Ούμα Σουμάκ: η πιο ξεχωριστή κολορατούρα που γνώρισε ο πλανήτης γη
Κείμενο: Αργυρώ Μποζώνη, abozoni@elculture.gr
Ο μουσικοκριτικός των Λος Άντζελες Τάιμς, Ντον Χέκμακ, την είχε αποκαλέσει ζωντανή, τεχνικολόρ αυταπάτη, μια καλειδοσκοπική εξωτική ψευδαίσθηση, η οποία γεννήθηκε σε μια πεζή εποχή. Η γκάμα της φωνής της κάλυπτε κάπου τέσσερις οκτάβες: από μια νότα σι, που αντιστοιχεί σε 123 Ηz, έως την ντο δίεση των 2270 Hz περίπου! Αν οι αριθμοί δε σας λένε κάτι γι’ αυτό το «μέταλλο», αρκεί να ακούσετε μια και μόνη φορά την Ούμα Σουμάκ για να καταλάβετε πως η μεγάλη της δύναμη βρίσκεται όχι μόνο σε αυτή τη φωνή, αλλά και στη μοναδική εκφραστικότητά της.
Τραγουδά το μάμπο με τη μεγαλοπρέπεια μιας άριας. Δοκιμάστε να ακούσετε το «Chuncho». Η σχεδόν απόκοσμη φωνή της μπορούσε να τραγουδήσει από νότες χαμηλού βαρύτονου μέχρι και αρκετά πάνω από μια συνηθισμένη σοπράνο. Ήταν η πιο ξεχωριστή κολορατούρα που γνώρισε ο πλανήτης γη.
Η Ούμα Σουμάκ γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1922, η ίδια βέβαια έλεγε πως είχε γεννηθεί το 1927. Το πιο εξωτικό, φινετσάτο πλάσμα, ένα σπάνιο είδος με παραδείσια φωνή, η Σουμάκ ταύτισε τη φωνή της με την «εξότικα», τη μουσική «κατηγορία», μια τζαζ με στοιχεία λατινοαμερικάνικης και πολυνησιακήςμουσικής, που έγινε τάση στα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Το όνομά της ήταν Θόιλα Αγκούστα Εμπερατρίθ Σαβάρι Ντελ Καστίγιο, η καταγωγή της από το Περού, -άλλοι αργότερα είπαν ότι ήταν από το Μπρούκλιν και λεγόταν απλώς Έιμι Καμί- και η απέχθειά της προς τη δημοσιότητα την έκανε να δημιουργεί και η ίδια μύθους για τον εαυτό της, όπως το ότι ήταν πριγκίπισσα, απόγονος του αυτοκράτορα Αταχουάλπα των Ίνκας. Το όνομά της σημαίνει όμορφο λουλούδι, ενώ λένε πως άρχισε να γυμνάζει τη φωνή της μιμούμενη τον βρυχηθμό των ζώων και το κελάηδισμα των πουλιών, ακόμα και των βρυχηθμό του ηφαιστείου των Άνδεων. Ίσως γι’ αυτό την αποκαλούσαν και το αηδόνι με φωνή ηφαιστείου.
Οι αμφιλεγόμενες ρίζες της στην ουσία ενίσχυσαν το μύθο της. «Είναι πέντε τραγουδίστριες μαζί», είπε ο συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας Μωυσής Βιβάνκο όταν, το 1942, την άκουσε να τραγουδά. Η Σουμάκ το ίδιο διάστημα άρχισε να χτίζει την καριέρα της στις ΗΠΑ. Ήταν η εποχή που τραγουδούσε ζωντανά διασκευές παραδοσιακών λατινοαμερικάνικων τραγουδιών, ήταν ό,τι πιο πολύχρωμο άκουγε εκείνη την εποχή ένας κόσμος βυθισμένος στο ασπρόμαυρο χρώμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Βιβάνκο και Ούμα παντρεύονται το 1942 και η σχέση τους δεν θα μπορούσε να είναι παρά εκκεντρική, όσο η φωνή της και το στιλ της. Χώρισαν επεισοδιακά το 1957, έναν χρόνο αργότερα ξαναπαντρεύτηκαν, ξαναχώρισαν, οριστικά, το 1965. Η Αμερική λάτρευε το ζευγάρι και τη ζωή τους, με τον ίδιο τρόπο που λάτρεψε αργότερα τους γάμους της Μέριλιν και της Λιζ Τέιλορ.
