελλοντικής συνεργασίας. Κάθε φορά που επανέρχεται ο Λαζαρίδης στις κουβέντες μας μαζί τους, επανέρχεται σαν ένα είδος σταθεράς. Κοινής σταθεράς, μιλάμε την ίδια γλώσσα και τον τοποθετούμε στο ίδιο σημείο.
Θα ήθελα, αν θέλετε και εσείς -γιατί αυτή η ιστορία είναι μια ανοιχτή πληγή που κατά τη γνώμη μου είναι καλύτερο να την κοιτάξουμε- να ακούσω τη δική σας αφήγηση αυτής της ιστορίας της θητείας του Στέφανου Λαζαρίδη και όσων ακολούθησαν.
Έρχεται ο Λαζαρίδης με τις καλύτερες προϋποθέσεις, σε ένα κομμάτι που ο ίδιος θεωρούσε -λανθασμένα- ότι είναι απολύτως φιλικό, φτιάχνει μια ομάδα που θεωρούσε ότι ήταν η καλύτερη και η πιο φιλική -δεν ήταν-, από τους πρώτους που τον «έδωσαν» ήταν αυτή η ομάδα, μπαίνει στη Λυρική όπως μπαίνει ένας πραγματικός γνώστης του θεάματος, ζητάει κάποια πράγματα που δεν του δόθηκαν ποτέ για να του διευκολύνουν τη ζωή ειδικά στο οικονομικό και διοικητικό κομμάτι, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι το σύστημα θέλει πολλή δουλειά αλλά κάνει το λάθος να το εντοπίσει μόνο στην καλλιτεχνία. Καλεί όλα αυτά τα τεράστια ονόματα από το εξωτερικό και από την πρώτη κιόλας παραγωγή φαίνεται το στίγμα που θέλει να δώσει, σε έναν οργανισμό που δεν το αποδέχεται, δεν το αναγνωρίζει και το πιο σημαντικό, δεν το καταλαβαίνει.
Δηλαδή ξεβολεύεται ένα ολόκληρο σύστημα από το να κάνει κάτι που ήξερε να κάνει επί χρόνια και θεωρούσε ότι έτσι γίνεται. Σε αυτό το περιβάλλον λοιπόν, έρχεται ένας που γνωρίζει από τις ράφτρες, τα φώτα, τα κοστούμια, τα σκηνικά, τα πάντα. Προσπαθεί για αλλαγές με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά με τη λανθασμένη εικόνα που έχει για τον οργανισμό, θεωρώντας ότι αυτό το σύστημα τελικά τον αποδέχεται, γιατί δε μπορεί να διανοηθεί ότι δεν κάνει σωστά τη δουλειά του, ανοίγει τα χαρτιά του και ταυτοχρόνως κλείνει το κομμάτι της επικοινωνίας με το βασικό κομμάτι του θεάτρου που είναι οι από κάτω.
«Ο Στέφανος Λαζαρίδης δεν είχε την υποστήριξη αυτών που τον έφεραν στην Ελλάδα»
Οπότε ξεκινούν μικρές μονάδες συκοφάντησης και διασπείρουν ψευδή στοιχεία, αρχίζει να δημιουργείται μια ατμόσφαιρα εναντίον του που έφτασε στα Δ.Σ. και τα υπουργεία την οποία οικειοποιήθηκε όλο το σύστημα, χωρίς στην ουσία να γνωρίζει τι είναι αληθές και τι δεν είναι, απλώς συμμετέχοντας σε μια κατάσταση θολή και άδοξη στην οποία ο Λαζαρίδης -και εκεί είναι το χειρότερο σημείο-, δεν είχε την υποστήριξη αυτών που τον έφεραν στην Ελλάδα.
