Η χαμογελαστή Ελλάδα του Μάνου
της Γιώτας Συκκά
Το τελευταίο βράδυ του Σεπτεμβρίου, ο ταχυδρόμος, τα παιδιά της γειτονιάς, ο κυρ Μιχάλης, οι αδελφές Τατά, ο «ηθοποιός που σημαίνει φως», πολλοί από τους ποιητικούς ήρωες μιας άλλης εποχής, που ζωντάνεψε ο Μάνος Χατζιδάκις μέσα από τα τραγούδια του για το θέατρο, θα μας ξανασυναντήσουν στο Ηρώδειο. Και μαζί τους, θα αναδυθεί μουσικά η ξεχασμένη εικόνα μιας χαμογελαστής χώρας, εκείνης που απαθανάτισε το 1961 το γερμανικό ντοκιμαντέρ «Ελλάς, η χώρα των ονείρων».
«Αυτοσχεδιάσματα, ρυθμοί, τραγούδια και χορικά, που φαντάζουν κατά περίεργο τρόπο Ελληνικά, λες κι υπήρχαν πολύ πριν, από πολύ παλιά μες στην Ελλάδα», όπως σημείωσε αργότερα ο ίδιος. «Τώρα θα πείτε γιατί δεν πήρα αυτό που υπήρχε; Απλούστατα, γιατί δε μου ταίριαζε σ’ αυτό που ήθελα να φτιάξω. Υστερα, πάντα μου θεωρούσα ισχυρότερα ελληνικό αυτό που ζούσα εγώ μέσα μου, απ’ αυτό που ζήσαν ή ζουν οι άλλοι». Το σάουντρακ της γερμανικής ταινίας (στην οποία τραγουδούσε και η Νάνα Μούσχουρη, ξεκίνησε μάλιστα τη μεγάλη καριέρα της στη Γερμανία) θα αποτελέσει το πρώτο μέρος της συναυλίας της 30ής Σεπτεμβρίου στο ρωμαϊκό θέατρο. Στο δεύτερο, το Μουσικό Σύνολο «Μάνος Χατζιδάκις», η Ορχήστρα Φιλαρμόνια, η Ελεωνόρα Ζουγανέλη και η νέα τραγουδίστρια Δήμητρα Σελεμίδου θα παρουσιάσουν υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού τα τραγούδια που γράφτηκαν για τέσσερις ιστορικές παραστάσεις: «Ο κύκλος με τη κιμωλία», «Παραμύθι χωρίς όνομα», «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», «Οδός Ονείρων». Ιδού μερικές από τις λιγότερο γνωστές τους λεπτομέρειες:
Γιατί θύμωσε η χήρα του Μπρεχτ. «Ο κύκλος με την κιμωλία» ήταν το πρώτο έργο του Μπρεχτ για το οποίο συνέθεσε μουσική ο Χατζιδάκις το 1957. Μια μουσική που δεν ενέκρινε η χήρα του Γερμανού συγγραφέα, όταν της έγραψε, ως ώφειλε, ο Κάρολος Κουν. «Δεν έστειλε τη μουσική. Εστειλε απλώς τ’ όνομά μου», διευκρίνισε ο συνθέτης (το 1988, στον Θάνο Φωσκαρίνη, στο «Διαβάζω»). Και συνέχισε: «Ο Κουν, αγνοώντας τις αυστηρές προϋποθέσεις για το ανέβασμα του “Κύκλου”, το ανέβασε με τη μουσική μου και είχε επιτυχία. Η Βάιγκελ το έμαθε και θύμωσε».
Και ποια η άποψή του για τον Μπρεχτ; «Ενας σημαντικός ποιητής του θεάτρου, όσες φορές ξεχνούσε τις συνταγές του περί θεάτρου. Πρέπει όμως να τονίσω πως η περίπτωση του “Κύκλου με την κιμωλία” είχε ένα άλλο στοιχείο που συνέτεινε στην επιτυχία του: την εξαίσια μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη».