Η Ούμα Σουμάκ υπέγραψε το πρώτο δισκογραφικό της συμβόλαιο το 1950 και ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ «Voice of the Χtabay» που πούλησε σχεδόν μισό εκατομμύριο αντίτυπα και την ανέβασε σε σκηνές όπως το «Κάρνεγκι Χολ» και το «Χόλιγουντ Μπόουλ».
Η Σουμάκ πέρασε με το εξωτικό της στιλ από ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, κυκλοφόρησε συνολικά 11 άλμπουμ και αποθεώθηκε από το κοινό της ροκ όταν το 1971 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Miracles». Η ίδια δουλειά επανακυκλοφόρησε το 1998 με τίτλο «Uma Rocks». Ήταν μια πρόδρομος της lounge μουσικής, αν μπορούμε να το πούμε και έτσι, που στη δεκαετία του 1950 έκανε πολλές ηχογραφήσεις, πολλές από τις οποίες θεωρούνται πλέον θρυλικές με τους ΛεςΜπάξτερ και Μπίλυ Μέη.
Στη δεκαετία του ’60, λόγω οικονομικών δυσκολιών ξεκινά μια περιοδεία που κράτησε πέντε χρόνια. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, σε 40 πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης και σε όλη την Ευρώπη, την Ασία και τη Λατινική Αμερική. Στο Βουκουρέστι ηχογραφήθηκε και ο μοναδικός live δίσκος της καριέρας της με τίτλο “Recital“. Τη δεκαετία του ’70 κάνει μόνο ένα δίσκο και εμφανίζεται σποραδικά στο Περού και τη Νέα Υόρκη, αλλά τη δεκαετία του ’80 έρχεται πάλι στο προσκήνιο με συναυλίες στις μεγάλες πόλεις της Αμερικής, ενώ το 1987 δανείζει τη φωνή της στο τραγούδι “I Wonder” για την ταινία της Ντίσνεϋ «Ωραία Κοιμωμένη» και ηχογραφεί έναν δίσκο με γερμανική τέκνο μουσική, με τίτλο “Mambo ConFusion“.
Στη δεκαετία του ’90 με τη lounge μουσική να αναθερμαίνεται, το τραγούδι της “Bo Mambo” ακούγεται σε διαφημίσεις, ενώ το τραγούδι “Ataypura” ακούγεται στην ταινία των Αδελφών Κοέν «Ο μεγάλος Λεμπόφσκι». Οι καινούργιες γενιές μαθαίνουν την Ούμα Σουμάκ ακούγοντάς την σε μουσικές επενδύσεις ταινιών και ανακαλύπτοντας τη διάσημη, θρυλική πλέον φωνή της.
Οι μουσικόφιλοι παγκοσμίως θεωρούν πως μόνο η Μαρία Κάλλας, η οποία την θαύμαζε, μπόρεσε να ξεπεράσει το θρύλο της. Η Σουμάκ, εκτός από σπάνιαφωνή, διέθετε τη σαγηνευτική ομορφιά με το εξωτικό μακιγιάζ που υποστήριζε με θρησκευτικό σχεδόν φανατισμό μέχρι το τέλος της ζωής της.
Ένας από τους στενούς φίλους της ήταν ο μακιγιέρ της. Ακόμα και όταν ο καρκίνος την είχε καταβάλει, ήταν μακιγιαρισμένη «εξότικα». Πέθανε σε έναν οίκο ευγηρίας στο Λος Άντζελες, στη 1 Νοεμβρίου του 2008, σε ηλικία 86 ετών, από καρκίνο του εντέρου. Ο τάφος της βρίσκεται στο κοιμητήριο Hollywood Forever της Καλιφόρνια.