Άρα, αντιλαμβάνομαι πρώτον ότι αυτοί που τον έφεραν δεν ήξεραν γιατί τον έφεραν, δεύτερον ότι όταν αυτός ανέπτυξε πια τις θέσεις του αυτοί δεν τον παρακολούθησαν, οπότε δεν υπήρχε κανείς να καταλάβει την τεράστια αλλαγή στο θέατρο, δε τον στήριξαν, η πολιτική ηγεσία δηλαδή συμπορεύτηκε με τις υπόλοιπες φωνές εναντίον του, γιατί απλώς τους δημιουργούσε ένα πρόβλημα στη διαχείριση του θεάτρου. Ο στενός του κύκλος και μέσα στη Λυρική, ακόμα και αυτοί που σήμερα κόπτονται ότι ήταν μια λαμπρή και μεγάλη ιστορία, τον εγκατέλειψαν, πρόσωπα τότε μεγάλης εκτίμησης τον «έθαβαν» και ήμασταν δυο τρεις άνθρωποι που μιλήσαμε υπέρ του, ο Δημητριάδης, εγώ και δε θυμάμαι ποιος άλλος. Κανένας δεν ήθελε να «διακινδυνεύσει» τη θέση του και όταν όλα αυτά μπήκαν στη ζυγαριά, είδαν ότι ο Λαζαρίδης ήταν το πιο ασθενές στοιχείο. Ήταν μόνος του.
Σκέφτηκε ποτέ να μείνει στην Ελλάδα, να επιμείνει;
Ο Στέφανος πληγώθηκε πολύ, η λάσπη ήταν πολλή για έναν άνθρωπο που όταν ήρθε εδώ -γιατί δεν ήρθε για τα χρήματα ο Λαζαρίδης, είχε πολλά χρήματα, ήταν από τους πιο καλοπληρωμένους καλλιτέχνες στον κόσμο-, αναζητούσε τη ρίζα του στην πατρίδα του και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στον τόπο του. Όλη του η ζωή είχε στραφεί στην Ελλάδα οραματικά, αυτό είναι που μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα σήμερα. Είχε πουλήσει το σπίτι του στο Λονδίνο για να εγκατασταθεί εδώ και η πατρίδα του δε του επέτρεψε να βρει ποτέ αυτή την ταυτότητα, δεν του επέτρεψε καν να προσφέρει αυτό για το οποίο ήρθε. Τον άφησαν απολύτως εκτεθειμένο. Του είπα τότε «μη φύγεις, δε μπορούν να σε διώξουν» και μέσα στην απόλυτη εντιμότητά του μου απαντάει «λοιπόν εγώ δε θέλω να είμαι σε έναν οργανισμό που δε με θέλουν, που δε με αγαπάνε». Και κατάλαβα ότι ήταν το τέλος. Δεν τον έπεισα και δεν έπρεπε να τον πείσω τελικά. Γιατί δεν ήταν ώριμη ούτε η κοινωνία, ούτε ο οργανισμός, ούτε οι συνθήκες.
Απλώνοντας μια γέφυρα προς το παρελθόν και την ιστορία της Λυρικής, την απλώνετε σε εκείνη την περίοδο;
Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, θα πρέπει να την απλώσω σε εκείνη την περίοδο, γιατί εκεί είναι η αρχή πάνω στην οποία θα ‘θελα να χτίσω αυτό που θα ήθελα να γίνει τα επόμενα χρόνια στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Εννοείτε αλλαγή καλλιτεχνική, αλλαγή ρεπερτορίου;
Δεν είναι μόνο η αλλαγή του ρεπερτορίου, δεν είναι μόνο η τάση στις επιλογές. Είναι στην ίδια τη διαμόρφωση του μέρους ενός ζωντανού, νέου οργανισμού, που δεν μπορεί να αναπαράγει και να επαναπροσδιορίζει συνεχώς το ρεπερτοριακό του και μόνο είδος. Για να το κάνω πιο λιανά, δεν μπορεί ένα τέτοιο θέατρο να προχωρεί προς το μέλλον αν δεν κάνει δικές του παραγωγές. Αν δεν κάνει αυτές που χρειάζονται για να δίνει το στίγμα, το μέγεθος του τι είναι η όπερα και το μουσικό θέατρο σήμερα, αν δε φτάνει σε αναθέσεις, αν δεν προκαλεί δηλαδή τη σύγχρονη δημιουργία εντός των τειχών, αν δε φέρνει τους κατάλληλους σκηνοθέτες και ανθρώπους του θεάματος που θα δίνουν το στίγμα της εποχής με τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας πιστεύει ότι πρέπει να το κάνει.
«Είμαστε πιο ρηξικέλευθοι στις επιλογές και αυτό θα φανεί στο ρεπερτόριο που στήνουμε για τα επόμενα χρόνια»
Αν τελικά δε φτιάξουμε ένα κοινό ανοιχτό στην πρόκληση, στη νέα αισθητική και την ανάγνωση αυτών των κειμένων, το οποίο μαζί με ένα σύστημα ανθρώπων, δημιουργών, καλλιτεχνών, συνθετών, θα ανακαλύπτουν μαζί μας -και εμείς μαζί τους- αυτό που σημαίνει αναδιαμόρφωση, δημιουργική πρόκληση και επαναναφορά νέων κανόνων για το πώς μπορούμε να αντιληφθούμε τα πράγματα σήμερα.