Τα ξεχασμένα τραγούδια. Τη μουσική για το «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, έγραψε ο Χατζιδάκις το 1959 με την υπόσχεση αμοιβής οκτώ χιλιάδων δραχμών: «Πήρα τις τέσσερις χιλιάδες, μα τις υπόλοιπες, όσες φορές κι αν πήγα δεν τις έλαβα ποτέ (…) Kι έτσι αποφάσισα να τις ξεχάσω – και τις ξέχασα. Ομως μαζί, ξέχασα και το έργο και την παράσταση και τα τραγούδια που ’χα γράψει», παραδέχθηκε αργότερα. Δεν ξέχασε, όμως, τα τραγούδια του ο νεαρός κιθαρίστας που συνόδευε τον τενόρο Θύμιο Μιχαλόπουλο, ο οποίος τα ερμήνευε. Και όταν η παράσταση του Βασίλη Διαμαντόπουλου είχε πλέον κατεβεί, «με τη θαμπή και αισθαντική φωνή του κέρδιζε το ψωμί του, τραγουδώντας σε μικρά ταβερνάκια τις μελωδίες του “Παραμυθιού”». Πολλοί μίλησαν στον Χατζιδάκι με ενθουσιασμό για τον νεαρό τραγουδιστή. Ενθουσιασμό που συμμερίστηκε και ο ίδιος, όταν, το 1962, ζήτησε να τον συναντήσει. Ηταν ο Λάκης Παππάς. Εκείνος θύμισε στον Χατζιδάκι τα τραγούδια του, που είχε ολότελα ξεχάσει. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν «Ο κυρ Μιχάλης» και η «Μανούλα μου», που «είχανε κλίμα διαφορετικό από τ’ άλλα του “Παραμυθιού”. Και πάνω σ’ αυτά βασίστηκα, σαν άρχισα με το καλό το σχέδιο της “Οδού Ονείρων”».
Ο λήσταρχος και το σκυλόψαρο. Ενας άλλος αγαπημένος ερμηνευτής του Νέου Κύματος, ο Γιώργος Ζωγράφος, συμμετείχε στην παράσταση της «Οδού Ονείρων», υποδυόμενος, μεταξύ άλλων… τον καρχαρία: Στο τελευταίο σκετς του πρώτου μέρους, οι Μάρω Κοντού και Λευτέρης Βουρνάς έπαιζαν μια παραλλαγή της σκηνής Μυρίνης – Κινησία από τη «Λυσιστράτη», που διαδραματιζόταν, όμως, στην πλαζ. Ωσπου, ένα σκυλόψαρο –ο Ζωγράφος– τους καταβρόχθιζε! Αυτοσαρκαζόμενος, ο Χατζιδάκις είχε βάλει τη Σούλα Μπάστα να μπαινοβγαίνει τραγουδώντας τα «Παιδιά του Πειραιά», ζαλίζοντας τους πάντες, έως ότου οι τεντιμπόιδες της γειτονιάς τη σκοτώσουν και σύρουν το πτώμα της στα παρασκήνια. Το σουρεαλιστικό χιούμορ της παράστασης κορυφωνόταν με μια ολιγόλεπτη ταινία που προβαλλόταν επί σκηνής: στη «Ναυμαχία της Σαλαμίνος» έρχονταν αντιμέτωποι ένας τσέλιγκας (Μίνως Αργυράκης) κι ένας λήσταρχος –ο λήσταρχος Μπαρμπούλας (Μάνος Χατζιδάκις)– που μονομαχούσαν για μια βλαχοπούλα (Ρένα Βλαχοπούλου) που είχε κλέψει ένα αρνί.
«Ο Λαός δεν είναι λαϊκός». Την ίδια εποχή, στο θέατρο «Αθηνών» η Βούλα Ζουμπουλάκη και ο Δημήτρης Μυράτ ανέβασαν το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο. Ευκαιρία για τον Χατζιδάκι να μας προσφέρει τα «Ο ταχυδρόμος πέθανε», «Πέτρα» και «Το μαντολίνο», τρία τραγούδια που «είναι τραγικά και ελαφριά μαζί». Ευκαιρία, επίσης, να αναλύσει στο πρόγραμμα της παράστασης τις μουσικές –και όχι μόνο– προσδοκίες του: «Τι συνηθίσαμε να λέμε λαϊκό και τι είναι πραγματικά το λαϊκό; Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του. Εμένα μ’ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι άνθρωπος, χωρίς τη βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς τη φθορά της τάξης του. Μόνο σ’ αυτές του τις στιγμές ο Λαός δέχεται και εκπέμπει σωστά».
Θέατρο Ηρώδου Αττικού, 30 Σεπτεμβρίου.