Με αυτά τα δεδομένα τι περιμένουμε στον προγραμματισμό του 2018-19;
Θα περιμένετε μόνο καινούργιες παραγωγές τη δεύτερη χρονιά, τελειώσαμε με τις παλιές. Και στο Ηρώδειο και εδώ μέσα, δημιουργούνται διάφοροι άξονες και κύκλοι που τους ξεκινήσαμε λίγο διστακτικά και τώρα αναπτύσσονται πλήρως και την τρίτη χρονιά υπάρχουν μόνο καινούργιες παραγωγές, αλλά και με τις επαναλήψεις της πρώτης και δεύτερης χρονιάς. Οπότε μιλάμε για μια συνεχή ανανέωση και ρίσκο στο να σταθείς στα πόδια σου σε έναν οργανισμό που δεν το σηκώνει και θα φτάσει πάλι στα όριά του.
Τι σημαίνει αυτό;
Ότι είναι πεπερασμένο το σύστημα. Δεν έχουμε δυνατότητα προσλήψεων, έχουμε καταπληκτικά εργαστήρια και καταπληκτικούς τεχνίτες αλλά δεν επαρκούν, χρειαζόμαστε πολύ εξειδικευμένα άτομα που τα έχουμε, αλλά χρειάζονται πολύ περισσότερα, χρειάζεται ένα δυναμικό καλλιτεχνών που πρέπει να το ανανεώσουμε για να φτάσουμε στο μέλλον. Χρειαζόμαστε νέους μαέστρους, να στραφούμε στη γενιά για παράδειγμα των τριαντάρηδων που αν δε τους «χτίσεις» τώρα, τι θα έχεις την επόμενη εικοσαετία; Το ίδιο ισχύει και με τους σκηνοθέτες. Πρέπει να αναπτύξουμε ένα κομμάτι ουσιαστικών συμπαραγωγών με το εξωτερικό και ήδη ένα μέρος το αναπτύσσουμε εμείς τονώνοντας μια τέτοια σχέση και ένα άλλο μέρος, που είναι το μεγαλύτερο, έρχεται και από μόνο του πια.
Έρχεται και εξαιτίας των νέων εγκαταστάσεων φαντάζομαι, αλλά όχι μόνο για αυτό.
Υπάρχουν δυο πράγματα που είναι αλληλένδετα. Καταρχήν είναι ο χώρος. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να υπάρχει στην Ελλάδα ένα τέτοιο σύστημα. Ποιότητας, αρτιότητας, αισθητικής. Στην Ευρώπη οι πιο πολλές είναι παλιές όπερες, εμείς δεν έχουμε να ζηλέψουμε τίποτα από ό,τι καινούργιο φτιάχνεται στον κόσμο. Έχουμε ένα χώρο που στέκεται στο πιο υψηλό πεδίο. Που μας δίνει το σημείο στο οποίο θα πρέπει να φτάσουμε, γιατί δεν το έχουμε κατακτήσει αυτό, θέλει πολλή δουλειά για να αποτυπώσεις τη γνώση, την τεχνική ευκολία και τις δυνατότητες που υπάρχουν εδώ μέσα. Δηλαδή αυτά που σκεφτόμαστε δε θα μπορούσαν να γίνουν σε κανένα άλλο μέρος στην Ελλάδα. Δεύτερον, οι άνθρωποι από το εξωτερικό με τους οποίους μιλάμε αντιλαμβάνονται ότι δεν είμαστε το αντίστοιχο κατεστημένο στο κομμάτι της διεύθυνσης με αυτό του εξωτερικού. Εδώ μπαίνουν και βλέπουν μια ομάδα καλλιτεχνών. Δεν υπάρχει αυτό στο εξωτερικό, τα θέατρα διοικούνται πια από μάνατζερς.
«Ενώ όλοι μάς θεωρούσαν καταδικασμένους και ρωτούσαν “ποιος θα έρθει εδώ να δει όπερα”, διαψεύστηκαν»
Και μάλιστα κάποιοι θεωρούν ότι αυτό είναι το πιο σωστό και επιτυχημένο μοντέλο, ότι οι καλλιτέχνες δεν κάνουν για αυτό, αλλά για να κάνουν κάτι άλλο. Έρχονται εδώ βλέπουν ότι εμείς κάνουμε και το άλλο, ότι δεν έχουμε διαφορές μαζί τους και ότι συμπλέουμε σε αντίστοιχες έννοιες και αντιλαμβάνονται και έναν τρόπο καλλιτεχνίας τον οποίο πολλές φορές δεν διακινδυνεύουν στους χώρους τους. Είμαστε, δηλαδή, πιο ρηξικέλευθοι στις επιλογές και αυτό θα φανεί στο ρεπερτόριο που στήνουμε για τα επόμενα χρόνια. Εκπλήσσονται όταν τους λέμε τα έργα και τους καλλιτέχνες και παίρνουν τις παραγωγές μας.
Πώς καταγράφετε το σημείο της δουλειάς στο οποίο βρίσκεστε σήμερα;
Θέλει αδιανόητη δουλειά ακόμα για να πάμε προς την κατεύθυνση των θεάτρων της κεντρικής Ευρώπης. Αυτή είναι και η δική μου κατεύθυνση, να συνδυάσουμε το τεράστιο ελληνικό δυναμικό με καλλιτεχνικές δυνάμεις της Ευρώπης. Αν γίνει έτσι όπως το φανταζόμαστε, θα αφήσει για το μέλλον μια παρακαταθήκη, μια περιουσία παραγωγών, γιατί όλοι ξέρουμε ότι οι παραγωγές κάνουν ένα κύκλο και γίνονται κάποια στιγμή παρελθόν, είναι μια κυλιόμενη διαδικασία.
Μέσα σε αυτά τα τελευταία χρόνια και με τη μετακόμιση της Λυρικής εδώ, με την αλλαγή των συνθηκών, άλλαξε και η νοοτροπία όσων εργάζονται εδώ;
Αλλάζει η νοοτροπία και πάντα προς το καλύτερο και αυτό σήμερα είναι πιο δυνατό από τις μικρές αιχμές και τις αρνητικές σκέψεις που υπάρχουν πάντα, δε γίνεται διαφορετικά. Εγώ βρίσκω και τα ερωτήματα σχετικά με τη μετακίνησή μας από το κέντρο λογικά. Το ζήτημα είναι η δυναμική που θα αναπτυχθεί εδώ. Η βασική μας σκέψη είναι με ποιο τρόπο ο κόσμος, ο πολύς κόσμος μπορεί να οικειοποιηθεί όχι μόνο την όπερα, αλλά και όλα όσα κάνουμε σχετικά με το μουσικό θέατρο και να εναποθέσουν στη ζωή τους τον συναρπαστικό κόσμο της μουσικής.
Η σχέση σας ως διευθυντή σε αυτό τον χρόνο της διεύθυνσης με τους εργαζόμενους ποια είναι; Έχετε δυσκολίες;
Από την αρχή που μπήκα ξεκαθάρισα τη θέση μου και έχω κάνει ανοιχτές συζητήσεις με όλους τους εμπλεκόμενους συναδέλφους εδώ μέσα σε όλα τα τμήματα και τα θεωρώ ενιαία. Ειλικρινά, συνήθως σε αυτές τις συζητήσεις που κάνουμε τα αιτήματα είναι δίκαια. Όλοι θέλουν το καλό για τον εαυτό τους και το καλό για τη Λυρική και το καλύτερο για τον εαυτό τους και τη Λυρική. Και αυτό που σας λέω δεν είναι διπλωματικό, είναι ειλικρινές. Όλοι θέλουν ένα καλό οργανόγραμμα, που ελπίζω θα έχουμε σύντομα, όλοι θέλουμε να λύσουμε ζητήματα της παραγωγής γιατί κυρίως εγώ που προέρχομαι από το θέατρο και το χορό μπορώ να καταλάβω και τη δυσκολία να μην υπάρχει στήριξη, να μην υπάρχει συνέχεια, να τα κάνεις όλα μόνος σου, κάτι που αντανακλά και τη δημιουργία της γενιάς μου. Σε αυτό το επίπεδο όλα και πάντα έμπαζαν από παντού και το κράτος δε στήριξε αληθινά καμία προσπάθεια. Αυτά τα λέω για να δείξω ότι αν κατανοώ κάτι καλά, είναι πως η παραγωγή είναι ένα δημιουργικό κομμάτι της καλλιτεχνικής διαδικασίας. Δεν μπορώ να παραβλέψω τα αιτήματα που έρχονται και είναι απολύτως σαφή και δίκαια και λογικά και να κάνω ότι δεν τα ακούω.
«Το πιο δύσκολο είναι το κομμάτι της απαξίωσης που αισθανόμαστε καθημερινά»
Είμαστε σε στενή επαφή με όλους όσοι εργάζονται εδώ, σε έναν κυκεώνα μνημονιακών απαξιώσεων και προσπαθούμε να αντεπεξέλθουμε με τον καλύτερο τρόπο κάνοντας κάθε προσπάθεια και ας τρώμε τα μούτρα μας. Για μένα το πιο δύσκολο δεν είναι το κομμάτι της διαχείρισης ή του καλλιτεχνικού προγραμματισμού, αλλά της απαξίωσης που αισθανόμαστε καθημερινά επειδή οι νόμοι δε μας επιτρέπουν να μην έχουμε καταπληκτικούς τεχνίτες για παράδειγμα, να αντικαθιστούμε τα άτομα που συνταξιοδοτούνται, οπότε το σύστημα μοιραία μαραζώνει. Γιατί έχουμε την επιθυμία και δεν μπορούμε. Ο διαχωρισμός των τεχνικών με το καλλιτεχνικό κομμάτι φέρνει καταστροφή, γιατί εδώ μπορώ να κάνω μόνο καλλιτεχνικές συμβάσεις. Με απέκοψαν και μου διέλυσαν το κομμάτι της απόλυτης επαφής αυτών των δυο. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί ποτέ το σύστημα να δουλεύει τέλεια, ακόμα και αν οι άνθρωποι δουλεύουν σαν τρελοί. Από την άλλη, σε ένα τέτοιο μέρος με τόσο κόσμο δεν μπορείς να πάρεις έναν άνθρωπο από τα ταμεία και να τον βάλεις στους τεχνικούς, είναι ένα σύστημα πολύπλοκο που όλα, και το τονίζω αυτό, πρέπει να δουλεύουν με απόλυτη ακρίβεια και ασφάλεια. Δηλαδή όλα πρέπει να λειτουργούν άψογα και τίποτα λιγότερο. Αλλιώς έχει τεράστιες επιπτώσεις και στην ίδια τη θεατρική πράξη, αλλά είναι και το σημείο που δίνεις την αίσθηση της εμπιστοσύνης στον θεατή που αγοράζει ένα εισιτήριο για να σε παρακολουθήσει.
Μου έχετε δώσει τα στοιχεία των εσόδων, βλέπω έχετε εισπράξεις πάνω από 3.000.000€, έσοδα από σπόνσορες 1.500.000€, εκτός της καινούργιας δωρεάς από το Ίδρυμα Νιάρχος που είναι 2.500.000€ για τα εκπαιδευτικά και κοινωνικά προγράμματα και για την Εναλλακτική Σκηνή. Η Εναλλακτική είχε πληρότητα γύρω στο 90% και η Κεντρική σκηνή στο 100%, δηλαδή ένα πλήρες sold-out. Μένει να μου πείτε το προφίλ του κοινού σας και τη σύνδεση που έχετε και θέλετε να έχετε μαζί του.Έχουμε ένα προφίλ κοινού πολύ διαφορετικό από το κλασικό, όπως λέμε, κοινό της Λυρικής. Έχουμε δημιουργήσει μια σύνδεση με κοινά διαφορετικά και θέλουμε να έχουμε ένα διάλογο μαζί τους, τον οποίο ξεκινάμε κατ’ ουσίαν και πριν από τη στιγμή που αγοράζει το εισιτήριό του. Αν θεωρήσουμε ότι το κεντρικό σημείο είναι η παραγωγή, το προηγούμενο κομμάτι έχει πάρα πολλά προβλήματα κυρίως στην προσβασιμότητα που είναι ένα μεγάλο θέμα.
Κατά τη γνώμη μου πρέπει να συνεχίσουμε τη συζήτηση για το μετρό, ακόμα και αν είναι χρονοβόρο, ας το βρουν οι επόμενοι από εμάς. Η στιγμή της διευθέτησης του κόσμου στο φουαγέ έχει κάποια προβλήματα, η στιγμή που μπαίνει ο θεατής στην αίθουσα είναι η στιγμή που εξομαλύνονται τα πάντα και η στιγμή που πηγαίνει να πάρει το αυτοκίνητό του για να φύγει πάλι έχει πρόβλημα και δημιουργεί μεγάλη δυσφορία. Εμείς θέλουμε ο κόσμος να φεύγει γρήγορα και να κρατήσει μέσα του αυτό που έζησε μέσα στην αίθουσα.
Επειδή είμαστε στην αρχή και είμαι από φύση αισιόδοξος, θέλω να πω και πόσο θαυμάζω αυτούς που έρχονται και ξαναέρχονται υπομονετικά και πως πιστεύω στις μεγάλες προσπάθειες που γίνονται για να βρεθεί μια λύση, να είναι οι ροές της αναχώρησης πιο ομαλές. Γιατί εγώ θέλω να έρθει ο κόσμος που έχει πληρώσει το εισιτήριό του και έχει απαιτήσεις και να του παρέχουμε και την ηρεμία που χρειάζεται για να απολαύσει αυτό που έχει διαλέξει να ακούσει.
Αφού μου λέτε πως είστε αισιόδοξος, θα σας ρωτήσω και ποιο είναι το πιο αισιόδοξο κομμάτι που έχει αναπτυχθεί τον καιρό που βρίσκεστε εδώ.
Το ότι καταφέραμε να μετακομίσουμε και να ξεκινήσουμε άμεσα το ταξίδι τω παραγωγών, άρα δεν μπήκαμε δοκιμαστικά, μπήκαμε κανονικά και αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο. Όσο περισσότερο μαθαίνουμε το χώρο, τόσο περισσότεροι προβληματισμοί αναπτύσσονται και θέλουμε να κρατήσουμε τα καλά και να προχωρήσουμε. Το άλλο αισιόδοξο είναι ότι ενώ όλοι μάς θεωρούσαν καταδικασμένους και ρωτούσαν «ποιος θα έρθει εδώ να δει όπερα», διαψεύστηκαν.
«Φιλοδοξώ να δω την εκπαίδευση, την κοινωνική προσφορά και το μουσικό θέατρο ενοποιημένα σε ένα»
Καταλαβαίνω το φόβο του να βρίσκεσαι δίπλα σε αυτή τη μεγάλη χειρονομία, στο πάρκο που θα έρθεις το καλοκαίρι, να κάνεις βόλτα και να αναπνεύσεις, αλλά αυτό που διαπιστώνουμε όλοι πια είναι πως το καλοκαίρι συνεχίζεται. Υπάρχουν τελικά άλλες δυνάμεις που ισοσκελίζουν την απόσταση. Είμαστε στο τέλος του άξονα αυτής της πόλης, αλλά δεν είμαστε και απελπιστικά μακριά αν το σκεφτεί κάποιος.
Και το κομμάτι για το οποίο είστε σήμερα υπερήφανος;
Αυτό που δεν περιμέναμε ότι θα μπορεί να αναπτυχθεί σε αυτή την ένταση και ολότητα, είναι το κομμάτι των κοινωνικών και εκπαιδευτικών δράσεων. Ανοίγουμε το κομμάτι του μουσικού θεάτρου σε περιοχές ανθρώπινες και πνευματικές, εκεί που η Λυρική με μεγάλη δυσκολία έμπαινε τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για το κομμάτι του κοινού που χτίζεις από τις νηπιακές ηλικίες για να χτίσεις και το μέλλον αυτού του οργανισμού και την ευκαιρία που μας δίνεται μέσα από το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο, που είναι η μουσική, να έρθουμε σε διάλογο με ομάδες ευπαθείς και δύσκολες, να ανακουφίσουμε τον πόνο και τη φθορά και να προσανατολίσουμε ένα συναίσθημα. Δεν είμαστε οι μόνοι που το κάνουμε και αυτό το βρίσκω υπέροχο.
Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι αυτό που κάνουμε εδώ μέσα δε θα έχει ένα κοινωνικό πρόσωπο, δε διανοούμαι να το δω αποκομμένα από την κοινωνική του διάσταση. Αν με ρωτήσει κάποιος ποια είναι η φιλοδοξία μου σε αυτό το χώρο που βρίσκομαι, είναι να δω κάποια στιγμή την εκπαίδευση, την κοινωνική προσφορά και το μουσικό θέατρο ενοποιημένα σε ένα. Και αυτό είναι που θα ήθελα να αφήσω πίσω μου.